1. Οι διατάξεις του παρόντος νόμου ρυθμίζουν τη διαδικασία εξωδικαστικής ρύθμισης οφειλών προς οποιονδήποτε πιστωτή, οι οποίες είτε προέρχονται από την άσκηση επιχειρηματικής δραστηριότητας του οφειλέτη, είτε αποτελούν οφειλές από άλλη αιτία, εφόσον η ρύθμιση των εν λόγω οφειλών κρίνεται από τους συμμετέχοντες στη διαδικασία απαραίτητη προκειμένου να εξασφαλιστεί η βιωσιμότητα του οφειλέτη.
2. Για τις ανάγκες του παρόντος νόμου:
α. Ως «μεγάλες επιχειρήσεις» νοούνται όσες, κατά την τελευταία χρήση πριν από την υποβολή της αίτησης σύμφωνα με το άρθρο 4 του παρόντος, είχαν κύκλο εργασιών μεγαλύτερο από δύο εκατομμύρια πεντακόσιες χιλιάδες Ευρώ (2.500.000 €) ή έχουν συνολικές υποχρεώσεις (ληξιπρόθεσμες ή μη) υψηλότερες από δύο εκατομμύρια Ευρώ (2.000.000 €).
β. Ως «μικρές επιχειρήσεις» νοούνται όσες, κατά την τελευταία χρήση πριν από την υποβολή της αίτησης σύμφωνα με το άρθρο 4 του παρόντος, είχαν κύκλο εργασιών έως δύο εκατομμύρια πεντακόσιες χιλιάδες Ευρώ (2.500.000 €) και έχουν συνολικές υποχρεώσεις (ληξιπρόθεσμες ή μη) έως δύο εκατομμύρια Ευρώ (2.000.000 €) .
γ. Ως «συνοφειλέτης» νοείται κάθε πρόσωπο που ευθύνεται αλληλεγγύως εκ του νόμου ή ως αποτέλεσμα δικαιοπραξίας, για την εξόφληση μέρους ή του συνόλου των οφειλών του οφειλέτη. Στην έννοια του συνοφειλέτη περιλαμβάνεται και ο εγγυητής. Δεν συμπεριλαμβάνονται στην έννοια του συνοφειλέτη οι ασφαλιστικές επιχειρήσεις που δυνάμει ασφαλιστικής σύμβασης με τον οφειλέτη έχουν αναλάβει να καλύψουν την παντός είδους ευθύνη του έναντι τρίτων.
δ. Ως «χρηματοδοτικός φορέας» νοείται κάθε πιστωτικό ή χρηματοδοτικό ίδρυμα, συμπεριλαμβανομένων και των υπό ειδική εκκαθάριση πιστωτικών ιδρυμάτων, κάθε εταιρεία χρηματοδοτικής μίσθωσης, κάθε εταιρεία πρακτορείας επιχειρηματικών απαιτήσεων, καθώς και κάθε εταιρεία διαχείρισης απαιτήσεων από δάνεια και πιστώσεις του άρθρου 1 του ν. 4354/2015 (Α’ 176), εφόσον τελούν υπό την εποπτεία της Τράπεζας της Ελλάδος.
ε. ως «πιστωτές» νοούνται τα φυσικά ή νομικά πρόσωπα, δημοσίου ή ιδιωτικού δικαίου, συμπεριλαμβανομένου του Ελληνικού Δημοσίου και των Φορέων Κοινωνικής Ασφάλισης, που έχουν πάσης φύσεως χρηματικές απαιτήσεις κατά του οφειλέτη.
στ. «απαρτία συμμετεχόντων πιστωτών» υπάρχει όταν συμμετέχουν στη διαδικασία πιστωτές (συμμετέχοντες πιστωτές) που είναι δικαιούχοι τουλάχιστον του (50%) πενήντα τοις εκατό του συνόλου των απαιτήσεων κατά του οφειλέτη. Δεν λαμβάνονται υπόψη για τον σχηματισμό απαρτίας απαιτήσεις προσώπων συνδεδεμένων με τον οφειλέτη και απαιτήσεις πιστωτών που δεν δεσμεύονται από τη σύμβαση αναδιάρθρωσης οφειλών σύμφωνα με τα οριζόμενα στις παραγράφους 4, 6 και 7 του άρθρου 2 και στο εδάφιο ε’ της παραγράφου 3 του άρθρου 4.
ζ. Ως «πλειοψηφία συμμετεχόντων πιστωτών» νοείται η πλειοψηφία των συμμετεχόντων πιστωτών που σχηματίζεται με βάση ποσοστό επί του συνόλου των απαιτήσεων των συμμετεχόντων πιστωτών. Δεν λαμβάνονται υπόψη για τον σχηματισμό της πλειοψηφίας συμμετεχόντων πιστωτών απαιτήσεις προσώπων συνδεδεμένων με τον οφειλέτη.
η. Ως «ποσοστό συμμετεχόντων πιστωτών με ειδικό προνόμιο» νοείται το ποσοστό των συμμετεχόντων πιστωτών που σχηματίζεται επί του συνόλου των απαιτήσεων των συμμετεχόντων πιστωτών που εξασφαλίζονται με υποθήκη, προσημείωση υποθήκης ή ενέχυρο ή άλλο ειδικό προνόμιο. Δεν λαμβάνονται υπόψη για τον σχηματισμό του ποσοστού συμμετεχόντων πιστωτών με ειδικό προνόμιο απαιτήσεις προσώπων συνδεδεμένων με τον οφειλέτη.
θ. Ως «σύμβαση αναδιάρθρωσης οφειλών» νοείται η πολυμερής δικαιοπραξία που καταρτίζεται μεταξύ του οφειλέτη και των συμβαλλομένων πιστωτών στο πλαίσιο εφαρμογής των διατάξεων του παρόντος νόμου, έχει ως αντικείμενο την αναδιάρθρωση του συνόλου ή μέρους των οφειλών του οφειλέτη και αποσκοπεί στην συνέχιση της επαγγελματικής ή επιχειρηματικής δραστηριότητας του οφειλέτη.
ι. Ως «πρόσωπα συνδεδεμένα με τον οφειλέτη» νοούνται:
(i) Όταν ο οφειλέτης είναι φυσικό πρόσωπο, οι σύζυγοι, οι συγγενείς εξ αίματος ή εξ αγχιστείας μέχρι δευτέρου βαθμού, καθώς και τα νομικά πρόσωπα που ελέγχονται από τον οφειλέτη.
(ii) Όταν ο οφειλέτης είναι νομικό πρόσωπο, τα φυσικά ή νομικά πρόσωπα που ελέγχουν το νομικό πρόσωπο του οφειλέτη, καθώς και οι σύζυγοι και οι συγγενείς εξ αίματος ή εξ αγχιστείας μέχρι του δεύτερου βαθμού των ως άνω φυσικών προσώπων. Επίσης τα νομικά πρόσωπα που ελέγχονται από τον οφειλέτη.
Ένα φυσικό ή νομικό πρόσωπο θεωρείται ότι ασκεί έλεγχο όταν συντρέχει μία από τις περιπτώσεις του άρθρου 32 Ν. 4308/2014 (Α’ 251).
ια. Ως «συμμετέχων πιστωτής» νοείται κάθε πιστωτής που παρίσταται ή εκπροσωπείται ή συμμετέχει με οποιονδήποτε άλλο τρόπο στη διαδικασία της διαπραγμάτευσης με σκοπό την κατάρτιση σύμβασης αναδιάρθρωσης οφειλών.
ιβ. Ως «συμβαλλόμενος πιστωτής» νοείται κάθε πιστωτής που συμβάλλεται στη σύμβαση αναδιάρθρωσης οφειλών.
ιγ. Ως «μη συμβαλλόμενος πιστωτής» νοείται κάθε πιστωτής που δεν συμβάλλεται στη σύμβαση αναδιάρθρωσης οφειλών, ανεξαρτήτως εάν συμμετείχε στη διαδικασία διαπραγμάτευσης.
ιδ. Ως «εμπειρογνώμονας» νοείται κάθε φυσικό ή νομικό πρόσωπο που προσφέρει κατ’ επάγγελμα υπηρεσίες χρηματοοικονομικών συμβουλών σχετικά με την αναδιάρθρωση επιχειρήσεων.
ιε. Ως «εκτιμητής ακινήτων» νοείται ο πιστοποιημένος εκτιμητής ακινήτων που έχει καταχωρηθεί στο Μητρώο Πιστοποιημένων Εκτιμητών του Υπουργείου Οικονομικών, σύμφωνα με τις διατάξεις της παραγράφου Γ του ν. 4152/2013 (Α’ 107).
ιστ. Ως «οφειλές προς το Δημόσιο» νοούνται οι απαιτήσεις του Δημοσίου που είναι ήδη βεβαιωμένες σύμφωνα με τις διατάξεις του Κώδικα Είσπραξης Δημοσίων Εσόδων (ν.δ. 356/1974, Α’ 90), του Κώδικα Φορολογικής Διαδικασίας (ν. 4174/2013, Α’ 170) και του Εθνικού Τελωνειακού Κώδικα (ν. 2960/2001, Α’ 265) κατά την 31η Δεκεμβρίου 2016, με τις προσαυξήσεις ή τόκους εκπρόθεσμης καταβολής κατά το χρόνο υποβολής της αίτησης του άρθρου 4.
ιζ. Ως «οφειλές υπέρ τρίτων» νοούνται οι κατά την 31η Δεκεμβρίου 2016 ήδη βεβαιωμένες οφειλές υπέρ τρίτων πιστωτών, οι οποίες βεβαιώνονται και εισπράττονται από τη Φορολογική Διοίκηση σύμφωνα με τις διατάξεις του Κώδικα Είσπραξης Δημοσίων Εσόδων (ν.δ. 356/1974), με τις προσαυξήσεις ή τόκους εκπρόθεσμης καταβολής κατά το χρόνο υποβολής της αίτησης του άρθρου 4.
ιη. Ως «οφειλές προς τους Φορείς Κοινωνικής Ασφάλισης» νοούνται οι απαιτήσεις των Φορέων Κοινωνικής Ασφάλισης που είναι ήδη βεβαιωμένες, σύμφωνα με τις διατάξεις του Κώδικα Είσπραξης Δημοσίων Εσόδων (ν.δ. 356/1974) και του άρθρου 101 του ν. 4172/2013 (Α΄ 167), κατά την 31η Δεκεμβρίου 2016, με τις προσαυξήσεις ή τόκους εκπρόθεσμης καταβολής κατά το χρόνο υποβολής της αίτησης του άρθρου 4.