1) Μετά το άρθρο 9θ προστίθεται τίτλος ως εξής:
« ΜΕΡΟΣ 8ο – ΟΡΓΑΝΩΤΙΚΕΣ ΔΙΑΤΑΞΕΙΣ»
2) Το άρθρο 10 του ν. 2251/94 αντικαθίσταται ως εξής:
Άρθρο 10 Ενώσεις καταναλωτών – Συλλογικά μέσα προστασίας
1.Οι ενώσεις καταναλωτών συγκροτούνται ως σωματεία και διέπονται από τις διατάξεις του παρόντος άρθρου και του Αστικού Κώδικα. Οι ενώσεις καταναλωτών έχουν αποκλειστικό σκοπό την προστασία των δικαιωμάτων και των συμφερόντων του καταναλωτικού κοινού. Εκπροσωπούν τους καταναλωτές στα όργανα στα οποία προβλέπεται η εκπροσώπηση αυτών, ενημερώνουν και συμβουλεύουν τους καταναλωτές, τους αντιπροσωπεύουν δικαστικά και εξώδικα και ασκούν συλλογικές αγωγές κατά τις διατάξεις του παρόντος.
2. Οι ενώσεις καταναλωτών οργανώνονται σε ενώσεις καταναλωτών πρώτου και δεύτερου βαθμού. Μέλη ένωσης καταναλωτών πρώτου βαθμού είναι μόνο φυσικά πρόσωπα. Μέλη ένωσης καταναλωτών δεύτερου βαθμού είναι μόνο ενώσεις καταναλωτών πρώτου βαθμού. Για τη σύσταση ένωσης καταναλωτών πρώτου βαθμού απαιτούνται εκατό (100) τουλάχιστον ιδρυτικά μέλη. Σε δήμους με πληθυσμό μέχρι πέντε χιλιάδων (5.000) κατοίκων αρκούν πενήντα (50) ιδρυτικά μέλη. Οι ενώσεις καταναλωτών μπορούν να ιδρύουν γραφεία και σε περιοχές εκτός της έδρας τους. Κάθε φυσικό πρόσωπο δεν επιτρέπεται να συμμετέχει σε περισσότερες από μία ενώσεις καταναλωτών πρώτου βαθμού. Για την σύσταση ένωσης καταναλωτών δεύτερου βαθμού απαιτείται συμμετοχή πέντε τουλάχιστον ενώσεων καταναλωτών πρώτου βαθμού. Κάθε ένωση καταναλωτών πρώτου βαθμού δεν επιτρέπεται να συμμετέχει σε περισσότερες από μία ενώσεις καταναλωτών δεύτερου βαθμού. Οι ενώσεις καταναλωτών μπορεί να οργανώνονται και πέραν του δευτέρου βαθμού, κατά τον τρόπο οργάνωσης των ενώσεων καταναλωτών δεύτερου βαθμού.
3. Οι ενώσεις καταναλωτών αποκτούν νομική προσωπικότητα με την εγγραφή τους στο Μητρώο Ενώσεων Καταναλωτών (εφεξής: «Μητρώο»).
4. Το Μητρώο στο οποίο εγγράφονται οι ενώσεις καταναλωτών όλων των βαθμών τηρείται στη Γενική Γραμματεία Εμπορίου και Προστασίας Καταναλωτή του Υπουργείου Οικονομίας και Ανάπτυξης. Το Μητρώο είναι δημόσιο βιβλίο στο οποίο αναγράφεται και ο αριθμός φορολογικού μητρώου κάθε ένωσης καταναλωτών. Κάθε ενδιαφερόμενος μπορεί να έχει πρόσβαση στις εγγραφές του Μητρώου και να ζητεί αντίγραφο ή πιστοποιητικό των εγγραφών αυτών. Στη σφραγίδα, στα έντυπα και στα έγγραφα των ενώσεων καταναλωτών αναγράφεται υποχρεωτικά ο αριθμός της εγγραφής τους στο Μητρώο. Με απόφαση του Υπουργού Οικονομίας και Ανάπτυξης ρυθμίζονται τα θέματα εφαρμογής της παραγράφου αυτής και κάθε σχετική λεπτομέρεια.
5. Οι ενώσεις καταναλωτών τηρούν σε έντυπη ή και ηλεκτρονική μορφή τα ακόλουθα βιβλία, που αριθμούνται και θεωρούνται από το Γραμματέα του Πρωτοδικείου της έδρας τους: α) Βιβλίο Μητρώου μελών. Στο Βιβλίο Μητρώου μελών της ένωσης πρώτου βαθμού αναγράφονται το ονοματεπώνυμο, το επάγγελμα, η διεύθυνση κατοικίας, ο αριθμός του δελτίου αστυνομικής ταυτότητας και οι χρονολογίες εγγραφής και διαγραφής κάθε μέλους. Στο Βιβλίο μητρώου Μελών ένωσης καταναλωτών δεύτερου βαθμού αναγράφονται η επωνυμία και η έδρα τους, ο αριθμός των εγγεγραμμένων μελών τους, οι χρονολογίες εγγραφής και διαγραφής τους, και οι δικαστικές αποφάσεις έγκρισης ή τροποποίησης των καταστατικών των μελών που τις συγκροτούν, β) Βιβλίο Πρακτικών συνεδριάσεων Γενικών Συνελεύσεων των μελών τους, γ) Βιβλίο Πρακτικών συνεδριάσεων της διοίκησης, δ) Βιβλίο Ταμείου, στο οποίο καταχωρίζονται, κατά χρονολογική σειρά, όλες οι εισπράξεις και πληρωμές και ε) Βιβλίο Περιουσίας, στο οποίο καταγράφονται όλα τα κινητά και ακίνητα περιουσιακά στοιχεία της ένωσης.
6. Πόροι των ενώσεων καταναλωτών είναι αποκλειστικά:
α) τα δικαιώματα εγγραφής, οι συνδρομές και οι εθελοντικές εισφορές των μελών,
β) τα εισοδήματα από την αξιοποίηση της περιουσίας τους,
γ) κληρονομίες, κληροδοσίες,
δ) επιχορήγηση από τους οργανισμούς τοπικής αυτοδιοίκησης (Ο.Τ.Α.) πρώτου και δεύτερου βαθμού,
ε) επιχορήγηση από την Ευρωπαϊκή Ένωση, διεθνείς οργανισμούς και διεθνείς ενώσεις καταναλωτών, καθώς και δωρεές, χορηγίες και ενισχύσεις από επιστημονικούς φορείς, καθώς και δωρεές, χορηγίες και ενισχύσεις από ιδρύματα, επιστημονικούς φορείς, νομικά πρόσωπα με κοινωνικό σκοπό ή κοινωφελή σκοπό,
στ) εισπράξεις από διάθεση εντύπων οπτικοακουστικού υλικού, δημοσίων εκδηλώσεων, σεμιναρίων, ερευνών, εκθέσεων.
7.Κάθε απόφαση επιχορήγησης των ενώσεων καταναλωτών οποιουδήποτε βαθμού από οποιονδήποτε φορέα σύμφωνα με τις περιπτώσεις δ΄ και ε΄ της προηγούμενης παραγράφου κοινοποιείται υποχρεωτικά στη Γενική Γραμματεία Εμπορίου και Προστασίας Καταναλωτή.
8. Απαγορεύεται στις ενώσεις καταναλωτών να δέχονται δωρεές, εισφορές και ενισχύσεις κάθε είδους, από προμηθευτές ή οργανώσεις, τους, καθώς και από πολιτικά κόμματα ή άλλη πολιτική οργάνωση οποιουδήποτε πολιτικού κόμματος. Στην έννοια του προμηθευτή περιλαμβάνονται και τα φυσικά πρόσωπα που κατέχουν θέση προέδρου, διευθύνοντος ή εντεταλμένου συμβούλου ή νόμιμου εκπροσώπου κεφαλαιουχικών εταιριών. Οι Ενώσεις Καταναλωτών επιτρέπεται να δέχονται ενισχύσεις από αναγνωρισμένες πανελλήνιες και περιφερειακές ενώσεις προμηθευτών, όπως Επιμελητήρια και δευτεροβάθμιες ή τριτοβάθμιες ενώσεις αυτών( Ομοσπονδίες ή Συνομοσπονδίες, Πανελλήνιους ή Περιφερειακούς Συνδέσμους).
9. Οι ενώσεις καταναλωτών οποιουδήποτε βαθμού δεν επιτρέπεται να στεγάζονται σε χώρους που χρησιμοποιούνται ως κατοικία ή επαγγελματική στέγη νομικών ή φυσικών προσώπων που συμμετέχουν σε αυτές. Οι ενώσεις καταναλωτών επιτρέπεται να στεγάζονται σε χώρους του Δημοσίου, ή σε χώρους Τοπικής Αυτοδιοίκησης ,πρώτου και δεύτερου βαθμού.
10. Απαγορεύεται στις ενώσεις καταναλωτών να διαφημίζουν, με οποιοδήποτε τρόπο, επιχειρήσεις προμηθευτών.
11. Απαγορεύεται να συμμετέχουν στο διοικητικό συμβούλιο των ενώσεων καταναλωτών όσοι έχουν καταδικασθεί, αμετάκλητα, για απιστία, απάτη, πλαστογραφία, υπεξαίρεση, δωροδοκία, παράβαση του νόμου περί μεσαζόντων και του νόμου περί ναρκωτικών.
Τα μέλη των διοικητικών συμβουλίων των ενώσεων καταναλωτών όλων των βαθμών δεν επιτρέπεται να λαμβάνουν από αυτές οποιασδήποτε μορφής αποζημίωση για τις υπηρεσίες που παρέχουν, με εξαίρεση τα ποσά που καλύπτουν δαπάνες για την εξυπηρέτηση των σκοπών των ενώσεων, εφόσον αποδεικνύονται με νόμιμα παραστατικά.
12. Στη Γενική Γραμματεία Εμπορίου και Προστασίας Καταναλωτή συνιστάται πενταμελής επιτροπή, η οποία αποτελείται από: α) δύο Προϊσταμένους Διεύθυνσης της Γραμματείας αυτής, οι οποίοι προτείνονται με τον αναπληρωτή τους από τον Γενικό Γραμματέα Εμπορίου Καταναλωτή, β) έναν εκπρόσωπο του Συνηγόρου του Καταναλωτή και γ) δύο εκπροσώπους των ενώσεων καταναλωτών που είναι μέλη του Εθνικού Συμβουλίου Καταναλωτή και Αγοράς (Ε.Σ.Κ.Α.) και εκλέγονται με τους αναπληρωτές τους από το Ε.Σ.Κ.Α.
Ο Πρόεδρος και τα μέλη της Επιτροπής διορίζονται με απόφαση του Υπουργού Οικονομίας και Ανάπτυξης με θητεία τριών (3) ετών. Τα μέλη που προέρχονται από τον Ε.Σ.Κ.Α. δεν επιτρέπεται να διοριστούν για δύο συνεχόμενες θητείες.
Έργο της επιτροπής είναι η πιστοποίηση της πραγματικής λειτουργίας των ενώσεων καταναλωτών και της τήρησης των παραγράφων 5, 6, 8 έως και 11 του παρόντος.
Η πιστοποίηση ανακαλείται από την Επιτροπή εγγράφως σε περίπτωση που ενώσεις καταναλωτών οποιουδήποτε βαθμού δεν υλοποιούν καμία δράση για δύο συνεχή έτη ή δεν συμμορφώνονται με τα οριζόμενα στις παραγράφους 8 έως 11. Οι αδρανείς ενώσεις καταναλωτών δεν δικαιούνται επιχορήγησης από Ο.Τ.Α. πρώτου και δεύτερου βαθμού. Η πενταμελής επιτροπή συνεδριάζει τακτικώς εντός του πρώτου τριμήνου κάθε ημερολογιακού έτους και εκτάκτως οποτεδήποτε κληθεί να πιστοποιήσει νέα καταναλωτική οργάνωση. Με απόφαση του Υπουργού Οικονομίας και Ανάπτυξης ορίζονται οι όροι και οι προϋποθέσεις πιστοποίησης των καταναλωτικών οργανώσεων.
13. Οι διατάξεις του άρθρου 11 του ν. 1264/1982 (ΦΕΚ 79 Α΄), όπως ισχύει, και των παραγράφων 2 έως 5 του άρθρου 6 του ν.δ. 4361/1964 (ΦΕΚ 149 Α΄) όπως ισχύει, εφαρμόζονται αναλογικά για τις αρχαιρεσίες των ενώσεων καταναλωτών πρώτου και δεύτερου βαθμού.
14. Με την επιφύλαξη των διατάξεων του ν. 2472/1997, όπως ισχύει, και του ν. 2690/1999 (ΦΕΚ 45 Α’) ενώσεις καταναλωτών οποιουδήποτε βαθμού έχουν το δικαίωμα να ζητούν και να λαμβάνουν πληροφορίες για θέματα που ανάγονται στα συμφέροντα των καταναλωτών από δημόσιες υπηρεσίες, νομικά πρόσωπα δημοσίου δικαίου, δημόσιους οργανισμούς και επιχειρήσεις, νομικά πρόσωπα του ευρύτερου δημόσιου τομέα, όπως ορίζεται κάθε φορά και νομικά πρόσωπα που επιδιώκουν κοινωφελή σκοπό.
15.Κάθε ένωση καταναλωτών νομιμοποιείται να ζητεί ενώπιον δικαστηρίων και διοικητικών αρχών κάθε μορφής έννομη προστασία για τα δικαιώματα των μελών της, ως καταναλωτών. Ιδίως νομιμοποιείται να ασκεί αγωγή, αίτηση ασφαλιστικών μέτρων, αίτηση ακύρωσης ή προσφυγή κατά διοικητικών πράξεων και να παρίσταται ως πολιτικώς ενάγουσα. Κάθε ένωση καταναλωτών δικαιούται να παρεμβαίνει προσθέτως σε εκκρεμείς δίκες μελών της για την υποστήριξη των δικαιωμάτων τους ως καταναλωτών.
16. Ένωση καταναλωτών που έχει τουλάχιστον πεντακόσια (500) ενεργά μέλη και έχει εγγραφεί στο μητρώο ενώσεων καταναλωτών πριν από ένα τουλάχιστον έτος, μπορεί να ασκεί, κάθε είδους αγωγή για την προστασία των γενικότερων συμφερόντων του καταναλωτικού κοινού (συλλογική αγωγή). Η αγωγή του προηγούμενου εδαφίου μπορεί να ασκηθεί και όταν η παράνομη συμπεριφορά προσβάλλει τα συμφέροντα τριάντα (30), τουλάχιστον, καταναλωτών.
Ιδίως μπορεί να ζητήσει:
α) Την παράλειψη παράνομης συμπεριφοράς του προμηθευτή, ακόμη και πριν αυτή εκδηλωθεί, ιδίως όταν συνίσταται σε παράβαση των διατάξεων:
αα) των άρθρων 2, 3, 3α έως 3ιβ, 4, 4α έως 4η, 4θ, 5, 6, 7, 7α, 8, 9, 9α έως 9θ του παρόντος νόμου,
ββ) της Κ.Υ.Α. Ζ1-699/2010 (Β’ 917) «Προσαρμογή της Ελληνικής νομοθεσίας προς την οδηγία 2008/48/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου της 23ης Απριλίου 2008 για τις συμβάσεις καταναλωτικής πίστης και την κατάργηση της οδηγίας 87/102/ΕΟΚ του Συμβουλίου που δημοσιεύθηκε στην Επίσημη Εφημερίδα των ΕΚ, αριθμ. L 133 της 22.5.2008»,
γγ) του π.δ. 339/1996, «Περί οργανωμένων ταξιδιών, σε συμμόρφωση προς την Οδηγία 90/314 (ΕΕ L 158/59) για τα οργανωμένα ταξίδια και τις οργανωμένες διακοπές και περιηγήσεις» (ΦΕΚ 225 Α), όπως ισχύει,
δδ) της υπουργικής απόφασης υπ΄ αριθμ. ΔΥΓ 3(α)/83657, «Εναρμόνιση της Ελληνικής Νομοθεσίας προς την αντίστοιχη κοινοτική στον τομέα της παραγωγής και της κυκλοφορίας φαρμάκων, που προορίζονται για ανθρώπινη χρήση σε συμμόρφωση με την υπ’ αριθμ. 2001/1983/ΕΚ Οδηγία «περί κοινοτικού κώδικα για τα φάρμακα που προορίζονται για ανθρώπινη χρήση», όπως τροποποιήθηκε από τις υπ΄ αριθμ. 2004-27-ΕΚ, 2004-24- ΕΚ Οδηγίες για τα παραδοσιακά φάρμακα φυτικής προέλευσης και το άρθρο 31 της υπ΄ αριθμ. 2002/1998/ ΕΚ Οδηγίας για τη θέσπιση προτύπων ποιότητας και ασφάλειας για τη συλλογή, τον έλεγχο, την επεξεργασία, την αποθήκευση και τη διανομή ανθρώπινου αίματος και συστατικών αίματος, (ΦΕΚ 59 Β),
εε) της Κ.Υ.Α. Ζ1-130/2011 (Β’ 295) «Προσαρμογή της Ελληνικής Νομοθεσίας προς την Οδηγία 2008/122/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου της 14ης Ιανουαρίου 2009, για την προστασία των καταναλωτών ως προς ορισμένες πτυχές των συμβάσεων χρονομεριστικής μίσθωσης, μακροπρόθεσμων προϊόντων διακοπών, μεταπώλησης και ανταλλαγής, που δημοσιεύθηκε στην Επίσημη Εφημερίδα της Ε.Ε. αριθμ. L33 της 3.2.2009»,
στ) του π.δ. 131/2003, «Προσαρμογή στην Οδηγία 200/31 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου σχετικά με ορισμένες νομικές πτυχές των υπηρεσιών της κοινωνίας της πληροφορίας, ιδίως του ηλεκτρονικού εμπορίου, στην εσωτερική αγορά (οδηγία για το ηλεκτρονικό εμπόριο)» (ΦΕΚ 116 Α΄), όπως ισχύει,
ζζ) του ν. 2328/1995, «Νομικό καθεστώς της ιδιωτικής τηλεόρασης και της τοπικής ραδιοφωνίας, ρύθμιση θεμάτων της ραδιοτηλεοπτικής αγοράς και άλλες διατάξεις» (ΦΕΚ Α’ 159), και
ηη) του π.δ. 100/2000 «Εναρμόνιση της ελληνικής ραδιοτηλεοπτικής νομοθεσίας στις διατάξεις της Οδηγίας 97/36 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου της 30ης Ιουνίου 1997 (ΕΕ αριθ. L202 της Οδηγίας 89/552/ΕΟΚ του Συμβουλίου (ΕΕ αριθ. L298 της 17.10.89 σ.23) σχετικά με την παροχή υπηρεσιών»
θθ) του ν. 3844/2010 (Α’ 63) «Προσαρμογή της ελληνικής νομοθεσίας στην Οδηγία 2006/123 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου σχετικά με τις υπηρεσίες στην εσωτερική αγορά και άλλες διατάξεις»
ιι) του άρθρου 12 της υπ’ αριθμ. Α.Π. 70330οικ./2015 Κοινής Υπουργικής Απόφασης «Εναρμόνιση προς την οδηγία 2013/11/ΕΕ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου για την εναλλακτική επίλυση καταναλωτικών διαφορών και για την τροποποίηση του Κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 2006/2004 και της Οδηγίας 2009/22/ΕΚ», και
κκ) του άρθρου 14 του Κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 524/2013 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 21ης Μαΐου 2013, για την ηλεκτρονική επίλυση καταναλωτικών διαφορών (Κανονισμός για την ΗΕΚΔ).
Όταν η παράνομη συμπεριφορά εκδηλώνεται μετά από σύσταση ή υπόδειξη ενώσεων των προμηθευτών ή εφόσον οι ενώσεις αυτές προβαίνουν σε παράνομη συμπεριφορά, στην περίπτωση αυτή μπορεί να ζητηθεί και από αυτές η παύση της εν λόγω συμπεριφοράς. Η ένωση καταναλωτών μπορεί να ζητήσει, επιπλέον, τη δέσμευση, την απόσυρση ή την καταστροφή ελαττωματικών προϊόντων που είναι επικίνδυνα για την ασφάλεια ή την υγεία του καταναλωτικού κοινού, καθώς και τη λήψη μέτρων, όπως είναι η κατάλληλη δημοσίευση του συνόλου ή μέρους της απόφασης, ή και η δημοσίευση επανορθωτικής δήλωσης, ώστε να εκλείψουν τα συνεχιζόμενα αποτελέσματα της παράβασης.
β) Χρηματική ικανοποίηση λόγω ηθικής βλάβης. Για τον καθορισμό της χρηματικής ικανοποίησης, το δικαστήριο λαμβάνει υπόψη, ιδίως, την ένταση της προσβολής της έννομης τάξης που συνιστά η παράνομη συμπεριφορά, το μέγεθος της εναγόμενης επιχείρησης του προμηθευτή και κυρίως, τον ετήσιο κύκλο εργασιών της, καθώς και τις ανάγκες της γενικής και της ειδικής πρόληψης.
γ) Τη λήψη ασφαλιστικών μέτρων εξασφάλισης των απαιτήσεων του καταναλωτικού κοινού για την παράλειψη της παράνομης συμπεριφοράς ή την χρηματική ικανοποίηση μέχρι την έκδοση εκτελεστής απόφασης. Σε περίπτωση ελαττωματικών προϊόντων που είναι επικίνδυνα για την ασφάλεια ή την υγεία του καταναλωτικού κοινού, μπορεί να διαταχθεί, ως ασφαλιστικό μέτρο, η δέσμευση αυτών.
δ) Την αναγνώριση του δικαιώματος αποκατάστασης της ζημίας που υφίστανται οι καταναλωτές από την παράνομη συμπεριφορά.
17. Συλλογική αγωγή κατά τις διατάξεις της προηγούμενης παραγράφου μπορούν να ασκήσουν, από κοινού, περισσότερες της μιας ενώσεις καταναλωτών πρώτου βαθμού, ακόμη και αν κάθε μία από αυτές έχει αριθμό ενεργών μελών μικρότερο από το προβλεπόμενο κατώτατο όριο, εφόσον το σύνολο των ενεργών μελών όλων των ενώσεων υπερβαίνει το όριο αυτό. Συλλογική αγωγή μπορούν να ασκήσουν, από κοινού, και περισσότερες της μιας ενώσεις καταναλωτών πρώτου και δεύτερου βαθμού, ακόμη και αν η ένωση πρώτου βαθμού έχει αριθμό ενεργών μελών μικρότερο από το προβλεπόμενο κατώτατο όριο. Η συλλογική αγωγή ασκείται με απόφαση του διοικητικού συμβουλίου της ένωσης καταναλωτών. Ενεργά μέλη των ενώσεων λογίζονται όσα έχουν εκπληρώσει τις ταμειακές τους υποχρεώσεις. Ο αριθμός των μελών αυτών αποδεικνύεται με κοινή υπεύθυνη δήλωση των μελών του διοικητικού συμβουλίου της οικείας ένωσης καταναλωτών.
18. Η συλλογική αγωγή ασκείται σε αποκλειστική προθεσμία έξι (6) μηνών από την τελευταία εκδήλωση της παράνομης συμπεριφοράς που αποτελεί τη βάση της. Κατ΄ εξαίρεση, οι απαιτήσεις της περίπτωσης δ΄ της παραγράφου 16 υπόκεινται στην παραγραφή του άρθρου 937 του Αστικού Κώδικα (Α.Κ.).
19. Αποκλειστικώς αρμόδιο για την εκδίκαση συλλογικής αγωγής είναι το πολυμελές πρωτοδικείο της κατοικίας ή της έδρας του εναγομένου. Αν αντικείμενο της συλλογικής αγωγής αποτελεί ραδιοτηλεοπτική διαφήμιση, αποκλειστικώς αρμόδιο είναι το πολυμελές πρωτοδικείο της έδρας του ραδιοφωνικού ή τηλεοπτικού σταθμού.
20. Συλλογικές αγωγές των περιπτώσεων α’ και β’ της παραγράφου 16 δικάζονται κατά τη διαδικασία της εκούσιας δικαιοδοσίας, στη συντομότερη δυνατή δικάσιμο. Το δικαστήριο μπορεί να διατάξει την προσωρινή εκτέλεση της απόφασης. Οι έννομες συνέπειες που προκύπτουν από την απόφαση αυτή ισχύουν έναντι πάντων, και αν δεν ήταν διάδικοι. Το δεδικασμένο απόφασης που δέχεται εν όλω ή εν μέρει αγωγή της περίπτωσης δ’ της παραγράφου 16 ισχύει και υπέρ των ζημιωθέντων καταναλωτών, έστω και αν αυτοί δεν είχαν συμμετάσχει στη σχετική δίκη.
Εφόσον καταστεί αμετάκλητη η δικαστική απόφαση επί συλλογικής αγωγής της περίπτωσης δ΄ της παραγράφου 16, ο ζημιωθείς καταναλωτής μπορεί, με βάση την απόφαση αυτή, να γνωστοποιήσει εγγράφως στον προμηθευτή, κατά του οποίου εκδόθηκε η εν λόγω απόφαση, την απαίτησή του, αναφέροντας τα στοιχεία που την προσδιορίζουν. Μετά την άπρακτη παρέλευση τριάντα (30) ημερών από την έγγραφη γνωστοποίηση, ο καταναλωτής, εφόσον δεν ικανοποιηθεί, μπορεί να ζητήσει την έκδοση διαταγής πληρωμής για την απαίτησή του από το δικαστήριο, εφόσον αυτή είναι εκκαθαρισμένη ή μπορεί ευχερώς να εκκαθαριστεί. Η απαίτηση αποδεικνύεται και με κάθε ιδιωτικό έγγραφο το οποίο, ως εκ του είδους ή της συνήθειας της συναλλαγής, χορηγείται ως απόδειξη στους καταναλωτές.
Απαιτήσεις καταναλωτών που απορρέουν από την παράνομη συμπεριφορά, πέραν αυτών που ορίζονται στις περιπτώσεις α΄ έως και δ΄ της παραγράφου 16, δεν θίγονται. Το δικαίωμα άσκησης ατομικής αγωγής των καταναλωτών δεν επηρεάζεται από την απόρριψη του αιτήματος αγωγής της ένωσης καταναλωτών κατά τα οριζόμενα στην παράγραφο 16.
21. Ο Υπουργός Οικονομίας και Ανάπτυξης μπορεί με απόφαση του, που δημοσιεύεται στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως, να καθορίζει τους όρους και τις προϋποθέσεις προσαρμογής της συναλλακτικής συμπεριφοράς των προμηθευτών στο δεδικασμένο αμετάκλητων δικαστικών αποφάσεων επί αγωγών καταναλωτή ή ενώσεων καταναλωτών, εφόσον οι συνέπειες του δεδικασμένου έχουν ευρύτερο δημόσιο ενδιαφέρον για την εύρυθμη λειτουργία της αγοράς και την προστασία των καταναλωτών.
22. Χρηματική ικανοποίηση λόγω ηθικής βλάβης κατά την περίπτωση β΄ της παραγράφου 16 για την αυτή παράβαση παρέχεται μία μόνο φορά.
23. Αν αγωγή για χρηματική ικανοποίηση λόγω ηθικής βλάβης απορριφθεί αμετάκλητα ως προφανώς αβάσιμη, ο εναγόμενος προμηθευτής μπορεί να ζητήσει εκ του λόγου αυτού με αγωγή του, η οποία ασκείται εντός προθεσμίας έξι (6) μηνών από την ημερομηνία κατά την οποία η απορριπτική απόφαση κατέστη αμετάκλητη, αποζημίωση ή χρηματική ικανοποίηση λόγω ηθικής βλάβης από την ενάγουσα ένωση καταναλωτών και προσωπικά από τα μέλη του διοικητικού συμβουλίου, τα οποία ευθύνονται εις ολόκληρον.
24. Τη συλλογική αγωγή της περίπτωσης β΄ της παραγράφου 16 μπορούν να ασκούν κατά των προμηθευτών και τα εμπορικά και βιομηχανικά, βιοτεχνικά και επαγγελματικά επιμελητήρια, εφαρμοζομένων αναλογικώς των προηγούμενων παραγράφων 19 έως και 22.
25. Οι ενώσεις καταναλωτών δεν δικαιούνται αμοιβής από τα μέλη τους για παρεχόμενα σε αυτά ατομικά ή συλλογικά μέσα προστασίας.
26. Οι ενώσεις καταναλωτών ευθύνονται για την ακρίβεια των πληροφοριών που ανακοινώνουν προς ενημέρωση του καταναλωτικού κοινού. Όταν ανακοινώνουν στοιχεία τα οποία προκύπτουν από έρευνες που έχουν πραγματοποιήσει, οφείλουν να θέτουν στην διάθεση του καταναλωτικού κοινού και κάθε ενδιαφερόμενου, τα στοιχεία που αφορούν στον τρόπο διεξαγωγής της έρευνας, όπως είναι, ιδίως, η μεθοδολογία της δειγματοληψίας, με επιτόπιες, τηλεφωνικές ή ηλεκτρονικές συνεντεύξεις, και η μέθοδος και τα στοιχεία της τιμοληψίας.
27. Η ανακοίνωση στο καταναλωτικό κοινό αναληθών πληροφοριών από την ένωση καταναλωτών, καθώς και η παράβαση από αυτή των διατάξεων του παρόντος νόμου, συνιστά λόγο: α) ανάκλησης της πιστοποίησής της, κατά την έννοια της παραγράφου 12, β) έκπτωσης του διοικητικού συμβουλίου της, γ) αποβολής της από το Εθνικό Συμβούλιο Καταναλωτή και Αγοράς (Ε.Σ.Κ.Α) και από τα συλλογικά όργανα εκπροσώπησης σύμφωνα με το άρθρο 13 και δ) διαγραφής της από το Μητρώο. Τα υπό στοιχεία α΄, β΄ και δ΄ μέτρα του προηγούμενου εδαφίου μπορούν να ζητήσουν, μέσα σε προθεσμία έξι (6) μηνών από την τελευταία παράβαση ή από την ανακοίνωση της αναληθούς πληροφορίας, όποιος θίγεται από αυτές, κάθε μέλος της ένωσης, κάθε ένωση καταναλωτών, ο αρμόδιος εισαγγελέας, ο Συνήγορος του Καταναλωτή και ο Γενικός Γραμματέας Εμπορίου και Προστασίας Καταναλωτή. Για την ανάκληση της πιστοποίησης της ένωσης αποφαίνεται η Επιτροπή της παραγράφου 12. Για την έκπτωση του διοικητικού συμβουλίου της ένωσης, αποφαίνεται το αρμόδιο δικαστήριο, που δικάζει κατά τη διαδικασία της εκούσιας δικαιοδοσίας. Αν η σχετική αίτηση γίνει δεκτή, το δικαστήριο διορίζει, με την ίδια απόφαση, προσωρινό διοικητικό συμβούλιο. Τα μέλη που εκπίπτουν δεν είναι επανεκλέξιμα για μια τριετία από την έκπτωσή τους. Το Διοικητικό Συμβούλιο δεν εκπίπτει, εάν οι αναληθείς πληροφορίες ή ο τρόπος με τον οποίο ανακοινώνονται επιδρούν ελάχιστα στην προστασία των συμφερόντων των καταναλωτών ή αν η αναλήθειά τους δεν οφείλεται σε δόλο ή βαριά αμέλεια των μελών του. Για την αποβολή από το Ε.Σ.Κ.Α και από τα συλλογικά όργανα εκπροσώπησης του άρθρου 13 αποφαίνεται το Ε.Σ.Κ.Α, χωρίς τη συμμετοχή των εκπροσώπων της ένωσης. Η απόφαση αυτή υπόκειται στην έγκριση του Υπουργού Οικονομίας και Ανάπτυξης.
28. Η διαγραφή της ένωσης καταναλωτών από το Μητρώο ενεργείται με απόφαση του Υπουργού Οικονομίας και Ανάπτυξης. Η διαγραφή της ένωσης καταναλωτών από το Μητρώο συνεπάγεται, αυτοδικαίως, και την ανάκληση της πιστοποίησής της.
29. Το δικαστήριο μπορεί να διατάξει τη διάλυση ένωσης καταναλωτών αν αυτή άσκησε κατ’ επανάληψη, με δόλο ή βαριά αμέλεια, αγωγές για χρηματική ικανοποίηση λόγω ηθικής βλάβης που απορρίφθηκαν τελεσίδικα ως προφανώς αβάσιμες. Στην περίπτωση αυτή, τη διάλυση ζητούν, εντός αποκλειστικής προθεσμίας ενός (1) έτους από την τελεσιδικία της τελευταίας απορριπτικής απόφασης, ο προμηθευτής που υπήρξε εναγόμενος σε δίκη κατά την οποία εκδόθηκε η απόφαση αυτή ή ο αρμόδιος εισαγγελέας.
30. α) Σε περίπτωση παράβασης, κατά τις διατάξεις της παραγράφου 16, η οποία διαπράχθηκε στην Ελληνική επικράτεια, κάθε νομιμοποιούμενος φορέας από άλλο κράτος μέλος της Ευρωπαϊκής Ένωσης, όταν θίγονται τα συμφέροντα τα οποία προστατεύει, μπορεί να ασκεί τη συλλογική αγωγή των περιπτώσεων α΄ και γ΄ της παραγράφου 16. Οι διατάξεις των παραγράφων 17 και 20 εφαρμόζονται αναλόγως.
β) Σε περίπτωση παράβασης των διατάξεων για την άσκηση τηλεοπτικών δραστηριοτήτων του π.δ/τος 100/2000 (Α΄98) κάθε ημεδαπή ένωση που πληροί τα κριτήρια της παραγράφου 16, καθώς και κάθε νομιμοποιούμενος φορέας από άλλο κράτος μέλος, όταν θίγονται τα συλλογικά συμφέροντα των καταναλωτών, τα οποία προστατεύει, δικαιούται να υποβάλει καταγγελία και να ζητήσει να επιβληθούν οι διοικητικές κυρώσεις που προβλέπονται στα άρθρα 12 και 15 παρ. 3 του ν. 2644/1998 (Α΄ 233). Δικαιούται επίσης να υποβάλει αίτηση επανόρθωσης κατά τις διατάξεις του άρθρου 9 του π.δ.100/2000.
γ) Για την άσκηση της συλλογικής αγωγής ή την υποβολή καταγγελίας ή αίτησης επανόρθωσης, ο νομιμοποιούμενος φορέας επιδεικνύει τον σχετικό κατάλογο που καταρτίζει η Ευρωπαϊκή Επιτροπή και δημοσιεύεται στην Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης σύμφωνα με τα οριζόμενα στο άρθρο 4 της Οδηγίας 2009/22/ΕΚ «περί των αγωγών παραλείψεως στον τομέα προστασίας των καταναλωτών». Τα δικαστήρια και οι αρμόδιες αρχές δέχονται τον κατάλογο αυτό ως απόδειξη της νομιμοποίησης των φορέων προς έγερση της συλλογικής αγωγής ή υποβολής καταγγελίας ή αίτησης επανόρθωσης με την επιφύλαξη του δικαιώματός τους να εξετάσουν κατά πόσον ο σκοπός του φορέα δικαιολογεί την έγερση αγωγής ή την υποβολή καταγγελίας στη συγκεκριμένη περίπτωση.»
3) Το άρθρο 12 του ν. 2251/94 αντικαθίσταται ως εξής:
Άρθρο 12 Εθνικό Συμβούλιο Καταναλωτή και Αγοράς
1.Στη Γενική Γραμματεία Εμπορίου και Προστασίας Καταναλωτή του Υπουργείου Οικονομίας και Ανάπτυξης συνιστάται Εθνικό Συμβούλιο Καταναλωτή και Αγοράς (Ε.Σ.Κ.Α.), το οποίο αποτελεί συμβουλευτικό και γνωμοδοτικό όργανο του Υπουργού Οικονομίας και Ανάπτυξης. Το Ε.Σ.Κ.Α. εκφράζει τις θέσεις των φορέων της αγοράς και των καταναλωτών επί θεμάτων ανταγωνιστικής λειτουργίας της αγοράς και προστασίας των καταναλωτών, υποβάλλει, αρμοδίως, προτάσεις για την προώθηση των εννόμων συμφερόντων τους και τη διασφάλιση των δικαιωμάτων τους και εκδίδει γνωμοδοτήσεις επί θεμάτων σχετικών με την αγορά και τους καταναλωτές και, ιδίως, επί νομοσχεδίων και διατάξεων που αφορούν στους καταναλωτές.
2. Το Ε.Σ.Κ.Α. αποτελείται από:
α) τρεις (3) εκπροσώπους του Υπουργείου Οικονομίας και Ανάπτυξης, μετά των αναπληρωτών αυτών.
β) το Συνήγορο του Καταναλωτή,
γ) δύο (2) εκπροσώπους από κάθε δευτεροβάθμια ένωση καταναλωτών,
δ) τρεις (3) εκπροσώπους από τις πρωτοβάθμιες ενώσεις καταναλωτών,
ε) έναν (1) εκπρόσωπο που προτείνεται από την Επιτροπή Ανταγωνισμού, μετά του αναπληρωτού αυτού,
στ) έναν (1) εκπρόσωπο που προτείνεται από την Κεντρική Ένωση των Επιμελητηρίων (Κ.Ε.Ε.), μετά του αναπληρωτού αυτού,
ζ) έναν (1) εκπρόσωπο που προτείνεται από τον Ελληνικό Οργανισμό Τουρισμού (Ε.Ο.Τ.) μετά του αναπληρωτού αυτού,
η) έναν (1) εκπρόσωπο που προτείνεται από τον Ενιαίο φορέα Ελέγχου Τροφίμων (Ε.Φ.Ε.Τ.),
θ) έναν (1) εκπρόσωπο που προτείνεται από την Τράπεζα της Ελλάδος,
ι) έναν (1) εκπρόσωπο που προτείνεται από την Ελληνική Ένωση Τραπεζών (Ε.Ε.Τ) μετά του αναπληρωτού αυτού,
ια) έναν (1) εκπρόσωπο που προτείνεται από το Σύνδεσμο Επιχειρήσεων Λιανικής Πωλήσεως Ελλάδος (Σ.Ε.Λ.Π.Ε.) μετά του αναπληρωτού αυτού,
ιβ) έναν (1) εκπρόσωπο που προτείνεται από τη Γενική Συνομοσπονδία Επαγγελματιών και Βιοτεχνών Ελλάδος (Γ.Σ.Ε.Β.Ε.) μετά του αναπληρωτού αυτού,
ιγ) έναν (1) εκπρόσωπο που προτείνεται από την Ένωση Ασφαλιστικών Επιχειρήσεων μετά του αναπληρωτού αυτού,
ιδ) έναν (1) εκπρόσωπο που προτείνεται από τον Σύνδεσμο Ελληνικών Τουριστικών Επιχειρήσεων (Σ. Ε.Τ. Ε.) μετά του αναπληρωτού αυτού,
ιε) έναν (1) εκπρόσωπο που προτείνεται από την Πανελλήνια Συνομοσπονδία Ενώσεων Γεωργικών Συνεταιρισμών (ΠΑ.Σ.Ε.ΓΕ.Σ.) μετά του αναπληρωτού αυτού,
ιστ) έναν (1) εκπρόσωπο που προτείνεται από το Σύνδεσμο Ελληνικών Βιομηχανιών (Σ.Ε.Β.), μετά του αναπληρωτού αυτού,
ιζ) έναν (1) εκπρόσωπο που προτείνεται από την Εθνική Συνομοσπονδία Ελληνικού Εμπορίου (Ε.Σ.Ε.Ε.), μετά του αναπληρωτού αυτού,
ιη) έναν (1) εκπρόσωπο που προτείνεται από την Εθνική Συνομοσπονδία Ατόμων με Αναπηρία μετά του αναπληρωτού αυτού,
ιθ) έναν (1) εκπρόσωπο υπηρεσιών γενικού – κοινωνικού ενδιαφέροντος/ Ρυθμιστικών αρχών (μεταφορά, ύδρευση, ηλεκτρισμός, φυσικό αέριο, τηλεπικοινωνίες, ταχυδρομικές υπηρεσίες κ.λπ.), ανάλογα με τη θεματική ενότητα.
3. Στο Ε.Σ.Κ.Α., όπου κριθεί αναγκαίο, καλούνται χωρίς δικαίωμα ψήφου κατά περίπτωση:
– οι Προϊστάμενοι των διευθύνσεων που είναι αρμόδιες σε θέματα προστασίας του Καταναλωτή του Υπουργείου Οικονομίας και Ανάπτυξης,
– πρόσωπα με εξειδικευμένες γνώσεις σε θέματα προστασίας καταναλωτή και
– εκπρόσωποι άλλων παραγωγικών τάξεων, καθώς και άλλοι φορείς που εμπλέκονται σε θέματα προστασίας του καταναλωτικού κοινού.
4. Τα υπό στοιχεία γ’ έως ιθ’ μέλη του Ε.Σ.Κ.Α. της παραγράφου 2 προτείνονται με τους αναπληρωτές τους από τους οικείους φορείς, εντός αποκλειστικής προθεσμίας τριάντα (30) ημερών από την κοινοποίηση σε αυτούς σχετικής πρόσκλησης του Υπουργού Οικονομίας και Ανάπτυξης.
Αν οι φορείς αυτοί δεν προτείνουν τους εκπροσώπους τους εντός της προθεσμίας του προηγούμενου εδαφίου, οι εκπρόσωποι αυτοί ορίζονται από τον Υπουργό Οικονομίας και Ανάπτυξης.
Ειδικά όσον αφορά τους εκπροσώπους των ενώσεων καταναλωτών του στοιχείου δ’ της παραγράφου 2, αυτοί θα εκλέγονται από μεταξύ τους ψηφοφορία και δεν μπορούν να συμμετέχουν στο Ε.Σ.Κ.Α., αν η ένωση που ανήκουν είναι μέλος της δευτεροβάθμιας ένωσης που συμμετέχει δια εκπροσώπου στο Ε.Σ.Κ.Α.
Η θητεία των μελών του Ε.Σ.Κ.Α. είναι τριετής και μπορεί να ανανεωθεί μία ή περισσότερες φορές, για ίσο χρόνο. Η θητεία των μελών του Ε.Σ.Κ.Α. λήγει πριν παρέλθει ο χρόνος της, σε περίπτωση θανάτου, παραίτησης, διακοπής της συμμετοχής τους στον φορέα που εκπροσωπούν, δήλωσης του φορέα περί αντικατάστασης του τακτικού ή/και του αναπληρωματικού μέλους ή αποβολής της οικείας ένωσης καταναλωτών, σύμφωνα με την παράγραφο 27 του άρθρου 10.
5. Το Ε.Σ.Κ.Α. συγκροτείται με απόφαση του Υπουργού Οικονομίας και Ανάπτυξης. Με την ίδια απόφαση επιλέγεται και ορίζεται ο Πρόεδρος του Ε.Σ.Κ.Α., μετά του αναπληρωτή αυτού, μεταξύ των, υπό στοιχείο α’ της παραγράφου 2, μελών. Με όμοια απόφαση ορίζεται γραμματέας του Ε.Σ.Κ.Α. μετά του αναπληρωτή αυτού μεταξύ των υπάλληλων της Γενικής Γραμματείας Εμπορίου και Προστασίας Καταναλωτή.
6. Το Ε.Σ.Κ.Α. εκδίδει τον κανονισμό λειτουργίας του, ο οποίος εγκρίνεται με απόφαση του Υπουργού Οικονομίας και Ανάπτυξης, που δημοσιεύεται στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως. Με τον κανονισμό αυτόν καθορίζονται, μεταξύ άλλων, ο τόπος, η διαδικασία κατάρτισης και ανακοίνωσης της ημερήσιας διάταξης των συνεδριάσεων και πρόσκλησης σε αυτές, των μελών, ο τρόπος λήψης των αποφάσεων και έκδοσης των γνωμοδοτήσεων και κάθε ειδικότερο θέμα και αναγκαία λεπτομέρεια.
7. Το Ε.Σ.Κ.Α. συνεδριάζει τουλάχιστον δύο (2) φορές το χρόνο. Στις συνεδριάσεις του μπορεί να παρευρίσκεται και να συμμετέχει ο Υπουργός Οικονομίας και Ανάπτυξης ή εκπρόσωπός του. Εφόσον στις συνεδριάσεις του συζητούνται θέματα που αφορούν και τις αρμοδιότητες άλλων υπουργών, μπορούν να συμμετέχουν και αυτοί ή οι εκπρόσωποί τους. Ο πρόεδρος μπορεί, σε συνεννόηση με τον Υπουργό Οικονομίας και Ανάπτυξης, να καλεί στις συνεδριάσεις του Ε.Σ.Κ.Α. και εκπροσώπους άλλων παραγωγικών τάξεων, ιδιώτες ή άλλα πρόσωπα, τα οποία μπορούν να εκφράσουν τη γνώμη τους χωρίς δικαίωμα ψήφου.
8. Οι δαπάνες λειτουργίας του Ε.Σ.Κ.Α. βαρύνουν τις πιστώσεις της Γενικής Γραμματείας Εμπορίου και Προστασίας Καταναλωτή.
9. Τα μέλη του Ε.Σ.Κ.Α. δεν δικαιούνται αμοιβής για τη συμμετοχή τους στα όργανα αυτά. Τα μέλη που διαμένουν εκτός Αθηνών λαμβάνουν τα έξοδα κίνησης, σύμφωνα με τις κείμενες διατάξεις.»
5.Άρθρο 8
α) Η παρ. 2 του άρθρου 10 του ν.2251/94, το οποίο αντικαθίσταται με το άρθρο 8 του εν λόγω σ/ν, όπως τροποποιηθεί/συμπληρωθεί ως ακολούθως:
«[…] 2)Το άρθρο 10 του ν. 2251/94 αντικαθίσταται ως εξής:
Άρθρο 10 Ενώσεις καταναλωτών – Συλλογικά μέσα προστασίας
1.Οι ενώσεις καταναλωτών συγκροτούνται ως σωματεία και διέπονται από τις διατάξεις του παρόντος άρθρου και του Αστικού Κώδικα. […]
2. Οι ενώσεις καταναλωτών οργανώνονται σε ενώσεις καταναλωτών πρώτου και δεύτερου βαθμού. Μέλη ένωσης καταναλωτών πρώτου βαθμού είναι μόνο φυσικά πρόσωπα. Μέλη ένωσης καταναλωτών δεύτερου βαθμού είναι μόνο ενώσεις καταναλωτών πρώτου βαθμού. Για τη σύσταση ένωσης […] δεύτερου βαθμού.
Ειδικότερα για θέματα καταναλωτών με αναπηρία, η Εθνική Συνομοσπονδία Ατόμων με Αναπηρία (Ε.Σ.Α.μεΑ.), τριτοβάθμιος φορέας εκπροσώπησης των ατόμων με αναπηρία στη χώρα, αναγνωρίζεται ως δευτεροβάθμια ένωση καταναλωτών με αναπηρία, με όλα τα δικαιώματα που απορρέουν από το άρθρο 10 για τις ενώσεις καταναλωτών δευτέρου βαθμού».
Το παραπάνω αίτημά μας για αναγνώριση της Ε.Σ.Α.μεΑ. ως δευτεροβάθμιας ένωσης καταναλωτών εκπορεύεται από:
-την παρ. 3 του άρθρου 4 «Γενικές Υποχρεώσεις» της Σύμβασης, σύμφωνα με την οποία: «3. Κατά την ανάπτυξη και εφαρμογή της νομοθεσίας και των πολιτικών, για να εφαρμοστεί η παρούσα Σύμβαση και σε άλλες διαδικασίες λήψης αποφάσεων που αφορούν ζητήματα σχετικά με τα άτομα με αναπηρίες, τα Συμβαλλόμενα Κράτη θα συμβουλεύονται συνεχώς και θα εμπλέκουν ενεργά τα άτομα με αναπηρίες, […] μέσω των αντιπροσωπευτικών οργανώσεών τους».
-την παρ. 25 του άρθρου 2 «Σκοποί» του Καταστατικού της Συνομοσπονδίας, στην οποία αναφέρεται ότι: «Οι σκοποί της Συνομοσπονδίας είναι: […]25. Η ανάπτυξη δράσεων για την διάδοση των αξιών του καταναλωτικού κινήματος μέσα στο αναπηρικό κίνημα, η προάσπιση και προώθηση των δικαιωμάτων των ατόμων με αναπηρία και των μελών των οικογενειών τους ως καταναλωτές αναγνωρίζοντας ότι τα άτομα με αναπηρία δεν είναι μόνο γενικοί καταναλωτές αλλά και ειδικοί καταναλωτές χρησιμοποιώντας ειδικά προϊόντα και υπηρεσίες που απευθύνονται ειδικά σε αυτά. Η πρόσβαση στα αγαθά και στις υπηρεσίες είναι βασική επιδίωξη της Ε.Σ.Α. με Α. για να διασφαλιστεί η συμμετοχή ανεμπόδιστα όλων των ατόμων με αναπηρία σε αυτά».
Άρθρο 10
Η παράγραφος 18 του άρθρου του 10 του ν. 2251/1994 προτείνεται να αντικατασταθεί ως ακολούθως:
«18. Η συλλογική αγωγή των περιπτώσεων α και β της παραγράφου 16 ασκείται σε αποκλειστική προθεσμία έξι μηνών και η συλλογική αγωγή της περίπτωσης δ’ της ίδιας παραγράφου σε αποκλειστική προθεσμία τριών ετών από την τελευταία εκδήλωση της συμπεριφοράς που αποτελεί τη βάση της. Απαιτήσεις καταναλωτών της περίπτωσης δ’ της παραγράφου 16 υπόκεινται στην εκάστοτε προβλεπόμενη από τις διατάξεις του Αστικού Κώδικα παραγραφή. Η άσκηση της συλλογικής αγωγής της περίπτωσης δ της παραγράφου 16 πριν από την παραγραφή των απαιτήσεων των καταναλωτών αναστέλλει τη συμπλήρωση του χρόνου παραγραφής τους μέχρι την πάροδο ενός έτους από τότε που η απόφαση επί της συλλογικής αγωγής της περίπτωσης δ΄ της παραγράφου 16 καταστεί αμετάκλητη».
Η παράγραφος 20 του άρθρου 10 του ν. 2251/1994 προτείνεται να αντικατασταθεί ως ακολούθως:
«20. Συλλογικές αγωγές των περιπτώσεων α’ , β΄ και δ΄ της παραγράφου 16 δικάζονται κατά τη διαδικασία της εκούσιας δικαιοδοσίας, στη συντομότερη δυνατή δικάσιμο. Το δικαστήριο μπορεί να διατάξει την προσωρινή εκτέλεση της απόφασης. Οι έννομες συνέπειες που προκύπτουν από την απόφαση αυτή ισχύουν έναντι πάντων, και αν δεν ήταν διάδικοι. Εφόσον καταστεί αμετάκλητη η δικαστική απόφαση επί συλλογικής αγωγής της περίπτωσης δ΄, ο ζημιωθείς καταναλωτής, επιφυλασσομένης της δυνατότητάς του να ασκήσει αγωγή, μπορεί, με βάση την απόφαση αυτή, να γνωστοποιήσει εγγράφως στον προμηθευτή, κατά του οποίου εκδόθηκε η εν λόγω απόφαση, την απαίτησή του, αναφέροντας τα στοιχεία που την προσδιορίζουν. Μετά την παρέλευση τριάντα (30) ημερών από την έγγραφη γνωστοποίηση, ο καταναλωτής, εφόσον δεν ικανοποιηθεί, μπορεί να ζητήσει την έκδοση διαταγής πληρωμής για την απαίτηση του από το δικαστήριο, περιλαμβάνοντας στην αίτηση πλήρη εκκαθάριση της απαίτησής του. Η απαίτηση αποδεικνύεται και με κάθε ιδιωτικό έγγραφο το οποίο, ως εκ του είδους ή της συνήθειας της συναλλαγής, χορηγείται ως απόδειξη στους καταναλωτές».
ΑΙΤΙΟΛΟΓΙΑ
Με τις παραπάνω παραγράφους βελτιώνονται οι διατάξεις για την αποζημιωτική συλλογική αγωγή που εισήχθησαν με το άρθρο 13 του ν. 3587/2007 με σκοπό να καταστούν αυτές πράγματι εφαρμόσιμες και αξιοποιήσιμες για τις ενώσεις καταναλωτών και κυρίως τους ίδιους τους καταναλωτές. Ειδικότερα:
Με την πρώτη παράγραφο τροποποιείται η παράγραφος 18 του άρθρου 10 και επεκτείνεται από έξι μήνες σε τρία έτη η αποσβεστική προθεσμία για την άσκηση της συλλογικής αγωγής για την αναγνώριση του δικαιώματος αποζημίωσης των καταναλωτών. Η αποσβεστική προθεσμία των έξι μηνών θεωρείται εύλογη για την αγωγή παραλείψεως, καθώς αυτή αποβλέπει σε μελλοντική προστασία. Αντιθέτως, δεν δικαιολογείται μία τέτοια ασφυκτική προθεσμία για την άσκηση της συλλογικής αγωγής που αποβλέπει στην αποκατάσταση της ζημίας. Περαιτέρω προβλέπεται η διακοπή της παραγραφής των αξιώσεων με την έγερση της συλλογικής αγωγής για την αναγνώριση του δικαιώματος αποζημίωσης. Τούτο προκειμένου να διασφαλισθεί ότι οι καταναλωτές που θα προσδοκούν το αποτέλεσμα της συλλογικής δίκης θα είναι σε θέση να αξιοποιήσουν την απόφαση που δέχεται την αποζημιωτική συλλογική αγωγή όταν αυτή καταστεί αμετάκλητη.
Με τη δεύτερη παράγραφο τροποποιείται η παράγραφος 20 του άρθρου 10 και ορίζεται ότι η συλλογική αγωγή για την αναγνώριση του δικαιώματος αποζημίωσης των καταναλωτών εκδικάζεται κατά τη διαδικασία της εκούσιας δικαιοδοσίας όπως και η συλλογική αγωγή παραλείψεως. Η ισχύουσα μέχρι σήμερα ρύθμιση υποχρεώνει την ένωση καταναλωτών στην άσκηση δύο αγωγών για την ίδια εντέλει υπόθεση, εκ των οποίων μάλιστα η δεύτερη αγωγή (η αναγνωριστική της αξίωσης αποζημίωσης) θα εκδικάζεται σημαντικό χρονικό διάστημα μετά την πρώτη (αγωγή παραλείψεως). Ωστόσο, δεν δικαιολογείται αυτή η διαφοροποίηση καθώς και στην περίπτωση της συλλογικής αγωγής για την αναγνώριση του δικαιώματος αποζημίωσης των καταναλωτών η ένωση καταναλωτών δεν αποσκοπεί, όπως και στην περίπτωση της αγωγής παραλείψεως, στην αναγνώριση ιδιωτικού δικαιώματός της έναντι του εκάστοτε εναγόμενου προμηθευτή, αλλά παρίσταται εκπροσωπώντας τα συλλογικά συμφέροντα του καταναλωτικού κοινού, επιδιώκοντας την αναγνώριση δικαιώματος αορίστου αριθμού καταναλωτών, οι οποίοι έχουν υποστεί βλάβη από την παράνομη συμπεριφορά του προμηθευτή. Η απόφαση που εκδίδεται επί της εν λόγω αγωγής αναγνωρίζει (δεσμευτικά) το δικαίωμα και δίνει τη δυνατότητα στον κάθε ζημιωθέντα καταναλωτή να προβεί στην έκδοση διαταγής πληρωμής, δίχως να χρειάζεται πλέον να ακολουθήσει ο ίδιος για την αποζημίωσή του μία χρονοβόρα και δαπανηρή διαδικασία.
Άρθρο 12 Εθνικό Συμβούλιο Καταναλωτή και Αγοράς
Παρ. 2 εδ.γ) και δ) να τροποποιηθούν ως εξής:
4 εκπρόσωποι από τις δευτεροβάθμιες πιστοποιημένες ομοσπονδίες
3 εκπρόσωποι από τις πρωτοβάθμιες πιστοποιημένες οργανώσεις που δεν είναι ενταγμένες σε ομοσπονδία για μεταβατική περίοδο διάρκειας 2 ετών από την ισχύ του παρόντος νόμου.
Μετά την μεταβατική περίοδο 7 εκπρόσωποι από τις δευτεροβάθμιες πιστοποιημένες ομοσπονδίες με βάσει κριτηρίων με την συμμετοχή μόνο δευτεροβάθμιων ενώσεων καταναλωτών, και με κριτήρια αντικειμενικής αξιολόγησης, γεωγραφικά, αριθμό πρωτοβάθμιων ενώσεων, άθροισμα ενεργών μελών των πρωτοβάθμιων που μετέχουν στην δευτεροβάθμια που θα εξειδικευθούν με Υ.Α.
Αιτιολόγηση
Με την τροποποίηση του ν. 2251/94 (ν.3587/2007) αναγνωρίσθηκαν οι δευτεροβάθμιες οργανώσεις των ενώσεων καταναλωτών και ορίστηκαν οι προϋποθέσεις ίδρυσης και λειτουργίας τους.
Η συγκεκριμένη νομοθετική ρύθμιση έγινε με σκοπό την αναβάθμιση της θεσμικής σχέσης της πολιτείας με το κίνημα καταναλωτών και την ενδυνάμωση της ενιαίας έκφρασής του.
Με την τροποποίηση του ν.2251/94 (ν.4314/2014) αναφορικά με την συγκρότηση του ΕΣΚΑ, προβλέπεται η συμμετοχή εκπροσώπων τόσο των δευτεροβάθμιων όσο και πρωτοβάθμιων ενώσεων καταναλωτών. Ειδικότερα, από τις 7 προβλεπόμενες θέσεις ορίζονται: δύο (2) εκπρόσωποι από κάθε δευτεροβάθμια ένωση καταναλωτών και τρεις (3) εκπρόσωποι από τις πρωτοβάθμιες ενώσεις καταναλωτών.
Η διάταξη αυτή, πέραν του ότι υποσκάπτει την ενιαία έκφραση του κινήματος καταναλωτών, δεν ανταποκρίνεται στην δημοκρατική, αντικειμενική αντιπροσωπευτική και ισότιμη εκπροσώπησή του.
Απ’ όλα τα παραπάνω προκύπτει ότι η προβλεπόμενη σήμερα εκπροσώπηση καταστρατηγεί καταφανώς τους κανόνες της δημοκρατικής αντιπροσώπευσης στο ΕΣΚΑ, υποβαθμίζει τον ρόλο των ομοσπονδιών και των ενώσεων που τις συγκροτούν και αφήνει περιθώρια παρέμβασης από την εκάστοτε πολιτική ηγεσία.
Παρ. 6 Πόροι των ενώσεων καταναλωτών είναι αποκλειστικά:
Προτείνεται στην παράγραφο 6 να προστεθούν μετά το εδάφιο στ), τα εδάφια ζ), η), και θ) ως εξής:
ζ) Το ποσό που επιδικάζεται κατά την παράγραφο 22 του παρόντος
η) οι εθελοντικές εισφορές του ευρύτερου καταναλωτικού κοινού χωρίς την υποχρέωση να είναι μέλη ενώσεων, έσοδα από crowdfunding και εράνους για συγκεκριμένες δράσεις,
θ) χρηματοδότηση συγκεκριμένων δράσεων από συλλογικούς φορείς παραγωγών, προμηθευτών, επιμελητήρια.
Προτείνεται η παρ. 7 να αντικατασταθεί ως εξής:
Οι ενώσεις καταναλωτών υποχρεούνται να υποβάλλουν στη Γενική Γραμματεία Εμπορίου και Προστασίας Καταναλωτή κάθε έτος, και εντός εξαμήνου από τη λήξη του προηγούμενου έτους, διοικητικό και οικονομικό απολογισμό της δράσης τους, στους οποίους θα αναφέρονται οι πηγές χρηματοδότησής τους ανά είδος, φορέα και ποσό καθώς και οι συγκεκριμένες δράσεις. Επίσης, εφ’ όσον διαθέτουν ιστοσελίδα, υποχρεώνονται να αναρτούν τα ως άνω στοιχεία.
Προτείνεται η παρ. 8 να τροποποιηθεί ως εξής:
Απαγορεύεται στις Ενώσεις Καταναλωτών να δέχονται δωρεές, εισφορές και ενισχύσεις κάθε είδους, από προμηθευτές («ή οργανώσεις τους» να απαλειφθεί) καθώς και από πολιτικά κόμματα ή άλλες πολιτικές οργανώσεις οποιασδήποτε μορφής. Οι Ενώσεις Καταναλωτών επιτρέπεται να δέχονται ενισχύσεις από αναγνωρισμένες πανελλήνιες η Περιφερειακούς Συνδέσμους, αποκλειστικά για το σκοπό της παρ. 6 εδ. θ (όπως προτείναμε να προστεθεί)
Αιτιολόγηση
Η προτεινόμενη τροποποίηση είναι στη σωστή κατεύθυνση αλλά πρέπει να συμπληρωθεί ως άνω, ώστε να διασφαλιστεί η διαφάνεια και η ανεξαρτησία των ενώσεων καταναλωτών.
Θεωρούμε ότι είναι επιβεβλημένο να τροποποιηθεί το άρθρο 10 παρ. 6, 7 και 8 του ν. 2251/94, δεδομένου ότι το πλαίσιο αυτό είναι εξαιρετικά περιοριστικό και ασφυκτικό. Τα μοναδικά έσοδα πλέον των ενώσεων καταναλωτών είναι από τις συνδρομές των μελών τους, όπου λόγω της οικονομικής κρίσης έχουν μειωθεί πάρα πολύ. Τούτο έχει σαν αποτέλεσμα οι ενώσεις καταναλωτών να αντιμετωπίζουν ανυπέρβλητο πρόβλημα επιβίωσης, σε μια εποχή που η παρουσία τους και η ενεργή δράση τους είναι περισσότερο από ποτέ αναγκαία.
Υπό τις παρούσες συνθήκες συνεπώς, μετά και την κατάργηση της κρατικής επιχορήγησης, οι πόροι των ενώσεων καταναλωτών που αναφέρονται περιοριστικά, είναι πολύ δεσμευτικοί και πρέπει να διευρυνθούν, ώστε να μπορέσουν να αναλάβουν δράσεις σε ένα ευρύτερο πλαίσιο που συνάμα θα διασφαλίζει και την ανεξαρτησία τους.
Προτείνεται η παρ. 11 να συμπληρωθεί ως εξής:
1. Στο εδ. β προτείνεται η προσθήκη της φράσης «υπό την ιδιότητά τους αυτή» μετά την πρώτη περίοδο της παραγράφου, ώστε αυτή να διατυπωθεί ως εξής:
«Τα μέλη των διοικητικών συμβουλίων των ενώσεων καταναλωτών όλων των βαθμών δεν επιτρέπεται να λαμβάνουν από αυτές, οιασδήποτε μορφής αποζημίωση για τις υπηρεσίες που παρέχουν υπό την ιδιότητά τους αυτή, με εξαίρεση τα ποσά που καλύπτουν δαπάνες για την εξυπηρέτηση των σκοπών των Ενώσεων, εφ’ όσον αποδεικνύονται με αντίστοιχα παραστατικά.»
Αιτιολόγηση
Η διάταξη αυτή:
εκφράζει δυσπιστία προς τα συλλογικά όργανα των ενώσεων καταναλωτών
παρεμβαίνει ανεπίτρεπτα στην εσωτερική τους λειτουργία,
παραβλέπει προκλητικά το γεγονός ότι ο βαθμός της κοινωνικής αναγνώρισης της ένωσης εκφράζει την ορθότητα των επιλογών της και ωφελιμότητα του έργου της
είναι παράλογη και αντιφατική, διότι:
– δεν απαντάται ούτε και στα ΔΣ επιχειρήσεων
– στερεί την ένωση από την παροχή υπηρεσιών από άτομα της εμπιστοσύνης της με ήδη σημαντική εθελοντική προσφορά και αφοσίωση σε αυτήν, τα οποία ωστόσο μπορούν να παρέχουν τις υπηρεσίες τους όπου αλλού!
– δεν λαμβάνει υπ’ όψη της τις περιορισμένες οικονομικές δυνατότητές της, που δεν επιτρέπουν την πρόσληψη ατόμων με την απαιτούμενη εμπειρία και γνώση.
2. Προτείνεται επίσης στην παρ. 11 να προστεθεί νέο εδάφιο ως εξής:
«Απαγορεύεται να μετέχουν στο Διοικητικό Συμβούλιο ένωσης καταναλωτών όλων των βαθμών υποψήφιοι ή εκλεγμένοι σε βουλευτικές, περιφερειακές α’ και β’ βαθμού, εκλογές, καθώς και όσοι μετέχουν σε όργανα διοίκησης πολιτικών ή δευτεροβάθμιων συνδικαλιστικών οργανώσεων».
Παρ.18 να τροποποιηθεί ως εξής:
Η συλλογική αγωγή ασκείται σε αποκλειστική προθεσμία ενός έτους (αντί 6 μηνών που προβλέπεται), από την τελευταία εκδήλωση της παράνομης συμπεριφοράς που αποτελεί τη βάση της. Κατ’ εξαίρεση, οι απαιτήσεις της περίπτωσης δ’ της παραγράφου 16 υπόκεινται στην παραγραφή του άρθρου 937 του Αστικού Κώδικα (Α.Κ.)
Αιτιολόγηση
Από την εμπειρία μας θεωρούμε ότι πρέπει να αυξηθεί η αποκλειστική προθεσμία των έξι (6) μηνών σε ένα έτος για την άσκηση της συλλογικής αγωγής, διότι ο χρόνος αυτός έχει αποδειχθεί ότι είναι πολύ σύντομος για την συγκέντρωση στοιχείων και στοιχειοθέτηση της αγωγής. Κατά συνέπεια προτείνουμε την επιμήκυνση του σε ένα έτος.
Παρ. 23 να τροποποιηθεί ως εξής:
Προτείνεται να απαλειφθεί στην παρ. 23 του α. 10 του ν.2251/94 η τελευταία φράση: «…και προσωπικά από τα μέλη του διοικητικού συμβουλίου, τα οποία ευθύνονται εις ολόκληρον».
Αιτιολόγηση
Θεωρούμε ότι πρέπει να απαλειφθεί η σχετική διάταξη του άρθρου 10 παράγραφος 23, δηλαδή η πρόβλεψη της προσωπικής και εις ολόκληρον ευθύνης των μελών του ΔΣ σε περίπτωση αμετάκλητης απόρριψης αιτήματος χρηματικής ικανοποίησης λόγω ηθικής βλάβης ως προφανώς αβάσιμης.
Η διάταξη αυτή θέτει αδικαιολόγητους περιορισμούς και αποτυπώνει μια διάχυτη δυσπιστία απέναντι στις ενώσεις καταναλωτών.
Προσωπική ευθύνη μελών του διοικητικού συμβουλίου κατά τη νομολογία απαντάται σε περίπτωση εταιρικών χρεών προς το ΙΚΑ και το Δημόσιο, δεν θεωρούμε δε ότι μπορεί να γίνει δεκτή η αναλογική εφαρμογή στην περίπτωση της αμετάκλητης απόρριψης αιτήματος αγωγής ως προφανώς αβάσιμης.
Η διάταξη αυτή δεν συνάδει αρχικώς με τη φύση των ενώσεων καταναλωτών ως σωματείων μη κερδοσκοπικού χαρακτήρα (ένωση προσώπων και όχι εταιρεία), και με την αρχή της αυτοτέλειας του νομικού προσώπου. Περαιτέρω δε με τη διάταξη αυτή φαίνεται να καθιερώνεται ουσιαστικά αντικειμενική ευθύνη των μελών του ΔΣ, ανεξαρτήτως της συνδρομής των προϋποθέσεων της αδικοπρακτικής ευθύνης, ανεξαρτήτως της ύπαρξης υπαιτιότητας.
Ούτως ή άλλως ο νόμος προβλέπει τόσο την αστική ευθύνη της ένωσης σε περίπτωση παροχής ανακριβών πληροφοριών όσο και ως λόγο διάλυσης την κατ’ επανάληψη (από δόλο ή βαριά αμέλεια) άσκηση αγωγών χρηματικής ικανοποίησης για ηθική βλάβη που απορρίφθηκαν αμετάκλητα ως προφανώς αβάσιμες.
Άρθρο 10 παρ. 20 (έναντι πάντων ισχύς της απόφασης)
Η παρ. 20 του άρθρου 10 ορίζει ότι «Οι έννομες συνέπειες που προκύπτουν από την απόφαση αυτή ισχύουν έναντι πάντων, και αν δεν ήταν διάδικοι». Η ασαφής αυτή διατύπωση του νόμου ως προς την υποκειμενική εμβέλεια της απόφασης έχει προκαλέσει έντονο επιστημονικό διάλογο.
Στη νομολογία γίνεται δεκτό, ότι από την απόφαση η οποία εκδίδεται σε μια δίκη, που δέχεται τη συλλογική αγωγή, «παράγεται μια ιδιότυπη δεσμευτικότητα, που ισχύει έναντι πάντων». Η διατύπωση αυτή, όμως, αφήνει ανοικτό τον ακριβή δογματικό χαρακτηρισμό των συνεπειών της απόφασης. Είναι δε χαρακτηριστικό ότι η νομολογία αναφέρεται σε ιδιότυπη δεσμευτικότητα, χωρίς να κάνει λόγο για δεδικασμένο ή διαπλαστική ενέργεια ή αντανακλαστικές συνέπειες της απόφασης. Εξάλλου, η συγκεκριμένη προσέγγιση της νομολογίας ως προς τη δεσμευτικότητα της απόφασης διατυπώνεται πάντα ως “obiter dictum” και μέχρι τώρα δεν έχει τύχει εφαρμογής στην πράξη (δηλαδή δεν έχει εκδοθεί κάποια απόφαση σε ατομική ή συλλογική δίκη που να εξαρτά το αποτέλεσμά της από τη δεσμευτικότητα προγενέστερης χρονικά απόφασης συλλογικής δίκης).
Για τον ακριβή προσδιορισμό της έννοιας της «έναντι πάντων ισχύος» της απόφασης επί συλλογικής αγωγής δεν υπάρχει ομοφωνία στη θεωρία. Κατά μία άποψη, η ιδιότυπη δεσμευτικότητα της απόφασης σημαίνει ότι η κρίση για την αντικαταναλωτική συμπεριφορά ενός προμηθευτή θα αποτελεί στο πλαίσιο ατομικής δίκης ένα μαχητό, αλλά δυσχερώς ανατρέψιμο τεκμήριο σχετικά με τον παράνομο χαρακτήρα της συμπεριφοράς του προμηθευτή. Κατ’ άλλη άποψη, αν η απόφαση είναι θετική δεσμεύει και το δικαστή που θα επιληφθεί σε περίπτωση ατομικής δίκης, ενώ αν είναι αρνητική θα αποτελεί μόνο νόμιμο μαχητό τεκμήριο. Σύμφωνα με άλλη άποψη, αν η συλλογική αγωγή γίνει τελεσιδίκως δεκτή ή απορριφθεί, τυχόν νέα αγωγή άλλης ενώσεως κατά του ίδιου ή άλλου προμηθευτή με αντικείμενο την ίδια ακριβώς αντικαταναλωτική συμπεριφορά θα είναι απαράδεκτη και λόγω ελλείψεως εννόμου συμφέροντος (αφού η ισχύς της αποφάσεως αυτής εκτείνεται έναντι όλων). Κατ’ άλλη άποψη, η έκδοση απορριπτικής απόφασης δεν πρέπει να κωλύει την έγερση νέας συλλογικής αγωγής εκ μέρους άλλης ένωσης καταναλωτών, δεδομένου ότι δεν υπάρχει η απαιτούμενη ταυτότητα του αντικειμένου της διαφοράς. Αν όμως η απόφαση της συλλογικής αγωγής καταδικάζει τον προμηθευτή (π.χ. σε παύση της χρησιμοποίησης παραπλανητικής του διαφήμισης), τότε η μεταγενέστερη αγωγή από άλλη ένωση καταναλωτών με το ίδιο αίτημα μπορεί να απορριφθεί ελλείψει εννόμου συμφέροντος. Σύμφωνα με άλλη άποψη, η οποία φαίνεται να είναι πειστικότερη, η αληθής έννοια της έναντι πάντων ισχύος της απόφασης εξαντλείται στην επίκληση του ευνοϊκού αποτελέσματος από τον καταναλωτή στο πλαίσιο ατομικής δίκης, με την έννοια της προδικαστικότητας έναντι του ίδιου εναγομένου προμηθευτή και όχι έναντι τρίτου που δεν συμμετείχε στη δίκη.
Τέλος, για να καταδείξω την προβληματική διατύπωση της διάταξης, θα αναφέρω ένα παράδειγμα. Στην περίπτωση των ΓΟΣ, και με αφορμή την πρόσφατη νομολογία για τα δάνεια σε ελβετικό φράγκο, αν οι (τελεσίδικες) αποφάσεις επί των 4 συλλογικών αγωγών που έχουν ασκηθεί (κατά των 4 συστημικών τραπεζών) είναι εν τέλει θετικές, θα μπορούν να υπάρξουν απορριπτικές αποφάσεις σε ατομικό επίπεδο; Και επιπλέον, εφόσον οι αποφάσεις αυτές (των συλλογικών δικών) θα αφορούν το αυτό νομικό ζήτημα, είναι δυνατόν να διαφέρουν μεταξύ τους ή μήπως η πρώτη απόφαση συλλογικής δίκης που θα τελεσιδικήσει θα δεσμεύει και τις επόμενες τρεις (λόγω της έναντι πάντων ισχύος);
Ενόψει των ανωτέρω, θεωρώ ότι στο σχέδιο νόμου θα πρέπει να διατυπωθεί εκ νέου η παρ. 20 του άρθρου 10 και να οριστεί ρητά από τον Έλληνα Νομοθέτη ποια είναι ακριβώς η ισχύς της απόφασης επί συλλογικής αγωγής.
Παρά το γεγονός ότι ένα μέλος του Διοικητικού συμβουλίου ένωσης καταναλωτών η Μέλος του ΕΣΚΑ διαθέτει παρά πολύ χρόνο για τις υποχρεώσεις που απορρέουν στην συμμετοχή του στα συγκεκριμένα θεσμικά όργανα , δεν έχει προβλεφθεί από καμιά διάταξη η Άρθρο…….για συνδικαλιστικη άδεια . Ο Χρόνος που διαθέτει ένας «εθελοντής» στο καταναλωτικό κίνημα είναι τεράστιος . Το καταναλωτικό κίνημα δεν έχει στην Ελλάδα τις υποδομές και τα τεχνικά χαρακτηριστικα που διαθέτουν ενώσεις σε άλλες χώρες της Ε.Ε. . Πιστεύω οτι θα πρέπει προβλεφθεί να έχει δικαίωμα ένα μέλος του Δ.Σ η ο Πρόεδρος , ο Γραμματέας , ο Αντιπρόεδρος , ο Ταμίας να έχουν το δικαίωμα άδειας 30 ημερών προκειμένου να συμμετέχουν ενεργά οπού και όποτε τους ζητηθεί . Σας γνωρίζω ότι ακόμα και σε πρόσκληση της Γενικής Γραμματείας Καταναλωτή για μια σημαντική ημερίδα εάν πραγματοποιηθει κατά τις πρωινές ώρες δεν μπορεί κάποιος να συμμετέχει αφού δουλεύει και δεν μπορεί νομίμως να λείψει από την εργασία του .