1) Μετά το άρθρο 1α προστίθεται τίτλος ως εξής:
«ΜΕΡΟΣ 2ο: ΓΕΝΙΚΟΙ ΟΡΟΙ ΣΥΝΑΛΛΑΓΩΝ – ΚΑΤΑΧΡΗΣΤΙΚΟΙ ΓΕΝΙΚΟΙ ΟΡΟΙ»
2) Το άρθρο 2 του ν. 2251/94 αντικαθίσταται ως εξής:
«Άρθρο 2 – Γενικές διατάξεις
1. Όροι που έχουν διατυπωθεί εκ των προτέρων για μελλοντικές συμβάσεις (γενικοί όροι των συναλλαγών), δεν δεσμεύουν τον καταναλωτή, εάν κατά την κατάρτιση της σύμβασης τους αγνοούσε ανυπαίτια, όπως, ιδίως, όταν ο προμηθευτής δεν του υπέδειξε την ύπαρξη τους ή του στέρησε τη δυνατότητα να λάβει πραγματική γνώση του περιεχομένου τους.
2. Οι γενικοί όροι συμβάσεων και παρεπόμενων συμφωνιών που καταρτίζονται στην Ελλάδα διατυπώνονται γραπτώς στην ελληνική γλώσσα, κατά τρόπο σαφή, συγκεκριμένο και εύληπτο, ώστε ο καταναλωτής να μπορεί να αντιληφθεί πλήρως το νόημα τους και εκτυπώνονται με ευανάγνωστους χαρακτήρες σε εμφανές μέρος του εγγράφου της σύμβασης. Οι γενικοί όροι των διεθνών συναλλαγών που εφαρμόζονται στην ελληνική αγορά αποτυπώνονται υποχρεωτικά και στην ελληνική γλώσσα.
3. Όροι που συμφωνήθηκαν μετά από ατομική διαπραγμάτευση μεταξύ των συμβαλλόμενων μερών (ειδικοί όροι) υπερισχύουν των αντίστοιχων γενικών όρων.
4. Κατά την ερμηνεία των γενικών όρων συναλλαγών λαμβάνεται υπόψη η ανάγκη προστασίας των καταναλωτών. Γενικοί όροι συναλλαγών που διατυπώθηκαν μονομερώς από τον προμηθευτή ή από τρίτον για λογαριασμό του, σε περίπτωση αμφιβολίας ερμηνεύονται υπέρ του καταναλωτή.
5. Ειδικώς, όταν ελέγχεται το περιεχόμενο γενικού όρου συναλλαγών κατά την εφαρμογή των παραγράφων 16 περίπτωση α’ του άρθρου 10 και 2 και 3 του άρθρου 13α αντίστοιχα, επιλέγεται η δυσμενέστερη για τον καταναλωτή ερμηνευτική εκδοχή, εφόσον οδηγεί σε απαγόρευση διατύπωσης και χρήσης του σχετικού όρου.
6. Γενικοί όροι συναλλαγών που έχουν ως αποτέλεσμα τη σημαντική διατάραξη της ισορροπίας των δικαιωμάτων και υποχρεώσεων των συμβαλλομένων σε βάρος του καταναλωτή απαγορεύονται και είναι άκυροι.
Ο καταχρηστικός χαρακτήρας γενικού όρου ενσωματωμένου σε σύμβαση κρίνεται αφού ληφθούν υπόψη η φύση των αγαθών ή υπηρεσιών που αφορά η σύμβαση, ο σκοπός της, το σύνολο των ειδικών συνθηκών κατά τη σύναψή της και όλες οι υπόλοιπες ρήτρες της σύμβασης ή άλλης σύμβασης από την οποία αυτή εξαρτάται.
7. Σε κάθε περίπτωση καταχρηστικοί είναι ιδίως οι όροι που:
α) παρέχουν στον προμηθευτή, χωρίς εύλογη αιτία, υπερβολικά μεγάλη προθεσμία αποδοχής της πρότασης του καταναλωτή για σύναψη σύμβασης,
β) περιορίζουν τις ανειλημμένες συμβατικές υποχρεώσεις και ευθύνες των προμηθευτών,
γ) προβλέπουν προθεσμία καταγγελίας της σύμβασης υπερβολικά σύντομη
για τον καταναλωτή ή υπερβολικά μακρά για τον προμηθευτή,
δ) συνεπάγονται την παράταση ή ανανέωση της σύμβασης για χρονικό διάστημα υπερβολικά μακρό, αν ο καταναλωτής δεν την καταγγείλει σε ορισμένο χρόνο,
ε) επιφυλάσσουν στον προμηθευτή το δικαίωμα μονομερούς τροποποίησης ή λύσης της σύμβασης χωρίς ορισμένο, ειδικό και σπουδαίο λόγο, ο οποίος να αναφέρεται στη σύμβαση.
στ) επιτρέπουν στον προμηθευτή να καταγγείλει σύμβαση αόριστης διάρκειας χωρίς εύλογη προθεσμία,
ζ) επιφυλάσσουν στον προμηθευτή το δικαίωμα να κρίνει μονομερώς αν η παροχή του είναι σύμφωνη με τη σύμβαση,
η) επιφυλάσσουν στον προμηθευτή το απεριόριστο δικαίωμα να ορίζει μονομερώς το χρόνο εκπλήρωσης της παροχής του,
θ) ορίζουν ότι η παροχή δεν είναι υποχρεωτικό να ανταποκρίνεται στις ουσιώδεις, για τον καταναλωτή, προδιαγραφές, στο δείγμα, στις ανάγκες της ειδικής χρήσης, για την οποία την προορίζει ο καταναλωτής και την οποία αποδέχεται ο προμηθευτής ή στο συνηθισμένο προορισμό της,
ι) επιτρέπουν στον προμηθευτή να μην εκτελέσει τις υποχρεώσεις του χωρίς σπουδαίο λόγο,
ια) χωρίς σπουδαίο λόγο αφήνουν το τίμημα αόριστο και δεν επιτρέπουν τον προσδιορισμό του με κριτήρια ειδικά καθορισμένα στη σύμβαση και εύλογα για τον καταναλωτή,
ιβ) περιορίζουν την ευθύνη του προμηθευτή για κρυμμένα ελαττώματα του πράγματος,
ιγ) αποκλείουν ή περιορίζουν υπέρμετρα την ευθύνη του προμηθευτή,
ιδ) προβλέπουν τη μετακύληση της ευθύνης του πωλητή, ή του εισαγωγέα αποκλειστικά στον παραγωγό του αγαθού ή σε άλλον,
ιε) περιορίζουν την υποχρέωση του προμηθευτή να τηρεί τις υποχρεώσεις που έχουν αναλάβει οι εντολοδόχοι του ή εξαρτούν την εκπλήρωση των υποχρεώσεών του από την τήρηση ειδικής τυπικής διαδικασίας,
ιστ) επιτρέπουν στον προμηθευτή να καταγγέλλει τη σύμβαση κατά την κρίση του, αν η ίδια ευχέρεια δεν αναγνωρίζεται στον καταναλωτή, ή να παρακρατεί τα ποσά που έχουν καταβληθεί για παροχές που δεν έχουν ακόμη εκτελεσθεί από αυτόν, όταν τη σύμβαση καταγγέλλει ο ίδιος,
ιζ) συνεπάγονται παραίτηση του καταναλωτή από τα δικαιώματά του σε περίπτωση μη εκπλήρωσης ή πλημμελούς εκπλήρωσης της παροχής του προμηθευτή, ακόμη και αν τον προμηθευτή βαρύνει πταίσμα,
ιη) εμποδίζουν τον καταναλωτή να υπαναχωρήσει (από τη σύμβαση), όταν η αύξηση του τιμήματος σύμφωνα με τους όρους της σύμβασης είναι υπερβολική για αυτόν,
ιθ) αποκλείουν ή περιορίζουν τη νόμιμη ευχέρεια του καταναλωτή να μην εκτελέσει τη σύμβαση,
κ) απαγορεύουν στον καταναλωτή να επισχέσει εν όλω ή εν μέρει την καταβολή του τιμήματος, όταν ο προμηθευτής δεν εκπληρώνει τις υποχρεώσεις του,
κα) επιβάλλουν στον καταναλωτή που πιστώθηκε με το τίμημα των αγαθών ή υπηρεσιών να εκδώσει μεταχρονολογημένη επιταγή,
κβ) συνεπάγονται παραίτηση του καταναλωτή από τις ενστάσεις του κατά τρίτου που διαδέχεται τον προμηθευτή στη σχέση με τον καταναλωτή,
κγ) απαγορεύουν στον καταναλωτή να προτείνει σε συμψηφισμό προς υποχρεώσεις του από τη σύμβαση ομοειδείς απαιτήσεις του κατά του προμηθευτή,
κδ) βεβαιώνουν ότι ο καταναλωτής γνωρίζει ορισμένους όρους της σύμβασης ή την κατάσταση των προμηθευόμενων πραγμάτων ή την ποιότητα των υπηρεσιών, ενώ πραγματικά τα αγνοεί,
κε) υποχρεώνουν τον καταναλωτή να προκαταβάλει υπερβολικά μεγάλο μέρος του τιμήματος πριν αρχίσει η εκτέλεση της σύμβασης από τον προμηθευτή, μολονότι ο προμηθευτής δεν ανέλαβε την υποχρέωση να εκτελέσει παραγγελία του καταναλωτή με βάση συγκεκριμένες προδιαγραφές ή χαρακτηριστικά ούτε η παροχή του προμηθευτή συνιστάται σε υπηρεσίες με κράτηση,
κστ) επιτρέπουν στον προμηθευτή να απαιτήσει από τον καταναλωτή υπέρμετρες εγγυήσεις,
κζ) αναστρέφουν το βάρος της απόδειξης σε βάρος του καταναλωτή ή περιορίζουν υπέρμετρα τα αποδεικτικά του μέσα,
κη) περιορίζουν υπέρμετρα την προθεσμία, μέσα στην οποία ο καταναλωτής οφείλει να υποβάλει στον προμηθευτή τα παράπονα ή να εγείρει τις αξιώσεις του κατά του προμηθευτή,
κθ) αναθέτουν στον προμηθευτή χωρίς σπουδαίο λόγο την αποκλειστικότητα της συντήρησης και των επισκευών του πράγματος και της προμήθειας των ανταλλακτικών,
λ) επιβάλλουν στον καταναλωτή, σε περίπτωση μη εκπλήρωσης της παροχής του, υπέρμετρη οικονομική επιβάρυνση
λα) αποκλείουν την υπαγωγή των διαφορών από σύμβαση στο φυσικό τους δικαστή με την πρόβλεψη αποκλειστικής αλλοδαπής δικαιοδοσίας ή διαιτησίας.
λβ) προβλέπουν την καταβολή αποζημίωσης στον προμηθευτή, χωρίς αυτός να
υποχρεούται να επικαλεστεί και να αποδείξει τη ζημία που υπέστη.
8. Ο προμηθευτής δεν μπορεί να επικαλεσθεί την ακυρότητα ολόκληρης της σύμβασης, για το λόγο ότι ένας ή περισσότεροι γενικοί όροι είναι άκυροι ως καταχρηστικοί.
9. Οι διατάξεις του παρόντος άρθρου εφαρμόζονται σε κάθε σύμβαση η οποία εμπεριέχει όρους οι οποίοι δεν αποτελούν αντικείμενο ατομικής διαπραγμάτευσης μεταξύ των μερών, κατά την έννοια του παρόντος, ανεξάρτητα από την ιδιότητα του αντισυμβαλλόμενου του προμηθευτή ως καταναλωτή κατά την έννοια του άρθρου 1α του παρόντος. Θεωρείται ότι ο όρος δεν αποτέλεσε αντικείμενο ατομικής διαπραγμάτευσης, όταν ο αντισυμβαλλόμενος του προμηθευτή δεν μπόρεσε να επηρεάσει το περιεχόμενό του. Το γεγονός ότι για ορισμένα στοιχεία κάποιου όρου ή για έναν μεμονωμένο όρο υπήρξε ατομική διαπραγμάτευση δεν αποκλείει την εφαρμογή του παρόντος άρθρου στο υπόλοιπο της σύμβασης, εάν από το σύνολο των περιστάσεων προκύπτει ότι πρόκειται για σύμβαση προσχώρησης. Το βάρος απόδειξης ότι υπήρξε ατομική διαπραγμάτευση φέρει ο προμηθευτής.»
2. Άρθρο 3
α) Οι παρ. 1και 7 του άρθρου 3 του ν.2251/94, η οποία αντικαθίσταται με το άρθρο 3 του εν λόγω σ/ν, όπως συμπληρωθεί ως ακολούθως (βλ. κείμενο με έντονη γραμματοσειρά):
« […] 2) Το άρθρο 3 του ν. 2251/94 αντικαθίσταται ως εξής:
Άρθρο 3 – Ορισμοί
Για τους σκοπούς των διατάξεων των άρθρων 3 έως 4η, ισχύουν οι ακόλουθοι ορισμοί:
1) «εξ αποστάσεως σύμβαση»: κάθε σύμβαση η οποία συνάπτεται μεταξύ του προμηθευτή και του καταναλωτή στο πλαίσιο ενός οργανωμένου συστήματος πωλήσεων εξ αποστάσεως ή παροχής υπηρεσιών χωρίς την ταυτόχρονη φυσική παρουσία του προμηθευτή και του καταναλωτή, με αποκλειστική χρήση ενός ή περισσότερων μέσων επικοινωνίας εξ αποστάσεως, όπως ενδεικτικά το ηλεκτρονικό ταχυδρομείο, το τηλέφωνο ή τηλεομοιοτυπία, ή το διαδίκτυο, μέχρι και τη στιγμή σύναψης της σύμβασης · σε περίπτωση τέτοιας σύμβασης, τα εξ αποστάσεως ηλεκτρονικά μέσα επικοινωνίας (ηλεκτρονικό ταχυδρομείο, διαδίκτυο κ.λπ.) πρέπει να είναι προσβάσιμα στα άτομα με αναπηρία, όπως προβλέπεται στην Υπ. Απόφαση Αριθ. ΥΑΠ/Φ.40.4/1/989 ΦΕΚ 1301 Β/2012 «Κύρωση Πλαισίου Παροχής Υπηρεσιών Ηλεκτρονικής Διακυβέρνησης» για τις υπηρεσίες ηλεκτρονικής διακυβέρνησης .
[…]
7) Η ενημέρωση και οι πληροφορίες που αναφέρονται στα άρθρα 3 και 4 του ν.2251/1994 παρέχεται από τον προμηθευτή σε μορφές προσβάσιμες σε άτομα με αναπηρίες, εφόσον ο καταναλωτής το αιτηθεί. Σε περίπτωση που το αίτημά του δεν γίνει αποδεκτό η σύμβαση θεωρείται άκυρη».
Όπως άλλωστε γνωρίζετε, η Σύμβαση των Ηνωμένων Εθνών για τα Δικαιώματα των Ατόμων με Αναπηρία (εφεξής Σύμβαση), που συνιστά πλέον εθνική νομοθεσία, λόγω της επικύρωσής της μαζί με το Προαιρετικό Πρωτόκολλο που τη συνοδεύει από την Ελληνική Βουλή μέσω του ν.4074/2012, επιβάλλει, μεταξύ άλλων, και την προώθηση των δικαιωμάτων των καταναλωτών με αναπηρία. Πιο συγκεκριμένα:
-σύμφωνα με την παρ. 1 του άρθρου 4 «Γενικές Υποχρεώσεις», τα Συμβαλλόμενα Κράτη αναλαμβάνουν:
« […]
ε. Να λάβουν όλα τα κατάλληλα μέτρα προκειμένου να εξαλειφθούν οι διακρίσεις βάσει της αναπηρίας, από οποιοδήποτε πρόσωπο, οργανισμό ή ιδιωτική επιχείρηση,
ζ. Να αναλάβουν ή προάγουν την έρευνα και ανάπτυξη και να προάγουν τη διαθεσιμότητα και χρήση των νέων τεχνολογιών, συμπεριλαμβανομένων και των τεχνολογιών της πληροφορίες και των επικοινωνιών, των βοηθημάτων κινητικότητας, των συσκευών και υποβοηθητικών τεχνολογιών, τα οποία είναι κατάλληλα για τα άτομα με αναπηρίες, δίνοντας προτεραιότητα στις τεχνολογίες με προσιτό κόστος,
η. Να παρέχουν προσιτή πληροφόρηση στα άτομα με αναπηρίες σχετικά με τα βοηθήματα κινητικότητας, τις συσκευές και τις υποβοηθητικές τεχνολογίες, συμπεριλαμβανομένων και των νέων τεχνολογιών, καθώς επίσης και τις άλλες μορφές βοήθειας, υποστηρικτικών υπηρεσιών και εγκαταστάσεων, […]».
-σύμφωνα με την παρ. 2 του άρθρου 9 «Προσβασιμότητα», τα Συμβαλλόμενα Κράτη λαμβάνουν κατάλληλα μέτρα προκειμένου:
«[…] β. να διασφαλίζουν ότι οι ιδιωτικοί φορείς, οι οποίοι προσφέρουν εγκαταστάσεις και υπηρεσίες που είναι ανοικτές ή παρέχονται στο κοινό, λαμβάνουν υπόψη τους όλες τις μορφές της προσβασιμότητας για τα άτομα με αναπηρίες […]».
Επιπρόσθετα, σύμφωνα με τη Σύμβαση, τα Συμβαλλόμενα Κράτη αναλαμβάνουν: «α. Να υιοθετήσουν όλα τα κατάλληλα νομοθετικά, διοικητικά και άλλα μέτρα, για την εφαρμογή των δικαιωμάτων που αναγνωρίζονται με την παρούσα Σύμβαση, β. Να λάβουν όλα τα κατάλληλα μέτρα, συμπεριλαμβανομένων και των νομοθετικών, προκειμένου να τροποποιήσουν ή να καταργήσουν τους ισχύοντες νόμους, κανονισμούς, έθιμα και πρακτικές που συνιστούν διακρίσεις κατά των ατόμων με αναπηρίες, γ. Να λάβουν υπόψη την προστασία και την προαγωγή των ανθρωπίνων δικαιωμάτων των ατόμων με αναπηρίες, σε όλες τις πολιτικές και τα προγράμματά τους, […]» (βλ. άρθρο 4, παρ. 1).
Στη βάση λοιπόν των προαναφερθέντων απαιτήσεων, η Ε.Σ.Α.μεΑ. αιτείται ανά άρθρο τα ακόλουθα:
1. Άρθρο 2
α) Η παρ. 2 του άρθρου 2 του ν. 2251/94, η οποία αντικαθίσταται με το άρθρο 2 του εν λόγω σ/ν, όπως συμπληρωθεί ως ακολούθως:
«2) Το άρθρο 2 του ν. 2251/94 αντικαθίσταται ως εξής:
Άρθρο 2 – Γενικές Διατάξεις
1. […]
2. Οι γενικοί όροι συμβάσεων και παρεπόμενων συμφωνιών που καταρτίζονται στην Ελλάδα διατυπώνονται γραπτώς στην ελληνική γλώσσα, κατά τρόπο σαφή, συγκεκριμένο και εύληπτο, ώστε ο καταναλωτής να μπορεί να αντιληφθεί πλήρως το νόημα τους και εκτυπώνονται με ευανάγνωστους χαρακτήρες σε εμφανές μέρος του εγγράφου της σύμβασης. Οι γενικοί όροι των διεθνών συναλλαγών που εφαρμόζονται στην ελληνική αγορά αποτυπώνονται υποχρεωτικά και στην ελληνική γλώσσα. Εφόσον το αιτηθεί ο καταναλωτής οι γενικοί όροι συμβάσεων και παρεπόμενων συμφωνιών αποτυπώνονται και σε μορφές προσβάσιμες σε άτομα με αναπηρία (γραφή Μπράϊγ, μεγαλογράμματη γραφή, διερμηνεία στη νοηματική κ.λπ.)».
Άρθρο 2
Η παρ. 9 να τροποποιηθεί ως εξής:
«Οι διατάξεις του παρόντος άρθρου εφαρμόζονται και σε κάθε σύμβαση η οποία εμπεριέχει όρους οι οποίοι δεν αποτελούν αντικείμενο ατομικής διαπραγμάτευσης μεταξύ των μερών, κατά την έννοια του παρόντος. Θεωρείται ότι ο όρος δεν αποτέλεσε αντικείμενο ατομικής διαπραγμάτευσης, όταν ο αντισυμβαλλόμενος του προμηθευτή δεν μπόρεσε να επηρεάσει το περιεχόμενό του. Το γεγονός ότι για ορισμένα στοιχεία κάποιου όρου ή για έναν μεμονωμένο όρο υπήρξε ατομική διαπραγμάτευση δεν αποκλείει την εφαρμογή του παρόντος άρθρου στο υπόλοιπο της σύμβασης, εάν από το σύνολο των περιστάσεων προκύπτει ότι πρόκειται για σύμβαση προσχώρησης. Το βάρος απόδειξης ότι υπήρξε ατομική διαπραγμάτευση φέρει ο προμηθευτής.»
Να προστεθεί παρ. 10 στο άρθρο 2 ως εξής:
Για την εφαρμογή του παρόντος άρθρου, ως καταναλωτής θεωρείται κάθε φυσικό ή νομικό πρόσωπο ή ενώσεις προσώπων χωρίς νομική προσωπικότητα για τα οποία προορίζονται τα προϊόντα ή οι υπηρεσίες που προσφέρονται στην αγορά και τα οποία κάνουν χρήση των προϊόντων ή των υπηρεσιών αυτών, εφόσον αποτελούν τον τελικό αποδέκτη τους.
Αιτιολόγηση
Όπως είναι διατυπωμένη η διάταξη, είναι δυνατό να θεωρηθεί ότι προϋπόθεση για την εφαρμογή του άρθρου 2 και σε μη καταναλωτές είναι οι όροι της σύμβασης να μην αποτελούν ΓΟΣ με την έννοια της παρ. 1 αλλά μόνο όρους εφάπαξ χρήσης που δεν έχουν καταστεί αντικείμενο διαπραγμάτευσης. Για το λόγο αυτό, κρίνεται αναγκαίος ο διαχωρισμός του υποκειμενικού πεδίου προστασίας από την παρ. 9 σε νέα παρ. 10 και η προσθήκη του συνδέσμου «και», ώστε να τονιστεί ότι η διάταξη της παρ. 9 αφορά την ειδική κατηγορία όρων που δεν έχουν καταστεί αντικείμενο διαπραγμάτευσης μεταξύ των συμβαλλομένων και δεν εντάσσονται στον ορισμό της παρ. 1.
Με την παρ. 9 διατηρείται η προστασία από τη διατύπωση και χρήση καταχρηστικών όρων για όλους του αντισυμβαλλόμενους των προμηθευτών, ανεξαρτήτως δηλαδή αν πρόκειται καταναλωτές με την παραπάνω έννοια, και περιορίζονται οι συνέπειες από την αδικαιολόγητη συρρίκνωση της έννοιας του καταναλωτή στο άρθρο 1α του σχεδίου νόμου. Ωστόσο, ο τρόπος με τον οποίο ενσωματώνεται η εξαίρεση αυτή είναι ερμηνευτικά επισφαλής καθώς η ένταξή της στην παρ. 9 του άρθρου 2 θα μπορούσε να ενθαρρύνει το εσφαλμένο συμπέρασμα ότι καταλαμβάνει όχι τους γενικούς όρους συναλλαγών (τους προδιατυπωμένους για μελλοντικές συμβάσεις όρους) αλλά μόνο τους μη διαπραγματεύσιμους όρους εφάπαξ χρήσης. Προτείνεται γι’ αυτό να μεταφερθεί η σχετική πρόβλεψη σε αυτοτελή παράγραφο 10 στο άρθρο 2, η οποία θα ορίζει ότι:
«Οι διατάξεις του παρόντος άρθρου εφαρμόζονται ανεξάρτητα από την ιδιότητα του αντισυμβαλλομένου του προμηθευτή ως καταναλωτή κατά την έννοια του άρθρου 1α του παρόντος».
Νέα παράγραφος 9 και δομή άρθρου 2
Εφόσον στο άρθρο 2 δεν εφαρμόζεται πλέον ο ΓΕΝΙΚΟΣ ΟΡΙΣΜΟΣ του καταναλωτή που περιλαμβανόταν στο άρθρο 1 παρ. 4 (α), τα Νομικά Πρόσωπα και τα (Φυσικά) πρόσωπα που ενεργούν για επαγγελματικό σκοπό θα μπορούν να επικαλεστούν το άρθρο 2 μόνο κατ’ εφαρμογήν της νέας παραγράφου 9. Η διατύπωση «ανεξάρτητα από την ιδιότητα του αντισυμβαλλόμενου του προμηθευτή ως καταναλωτή κατά την έννοια του άρθρου 1α του παρόντος» μόλις στην τελευταία παράγραφο του άρθρου ίσως δώσει την εντύπωση στον εφαρμοστή του δικαίου ότι πρόκειται περί εξαίρεσης: η ΔΟΜΗ και η ΚΑΤΑΣΤΡΩΣΗ δηλαδή του άρθρου 2 προδιαθέτει ότι ο γενικός ΚΑΝΟΝΑΣ είναι πως το άρθρο 2 εφαρμόζεται μόνο σε Φυσικά Πρόσωπα που δεν ενεργούν επαγγελματικά και ότι ΚΑΤ’ ΕΞΑΙΡΕΣΗ εφαρμόζεται και σε άλλα πρόσωπα, αρκεί ο ΓΟΣ να μην αποτέλεσε αντικείμενο ατομικής διαπραγμάτευσης.
ΠΡΟΤΑΣΗ:
α) Είτε η παράγραφος 9 να αλλάξει θέση μέσα στο άρθρο 2, δηλαδή να μεταφερθεί και να συμπληρώσει την παράγραφο 1.
Β) Είτε (λόγω της επιφύλαξης του άρθρου 1α που περιλαμβάνει τον ορισμό του καταναλωτή) να διατυπωθεί στο άρθρο 2 ορισμός του καταναλωτή, που ΝΑ ΜΗΝ ΕΙΝΑΙ ΣΤΕΝΟΣ.
ΘΕΜΑ: ΓΟΣ που καθορίζουν το «κύριο αντικείμενο» της σύμβασης
Το άρθρο 4 παρ. 2 της Οδηγίας 93/13 (σύμφωνα με το οποίο «η εκτίμηση του καταχρηστικού χαρακτήρα των ρητρών δεν αφορά ούτε τον καθορισμό του κυρίου αντικειμένου της σύμβασης ούτε το ανάλογο ή μη μεταξύ της τιμής και της αμοιβής, αφενός, και των υπηρεσιών ή αγαθών που θα παρασχεθούν ως αντάλλαγμα, αφετέρου, εφόσον οι ρήτρες αυτές είναι διατυπωμένες κατά τρόπο σαφή και κατανοητό») δεν έχει μεταφερθεί στο ελληνικό δίκαιο. Για το ζήτημα του ελέγχου των ΓΟΣ που καθορίζουν το «κύριο αντικείμενο» της σύμβασης και την παράλειψη μεταφοράς του άρθρου 4 παρ. 2 της Οδηγίας 93/13 στο ελληνικό δίκαιο, επικρατεί διχογνωμία στην ελληνική θεωρία. Αντίθετα, η ελληνική νομολογία, με την απόφαση ΟλΑΠ 15/2007, πήρε σαφή θέση ως προς το ζήτημα αυτό, υιοθετώντας την άποψη ότι, εφόσον τηρείται η αρχή της διαφάνειας, δεν ελέγχεται η βασική σχέση παροχής-αντιπαροχής. Ωστόσο, η από 3.6.2010 απόφαση του ΔικΕΕ στην υπόθεση C-484/08, ερμηνεύοντας «αυθεντικά» το άρθρο 4 παρ. 2 της Οδηγίας, αποσαφήνισε ότι η μεταφορά του εν λόγω άρθρου στα εθνικά δίκαια δεν είναι υποχρεωτική. Παρά ταύτα, λόγω της «σιωπής» του άρθρου 2 του ν. 2251/1994, στο ελληνικό δίκαιο το ζήτημα παραμένει ακόμη ανοιχτό. Για την άρση δε αυτής της δημιουργούμενης ανασφάλειας δικαίου, κρίνεται σκόπιμη η νομοθετική επίλυση του ζητήματος.
ΠΡΟΤΑΣΗ: Να αποτυπωθεί ρητά στις διατάξεις του άρθρου 2 του ν. 2251/1994 το εύρος -και συνακόλουθα το επιτρεπτό ή μη- του δικαστικού ελέγχου των ΓΟΣ που καθορίζουν το «κύριο αντικείμενο» της σύμβασης.