1) Προστίθεται τίτλος ως εξής:
«ΜΕΡΟΣ 1ο : ΑΝΤΙΚΕΙΜΕΝΟ-ΟΡΙΣΜΟΙ-ΠΕΔΙΟ ΕΦΑΡΜΟΓΗΣ»
2) Το άρθρο 1 του ν. 2251/94 αντικαθίσταται ως εξής:
«Άρθρο 1 – Αντικείμενο – Πεδίο Εφαρμογής
1. Τα δικαιώματα και τα συμφέροντα των καταναλωτών τελούν υπό την προστασία του Κράτους.
2. Το Κράτος οφείλει να μεριμνά ιδίως για:
α) την υγεία των καταναλωτών και την ασφάλεια των καταναλωτικών αγαθών,
β) τα οικονομικά τους συμφέροντα,
γ) την οργάνωσή τους σε ενώσεις καταναλωτών,
δ) το δικαίωμα ακρόασής τους σε θέματα που τους αφορούν και
ε) την πληροφόρηση και την επιμόρφωση τους, ιδιαίτερα των ευπρόσβλητων ομάδων καταναλωτών σε θέματα που αφορούν στην αγορά, στον ανταγωνισμό, στον καταναλωτή, στην προστασία του φυσικού περιβάλλοντος και στην προαγωγή της βιώσιμης κατανάλωσης.
3.Σκοπός του παρόντος νόμου είναι:
α) η προάσπιση των δικαιωμάτων των καταναλωτών,
β) η προστασία της υγείας, της ασφάλειας και των οικονομικών συμφερόντων τους,
γ) η προαγωγή της πληροφόρησης και επιμόρφωσής τους ώστε να επηρεάζουν σε όφελός τους τις εξελίξεις στην αγορά,
δ) η υποστήριξη της οργάνωσής τους σε ενώσεις καταναλωτών και της ακρόασής τους σε θέματα που τους αφορούν, και
ε) η διαμόρφωση υγιούς καταναλωτικής συνείδησης και προτύπων ορθής καταναλωτικής συμπεριφοράς.
4. Οι διατάξεις του παρόντος νόμου εφαρμόζονται σε κάθε προμηθευτή, φυσικό ή νομικό πρόσωπο, οποιασδήποτε μορφής, του δημόσιου και του ιδιωτικού τομέα.
Πιο ειδικά ο παρών νόμος εφαρμόζεται στους εξής τομείς συναλλαγών:
α) συμβάσεις όσον αφορά τους γενικούς όρους συναλλαγών,
β) πώληση καταναλωτικών αγαθών και εγγυήσεις,
γ) διαφήμιση,
δ) αθέμιτες εμπορικές πρακτικές των επιχειρήσεων
ε) συμβάσεις για την πώληση καταναλωτικών αγαθών και υπηρεσιών (από απόσταση – εκτός και εντός εμπορικού καταστήματος),
στ) εξ αποστάσεως εμπορία χρηματοπιστωτικών υπηρεσιών».
3) Μετά το άρθρο 1 του ν. 2251/94 προστίθεται άρθρο 1α ως εξής:
Άρθρο 1α – Ορισμοί
«Με την επιφύλαξη ειδικότερων διατάξεων του παρόντος νοούνται:
1) «καταναλωτής»: κάθε φυσικό πρόσωπο το οποίο, ενεργεί για λόγους οι οποίοι δεν εμπίπτουν στην εμπορική, επιχειρηματική, βιοτεχνική ή ελευθέρια επαγγελματική του δραστηριότητα.
2) «προμηθευτής» κάθε φυσικό ή κάθε νομικό πρόσωπο, ανεξάρτητα από το εάν διέπεται από το ιδιωτικό ή δημόσιο δίκαιο, το οποίο ενεργεί, ακόμη και μέσω κάθε άλλου προσώπου ενεργούντος εξ ονόματος του ή για λογαριασμό του, για σκοπούς οι οποίοι σχετίζονται με τις εμπορικές, επιχειρηματικές, βιοτεχνικές ή επαγγελματικές δραστηριότητες του.
3) «πωλητής»: κάθε φυσικό ή νομικό πρόσωπο, το οποίο στο πλαίσιο συμβάσεως, πωλεί καταναλωτικά αγαθά στο πλαίσιο της εμπορικής, επιχειρηματικής ή επαγγελματικής του δραστηριότητας.
4) «παραγωγός»: ο κατασκευαστής ενός καταναλωτικού αγαθού, ο εισαγωγέας του καταναλωτικού αγαθού σε κράτος μέλος της Ευρωπαϊκής Ένωσης (Ε.Ε), καθώς και κάθε πρόσωπο που παρουσιάζεται ως παραγωγός θέτοντας επί αυτού το όνομά του, το σήμα του ή άλλο διακριτικό σημείο.
5) «αγαθό»: κάθε ενσώματο κινητό πράγμα, πλην των πραγμάτων τα οποία πωλούνται στο πλαίσιο μέτρων αναγκαστικής εκτέλεσης ή με άλλο τρόπο από νόμιμη αρχή το νερό, το φυσικό αέριο και η ηλεκτρική ενέργεια θεωρούνται «αγαθά» κατά την έννοια του παρόντος, εφόσον διατίθενται προς πώληση σε περιορισμένο όγκο ή καθορισμένη ποσότητα·
6) «αγαθό κατασκευασμένο σύμφωνα με τις προδιαγραφές του πελάτη»: κάθε αγαθό το οποίο δεν είναι προκατασκευασμένο και κατασκευάζεται βάσει της ατομικής επιλογής ή απόφασης του πελάτη·
7) «σύμβαση πώλησης»: κάθε σύμβαση βάσει της οποίας ο προμηθευτής μεταβιβάζει ή αναλαμβάνει να μεταβιβάσει την κυριότητα αγαθών στον καταναλωτή, ο δε καταναλωτής καταβάλλει ή αναλαμβάνει να καταβάλει το τίμημα, καθώς και κάθε σύμβαση που έχει ως αντικείμενο ταυτόχρονα την παροχή αγαθών και υπηρεσιών·
8) «σύμβαση παροχής υπηρεσιών»: κάθε σύμβαση πλην σύμβασης πώλησης βάσει της οποίας ο προμηθευτής παρέχει ή αναλαμβάνει να παράσχει υπηρεσία στον καταναλωτή, ο δε καταναλωτής καταβάλλει ή αναλαμβάνει να καταβάλει το τίμημα·
9) «χρηματοοικονομική υπηρεσία»: κάθε υπηρεσία τραπεζικής, πιστωτικής, ασφαλιστικής ή επενδυτικής φύσης ή σχετική με ατομικές συντάξεις, με επενδύσεις ή με πληρωμές·
10) «σύμβαση χρηματοοικονομικών υπηρεσιών από απόσταση»: κάθε σύμβαση που αφορά χρηματοοικονομικές υπηρεσίες, η οποία συνάπτεται μεταξύ ενός προμηθευτή και ενός καταναλωτή, χωρίς την ταυτόχρονη φυσική παρουσία τους, στο πλαίσιο συστήματος εξ αποστάσεως πώλησης ή παροχής υπηρεσιών που οργανώνεται από τον προμηθευτή, ο οποίος χρησιμοποιεί αποκλειστικά, για τη σύμβαση αυτή, ένα ή περισσότερα μέσα επικοινωνίας εξ αποστάσεως, μέχρι και τη στιγμή σύναψης της σύμβασης·
11) «σταθερό μέσο»: κάθε μέσο που επιτρέπει στον καταναλωτή ή στον προμηθευτή να αποθηκεύει πληροφορίες που απευθύνονται προσωπικά σε αυτόν κατά τρόπο προσπελάσιμο για μελλοντική πρόσβαση επί χρονικό διάστημα επαρκές για τους σκοπούς που εξυπηρετούν οι πληροφορίες και το οποίο επιτρέπει την ακριβή αναπαραγωγή των αποθηκευμένων πληροφοριών, όπως ενδεικτικά το χαρτί, τα κλειδιά USB, τα CD-ROM, τα DVD, οι κάρτες μνήμης ή οι σκληροί δίσκοι υπολογιστών, όπως και τα μηνύματα ηλεκτρονικού ταχυδρομείου·
12) «μέσο επικοινωνίας εξ αποστάσεως» : κάθε μέσο το οποίο μπορεί να χρησιμοποιηθεί, χωρίς την αυτοπρόσωπη και ταυτόχρονη παρουσία του προμηθευτή και του καταναλωτή, για την εξ αποστάσεως εμπορία υπηρεσίας μεταξύ των μερών αυτών, όπως αναφέρεται στο Μέρος 3 του παρόντος·
13) «φορέας ή προμηθευτής μέσου επικοινωνίας εξ αποστάσεως» : κάθε φυσικό ή νομικό πρόσωπο, ιδιωτικού ή δημοσίου δικαίου, του οποίου η εμπορική ή η επαγγελματική δραστηριότητα συνίσταται στη διάθεση ενός ή περισσότερων μέσων επικοινωνίας εξ αποστάσεως στους προμηθευτές·
14) «ψηφιακό περιεχόμενο»: δεδομένα που παράγονται και παρέχονται σε ψηφιακή μορφή·
15) «νόμιμη εγγύηση»: η ευθύνη του πωλητή για πραγματικά ελαττώματα και έλλειψη συνομολογημένων ιδιοτήτων σύμφωνα με το άρθρο 5 του παρόντος και τα άρθρα 534 επ. του Αστικού Κώδικα, για επιστροφή του καταβληθέντος τιμήματος ή για αντικατάσταση, επισκευή ή συντήρηση καθ’ οιονδήποτε τρόπο των αγαθών σε περίπτωση που αυτά δεν ικανοποιούν τις προδιαγραφές ή οποιαδήποτε άλλη απαίτηση πέραν της συμμόρφωσης που αναφέρονται στη δήλωση της εγγύησης ή στη σχετική διαφήμιση και που είναι διαθέσιμες κατά τη στιγμή ή πριν από τη σύναψη της σύμβασης·
16) «εμπορική εγγύηση»: κάθε ανάληψη υποχρέωσης εκ μέρους του προμηθευτή ή παραγωγού («εγγυητής») προς τον καταναλωτή, επιπλέον της ευθύνης του πωλητή για πραγματικά ελαττώματα και έλλειψη συνομολογημένων ιδιοτήτων σύμφωνα με το άρθρο 5 του παρόντος και τα άρθρα 534 επ. του Αστικού Κώδικα, για επιστροφή του καταβληθέντος τιμήματος ή για αντικατάσταση, επισκευή ή συντήρηση καθ’ οιονδήποτε τρόπο των αγαθών σε περίπτωση που αυτά δεν ικανοποιούν τις προδιαγραφές ή οποιαδήποτε άλλη απαίτηση πέραν της συμμόρφωσης που αναφέρονται στη δήλωση της εγγύησης ή στη σχετική διαφήμιση και που είναι διαθέσιμες κατά τη στιγμή ή πριν από τη σύναψη της σύμβασης·»
ΕΚΠΟΙΖΩ & ΠΟΜΕΚ “Η Παρέμβαση”
Προτείνεται να καταργηθεί το άρθρο 3 του Π.Δ. 10/2017 του Κώδικα Καταναλωτικής Δεοντολογίας (ΦΕΚ 23/1.3.2017), το οποίο μπορεί να ερμηνευτεί ότι θεσπίζει κανονιστικού χαρακτήρα υποχρεώσεις συμπεριφοράς των καταναλωτών απέναντι στους προμηθευτές, με αποτέλεσμα την διατάραξη της συναλλακτικής ισορροπίας υπερ του προμηθευτή.
Η φράση «οι καταναλωτές δεν ασκούν καταχρηστικά τα δικαιώματά τους» δημιουργεί ένα ανεπίτρεπτο αξιολογικό φορτίο ως προς τη συναλλακτική συμπεριφορά του καταναλωτή, αφού είναι προφανές και αυτονόητο, σύμφωνα με τη διάταξη της ΑΚ 281, ότι κανένας συμβαλλόμενος δεν μπορεί να ασκεί καταχρηστικά τα δικαιώματά του. Είναι τουλάχιστον παράδοξο να τονίζεται εμφατικά μια τέτοια υποχρέωση σε ένα πεδίο συναλλαγών, όπου ο καταναλωτής είναι ο κατεξοχήν δέκτης καταχρηστικών συμπεριφορών, καθώς το πλέγμα διατάξεων του Ν. 2251/1994 δεν αποτελεί παρά εξειδίκευση της ΑΚ 281 υπέρ του καταναλωτή. Η μακροχρόνια εμπειρία της ΕΚΠΟΙΖΩ και της ΠΟΜΕΚ “Η Παρέμβαση” καταδεικνύει ότι σε μια αγορά, η οποία λειτουργεί σε μεγάλο βαθμό ανεξέλεκτα, το αδύναμο συναλλακτικά μέρος ο καταναλωτής γίνεται συχνά/ αντικείμενο εκμετάλλευσης και πλήττεται ανεπανόρθωτα από τις αθέμιτες και παράνομες πρακτικές και συμπεριφορές των προμηθευτών.
Ο καταναλωτής με ανύπαρκτη συναλλακτική και διαπραγματευτική ικανότητα έναντι του προμηθευτή χρήζει προστασίας και ασφαλώς το δίκαιο του καταναλωτή πρέπει να αποβλέπει στην ενδυνάμωση και όχι στην συρρίκνωση και ακύρωση της υφιστάμενης προστασίας του. Με το άρθρο αυτό είναι εμφανής η ανισορροπία που δημιουργείται σε βάρος του καταναλωτή, με αποτέλεσμα να είναι ορατός ο κίνδυνος εκμετάλλευσης από τους προμηθευτές και μετακύλισης της ευθύνης εν αδίκω σε αυτόν, ως εάν να είναι ο προμηθευτής αυτός που τελικά αξιώνει την προστασία!
Είναι επιβεβλημένο συνεπώς το άρθρο 3 του ΠΔ 10/2017 να καταργηθεί.
Να προστεθεί στην περίπτωση 1) εδάφιο β ως εξής: Καταναλωτής είναι και: αα) κάθε αποδέκτης διαφημιστικού μηνύματος, ββ) κάθε φυσικό ή νομικό πρόσωπο που εγγυάται υπέρ καταναλωτή ή εφόσον κατά την παροχή εγγύησης δεν ενεργεί στο πλαίσιο της επαγγελματικής ή επιχειρηματικής δραστηριότητάς του.
Αιτιολόγηση
Ο περιορισμός της έννοιας του καταναλωτή, για όλο το πλέγμα διατάξεων του Ν.2251/1994, με εξαίρεση τους ΓΟΣ (βλ. σχόλιο στο σχετικό άρθρο 2), μόνο στα φυσικά πρόσωπα (και όχι νομικά, όπως προβλεπόταν) που ενεργούν για λόγους οι οποίοι δεν εμπίπτουν στην εμπορική, επιχειρηματική, βιοτεχνική ή ελευθέρια επαγγελματική του δραστηριότητα αποτελεί ένα βήμα πίσω για την προστασία του καταναλωτή στην Ελλάδα. Ο Έλληνας νομοθέτης είχε επιλέξει τον ευρύ ορισμό του καταναλωτή ως του τελικού αποδέκτη προϊόντων και υπηρεσιών, με την επιφύλαξη ειδικότερων διατάξεων του Ν.2251/1994 που υιοθετούσαν το στενό ορισμό, λόγω ενσωμάτωσης μέγιστης εναρμόνισης Οδηγιών. Με την παρούσα τροποποίηση, υιοθετείται καταρχήν ο στενός ορισμός, με την εξαίρεση του άρθρου 2, η οποία εφαρμόζεται (κατόπιν σχετικής τροποποίησης) και σε μη καταναλωτές. Παράλληλα, απαλείφεται τελείως η πρόβλεψη ένταξης και των εγγυητών στην έννοια του καταναλωτή.
Ο παραπάνω περιορισμός καταρχάς έρχεται σε αντίθεση με την τάση διεύρυνσης του ορισμού τόσο από τον ενωσιακό νομοθέτη όσο και από ορισμένες εθνικές έννομες τάξεις. Έτσι, στα προοίμια πρόσφατων Οδηγιών, παρέχεται η ευχέρεια στα κράτη μέλη να διευρύνουν την έννοια στις συμβάσεις διττού σκοπού, όπου η σύμβαση συνάπτεται για σκοπούς ευρισκόμενους εν μέρει εντός και εν μέρει εκτός των εμπορικών δραστηριοτήτων του, η δε εμπορική σκοπιμότητα είναι τόσο περιορισμένη ώστε να μην έχει εξέχουσα θέση στο γενικό πλαίσιο της σύμβασης, το εν λόγω πρόσωπο θα πρέπει επίσης να θεωρείται καταναλωτής. Παράλληλα, στην Ισπανία έχει ακολουθηθεί επίσης ο ορισμός του “τελικού αποδέκτη”, ενώ και στην Ολλανδία προστατεύονται ως καταναλωτές απέναντι σε καταχρηστικούς ΓΟΣ επιχειρήσεις που απασχολούν μέχρι 49 υπαλλήλους. Επιπλέον, διεύρυνση της έννοιας στις μικτές συμβάσεις γίνεται σε Γερμανία, Ηνωμένο Βασίλειο, Σουηδία, Φινλανδία και Δανία, ενώ ένα παρόμοιο μοντέλο ακολουθείται και στη Γαλλία.
Εξάλλου, η κατάτμηση της έννοιας σε επιμέρους νομοθετήματα προστασίας του καταναλωτή δε δημιουργούσε ερμηνευτικά προβλήματα, αφού είναι απόλυτα διακριτό το πεδίο εφαρμογής κάθε επιμέρους κεφαλαίου διατάξεων και δεν υφίστανται επικαλύψεις. Ταυτόχρονα, η εφαρμογή της ευρείας έννοιας φαίνεται να έχει δικαιοπολιτικό προβάδισμα έναντι της στενής, στα πεδία συναλλαγών όπου συναντώνται στοιχεία διαπραγματευτικής ανισορροπίας και ασύμμετρης πληροφόρησης ανάμεσα στον καταναλωτή και τον προμηθευτή. Κατά κύριο λόγο όμως η κριτική εντοπίστηκε στο ότι όσοι ενεργούν για επαγγελματικούς σκοπούς δεν έχουν ανάγκη προστασίας, καθώς επιδιώκουν οικονομικό όφελος και επειδή δε συντρέχει η προϋπόθεση της διαπραγματευτικής μειονεξίας σε σχέση με τους προμηθευτές. Η άποψη όμως αυτή προφανώς δεν είναι ορθή. Αφενός, η επιδίωξη κέρδους δεν μπορεί να αφαιρέσει την ιδιότητα του καταναλωτή, καθώς η προσδοκία οφέλους υπάρχει σε κάθε οικονομική συναλλαγή, ανεξάρτητα από το πλαίσιο στο οποίο παρατηρείται. Αφετέρου, η εντός επαγγελματικού πλαισίου δραστηριότητα δεν αρκεί από μόνη της να αποτελέσει τεκμήριο έλλειψης διαπραγματευτικής μειονεξίας, αφού πολύ συχνά παρατηρούνται στοιχεία δικαιοπρακτικού ετεροκαθορισμού και έλλειψης εναλλακτικών σε συναλλαγές επαγγελματιών με προμηθευτές (πχ. με τράπεζες). Έτσι, στις τραπεζικές συναλλαγές, η προστασία ως καταναλωτή του παρέχοντος εγγύηση υπέρ επιχείρησης σε δάνειο επαγγελματικό έχει γίνει αποδεκτή ήδη από σημαντικό μέρος της νομολογίας, ενώ η ΟλΑΠ 13/2015 αποκρυσταλλώνει, πάλι με αφορμή την προστασία του εγγυητή, τις παραπάνω απόψεις, επισημαίνοντας ότι περιπτώσεις όπου δε δικαιολογείται η προστασία θα αντιμετωπιστούν ως καταχρηστικές κατ’ άρθρο ΑΚ 281.
Ως προς το ζήτημα του εγγυητή, θα πρέπει να σημειωθούν τα εξής. Σύμφωνα με την ισχύουσα διάταξη του άρθρου 1 παρ. 4 εδ. β περ. ββ, καταναλωτής είναι και “κάθε φυσικό ή νομικό πρόσωπο που εγγυάται υπέρ καταναλωτή, εφόσον δεν ενεργεί στο πλαίσιο της επαγγελματικής ή επιχειρηματικής δραστηριότητάς του”. Δεδομένου μάλιστα ότι και στο παρόν σχέδιο νόμου υιοθετείται η εφαρμογή του άρθρου 2 και σε πρόσωπα που ενεργούν για επαγγελματικούς σκοπούς (άρθρο 2 παρ. 9 εδ. α σχεδίου νόμου), ελλοχεύει ο κίνδυνος ο έμπορος πρωτοφειλέτης τελικά να προστατεύεται από καταχρηστικούς ΓΟΣ ενώ ο εγγυητής που δρα εκτός του πλαισίου της επαγγελματικής του δραστηριότητας, όχι. Για το λόγο αυτό, είναι απαραίτητη η τροποποίηση του άρθρου 1 παρ. 4 εδ. β περ. ββ πάνω στη βάση της ευρείας έννοιας του ορισμού του καταναλωτή, ώστε η δεύτερη προϋπόθεση, δηλαδή η δράση εκτός επαγγελματικής δραστηριότητας, να αφορά μόνο στην περίπτωση όπου ο πρωτοφειλέτης δεν είναι ή δε θεωρείται καταναλωτής σύμφωνα με την 281 ΑΚ.
Κατόπιν των παραπάνω, αν υιοθετηθεί η στενή έννοια του καταναλωτή ως καταρχήν ορισμός για το Ν.2251/1994, θα πρέπει : α) να προβλεφθεί η ευρεία έννοια σε επιμέρους κεφάλαια διατάξεων του νόμου και ειδικότερα, πέραν του άρθρου 2, στα άρθρα 5-8 και β) να παραμείνει η συμπερίληψη στον ορισμό και του εγγυητή, με την παραπάνω περιγραφόμενη τροποποίηση σε σχέση με την ισχύουσα διάταξη.
Το δίκαιο προστασίας καταναλωτή, κατ’ επέκταση και ο ν. 2251/1994, έχει δεχθεί ήδη ένα πρόσφατο πλήγμα με το άρθρο 3 του Προεδρικού Διατάγματος 10/2017 για τον Κώδικα Καταναλωτικής Δεοντολογίας (ΦΕΚ 23/1.3.2017). Το δίκαιο του καταναλωτή αποβλέπει στην προστασία του αδύναμου συναλλακτικά, οικονομικά και διαπραγματευτικά μέρους (καταναλωτή) απέναντι στον ισχυρότερο (προμηθευτή), με τη θέσπιση υποχρεώσεων στον προμηθευτή που θα αμβλύνουν τον κίνδυνο εκμετάλλευσης των καταναλωτών και θα συμβάλλουν στην αποκατάσταση συναλλακτικής ισορροπίας. Το άρθρο 3 του ΠΔ 10/2017 (εμφανίζεται να) θεσπίζει – κανονιστικού χαρακτήρα – υποχρεώσεις συμπεριφοράς των καταναλωτών απέναντι στους προμηθευτές. Τα ελλείμματα και οι αδυναμίες που διακρίνουν τη συναλλακτική συμπεριφορά των καταναλωτών και γίνονται συχνά πηγή εκμετάλλευσής τους από προμηθευτές, συλλαμβάνονται όχι ως λόγοι προστασίας των καταναλωτών αλλά ως λόγοι απόδοσης ευθύνης και υπαιτιότητας στους ίδιους. Οι τυχόν αξιώσεις των καταναλωτών για την αποκατάσταση της ζημίας που τυχόν θα υποστούν από πρακτικές των προμηθευτών που εκμεταλλεύονται τις αδυναμίες τους, θα μπορούσαν έτσι με την επίκληση διατάξεων του άρθρου 3 του Κώδικα να εξουδετερώνονται μερικά ή ολικά καθ’ όσον δεν ανταποκρίθηκαν στις υποχρεώσεις που οι διατάξεις αυτές θεσπίζουν (στην υπέρβαση δηλ. των αδυναμιών τους). Το δίκαιο του καταναλωτή διαστρέφεται και μετατρέπεται από εργαλείο προστασίας των αδύναμων καταναλωτών σε εργαλείο προστασίας των (ισχυρών) προμηθευτών από τους καταναλωτές. Πως αλλιώς να εξηγήσει κανείς και την πρόβλεψη ότι «οι καταναλωτές δεν ασκούν καταχρηστικά τα δικαιώματά τους»! Το άρθρο 3 του ΠΔ 10/2017 προτείνεται και πρέπει να καταργηθεί. Δεν έχει θέση στο δίκαιο του καταναλωτή, όπως δεν είχε θέση και στο αρχικό Κώδικα Καταναλωτικής Δεοντολογίας του Συνηγόρου του Καταναλωτή.
Με την έννοια καταναλωτή που υιοθετεί το Σχέδιο Νόμου αποκλείονται από την υπαγωγή σε αυτή οι συναλλαγές που διενεργούν τα νομικά πρόσωπα καθώς και οι συναλλαγές που διενεργούν τα φυσικά πρόσωπα για λόγους που εμπίπτουν στην άσκηση της επαγγελματικής τους δραστηριότητας. Στο πλαίσιο αυτό (και) οι μικρές επιχειρήσεις, οι έμποροι (και οι μικρέμποροι), οι ελεύθεροι επαγγελματίες, οι αγρότες, δεν υπάγονται στην έννοια του καταναλωτή ούτε όταν είναι οι ίδιοι οι τελικοί αποδέκτες (χρήστες) των προϊόντων και υπηρεσιών. Δυσχερώς θα μπορούσε όμως να υποστηρίξει κανείς αδιακρίτως για τις παραπάνω κατηγορίες ότι όταν συναλλάσσονται στο πλαίσιο της επαγγελματικής τους δραστηριότητας αποκτούν δεξιότητες, εμπειρία ή γνώσεις που ως καταναλωτές, με τη στενή του σχεδίου νόμου έννοια, δεν έχουν ώστε να μη χρήζουν της ίδιας προστασίας. Αναρωτιέται, μάλιστα, κανείς, λαμβάνοντας υπόψη τους τομείς συναλλαγών στους οποίους βρίσκει εφαρμογή ο ν. 2251/1994 σύμφωνα και με την παρ. 4 του προτεινόμενου άρθρου 1, ποιες από τις υποχρεώσεις που προβλέπονται για τους προμηθευτές θα πρέπει να θεωρηθούν τελικά τόσο αδικαιολόγητες απέναντι στις παραπάνω κατηγορίες συναλλασσομένων ώστε να πρέπει δια της συρρίκνωσης της έννοιας του καταναλωτή να απαλειφθούν. Η επιλογή του συντάκτη του σχεδίου για οπισθοχώρηση στην πλέον στενή μάλιστα έννοια καταναλωτή, σε μία μάλιστα εποχή που δικαιώνεται η τάση στις εθνικές νομοθεσίες για διεύρυνση της έννοιας του καταναλωτή, είναι εσφαλμένη και ακατανόητη. Η έννοια του καταναλωτή στον υφιστάμενο νόμο 2251/94 έχει, μετά μάλιστα από 22 χρόνια θεωρητικής και νομολογιακής επεξεργασίας, πρόσφατα δε εδραιωμένη και με την με αριθμό 13/2015 απόφαση της Ολομελείας του Αρείου Πάγου, μία αναμφισβήτητη θετική απήχηση και αποδοχή.
Οι αναδιατυπώσεις των παραγράφων του άρθρου 1 για το πεδίο εφαρμογής προβληματίζουν ως προς την αναγκαιότητα και λειτουργία που επιτελούν και μάλλον σύγχυση προκαλούν. Ποιος ο λόγος (μάλιστα ειδικής και όχι ενδεικτικής) περιγραφής στην παρ. 4 του άρθρου 1 των τομέων συναλλαγών που εφαρμόζεται ο παρών νόμος, στους οποίους μάλιστα δε μνημονεύεται η ευθύνη του παρέχοντος υπηρεσίες ή του παραγωγού για ελαττωματικά προϊόντα;
Παρακαλώ να κατοχυρωθεί θεσμικά να γίνονται τακτά έλεγχοι (min 2/σεζόν)στις επιχειρήσεις εστίασης στα τόσο ευαίσθητα προϊόντα τους και ιδιαίτερα στις ψησταριές (καμένα λάδια, ακατάλληλα λιπαρά κλπ)και τα αποτελέσματα να αναρτώνται και να δημοσιοποιούνται στα ΜΜΕ . Επίσης να θεσμοθετηθεί το μητρώο των εκπαιδευμένων και πιστοποιημένων επαγγελματιών στους τομείς που έχουν άμεση σχέση με την υγεία των καταναλωτών.
1. Παρακαλώ να προστεθεί ρύθμιση ώστε όλα τα ονομαστικά αποτελέσματα των εργαστηριακών ελέγχων για τα υπολείμματα φυτοφαρμάκων εκτός από την ανάρτηση τους στην διαύγεια (από το Υπουργείο Αγροτικής Ανάπτυξης) να δημοσιεύονται και σε όλα τα κατά τόπους ΜΜΕ και να αναρτώνται & σε κεντρικού πίνακες στους δημόσιους χώρους .
Αυτό θα αποτελέσει καταλύτη για να γίνεται η ορθή χρήση τους και να προστατευτούν οι καταναλωτές.
μαζί με αυτά (αν και δεν πιστεύω ότι θα κάνετε τον κόπο να τα διαβάσετε!) είναι ανάγκη πια να τεθούν απαγορεύσεις όσον αφορά τις διάφορες εταιρίες-γραφεία ειδοποιήσεων οφειλετών (τις «εισπρακτικές εταιρίες»)
και ειδικότερα:
1) Απαγόρευση της δραστηριότητας αυτής ή αν είναι να θεωρείται νόμιμη, τότε θα πρέπει σε όλους τους οφειλέτες δανείων και εγγυητές να προβλεφθεί ρύθμιση ώστε: για όλες τις δανειακές συμβάσεις (παλαιότερες και νεότερες) να προβλεφθεί ότι για να είναι δυνατή η δια των συγκεκριμένων επιχειρήσεων ειδοποίηση να έχει συνταχθεί σχετικό δελτίο-συναίνεσης, το οποίο όμως να αποσταλεί και να υπάρχει σχετική καταχώρηση στην Ανεξάρτητη Αρχή Προστασίας Προσωπικών Δεδομένων και όχι στον δανειστή (να θεωρείται ποινικό αδίκημα και να προβλέπονται και άλλες κυρώσεις στην περίπτωση που ο δανειστής γνωρίζει ότι έχει υπάρξει άρνηση συναίνεσης για την δραστηριότητα αυτή από τον οφειλέτη) -να προβλεφθεί ότι τυχόν όροι σε δανειακές συμβάσεις που υπάρχουν και αναφέρονται σε συναίνεση του οφειλέτη ή του εγγυητή για να γίνονται τέτοιου είδους ειδοποιήσεις θεωρούνται ως άκυροι και ότι μόνο αν ακολουθηθεί αυτή η διαδικασία να είναι δυνατό να ασκείται αυτή η δραστηριότητα και
2) Να προβλέπονται συγκεκριμένες ώρες της ημέρας για να γίνονται αυτές οι κλήσεις, ήτοι μεταξύ 11 π.μ.-13.00 π.μ. και μόνο σε εργάσιμες ημέρες. Ομοίως να προβλεφθεί όχι μόνο να εμφανίζεται ο αριθμός τηλεφώνου των επιχειρήσεων αυτών στις τηλεφωνικές συσκευές αυτών που καλούν, αλλά να είναι αριθμός τηλεφώνου που να ανευρίσκεται εύκολα σε ενιαίο τηλεφωνικό κατάλογο και να μην είναι αριθμός κινητού τηλεφώνου, αλλά σταθερού, γιατί σε περίπτωση επανάκλησης από αυτόν που κάλεσαν να μην χρεώνεται ως κλήση σε κινητό τηλέφωνο.
3) Να προβλέπεται ρητή υποχρέωση ότι όταν καλείται τηλέφωνο και απαντάται, πριν γίνει η οποιαδήποτε επικοινωνία, να υπάρχει ηχογραφημένο μήνυμα ότι η κλήση ηχογραφείται και αν αποδέχεται ο συνομιλητής ηχογράφηση.
Είμαι σχεδόν σίγουρος ότι όλα αυτά δεν θα σας απασχολήσουν, αλλά αυτά απασχολούν όλους τους καταναλωτές πια.
Δικαίωμα Υπαναχώρησης
Κατά την παροχή προϊόντων / υπηρεσιών ηλεκτρονικού εμπορίου ο καταναλωτής έχει το δικαίωμα να υπαναχωρήσει αζημίως και αναιτιολογήτως εντός δεκατεσσάρων (14) ημερολογιακών ημερών, αν δεν συμφωνήθηκε μεγαλύτερη προθεσμία, επιστρέφοντας στον προμηθευτή το αγαθό στην αρχική του κατάσταση, χωρίς να επιβαρύνεται με οποιαδήποτε δαπάνη, εκτός από τα έξοδα επιστροφής. Για τον λόγο αυτό ο προμηθευτής υποχρεούται να αποστέλλει σε αυτόν μαζί με τα παραγγελθέντα προϊόντα / υπηρεσίες σε έντυπο ή ηλεκτρονικό έγγραφο υπόδειγμα δήλωσης υπαναχώρησης (4 § 10 και 11 Ν. 2251/1994).
Ο καταναλωτής ευθύνεται για τυχόν μείωση της αξίας των αγαθών μόνο ως αποτέλεσμα της διαχείρισης των αγαθών άλλης πλην εκείνης που είναι αναγκαία για τη διαπίστωση της φύσης, των χαρακτηριστικών και της λειτουργίας των αγαθών (άρθρο 3ι § 2 της ΚΥΑ Ζ1-891/13-06-2013). Επομένως, τυχόν άνοιγμα των συσκευασιών των αγαθών από τον καταναλωτή δεν μπορεί να χρησιμοποιηθεί ως αιτιολογία για την άρνηση του δικαιώματος υπαναχώρησης από την πλευρά της επιχείρησης.
Ας πάρουμε λοιπόν σαν παράδειγμα την περίπτωση όπου ο καταναλωτής αγοράζει από ιντερνετικό κατάστημα (όχι φυσικό) πώλησης καινούργιων συσκευών 10 ολοκαίνουργιες σφραγισμένες συσκευές κινητής τηλεφωνίας κάποιας επώνυμης μάρκας. Απλά τις ξεσφραγίζει (ανοίγει την εργοστασιακή συσκευασία και σφραγίδα) και τις στέλνει πίσω στο κατάστημα επικαλούμενος το δικαίωμα υπαναχώρησης. Αυτόματα η ζημιά στο κατάστημα είναι τεραστίων διαστάσεων μιας και η αξία μιας ολοκαίνουργιας μεν συσκευής, ανοιχτής δε, πολλές φορές πλησιάζει το 50% της αρχικής τιμής!
Η λογική η δική μου τουλάχιστον λέει ότι ο πελάτης δεν θα πρέπει να επεμβαίνει στην εργοστασιακή συσκευασία του προϊόντος. Δεν γίνετε κατάστημα λιανικής να πωλεί συσκευές αξίας για παράδειγμα 1000,00 ευρώ με δοκιμή. Τα χαρακτηριστικά των προϊόντων είναι γραμμένα στην συσκευασία και ο πελάτης μπορεί να ενημερωθεί την κατασκευάστρια εταιρία, από το κατάστημα λιανικής, από τα social media, από μηχανές αναζήτησης και από χιλιάδες άλλους τρόπους πριν κόψει την σφραγίδα ή την ταινία στην εργοστασιακή συσκευασία.
Σαφέστατα θα πρέπει να μπορεί να μετανιώσει για την αγορά του και να μπορεί (όπως και γίνετε τακτικότατα) ή να μην παραλάβει εξ αρχής η να αποστείλει το προϊόν όπως του παραδόθηκε. Σε άριστη κατάσταση και χωρίς να έχει αλλοιώσει την εργοστασιακή συσκευασία.
Προτείνω ο καταναλωτής να ευθύνεται για τυχόν μείωση της αξίας των αγαθών από την αλλοίωση της εργοστασιακής συσκευασίας, της συσκευής αλλά και των παρελκόμενων.
Με εκτίμηση
Σπύρος Γκλιάτης
Επί χρόνια είχε επιχειρηθεί, με λαθεμένες δικαστικές αποφάσεις, να εξαιρεθούν της ιδιότητας του Καταναλωτή του Νόμου 2251/1994 οι επαγγελματίες, που συναλλάσσονταν με τον Προμηθευτή (π.χ Τράπεζες) στα πλαίσια της επαγγελματικής τους δραστηριότητας.
Τη λύση έδωσε η Ολομέλεια του Αρείου Πάγου, ερμηνεύοντας τη διαυγή (!!!) διατύπωση του Νόμου 2251/1994, λογίζοντας ότι Καταναλωτής είναι κάθε φυσικό ή νομικό πρόσωπο, ασχέτως αν συναλλάσσεται με Προμηθευτή για την κάλυψη ατομικών ή επαγγελματικών αναγκών. Μάλιστα, η 13/2015 απόφαση της Ολομέλειας του Αρείου Πάγου κατέληξε στην ανωτέρω κρίση, παρά την αρνητική εισήγηση της αξιότιμης κας Εισαγγελέως του Αρείου Πάγου.
Αφού λοιπόν εδραιώθηκε η ανωτέρω δίκαιη κρίση (ότι δηλαδή Καταναλωτής είναι κάθε φυσικό ή νομικό πρόσωπο, ασχέτως αν συναλλάσσεται με Προμηθευτή για την κάλυψη ατομικών ή επαγγελματικών αναγκών) και οι δικαστικές αποφάσεις δεν μπορούσαν να παρεκκλίνουν αυτής, έρχεται η προτεινόμενη τροπολογία του Υπουργείου Οικονομίας και Ανάπτυξης να δώσει νομοθετικό έρεισμα στην αυθαιρεσία των Τραπεζών, προκειμένου να συνεχίσουν να επιβάλλουν δυσμενείς όρους σε επαγγελματίες που συναλλάσσονται μαζί τους (με Τράπεζες), «εξαιρώντας» τους από τις προστατευτικές διατάξεις του Νόμου 2251/1194.
Πόσο ηθικό μπορεί να είναι, η πρώτη φορά Αριστερά Κυβέρνηση να εξυπηρετεί τόσο απροκάλυπτα – και δη με εν κρυπτώ τροπολογία – τα συμφέροντα των Τραπεζών, όταν δεν τόλμησαν να πράξουν το αντίστοιχο οι Καπιταλιστικές Κυβερνήσεις που υπηρέτησαν τον τόπο? Δεν πρέπει εξάλλου να παραβλεφθεί το γεγονός, ότι ο Νόμος 2251/1994 συνιστά βελτίωση του Νόμου 1961/1191.
Δίκην κατακλείδας, θα πρέπει οι νομοθετούντες να αναλογισθούν ότι η ερμηνεία της τροπολογίας – έκτρωμα θα κριθεί από τα Δικαστήρια, όχι με βάση τη λεκτική διατύπωση αυτής (της τροπολογίας), αλλά κατά πόσο είναι συμβατή (η τροπολογία) με την Κοινοτική Οδηγία 13/93 [βλ. άρθρο 2 της Κοινοτικής Οδηγίας 13/93, όπου είναι διαυγής η διατύπωση, πόσο δε μάλλον όταν ο γνωρίζων περί τη νομικήν θα προσφύγει σε σχετική απόφαση του ΔΕΕ, όπου στα πλαίσια προδικαστικού ερωτήματος (Ρουμανικού) Δικαστηρίου, ερμηνεύεται το άρθρο 2 της Οδηγίας].
Ευχαριστώ