1. Οι πειθαρχικές ποινές της αργίας, της έκπτωσης και της παύσης για σοβαρούς λόγους δημόσιου συμφέροντος, επιβάλλονται με αιτιολογημένη απόφαση του Υπουργού Οικονομίας και Ανάπτυξης, αφού προηγηθεί απολογία του εγκαλουμένου ή παρέλθει η προθεσμία που έχει ταχθεί με γραπτή κλήση στον εγκαλούμενο, χωρίς αυτός να έχει απολογηθεί. Η προθεσμία αυτή δεν μπορεί να είναι μικρότερη από δέκα ημέρες.
2. Για την επιβολή των πειθαρχικών ποινών της αργίας και τη διάρκειά της, καθώς και της έκπτωσης απαιτείται σύμφωνη γνώμη πειθαρχικού συμβουλίου, το οποίο αποτελείται:
α) από τον πρόεδρο του Εφετείου Αθηνών ή το νόμιμο αναπληρωτή του, ως πρόεδρο,
β) δύο εφέτες με τους αναπληρωτές τους,
γ) έναν Γενικό Διευθυντή του Υπουργείου Οικονομίας και Ανάπτυξης με έναν Διευθυντή από το ίδιο Υπουργείο ως αναπληρωτή του και
δ) έναν αιρετό εκπρόσωπο της Κεντρικής Ένωσης Επιμελητηρίων.
Γραμματέας του συμβουλίου και αναπληρωτής του ορίζεται υπάλληλος του κλάδου ΠΕ Διοικητικού του Υπουργείου Οικονομίας και Ανάπτυξης.
3. Τα δικαστικά μέλη του συμβουλίου της παραγράφου 2 του άρθρου αυτού ορίζονται με απόφαση του οργάνου που διευθύνει το δικαστήριο, ύστερα από αίτημα του Υπουργού Οικονομίας και Ανάπτυξης. Με την ίδια απόφαση ορίζονται και τα αναπληρωματικά μέλη, εφόσον ο αριθμός αυτών που υπηρετούν είναι επαρκής.
Ο αιρετός εκπρόσωπος της Κεντρικής Ένωσης Επιμελητηρίων μαζί με τον αναπληρωτή του ορίζονται από τη Διοικητική Επιτροπή της Ένωσης.
Τα μέλη του εδαφίου γ’ της παραγράφου 2 του παρόντος καθώς και ο γραμματέας, ορίζονται από τον Υπουργό Οικονομίας και Ανάπτυξης.
4. Το συμβούλιο της παραγράφου 2 του άρθρου αυτού συγκροτείται κάθε τέσσερα χρόνια με απόφαση του Υπουργού Οικονομίας και Ανάπτυξης.
5. Ο εγκαλούμενος μπορεί να εμφανίζεται αυτοπροσώπως, καθώς και με πληρεξούσιο δικηγόρο ή να εκπροσωπείται από πληρεξούσιο δικηγόρο στο συμβούλιο και να υπερασπίζεται τον εαυτό του. Το συμβούλιο συνεδριάζει σε δημόσια συνεδρίαση για την οποία συντάσσονται πρακτικά, μπορεί να εξετάζει μάρτυρες και να εκτιμά οποιοδήποτε πρόσφορο αποδεικτικό μέσο. Η σύμφωνη γνώμη παρέχεται ύστερα από μυστική διάσκεψη, δύο (2) μήνες το αργότερο, αφότου το συμβούλιο έλαβε τη σχετική απόφαση του Υπουργού Οικονομίας και Ανάπτυξης. Η ποινή πρέπει να είναι ανάλογη με τη βαρύτητα του παραπτώματος, στο οποίο έχει υποπέσει ο εγκαλούμενος.
6. Ο ενδιαφερόμενος μπορεί μέσα σε τριάντα (30) ημέρες από την κοινοποίηση της απόφασης του Υπουργού Οικονομίας και Ανάπτυξης να προσφύγει κατά αυτής στο Συμβούλιο της Επικρατείας, το οποίο κρίνει την υπόθεση και κατ’ ουσία. Η προθεσμία για την άσκηση της προσφυγής αναστέλλει την εκτέλεση της απόφασης που επιβάλλει την ποινή. Αν ασκηθεί η προσφυγή στο Συμβούλιο της Επικρατείας, η επιτροπή αναστολών του δικαστηρίου, ύστερα από αίτηση του προσφεύγοντος, κρίνει για τη χορήγηση αναστολής εκτέλεσης της ποινής σταθμίζοντας και τη συνδρομή του δημόσιου συμφέροντος. Σε περίπτωση κατάθεσης αίτησης αναστολής, η ποινή που έχει επιβληθεί δεν εκτελείται μέχρι να εκδοθεί η απόφαση της επιτροπής αναστολών.