1. Η περαιτέρω διάθεση του προϊόντος ή της υπηρεσίας, που αποκτήθηκε με επιπλέον επιβάρυνση, συνεπεία παράβασης των άρθρων 1, 2 του ν. 3959/2011 ή/και των άρθρων 101, 102 ΣΛΕΕ, δεν αποκλείει από μόνη της την ύπαρξη ζημίας. Ο εναγόμενος σε αποζημίωση μπορεί να ισχυρισθεί και να αποδείξει, προκειμένου να αποκρούσει την εναντίον του αξίωση για αποκατάσταση της θετικής ζημίας του ενάγοντος, ότι ο τελευταίος μετακύλισε εν όλω ή εν μέρει την επιπλέον επιβάρυνση που υπέστη λόγω της παράβασης. Η αξίωση για αποκατάσταση διαφυγόντος κέρδους του ζημιωθέντος, το οποίο συναρτάται αιτιωδώς με τη μετακύλιση της επιπλέον επιβάρυνσης στις επόμενες βαθμίδες της αλυσίδας εφοδιασμού, δεν αποκλείεται στην περίπτωση του προηγούμενου εδαφίου.
2. Για τη διαπίστωση του ύψους της επιπλέον επιβάρυνσης και του ποσοστού της, που μετακυλίσθηκε στον έμμεσο αγοραστή, το δικαστήριο αρκείται σε πιθανολόγηση.
3. Υπέρ του έμμεσου αγοραστή τεκμαίρεται ότι του επιβλήθηκε η επιπλέον επιβάρυνση, εφόσον εφόσον αυτός αποδεικνύει ότι:
α. ο εναγόμενος τέλεσε παράβαση των άρθρων 1, 2 του ν. 3959/2011 ή/και των άρθρων 101, 102 ΣΛΕΕ,
β. η ανωτέρω παράβαση είχε ως αποτέλεσμα την επιπλέον επιβάρυνση του άμεσου αγοραστή, και
γ. ο έμμεσος αγοραστής αγόρασε αγαθά/υπηρεσίες που είτε αποτέλεσαν το αντικείμενο της εν λόγω παράβασης, είτε προήλθαν από αυτά/αυτές, είτε τα/τις περιείχαν.
4. Το τεκμήριο της παραγράφου (3) είναι μαχητό. Για την απόδειξη των πραγματικών γεγονότων που ανατρέπουν το τεκμήριο το δικαστήριο σχηματίζει πλήρη δικανική πεποίθηση.
5. Οι διατάξεις του παρόντος άρθρου εφαρμόζονται αναλόγως, όταν η παράβαση του δικαίου ανταγωνισμού αφορά προμήθειες (πωλήσεις) στον παραβάτη.