1. Μετά από αίτηση κάθε διαδίκου που έχει προσκομίσει ευλόγως διαθέσιμα αποδεικτικά στοιχεία, πρόσφορα προς στήριξη των ισχυρισμών του, τα οποία θεμελιώνουν ή αποκρούουν αίτημα αποζημίωσης, αναγνωριστικό ή καταψηφιστικό, κατά το άρθρο 3 του παρόντος νόμου, ενώ παράλληλα επικαλείται αποδεικτικά στοιχεία ή κατηγορίες στοιχείων που βρίσκονται υπό τον έλεγχο του αντιδίκου ή τρίτου, το δικαστήριο μπορεί να διατάξει την προσκόμιση των αποδεικτικών αυτών στοιχείων από τον αντίδικο ή τον τρίτο.
2. Το δικαστήριο διατάσσει την κοινοποίηση των αποδεικτικών στοιχείων σύμφωνα με την παράγραφο 1 τηρώντας την αρχή της αναλογικότητας. Προς τούτο λαμβάνει υπόψη τα έννομα συμφέροντα όλων των εμπλεκόμενων διαδίκων και τρίτων, και ειδικότερα:
α) τον βαθμό στον οποίο το αίτημα κοινοποίησης υποστηρίζεται από τα διαθέσιμα στοιχεία για πραγματικά περιστατικά και αποδεικτικά στοιχεία που δικαιολογούν το αίτημα κοινοποίησης,
β) την έκταση και το κόστος της κοινοποίησης, ιδίως για τυχόν εμπλεκόμενα τρίτα μέρη, προκειμένου επίσης να αποφευχθεί η μη προσδιορισμένη αναζήτηση (αλίευση) πληροφοριών, η οποία είναι απίθανο να είναι σημαντική για τα διάδικα μέρη.
γ) κατά πόσον τα αποδεικτικά στοιχεία, των οποίων ζητείται η κοινοποίηση περιέχουν εμπιστευτικές πληροφορίες, που αφορούν ιδίως τυχόν τρίτους, καθώς και τις λεπτομέρειες για την προστασία των εν λόγω εμπιστευτικών πληροφοριών.
3. Το συμφέρον των επιχειρήσεων να αποφεύγουν αγωγές αποζημίωσης λόγω παράβασης του δικαίου του ανταγωνισμού δεν συνιστά συμφέρον άξιο προστασίας.
4. Ο διάδικος που διατάχθηκε να κοινοποιήσει κατά την παρ. 1 τα ανωτέρω αποδεικτικά στοιχεία, προσκομίζει αυτά στο δικαστήριο, το οποίο λαμβάνει τα κατάλληλα μέτρα, ώστε να διασφαλίσει την προστασία αυτών των εμπιστευτικών πληροφοριών. Σε αυτά περιλαμβάνεται ιδίως ο διορισμός πραγματογνωμόνων κατά τα άρθρα 368 επ. ΚΠολΔ, οι οποίοι θα καταρτίσουν περίληψη των πληροφοριών σε συγκεντρωτική ή άλλης μορφής μη εμπιστευτική εκδοχή, στην περίπτωση δε αυτή δεν επιτρέπεται ο διορισμός τεχνικών συμβούλων από τους διαδίκους κατά το άρθρο 391 ΚΠολΔ.
5. Το δικαστήριο, όταν διατάσσει την κοινοποίηση των αποδεικτικών στοιχείων, μεριμνά για την πλήρη εφαρμογή του δικηγορικού απόρρητου που ισχύει δυνάμει του ενωσιακού ή του εθνικού δικαίου.
ΑΡΘΡΟ 4 ΠΑΡ 4
Σύμφωνα με το άρθρο «Το δικαστήριο διορίζει πραγματογνώμονα ο οποίος θα καταρτίσει περίληψη των πληροφοριών σε συγκεντρωτική ή άλλης μορφής εμπιστευτική εκδοχή». Οι υποθέσεις του παρόντος Νόμου θα είναι, οι περισσότερες τουλάχιστον, υποθέσεις πολλών εκατομμυρίων ευρώ. Το ερώτημα που προκύπτει, και δεν διευκρινίζει η πρόταση Νόμου, είναι ποιος θα πληρώνει τους απαραίτητους και ικανούς πραγματογνώμονες για να κάνουν αυτό το τόσο μεγάλο σε μέγεθος και σοβαρότητα έργο. Αν η λογική είναι ότι οι αμοιβές θα είναι οι οριζόμενες από την υφιστάμενη νομοθεσία, τότε είναι αμφίβολο εάν θα βρεθεί πραγματογνώμονας που θα αναλάβει τέτοιο έργο. Επιπλέον, με μια αμοιβή εξαιρετικά δυσανάλογη με το έργο και το αντικείμενο της δίκης, ανοίγουν θύρες επηρεασμού του πραγματογνώμονα από ισχυρά οικονομικά συμφέροντα.
Το κείμενο του άρθρου 4 παρ.5, μεταφέροντας τη διατύπωση της οδηγίας ως έχει, χρησιμοποιεί μια αμφίσημη διατύπωση που φαίνεται να επιτρέπει διαζευκτικά τη χρήση των προβλέψεων του ευρωπαϊκού ή εθνικού δικαίου σε ό,τι αφορά το δικηγορικό απόρρητο: «Το δικαστήριο, όταν διατάσσει την κοινοποίηση των αποδεικτικών στοιχείων, μεριμνά για την πλήρη εφαρμογή του δικηγορικού απόρρητου που ισχύει δυνάμει του ενωσιακού ή του εθνικού δικαίου.»
Η θέση της Association of Corporate Counsel είναι η διατύπωση που θα προκριθεί να λύσει την αμφισημία υπέρ του εθνικού δικαίου όταν (όπως στην Ελλάδα) αυτό αναγνωρίζει το δικηγορικό απόρρητο για τους εμμίσθους δικηγόρους: «Τα δικαστήρια μεριμνούν για την πλήρη εφαρμογή του δικηγορικού απόρρητου που ισχύει δυνάμει του εθνικού δικαίου όταν διατάσσουν την κοινοποίηση των αποδεικτικών στοιχείων.”