Κατά την άσκηση της εποπτείας ο εποπτευόμενος οικονομικός φορέας ή ο εκάστοτε εκπρόσωπός του , έχει τα εξής καθήκοντα:
1. Να συμμορφώνεται με τις απαιτήσεις που προβλέπονται από την κείμενη νομοθεσία για τη μείωση και άμβλυνση των κινδύνων, και, όπου αυτό είναι εφικτό, να διαθέτει εσωτερικές διαδικασίες για τη διασφάλιση της συμμόρφωσης των εργαζομένων με τις απαιτήσεις της νομοθεσίας.
2. Να διευκολύνει και να μην παρακωλύει με οποιοδήποτε τρόπο τους ελεγκτές κατά την άσκηση της εποπτείας σύμφωνα με τη προβλεπόμενη διαδικασία και εντός των ορίων που καθορίζονται από τον παρόντα Νόμο ή και άλλες ισχύουσες διατάξεις.
3. Εφόσον δικαιολογείται για τον σκοπό του ελέγχου, να παρέχει τα απαιτούμενα έγγραφα και υλικά, καθώς και την αναγκαία πρόσβαση σε οχήματα, εμπορικές περιοχές, αποθήκες, χώρους επεξεργασίας και άλλους χώρους και εγκαταστάσεις.
4. Να εξασφαλίζει τις κατάλληλες συνθήκες για τη διεξαγωγή του ελέγχου συμπεριλαμβανομένης της παροχής δυνατότητας στους ελεγκτές για λήψη δειγμάτων, φωτογραφιών κλπ.
5. Να παρέχει γραπτές ή προφορικές εξηγήσεις επί θεμάτων σχετικών με τον έλεγχο μετά από αίτημα των ελεγκτών.
6. Να υποδεικνύει το επίπεδο εμπιστευτικότητας των πληροφοριών που συλλέγονται κατά τη διάρκεια του ελέγχου.
7. Να ακολουθεί τις συστάσεις και να ικανοποιεί τις απαιτήσεις των ελεγκτών σχετικά με την παύση παράνομων ενεργειών, να λαμβάνει τα σχετικά μέτρα και να αναφέρει τα αποτελέσματα της λήψης μέτρων εντός της προκαθορισμένης προθεσμίας.
8. Να τηρεί άλλα καθήκοντα που προβλέπονται σε σχετική νομοθεσία.
9. Καταγγελία που αφορά τη συμπεριφορά ελεγκτή.
9.1 Ένας οικονομικός φορέας ή ο εκπρόσωπός του ή οποιοδήποτε άλλο πρόσωπο δύναται να υποβάλει καταγγελία σχετικά με τη συμπεριφορά ενός ελεγκτή στην αρμόδια εποπτεύουσα αρχή με κάθε δυνατό μέσο επικοινωνίας (ηλεκτρονικά, μέσω ηλεκτρονικού ταχυδρομείου, με επιστολή, τηλεφωνικώς κλπ).
9.2 Η αξιολόγηση καταγγελιών που αφορούν τη συμπεριφορά ελεγκτών πραγματοποιείται από ειδικά εκπαιδευμένο και έμπειρο προσωπικό της αντίστοιχης εποπτεύουσας αρχής.
9.3 Ο ελεγκτής, κατά του οποίου ασκείται καταγγελία τεκμαίρεται αθώος μέχρι το πέρας της σχετικής διαδικασίας.
9.4 Τόσο ο καταγγέλλων όσο και ο ενδιαφερόμενος ελεγκτής δύνανται να προσφύγουν κατά της αρχικής απόφασης στην εκάστοτε αρμόδια αρχή.
9.5 Η αξιολόγηση των καταγγελιών που αφορούν τη συμπεριφορά ελεγκτών διενεργείται με βάση τα οριζόμενα στη κείμενη νομοθεσία
1. Σύμφωνα με την 1η παράγραφο, ο εποπτευόμενος φορέας έχει το καθήκον (εννοείται μάλλον «υποχρέωση») «να συμμορφώνεται με τις απαιτήσεις που προβλέπονται από την κείμενη νομοθεσία για τη μείωση και άμβλυνση των κινδύνων, και, όπου αυτό είναι εφικτό, να διαθέτει εσωτερικές διαδικασίες για τη διασφάλιση της συμμόρφωσης των εργαζομένων με τις απαιτήσεις της νομοθεσίας».
Πρώτα από όλα, είναι απολύτως ακατανόητο για ποιο λόγο η «διασφάλιση της συμμόρφωσης» είναι υπόθεση των «εργαζόμενων», και όχι της διοίκησης του φορέα. Δεύτερον, είναι επίσης ακατανόητο για ποιο λόγο οι «εργαζόμενοι» πρέπει να διασφαλίζουν την συμμόρφωση, ενώ η διοίκηση του φορέα, από την άλλη μεριά, απλώς πρέπει να «μειώνει τον κίνδυνο». Η διάταξη είναι απολύτως αντίθετη με άλλες ρυθμίσεις της ισχύουσας νομοθεσίας, οι οποίες θεσπίζουν την ευθύνη (και μάλιστα την ποινική) της διοίκησης του φορέα, π.χ. για περιβαλλοντικά θέματα (πρβλ. , π.χ., το άρθρο 4 ν. 4042/2012).
Προτείνεται η εξής αναδιατύπωση:
«ο εποπτευόμενος οικονομικός φορέας ή ο εκπρόσωπός του , έχει τα εξής καθήκοντα: 1. να διασφαλίζει την συμμόρφωση με το σύνολο της κείμενης νομοθεσίας που διέπει την οικονομική δραστηριότητα. Για τον λόγο αυτό, και, όπου αυτό είναι αναγκαίο, οφείλει να διαθέτει εσωτερικές διαδικασίες για την ενημέρωση και την εκπαίδευση της διοίκησης και των εργαζόμενων, και την πρόληψη και αποκατάσταση των παραβάσεων…»
2. Κατά την 6η παράγραφο, ο εποπτευόμενος φορέας έχει το καθήκον να «να υποδεικνύει το επίπεδο εμπιστευτικότητας των πληροφοριών που συλλέγονται κατά τη διάρκεια του ελέγχου».
Αυτό, δεν είναι καθήκον, αλλά μάλλον δικαίωμα του εποπτευόμενου. Για το θέμα αυτό, υπάρχουν ειδικές διατάξεις, οι οποίες πρόσφατα έχουν κωδικοποιηθεί (πρβλ. π.δ. 28/2015). Από τις διατάξεις αυτές, προκύπτει αναμφίβολα ότι οι εποπτευόμενοι φορείς δεν είναι οι μόνοι κριτές του βαθμού εμπιστευτικότητας: αντίθετα, είναι γνωστό ότι πληροφορίες που αφορούν, για παράδειγμα, τις πιθανές εκπομπές στο περιβάλλον, ή την έκθεση των εργαζόμενων σε χημικούς παράγοντες δεν είναι εμπιστευτικές, αλλά πρέπει ενεργητικά να δημοσιεύονται. Το νομοσχέδιο δεν πρέπει να ενθαρρύνει την επίκληση διάφορων επινοήσεων περί απόρρητων εγγράφων, για θέματα που αφορούν το ευρύ κοινό.
Προτείνεται η διαγραφή της 6ης παραγράφου. Στο προηγούμενο άρθρο 21, μπορεί να προστεθεί η εξής αναφορά:
«ο εποπτευόμενος φορέας έχει τα εξής δικαιώματα: … να υποδεικνύει στον ελεγκτή τον τυχόν απόρρητο χαρακτήρα των πληροφοριών που συλλέγονται κατά τη διάρκεια του ελέγχου. Για τον σκοπό αυτό, οφείλει να αναφέρει τις διατάξεις από τις οποίες απορρέει το απόρρητο αυτό, σύμφωνα με τις ισχύουσες διατάξεις για την πρόσβαση σε δημόσια έγγραφα και στοιχεία. Η επίκληση του απορρήτου εξετάζεται σύμφωνα με τις παραπάνω διατάξεις στην αιτιολογία της τελικής απόφασης του ελεγκτή. Άλλα δικαιώματα που παρέχουν στον εποπτευόμενο φορέα οι διατάξεις του προηγούμενου εδαφίου δεν θίγονται. »
Να προστεθούν τα κάτωθι:
1. Όταν οι οικονομικοί φορείς θεωρούν ή έχουν λόγο να πιστεύουν ότι τα προϊόντα που έχουν διαθέσει στην αγορά δεν συμμορφώνεται με την ισχύουσα νομοθεσία, λαμβάνουν αμέσως τα αναγκαία διορθωτικά μέτρα για να εξασφαλίσουν τη συμμόρφωση των προϊόντων, τα αποσύρουν ή τα ανακαλούν, κατά περίπτωση. Πέραν τούτου, όταν το προϊόν ενέχει κίνδυνο, οι οικονομικοί φορείς πρέπει να ενημερώνουν αμέσως σχετικά με το θέμα αυτό την αρμόδια Αρχή εποπτείας της αγοράς, εφόσον καθιστούν διαθέσιμο το προϊόν σε αυτήν και να παραθέτουν λεπτομέρειες, συγκεκριμένα, για τη μη συμμόρφωση και τα τυχόν διορθωτικά μέτρα που έλαβαν.
2. Οι οικονομικοί φορείς πρέπει να προσδιορίζουν, εάν ζητηθεί, στην αρμόδια αρχή εποπτείας της αγοράς και στις ελεγκτικές αρχές τα ακόλουθα:
α) την ταυτότητα κάθε οικονομικού φορέα ο οποίος τους έχει προμηθεύσει το προϊόν
β) την ταυτότητα κάθε οικονομικού φορέα στον οποίο έχουν προμηθεύσει το προϊόν.
3. Συνεργάζονται με την Αρχή αυτή, κατόπιν αιτήματος της τελευταίας, για τις ενέργειες που πρέπει να γίνουν ώστε να αποσοβηθούν οι κίνδυνοι από τα όργανα που έχουν διαθέσει στην αγορά.
Να τροποποιηθούν / προστεθούν στα εδάφια 3 και 5 τα εξής:
5. Οι οικονομικοί φορείς οφείλουν να παρέχουν στην αρμόδια Αρχή εποπτείας της αγοράς, κατόπιν αιτιολογημένου αιτήματος της Αρχής αυτής, σε έντυπη ή σε ηλεκτρονική μορφή όλες τις πληροφορίες και την τεκμηρίωση που απαιτούνται για να αποδειχθεί η συμμόρφωση του οργάνου στην Ελληνική γλώσσα.
3. Οι οικονομικοί φορείς πρέπει να είναι σε θέση να υποβάλουν τις πληροφορίες σχετικά με τα προϊόντα εδάφιο για περίοδο 10 ετών από τη στιγμή που τα έχουν προμηθευτεί και για 10 έτη από τη στιγμή που τα έχουν προμηθεύσει οι ίδιοι.
Στο άρθρο αυτό στην παρ. 9 «Καταγγελία που αφορά συμπεριφορά ελεγκτή» θεωρούμε λάθος την αοριστία περί αξιολόγησης των καταγγελιών από «εκπαιδευμένο και έμπειρο προσωπικό της αντίστοιχης εποπτεύουσας αρχής». Ο Κώδικας Δημοσίων υπαλλήλων προβλέπει συγκεκριμένες διαδικασίες και καλό θα είναι να αναφέρεται ρητά.