Κατά τη διενέργεια εποπτείας ο οικονομικός φορέας, ο εκπρόσωπός του και κάθε άλλο ενδιαφερόμενο πρόσωπο έχει τα ακόλουθα δικαιώματα:
1. Να λαμβάνει γνώση των φύλλων ελέγχου που θα χρησιμοποιηθούν σε πιθανό μελλοντικό έλεγχο, τα οποία πρέπει να είναι δημoσιευμένα και προσβάσιμα στους οικονομικούς φορείς.
2. Με την επιφύλαξη των όσων ορίζονται σε ειδικότερη νομοθεσία για την αδικαιολόγητη άρνηση του ελέγχου ή την παρακώλυση του έργου των ελεγκτών, να αρνείται την υποβολή του σε έλεγχο ή σε τμήμα του ελέγχου, εφόσον ο ελεγκτής προβαίνει σε έλεγχο εκτός του πεδίου εποπτείας ή αρμοδιότητάς του. Στην περίπτωση αυτή, η ένσταση του ελεγχόμενου καταγράφεται στην έκθεση ελέγχου και υπογράφεται από τον ίδιο.
3. Να συμμετέχει ο ίδιος ή ο εκπρόσωπός του σε όλες τις ενέργειες άσκησης εποπτείας και να παρέχει εξηγήσεις σχετικά με τις δραστηριότητες που καλύπτονται από τον έλεγχο.
4. Να υποβάλει συμπληρωματικές πληροφορίες, να παρέχει εξηγήσεις και να εκφράζει τη γνώμη του σε ζητήματα που προκύπτουν κατά τη διάρκεια του ελέγχου.
5. Να αρνείται να συμμορφωθεί σε αίτημα ελεγκτή σχετικά με την επίδειξη εγγράφων και υλικών σε περίπτωση που δεν σχετίζονται με τον έλεγχο ή όταν ο ελεγκτής δεν έχει το δικαίωμα να ελέγξει τα έγγραφα αυτά.
6. Να μην υποβάλει ένα έγγραφο, το οποίο έχει ήδη υποβληθεί στην ίδια ή σε άλλη δημόσια υπηρεσία.
7. Να απαιτεί την τήρηση εχεμύθειας σχετικά με πληροφορίες εμπιστευτικού χαρακτήρα στις οποίες ο ελεγκτής έχει πρόσβαση κατά τη διάρκεια του ελέγχου.
8. Να δύναται να προβεί σε καταγγελία κατά τα οριζόμενα στο άρθρο 7 όταν ο ελεγκτής που διεξήγε τον έλεγχο υπέπεσε σε ανάρμοστη ή παράνομη συμπεριφορά, ή σε περίπτωση σύγκρουσης ιδιωτικού και δημοσίου συμφέροντος.
9. Να δύναται να αιτείται την εξαίρεση του ελεγκτή όταν υπάρχουν γεγονότα που εγείρουν εύλογη αμφιβολία για την αμεροληψία του λόγω της σχέσης του με τον οικονομικό φορέα ή άλλων περιστάσεων που μπορεί να οδηγήσουν σε σύγκρουση ιδιωτικού και δημόσιου συμφέροντος.
10. Να λαμβάνει γνώση των σχολίων και συμπερασμάτων των ελεγκτών προκειμένου να διατυπώσει απόψεις, εξηγήσεις ή ενστάσεις επί των ευρημάτων του ελέγχου καθώς και να λαμβάνει αντίγραφα όλων των εγγράφων του ελέγχου (σύμφωνα με το άρθ. 5 ΚΔΔ). Τα ως άνω δύνανται να λαμβάνουν χώρα και επιτόπου εφόσον ολοκληρώνονται την ίδια στιγμή με το πέρας του ελέγχου.
11. Να λαμβάνει γνώση των αποτελεσμάτων των ελέγχων και των σχετικών εγγράφων και αναφορών που παράγονται και χρησιμοποιούνται κατά τη διάρκεια της διαδικασίας ελέγχου.
12. Να λαμβάνει αιτιολογημένη απόφαση σχετικά με τη διαδικασία ελέγχου.
13. Να προσφεύγει κατά της απόφασης του ελέγχου σύμφωνα με τον ΚΔΔ εφόσον ο έλεγχος δεν διεξήχθη κατά τις επιταγές του παρόντος νόμου
14. Να αξιώνει αποζημίωση για απώλεια ή ζημία που προκαλείται λόγω εσφαλμένων ενεργειών ή παραλείψεων των ελεγκτών ή εξαιτίας παράνομης απόφασης της αρμόδιας εποπτεύουσας αρχής σύμφωνα με τον ΚΔΔ.
15. Να λαμβάνει πληροφορίες, κατευθυντήριες γραμμές και οδηγίες για τη συμμόρφωση, να λαμβάνει γνώση των διαδικασιών, της μεθοδολογίας και των εντύπων που απαιτούνται για την άσκηση των δικαιωμάτων του και την εκτέλεση των καθηκόντων του και την εφαρμογή των σχετικών νόμων και κανονισμών από τις αρμόδιες εποπτεύουσες αρχές ή υπαλλήλους των.
16. Άλλα δικαιώματα που προβλέπονται στη σχετική νομοθεσία.
Με την 2η παράγραφο του εν λόγω άρθρου δυναμιτίζεται όποια θετική πρόθεση του νομοθέτη. Και επειδή δεν πρόκειται για άγνοια της πραγματικότητας, κατανοούμε ότι πρόκειται για μια εμφανή προστασία του ελεγχόμενου. Μια διάταξη που όχι μόνο ευνοεί, αλλά υποθάλπτει την αυθαιρεσία.
Αφενός μετατρέπει του ελεγχόμενους σε «κριτές» της αρμοδιότητας του ελεγκτή, σε ερμηνευτές του φύλλου ελέγχου και εφαρμοστές του δικαίου του πεδίου εποπτείας.
Προσυπογράφουμε τις αιτιάσεις των σχολίων της WWF υπογραμίζοντας ότι διατάξεις αυτές παρέχουν στους εποπτευόμενους απεριόριστα περιθώρια να παρεμποδίζουν τον έλεγχο κατά το δοκούν, και μάλιστα με οποιονδήποτε μέσο κρίνουν σκόπιμο: π.χ., ακόμα και με τον προπηλακισμό των ελεγκτών, τις απειλές προς αυτούς, την «επιστράτευση» του προσωπικού security ή διάφορων «αυθόρμητα» συγκεντρωμένων ατόμων.
Ήδη με το υφιστάμενο κατά πολύ ισχυρότερο νομοθετικό πλαίσιο ανάλογα γεγονότα αποτελούν την καθημερινότητα της πρακτικής στο πεδίο.
1. Σύμφωνα με τη 2η παράγραφο, «με την επιφύλαξη των όσων ορίζονται σε ειδικότερη νομοθεσία για την αδικαιολόγητη άρνηση του ελέγχου ή την παρακώλυση του έργου των ελεγκτών», ο εποπτευόμενος φορέας έχει δικαίωμα να «αρνείται την υποβολή του σε έλεγχο ή σε τμήμα του ελέγχου, εφόσον ο ελεγκτής προβαίνει σε έλεγχο εκτός του πεδίου εποπτείας ή αρμοδιότητάς του». Επιπλέον, κατά την 5η παράγραφο, ο εποπτευόμενος φορέας έχει το δικαίωμα «να αρνείται να συμμορφωθεί σε αίτημα ελεγκτή σχετικά με την επίδειξη εγγράφων και υλικών, σε περίπτωση που δεν σχετίζονται με τον έλεγχο η όταν ο ελεγκτής δεν έχει το δικαίωμα να ελέγξει τα έγγραφα αυτά…».
Ο συνδυασμός των διατάξεων αυτών μετατρέπει τους ελεγχόμενους εποπτευόμενους φορείς σε «κριτές» της αρμοδιότητας του ελεγκτή, σε ερμηνευτές του φύλλου ελέγχου και εφαρμοστές του δικαίου του πεδίου εποπτείας.
Σπάνια συναντάει κανείς διάταξη η οποία να ενθαρρύνει την αυθαιρεσία τόσο φανερά. Ουσιαστικά, οι διατάξεις αυτές παρέχουν στους εποπτευόμενους απεριόριστα περιθώρια να παρεμποδίζουν τον έλεγχο κατά το δοκούν, και μάλιστα με οποιονδήποτε μέσο κρίνουν σκόπιμο: π.χ., ακόμα και με τον προπηλακισμό των ελεγκτών, τις απειλές προς αυτούς, την «επιστράτευση» του προσωπικού security ή διάφορων «αυθόρμητα» συγκεντρωμένων ατόμων. Με τον τρόπο αυτόν, οι εποπτευόμενοι μπορούν να αρνούνται τον έλεγχο από τις εποπτικές αρχές του άρθρου 14 παρ. 2 – μεταξύ άλλων, την Ελληνική Αστυνομία (!), την Πυροσβεστική (!), το Λιμενικό Σώμα, την ΑΑΔΕ (!), τον ΕΦΕΤ, το Σώμα Επιθεώρησης Εργασίας, και το ΣΕΠΔΕΜ. Στην καλύτερη περίπτωση, πρόκειται για προχειρότητα.
Για άλλη μια φορά, θα πρέπει να τονιστεί ότι τα «πεδία εποπτείας» του νομοσχεδίου έχουν ζωτική σημασία για το κοινωνικό σύνολο, και η αποτελεσματικότητα του ελέγχου αποτελεί δικαίωμα κάθε πολίτη, ο οποίος προσδοκά να ζήσει με ασφάλεια και υγεία, και σε ένα φυσικό περιβάλλον που προστατεύεται.
Το νομοσχέδιο και οι ισχύουσες διατάξεις μεριμνούν για την προστασία των εποπτευόμενων φορέων επαρκέστατα. Οι εποπτευόμενοι, συνολικά, έχουν περισσότερα δικαιώματα από τις εποπτικές αρχές. Για να καταστεί αυτό σαφές για μία ακόμα φορά, προτείνεται η αναδιατύπωση των παραγράφων αυτών (2ης, 5ης και 13ης) ως εξής:
«με την επιφύλαξη των όσων ορίζονται σε ειδικότερη νομοθεσία για την αδικαιολόγητη άρνηση του ελέγχου ή την παρακώλυση του έργου των ελεγκτών, ο εποπτευόμενος φορέας έχει τα εξής δικαιώματα:
Α) να σημειώνονται στο φύλλο ελέγχου οι ενστάσεις του σχετικά με τη νομιμότητα των ενεργειών ελέγχου, όπως ιδίως όσες αφορούν την έκταση του πεδίου εποπτείας και του ελέγχου, ή την έλλειψη αρμοδιότητας του ελεγκτή
Β) να λαμβάνει γνώση των σχολίων και συμπερασμάτων των ελεγκτών, προκειμένου να διατυπώσει απόψεις, εξηγήσεις η ενστάσεις επί των ευρημάτων του ελέγχου, καθώς και να λαμβάνει αντίγραφα όλων των εγγράφων του ελέγχου (σύμφωνα με το αρθ. 5 ΚΔΔ)
Γ) να αιτιολογείται ειδικά η τυχόν απόρριψη των εξηγήσεων και ενστάσεων στην τελική απόφαση του ελεγκτή
Δ) να προσφεύγει κατά της απόφασης του ελέγχου σύμφωνα με τον ΚΔΔ και
Ε) να υποβάλλει καταγγελία για ανάρμοστη συμπεριφορά κατά του ελεγκτή σύμφωνα με το άρθρο 23 του παρόντος.
Άλλα δικαιώματα που προβλέπουν οι ειδικές διατάξεις δεν θίγονται».
Άρθρο 22, 9
Διδονται υπερμετρα δικαιώματα στον ελεγχόμενο, που μπορούν εύκολα να καταχραστούν από αυτόν και να εμποδίσουν το έργο της αρχής. Επίσης, έννοιες όπως «εύλογη αμφιβολία» και «αμεροληψία» μπορούν να ερμηνευθούν κατά το δοκούν, ακόμη και παραπειστικά, με τρόπο ώστε να εξαιρούνται εν δυνάμει όλοι οι ελεγκτές από τη διενέργεια ελέγχου.
Άρθρο 22, 14.
Το δικαίωμα αποζημίωσης πρέπει να καταργηθεί.
υπάρχει ο ΕισΝΑΚ που καλύπτειτις εταιρίες εφόσον χρειαστεί.
Η συγκεκριμένη διάταξη είναι ένα όπλο στα χέρια του ελεγχόμενου, που μπορεί να αποτρέψει τον έλεγχο, ή την επιβολή κυρώσεων. Ο ελεγκτής επ’ απειλή μιας αξίωσης αποζημιώσεως από τον ελεγχόμενο βρίσκεται ουσιαστικά με την πλάτη στον τοίχο κατά τη διενέργεια του ελέχου. Αυτό προσβάλλει την έννοια τη καταστολής και θέτει εν αμφιβόλω την αποτελεσματικόητα του νόμου.
Ποιος κρίνει και μια ποια κριτήρια εάν ο έλεγχος είναι εκτός πεδίου αρμοδιότητας ή το έγγραφο που ζητάει ο ελεγκτής δεν έχει σχέση με τον έλεγχο, κ.λ.π. Κατά την γνώμη μας δίνεται λευκή επιταγή στον υπεύθυνο επιχείρησης να παρακωλύει νόμιμα τον έλεγχο χωρίς επιπτώσεις. Προτείνουμε η λογική του άρθρου να αντιστραφεί και η επιχείρηση να υποχρεώνεται στον έλεγχο να ακολουθήσει τις υποδείξεις των ελεγκτών με τη ρητή υποχρέωση να καταγραφεί η άποψη της στην Έκθεση Ελέγχου, (περί μη αρμοδιότητας κ.λ.π.).
Επίσης στο σημείο 14 «Να αξιώνει αποζημίωση, κ.λ.π για εσφαλμένες ενέργειες ή παραλείψεις των ελεγκτών….», δεν αναφέρεται ποιο όργανο θα κρίνει την βασιμότητα των ισχυρισμών της επιχείρησης και ποιος αποζημιώνει, ο υπάλληλος ή η υπηρεσία;
Η άρνηση του σημείου 5 πώς μπορεί στην πράξη να αντιταχθεί νόμιμα σε επίμονο αίτημα ελέγχοντος υπαλλήλου, που έχει αυξημένες κατά το νομοσχέδιο εξουσίες όταν ο τελευταίος έχει διαφορετική γνώμη ; Στη πλειοψηφία των περιπτώσεων η άρνηση θα μεταφράζεται ως παρακώλυση ελεγκτικού/εποπτικού ρόλου, που θα επισύρει κυρώσεις.
Βέβαια η διάταξη αυτή καθευατή είναι κάτι, η πρόθεση επίσης είναι καλή αλλά η πράξη είναι αυτή που κρίνει τα πάντα. Το ίδιο ισχύει και για όλες τις καινοτόμες και «φιλικές» προς τον ελεγχόμενο διατάξεις του νομοσχεδίου
Το δικαίωμα προηγούμενης ακρόασης που είναι συνταγματικά κατοχυρωμένο μπορεί και πρέπει να αξιοποιηθεί και να ισχύει απαρέγκλιτα σε κάθε περίπτωση ακόμη και όσον αφορά διαδικασία ελέγχων και οπωσδήποτε σε περίπτωση επιβολής κυρώσεων