Κατά την άσκηση ενεργειών εποπτείας οι ελεγκτές έχουν τα εξής καθήκοντα και περιορίζονται από τις ακόλουθες απαγορεύσεις:
1. Να ασκούν τις ενέργειες εποπτείας σύμφωνα με τις διαδικασίες και εντός των ορίων που ορίζονται από τον παρόντα νόμο ή και άλλες σχετικές νομοθεσίες, μόνο μετά από υπηρεσιακή (έγγραφη ή προφορική) εντολή και ανάθεση διεξαγωγής ελέγχου.
2. Να ασκούν τα επίσημα καθήκοντα που εμπίπτουν στο πεδίο της αρμοδιότητάς τους χωρίς να επηρεάζονται από τρίτους, και να τηρούν τους κανόνες δεοντολογίας.
3. Να προτείνουν την εξαίρεσή τους από τη συμμετοχή σε άσκηση δραστηριοτήτων εποπτείας οικονομικού φορέα αν υπάρχουν γεγονότα που εγείρουν εύλογη αμφιβολία για την αμεροληψία του λόγω της σχέσης του με τον οικονομικό φορέα ή άλλων περιστάσεων που μπορεί να οδηγήσουν σε σύγκρουση ιδιωτικού και δημοσίου συμφέροντος.
4. Να σέβονται το (έννομο) συμφέρον και τη φήμη των οικονομικών φορέων και να τηρούν εχεμύθεια για τα εμπιστευτικά στοιχεία που περιέρχονται σε γνώση τους κατά την άσκηση των ενεργειών εποπτείας. Εξαίρεση από τον κανόνα αυτό είναι δυνατή σε περιπτώσεις που ρητά προβλέπεται από την εθνική ή ευρωπαϊκή νομοθεσία.
5. Να μην παρεμβαίνουν και να μην εμποδίζουν τη δραστηριότητα του οικονομικού φορέα εφόσον αυτή, δεν προκαλεί σημαντικό κίνδυνο για την ανθρώπινη υγεία και ασφάλεια και το περιβάλλον.
6. Να πληροφορούν τον εποπτευόμενο οικονομικό φορέα σχετικά με τα δικαιώματά του όσον αφορά τη διαδικασία εποπτείας και τις έννομες συνέπειες των πράξεων ή παραλείψεών του σε σχέση με τη διαδικασία.
7. Να διεξάγουν τον έλεγχο με βάση το φύλλο ελέγχου, όπου αυτό είναι απαιτητό ή άλλες σχετικές οδηγίες και να καταγράφουν τα αποτελέσματα του ελέγχου με τρόπο που προβλέπει η σχετική νομοθεσία.
8. Να παρέχουν στον οικονομικό φορέα ή και στους υπαλλήλους του κατευθυντήριες γραμμές και οδηγίες για τη συμμόρφωση κατά τα οριζόμενα παραπάνω.
9. Σε περίπτωση που απαιτείται η ερμηνεία διάταξης που προβλέπει υποχρεώσεις του οικονομικού φορέα, αυτή να παρέχεται τηρώντας την αρχή της αναλογικότητας.
10. Να είναι πλήρως υπεύθυνοι εντός του πλαισίου των αρμοδιοτήτων τους για τον έλεγχο που διεξάγεται, τα συναγόμενα συμπεράσματα, το περιεχόμενο των εγγράφων που συντάσσονται, την ορθότητα των αποδεικτικών στοιχείων και να γνωστοποιούν τα αποτελέσματα του ελέγχου στην αρμόδια αρχή η οποία στη συνέχεια μεριμνά για την κοινοποίηση των αποτελεσμάτων και τυχόν σχετικής απόφασης στον οικονομικό φορέα ή το νόμιμο εκπρόσωπό του εντός της προθεσμίας που θέτει ο νόμος.
11. Να τηρούν την αρχή της αναλογικότητας επί των αποφάσεων για την επιβολή επιβαλλομένων μέτρων και κυρώσεων λαμβάνοντας υπόψη τα στοιχεία που εξετάστηκαν κατά τη διάρκεια του ελέγχου καθώς και τα στοιχεία που τηρούνται από τον οικονομικό φορέα και υποδείχθηκαν στους ελεγκτές.
12. Να καταρτίζουν έκθεση ελέγχου ή αναφοράς όσον αφορά τα αιτήματα και τα συμπεράσματα, που προέκυψαν από τον έλεγχο.
13. Να τηρεί κάθε άλλο καθήκον και απαγόρευση που προβλέπεται σε σχετική νομοθεσία.
Η 5η παράγραφος που αναφέρει ότι οι ελεγκτές έχουν το καθήκον (υποχρέωση) «να μην παρεμβαίνουν και να μην εμποδίζουν τη δραστηριότητα του οικονομικού φορέα, εφόσον δεν προκαλεί σημαντικό κίνδυνο για την ανθρώπινη υγεία και ασφάλεια και το περιβάλλον» πρέπει να διαγραφεί, καθώς δίνει τη δυνατότητα στον ελεγχόμενο να αποφύγει τον έλεγχο, με το να μην επιτρέψει την πρόσβαση στους χώρους της εγκατάστασης.
Είναι παντελώς άστοχη και αναιρεί όλο το περιεχόμενο του ελέγχου. Καταργεί επιπλέον τις υφιστάμενες διατάξεις που έχουν θεσμοθετηθεί ακριβώς για να καταστήσουν αποτελεσματικό τον έλεγχο.
Ο κάθε ελεγχόμενος φορέας υποχρεούται να επιτρέπει την ελεύθερη πρόσβαση στις εγκαταστάσεις του και να παρέχει κάθε αιτούμενη από τις ελεγκτικές αρχές συνδρομή κατά την εκτέλεση του ελέγχου, ιδίως όσον αφορά στην επίσκεψή στο χώρο, τη δειγματοληψία και τη συλλογή κάθε στοιχείου που απαιτείται για τον έλεγχο.
Η παράγραφος 1 να συμπληρωθεί ως εξής:
Κατά την άσκηση ενεργειών εποπτείας οι ελεγκτές έχουν τα εξής καθήκοντα και περιορίζονται από τις ακόλουθες απαγορεύσεις:
1. Να ασκούν τις ενέργειες εποπτείας σύμφωνα με τις διαδικασίες και εντός των ορίων που ορίζονται από τον παρόντα νόμο ή και άλλες σχετικές νομοθεσίες, συμπεριλαμβανομένων των προβλέψεων του ν.4488/2017 – ΚΕΦΑΛΑΙΟ Β΄ “ΚΑΤΕΥΘΥΝΤΗΡΙΕΣ ΔΙΑΤΑΞΕΙΣ ΥΛΟΠΟΙΗΣΗΣ ΤΗΣ ΣΥΜΒΑΣΗΣ ΤΩΝ ΗΝΩΜΕΝΩΝ ΕΘΝΩΝ ΓΙΑ ΤΑ ΔΙΚΑΙΩΜΑΤΑ ΤΩΝ ΑΤΟΜΩΝ ΜΕ ΑΝΑΠΗΡΙΕΣ”, μόνο μετά από υπηρεσιακή (έγγραφη ή προφορική) εντολή και ανάθεση διεξαγωγής ελέγχου.
Κατά την 5η παράγραφο, οι ελεγκτές έχουν το καθήκον (υποχρέωση) «να μην παρεμβαίνουν και να μην εμποδίζουν τη δραστηριότητα του οικονομικού φορέα, εφόσον δεν προκαλεί σημαντικό κίνδυνο για την ανθρώπινη υγεία και ασφάλεια και το περιβάλλον».
Το κυριότερο καθήκον των ελεγκτών είναι να επιβάλλουν τη συμμόρφωση: όσο για την αξιολόγηση του βαθμού επικινδυνότητας κάθε δραστηριότητας, αυτή έχει γίνει, και μάλιστα με εξαντλητικό τρόπο, τόσο από την ισχύουσα νομοθεσία, όσο και από διάφορους θεσμούς που εισάγει το νομοσχέδιο (όπως το πρόγραμμα ελέγχου, και την κατάταξη κινδύνων του άρθρου 9§3). Ακόμα περισσότερο, το άρθρο 8.4.8 επιβάλλει στον εποπτευόμενο φορέα να «μεριμνά επιτόπου για τη συμμόρφωσή του ή άρση της παράβασης».
Είναι αναπόφευκτο ότι οι ενέργειες ελέγχου, για να είναι αποτελεσματικές, θα παρεμποδίσουν σε κάποιο βαθμό την οικονομική δραστηριότητα. Οι ελεγκτές πρέπει να εισέλθουν σε γραφεία και χώρους εργασίας, να υποβάλουν ερωτήσεις, να εξετάσουν έγγραφα, και να λάβουν δείγματα. Σε τελική ανάλυση, «επιφανειακές» ενέργειες ελέγχου δημιουργούν την ανάγκη επανελέγχων. Για τον λόγο αυτό, προτείνεται η εξής αναδιατύπωση:
«Εφόσον ο κίνδυνος για την ασφάλεια, τη δημόσια υγεία και το περιβάλλον είναι μικρός, οι ελεγκτές έχουν την υποχρέωση να μεριμνούν για την ελάχιστη δυνατή παρεμπόδιση της οικονομικής δραστηριότητας».
Να προστεθούν:
Α. Υποχρεώσεις των αρχών εποπτείας της αγοράς (για τα προϊόντα που υπόκεινται στον Κανονισμό ΕΚ 765/2008)
1. Εάν ένα προϊόν παρουσιάζει κίνδυνο για την υγεία ή την ασφάλεια προσώπων ή για άλλες πτυχές των δημόσιων συμφερόντων, ζητούν χωρίς καθυστέρηση από τους σχετικούς οικονομικούς φορείς:
α) να λάβουν οποιαδήποτε μέτρα προκειμένου να συμμορφωθεί το προϊόν με τις εφαρμοστέες απαιτήσεις που προβλέπονται στην ενωσιακή νομοθεσία εναρμόνισης, ή /και
β) να αποσύρουν το προϊόν, ή /και
γ) να ανακαλέσουν το προϊόν, ή /και
δ) να σταματήσουν ή να περιορίσουν την προμήθεια του προϊόντος εντός εύλογου χρονικού διαστήματος.
2. Σε περίπτωση σοβαρού κινδύνου που απαιτεί ταχεία παρέμβαση, η αρχή εποπτείας της αγοράς μπορεί να εγκρίνει περιοριστικά μέτρα χωρίς να περιμένει τη λήψη διορθωτικών μέτρων από τον οικονομικό φορέα με σκοπό τη συμμόρφωση του προϊόντος.
3. Σε περίπτωση σοβαρού κινδύνου, οι αρχές εποπτείας της αγοράς κοινοποιούν στην Επιτροπή μέσω του συστήματος RAPEX κάθε μέτρο που λαμβάνεται σε οικειοθελή ή υποχρεωτική βάση σύμφωνα με τη διαδικασία που προβλέπεται στο άρθρο 22 του κανονισμού και/ή το άρθρο 12 της οδηγίας για τη γενική ασφάλεια των προϊόντων.
4. Οι αρχές εποπτείας της αγοράς πρέπει επίσης να προβαίνουν σε διαβούλευση με τον οικονομικό φορέα πριν από την έγκριση των μέτρων και, σε περίπτωση που αυτό δεν είναι εφικτό λόγω του επείγοντος χαρακτήρα των μέτρων που πρέπει να ληφθούν, πρέπει να δίνεται στον φορέα η δυνατότητα να εκφράσει την άποψή του το συντομότερο δυνατό.
5. Οι αρχές εποπτείας της αγοράς ενημερώνουν τον σχετικό κοινοποιημένο οργανισμό (εφόσον υπάρχει) για την απόφαση που ελήφθη.
6. Οι αρχές εποπτείας της αγοράς αποσύρουν ή να τροποποιούν τα ληφθέντα μέτρα εάν ο οικονομικός φορέας καταδείξει ότι προέβη σε αποτελεσματικές ενέργειες.
7. Όταν η μη συμμόρφωση δεν περιορίζεται στην εθνική επικράτεια, οι αρχές εποπτείας της αγοράς πρέπει να ενημερώνουν την Επιτροπή και τα λοιπά κράτη μέλη σχετικά με τα αποτελέσματα της αξιολόγησης συμμόρφωσης και σχετικά με τις ενέργειες που απαιτούνται από τον οικονομικό φορέα ή τα μέτρα που έχουν ληφθεί.
Β. Αρμοδιότητες των ελεγκτών
Για να είναι σε θέση να παρακολουθούν τα προϊόντα στην αγορά, παρέχονται στους ελεγκτές κατάλληλες αρμοδιότητες και πόροι:
1. ώστε να επισκέπτονται τακτικά εμπορικές, βιομηχανικές και αποθηκευτικές εγκαταστάσεις,
2. ώστε να επισκέπτονται τακτικά, κατά περίπτωση, χώρους εργασίας και άλλες εγκαταστάσεις όπου τα προϊόντα τίθενται σε λειτουργία,
3. για τη διοργάνωση τυχαίων και επιτόπιων επισκέψεων για διενέργεια επιθεωρήσεων αντίδρασης και προδραστικών επιθεωρήσεων,
4. ώστε να λαμβάνουν δείγματα των προϊόντων και να τα υποβάλλουν σε εξετάσεις και δοκιμές,
5. ώστε να ζητούν, μέσω υποβολής αιτιολογημένου αιτήματος, όλες τις αναγκαίες πληροφορίες.
Στο άρθρο 21, γενική παρατήρηση: Με την προτεινόμενη διατύπωση ορισμένα από τα δικαιώματα των εποπτευόμενων φορέων μπορεί να ακυρώσουν τον έλεγχο. Απαιτείται επομένως επαναδιατύπωση της παρ.8.2.
Το άρθρο 21, παρ. 4 να γίνει συγκεκριμένο ως προς την εχεμύθεια. Να αφορά μόνο επιχειρηματικά μυστικά που τυχόν υπόπέσουν στηναντίληψη των ελεγκτών. Οι παραβάσεις πρέπει να μπορούν να δημοσιοποιούνται.
Το άρθρο 21.5 πρέπει να καταργηθεί. Δεν νοείται κατασταλτικός έλεγχος αν απαγορεύεται στους ελεγκτες να περέμβουν στην δραστηριότητα του οικονομικού φορεά. Πώς αλλιως θα διεξαχθεί ο έλεχος, η λήψη μετρήσεων και αποδείξεων;
Η έκφραση «παρέμβαση στην οικονομική δρασητιότητα» είναι εξαιρετικά αόριστη και μπορεί να καταχραστεί από τις εταιρίες, εμποδίζοντας κάθε μορφή ελέγχου.