1. Οι εποπτεύοντες υπάλληλοι (ελεγκτές) ορίζονται πάντοτε από την αρμόδια εποπτεύουσα αρχή.
2. Καθήκοντα εποπτείας ανατίθενται αποκλειστικά σε δημοσίους υπαλλήλους οι οποίοι πληρούν τα προσόντα που προβλέπονται στις κείμενες διατάξεις και επιπροσθέτως διαθέτουν επαρκή εμπειρία στη διεξαγωγή του ελέγχου ή επαρκή εμπειρία στο αντικείμενο εποπτείας της συγκεκριμένης οικονομικής δραστηριότητας ή ομάδων οικονομικών δραστηριοτήτων ή προϊόντων. Οι αρμόδιες εποπτεύουσες αρχές μεριμνούν ώστε οι υπάλληλοί τους να έχουν τις απαραίτητες γνώσεις και δεξιότητες για την άσκηση εποπτείας των οικονομικών φορέων και αιτιολογούν τον ορισμό των εποπτευόντων υπαλλήλων βάσει της επαρκούς εμπειρίας, των απαραίτητων γνώσεων και των απαραίτητων δεξιοτήτων.
3. Οι αρμοδιότητες των εποπτευόντων υπαλλήλων περιορίζονται στις αρμοδιότητες της εποπτεύουσας αρχής. Οι εποπτεύοντες υπάλληλοι (ελεγκτές) δεν ασκούν ενέργειες εποπτείας εκτός του αντικειμένου αρμοδιότητας εποπτείας της εποπτεύουσας αρχής την οποία αντιπροσωπεύουν και δεν εξετάζουν στοιχεία που σχετίζονται με ζητήματα εκτός του αντικειμένου αρμοδιότητας.
4. Όλοι οι υπάλληλοι στους οποίους ανατίθενται καθήκοντα εποπτείας παρακολουθούν επιμορφωτικά σεμινάρια σχετικά με συγκεκριμένες διαδικασίες ελέγχου και ζητήματα επαγγελματικής δεοντολογίας προκειμένου να πραγματοποιούν ελέγχους.
Η Διεύθυνση Συντονισμού Κανονιστικού Πλαισίου και Εποπτείας Οικονομικών Δραστηριοτήτων και Προϊόντων σε συνεργασία με τις εποπτεύουσες αρχές λαμβάνει πρωτοβουλία για την διοργάνωση τακτικών επιμορφωτικών σεμιναρίων για την βελτίωση των δεξιοτήτων και γνώσεων των υπαλλήλων τους και συντονίζει το ενιαίο του περιεχομένου τους. Οι εποπτεύουσες αρχές στη συνέχεια μεριμνούν για τη διοργάνωση εξειδικευμένων σεμιναρίων για υπαλλήλους σε περιπτώσεις αλλαγών της κείμενης νομοθεσίας και των προβλεπόμενων διαδικασιών του αντικειμένου αρμοδιότητάς τους.
5. Κατά τους πρώτους 6 μήνες οι εποπτεύοντες υπάλληλοι (ελεγκτές) λειτουργούν υπό την επίβλεψη εποπτευόντων υπαλλήλων (ελεγκτών) με μεγαλύτερη εμπειρία.
6. Οι εποπτεύουσες αρχές είναι υπεύθυνες για την ποιότητα της εργασίας των υπαλλήλων (ελεγκτών) τους. Πρωταρχικός στόχος, όπως ορίζεται στο άρθρο 11 αποτελεί η πρόληψη και μείωση του κινδύνου που πραγματοποιείται κυρίως με τη προώθηση της συμμόρφωσης στις κείμενες απαιτήσεις. Οι εποπτεύουσες αρχές παρακολουθούν το έργο των υπαλλήλων (ελεγκτών) που υπάγονται σε αυτές ως μέρος της εσωτερικής διαχείρισης προσωπικού τους και παρέχουν συστάσεις για βελτίωση με βάση αναλύσεις των κάτωθι κριτηρίων απόδοσης:
6.1 την αποτελεσματικότητα της εργασίας,
6.2 την αποδοτικότητα της εργασίας,
7. H αξιολόγηση της απόδοσης του εποπτεύοντος υπαλλήλου βασίζεται σε όλες τις σχετικές πληροφορίες. Η αξιολόγηση μπορεί να οδηγήσει στη διατύπωση συστάσεων σχετικά με την επιμόρφωση ή καθοδήγηση του υπαλλήλου.
Προτείνεται να προβλεφθεί και η δυνατότητα συμμετοχής των ελεγκτών και παροχή κινήτρων συμμετοχής σε σεμινάρια επιμόρφωσης (του εσωτερικού και του εξωτερικού) στο γνωστικό αντικείμενο της εποπτεύουσας αρχής. Επίσης θα πρέπει να προστεθεί η υποχρέωση της αρχή εποπτείας να μεριμνά για τη χορήγηση κατάλληλου εξοπλισμού (μέσα ατομικής προστασίας, όργανα, φορητός ηλεκτρονικός εξοπλισμός κλπ) που θα διευκολύνει το έργο των ελεγκτών κατά την διενέργεια των ελέγχων.
Κατά την 3η παράγραφο, «οι αρμοδιότητες των εποπτευόντων υπαλλήλων περιορίζονται στις αρμοδιότητες της εποπτεύουσας αρχής. Οι εποπτεύοντες υπάλληλοι (ελεγκτές) δεν ασκούν ενέργειες εποπτείας εκτός του αντικειμένου αρμοδιότητας εποπτείας της εποπτεύουσας αρχής την οποία αντιπροσωπεύουν και δεν εξετάζουν στοιχεία που σχετίζονται με ζητήματα εκτός του αντικειμένου αρμοδιότητας».
Προτείνεται η διαγραφή της 1ης πρότασης (εδαφίου), ως απολύτως περιττής (πώς αλλιώς μπορεί να είναι;).
Όσον αφορά τη 2η πρόταση (εδάφιο), θα πρέπει να σημειωθεί ότι σύμφωνα με το άρθρο 37 του Κώδικα Ποινικής Δικονομίας, οι ελεγκτές έχουν υποχρέωση ανακοίνωσης οποιασδήποτε αξιόποινης πράξης υπέπεσε στην αντίληψή τους. Ακόμα και ιδιώτες έχουν παρόμοια υποχρέωση για αξιόποινες πράξεις που διώκονται αυτεπαγγέλτως (άρθρο 40 Κώδικα Ποινικής Δικονομίας).
Μετά τον νόμο 4042/2012, και την ευρωπαϊκή οδηγία 2008/99, οι περισσότερες σοβαρές περιβαλλοντικές παραβάσεις είναι αξιόποινες. Το ίδιο ακριβώς ισχύει και για τις αξιόποινες πράξεις που εμπίπτουν στο άρθρο 28 ν. 1650/1986 (και πολλές ακόμα παρόμοιες διατάξεις). Αναμφίβολα, παρόμοιο είναι το καθεστώς ισχύει για θέματα δημόσιας υγείας και ασφάλειας.
Η δημόσια διοίκηση είναι ενιαία, και ένας δημόσιος υπάλληλος (και μάλιστα κατά κανόνα με ανακριτικά καθήκοντα) δεν μπορεί να αγνοεί παραβάσεις (και πιθανώς αξιόποινες πράξεις) των οποίων είναι αυτόπτης μάρτυς. Πολύ περισσότερο, το παρόν νομοσχέδιο προάγει τον συντονισμό ων συναρμόδιων εποπτικών αρχών. Ο συντονισμός αυτός επιβάλλεται από τα πράγματα, διότι συχνά οι παραβάσεις έχουν πολλές πτυχές: περιβαλλοντική, υγειονομική, φορολογική, κοκ.
Για τους λόγους αυτούς, προτείνεται η αναδιατύπωση του δεύτερου εδαφίου ως εξής:
«Οι ελεγκτές ασκούν τις ενέργειες εποπτείας που εμπίπτουν στην αρμοδιότητα της εποπτεύουσας αρχής την οποία αντιπροσωπεύουν. Σε περίπτωση που υποπίπτουν στην αντίληψή τους άλλα στοιχεία, είναι υποχρεωμένοι να τα ανακοινώσουν χωρίς καθυστέρηση στην εποπτεύουσα αρχή που είναι αρμόδια για αυτά. Στις περιπτώσεις αυτές, καταβάλλεται κάθε δυνατή προσπάθεια για την διεξαγωγή κοινών ελέγχων σύμφωνα με το άρθρο 8§6 του παρόντος.»
Το άρθρο 19, παρ. 2 πρέπει να προβλέψει τί θα γίνει με τους θυροφύλακες που είναι ιδιώτες. Καταργείται ο θεσμός της θυροφυλακής; Αντικαθίσταται;