Άρθρο 11 – Γενικές λειτουργίες εποπτευουσών αρχών

Οι αρμόδιες εποπτεύουσες αρχές επιτελούν τις κάτωθι γενικές λειτουργίες, εντός του πεδίου εποπτείας εκάστης.
1. Προωθούν και ελέγχουν τη συμμόρφωση, με την εκάστοτε ισχύουσα νομοθεσία.
2. Ενημερώνουν το κοινό για τους πιθανούς κινδύνους.
3. Καταρτίζουν πρόγραμμα ελέγχων με σκοπό την επίτευξη των στόχων για μια συγκεκριμένη χρονική περίοδο και μεριμνούν για την έγκρισή του. Το πρόγραμμα ελέγχων περιλαμβάνει κατ’ ελάχιστο τον αριθμό των προγραμματισμένων ελέγχων, τις προτεραιότητες της συγκεκριμένης χρονικής περιόδου και τα κριτήρια κινδύνου που λαμβάνονται υπόψη.
4. Καταρτίζουν τις φύλλα ελέγχου και άλλα αρχεία παροχής κατευθυντήριων γραμμών και οδηγιών για τη συμμόρφωση.
5. Αναλύουν τα αποτελέσματα μεμονωμένων ελέγχων, καθώς και όλων των ελέγχων που πραγματοποιούνται ετησίως και δημοσιοποιούν τα αποτελέσματα της σχετικής ανάλυσης.
6. Διεξάγουν αξιολόγηση κινδύνου, αναπτύσσουν κριτήρια κατάταξης σε κατηγορία κινδύνου και μεριμνούν για την έγκρισή τους.
7. Διοργανώνουν και παρέχουν κατάλληλη εκπαίδευση στους ελεγκτές και σε άλλα πρόσωπα.
8. Διεξάγουν έρευνες και μελέτες για την αξιολόγηση νέων κινδύνων ή αλλαγών σε υφιστάμενους κινδύνους.
9. Συνεργάζονται με άλλες εποπτεύουσες αρχές και φορείς της Διοίκησης για τους σκοπούς της δράσης τους.
10. Συλλέγουν και ενημερώνουν τα δεδομένα ελέγχου των οικονομικών φορέων και εγκαταστάσεων και τις πληροφορίες σχετικά με τον κίνδυνο αυτών για τους σκοπούς της ανταλλαγής πληροφοριών και της αξιολόγησης κινδύνου.
11. Προτείνουν τροποποιήσεις της σχετικής νομοθεσίας που αφορά στις απαιτήσεις συμμόρφωσης.
12. Συντάσσουν αναφορά για τη δράση και λειτουργία τους κατά τα οριζόμενα στο άρθρο 12.
13. Υποστηρίζουν τη συμμόρφωση, μέσω παροχής κατευθυντήριων γραμμών και οδηγιών για τη συμμόρφωση και πληροφόρησης των οικονομικών φορέων και του κοινού.
14. Ορίζουν τους ελεγκτές που ασκούν την εποπτεία των φορέων οικονομικών δραστηριοτήτων και των προϊόντων.
Οι ως άνω λειτουργίες εκτελούνται με πρωταρχικό στόχο τη μείωση του κινδύνου που δύναται να προκαλείται από τη λειτουργία οικονομικών δραστηριοτήτων ως προς την ανθρώπινη υγεία, ασφάλεια, περιβάλλον και για οποιαδήποτε άλλη πτυχή του Δημοσίου Συμφέροντος. Οι λειτουργίες επιτελούνται με τρόπο που προάγει τη σχέση εμπιστοσύνης με τους οικονομικούς φορείς και βασίζονται στην ορθή επικοινωνία μεταξύ τους.

  • Οι παράγραφοι 1 και 2 να συμπληρωθούν ως εξής:

    1. Προωθούν και ελέγχουν τη συμμόρφωση, με την εκάστοτε ισχύουσα νομοθεσία. Μεριμνούν για την αφαίρεση υφιστάμενων εμποδίων κάθε είδους, την τήρηση των αρχών καθολικού σχεδιασμού σε κάθε τομέα της αρμοδιότητάς τους, προκειμένου να διασφαλίζεται για τα ΑμεΑ η προσβασιμότητα των υποδομών, των υπηρεσιών ή των αγαθών που προσφέρονται, σύμφωνα με τα προβλεπόμενα από τον Ν. 4488/2017.
    2. Ενημερώνουν το κοινό για τους πιθανούς κινδύνους σε μορφές προσβάσιμες από αυτό.

  • 10 Νοεμβρίου 2017, 12:42 | ΔΕΣΗΣ ΑΘ.

    Προκειμένου να διασφαλίζονται η αναγκαία αντικειμενικότητα και αμεροληψία, η εποπτεία της αγοράς διενεργείται από τις εθνικές αρχές. Ορισμένοι έλεγχοι (π.χ. δοκιμές, επιθεωρήσεις) μπορούν να ανατίθενται σε άλλους φορείς, αλλά οι επίσημες αρχές πρέπει να διατηρούν την πλήρη ευθύνη για τις αποφάσεις που λαμβάνονται σε συνέχεια των ελέγχων αυτών.

    Να τροποποιηθεί το εδάφιο 9 ως εξής:

    9. Συνεργάζονται με άλλες εποπτεύουσες αρχές και φορείς της Διοίκησης για τους σκοπούς της δράσης τους και ειδικότερα τις τελωνειακές Αρχές.

  • 10 Νοεμβρίου 2017, 03:11 | ΠΑΡΑΤΗΡΗΤΗΡΙΟ ΠΟΛΙΤΩΝ ΓΙΑ ΤΗΝ ΑΕΙΦΟΡΟ ΑΝΑΠΤΥΞΗ-CISD

    Στο άρθρο 11, γενική παρατήρηση: Η προβλεπόμενη στο άρθρο διαδικασία αντιβαίνει σε υφιστάμενες διατάξεις, αλλά και στον κοινό νου: Στις αρμοδιότητες ελέγχων θα πρέπει να εμπίπτει οπωσδήποτε και η διενέργεια ελέγχων σε δραστηριότητες που δεν διαθέτουν τα απαραίτητα νομιμοποιητικά έγγραφα (άδειες), καθώς γνωρίζουμε ότι ένα μεγάλο ποσοστό των υφιστάμενων δραστηριοτήτων δεν είναι νόμιμες και δεν υφίστανται ούτε με τη μορφή οικονομικού φορέα. Σε κάθε περίπτωση ο έλεγχος θα πρέπει να οδηγεί στην επιβολή προστίμων, διοικητικών κυρώσεων, ακόμη και στην παύση της λειτουργίας μιας παράνομης δραστηριότητας. Σε περίπτωση που ακολουθείται διαδικασία συμμόρφωσης τα παραπάνω θα μπορούν να ισχύσουν μετά τον έλεγχο προς διακρίβωση της επιτυγχανόμενης συμμόρφωσης.

    Στο άρθρο 11, παρ. 14.1.2: Η προτεινόμενη διάταξη έρχεται σε αντίθεση με την υφιστάμενη νομοθεσία για τους περιβαλλοντικούς ελέγχους (ν.4014/2011 άρ.20, όπως επίσης ν.4409/16 άρθρου 51) όπου ορίζεται ότι «δεν απαιτείται η ειδοποίηση του ελεγχόμενου». Επίσης έρχεται σε αντίθεση με την πρακτική που εφαρμόζεται από τις αρχές που διενεργούν τον περιβαλλοντικό έλεγχο και το έλεγχο μεταλλείων. Τόσο οι Επιθεωρητές Περιβάλλοντος όσο και οι Επιθεωρητές Μεταλλείων θεωρούν ότι είναι καθοριστικής σημασίας για την αποτελεσματικότητα του ελέγχου αυτός να είναι απροειδοποίητος, έτσι ώστε να διαπιστώνονται οι πραγματικές συνθήκες λειτουργίας & εργασίας, η κατάσταση του μηχανολογικού εξοπλισμού/μηχανημάτων έργου, η ύπαρξη αποβλήτων, πρώτων υλών, εκρηκτικών υλών κλπ. Η μέχρι σήμερα εμπειρία από τους ελέγχους, έχει δείξει ότι στην πλειονότητα των περιπτώσεων που ο ελεγχόμενος έχει ενημερωθεί με οποιοδήποτε τρόπο για τη διενέργεια του ελέγχου, προβαίνει σε παύση των εργασιών καθιστώντας μη αποτελεσματικό τον έλεγχο αφού δεν παρουσιάζονται οι πραγματικές συνθήκες.

    Στο άρθρο 11, παρ. 14.1.3: Για την προετοιμασία του ελέγχου θα πρέπει να αναφερθεί ότι θα χρησιμοποιούνται τα δεδομένα της αδειοδότησης, των προηγούμενων ελέγχων, καθώς επίσης των στοιχείων που περιλαμβάνονται στα Ολοκληρωμένα Πληροφοριακά Συστήματα κάθε Αρμόδιας Αρχής (για παράδειγμα του Ηλεκτρονικού Περιβαλλοντικού Μητρώου – ΗΠΜ του άρθρου 18 του ν. 4014/11, όταν αυτό καταστεί λειτουργικό), τα οποία θα πρέπει να είναι αυτόματα συνδεδεμένα με το Ολοκληρωμένο Πληροφοριακό Σύστημα Άσκησης Δραστηριοτήτων και Ελέγχων (ΟΠΣ-ΑΔΕ) όταν και αυτό καταστεί λειτουργικό σύμφωνα με το άρθρο 14 του ν.4442/16.

    Στο άρθρο 11, παρ. 14.2.4: Η παράγραφος αυτή θα πρέπει να διαγραφεί ή να γίνει πιο σαφής. Ο έλεγχος συμμόρφωσης είτε εξ΄ ορισμού θα αφορά στη συμμόρφωση με τη νομοθεσία είτε σε σχέδιο συμμόρφωσης που θα έχει συνταχθεί από την αρμόδια Αρχή. Σε κάθε περίπτωση πάντως που κατά τον έλεγχο διαπιστωθεί μη-συμμόρφωση με τη νομοθεσία, δηλαδή παραβατική συμπεριφορά, τότε θα πρέπει να επιβληθούν και οι προβλεπόμενες κυρώσεις ανεξάρτητα ενός σχεδίου συμμόρφωσης, το οποίο θα πρέπει να έχει τη λογική της διευκόλυνσης του ελεγχόμενου να ανταποκριθεί σε εύλογο χρονικό διάστημα στην τήρηση της νομοθεσίας. Πρέπει να γίνει σαφές ότι εφόσον η προτεινόμενη παράγραφος παραμείνει ως έχει τότε σημαίνει ότι η όποια παράβαση απλά θα «σημειώνεται» αορίστως, χωρίς επιβολή των προβλεπόμενων εντολών συμμόρφωσης και των κυρώσεων, με το σκεπτικό ότι η παράβαση αυτή «δεν είχε προβλεφθεί στη λίστα ελέγχου», γεγονός που ακυρώνει την ουσία του ελέγχου. Οι εντολές συμμόρφωσης και βελτίωσης θα πρέπει να είναι πάντα υποχρεωτικές, ανεξάρτητα με το πόσο σημαντικός κρίνεται ο κίνδυνος που εντοπίστηκε κατά τον έλεγχο, δεδομένου ότι όλοι είναι ίσοι απέναντι στο νόμο και άρα ο νόμος πρέπει να εφαρμόζεται από όλους το ίδιο και όχι να εξαρτάται από υποκειμενικές/αυθαίρετες ερμηνείες σχετικά με την «σημαντικότητα του κινδύνου» κάθε παράβασης. Επομένως η τελευταία περίοδος της παρ. 14.2.4 πρέπει να διαγραφεί και για το λόγο αυτό.

    Στο άρθρο 11, παρ. 14.2.10: Η προτεινόμενη διατύπωση καταργεί τις υφιστάμενες διατάξεις που έχουν θεσμοθετηθεί ακριβώς για να καταστήσουν αποτελεσματικό τον έλεγχο, καθώς δίνει τη δυνατότητα στον ελεγχόμενο να αποφύγει τον έλεγχο, με το να μην επιτρέψει την πρόσβαση στους χώρους της εγκατάστασης και θα πρέπει να διαγραφεί. Ο κάθε ελεγχόμενος φορέας θα πρέπει να υποχρεούται να επιτρέπει την ελεύθερη πρόσβαση στις εγκαταστάσεις του και να παρέχει κάθε αιτούμενη από τις ελεγκτικές αρχές συνδρομή κατά την εκτέλεση του ελέγχου, ιδίως όσον αφορά στην επίσκεψή στο χώρο, τη δειγματοληψία και τη συλλογή κάθε στοιχείου που απαιτείται για τον έλεγχο.

    Στο άρθρο 11, παρ. 14.3.1: Η ονομασία «Μοντέλο Διαχείρισης Εφαρμογής» θεωρούμε ότι είναι άστοχη και απολύτως αόριστη. Θα πρέπει να διευκρινισθεί τι ακριβώς σημαίνει και εάν το μοντέλο αυτό αντιστοιχεί με Εσωτερικό Κανονισμό Λειτουργίας, τότε θα πρέπει να καθορίζεται με απόφαση του ανώτερου διοικητικά προϊσταμένου της εκάστοτε εποπτεύουσας αρχής.

    Στο άρθρο 11, παρ. 14.3.6: Τα αποτελέσματα των ελέγχων θα πρέπει να καταγράφονται στα επιμέρους πληροφοριακά συστήματα κάθε ελεγκτικής αρχής (πχ ΗΠΜ), τα οποία να συνδέονται αυτόματα με το Ολοκληρωμένο Πληροφοριακό Σύστημα Άσκησης Δραστηριοτήτων και Ελέγχων.

    Στο (πρώτο) άρθρο 11, παρ. 14.4.1 και 14.4.2: Θα πρέπει να αποσαφηνιστούν οι προϋποθέσεις και τα κριτήρια σύμφωνα με τα οποία, η έλλειψη συμμόρφωσης θα κρίνεται «ήσσονος σημασίας» και μικρού κινδύνου για την ανθρώπινη υγεία και το περιβάλλον, προκειμένου να αποφευχθούν αυθαίρετες ερμηνείες και διακριτική μεταχείριση των ελεγχόμενων (βλέπε και σχολιασμό προηγούμενων άρθρων).

    Στο (πρώτο) άρθρο 11, παρ. 14.4.10: Ο καθορισμός του ύψους των προβλεπόμενων προστίμων θα πρέπει να γίνεται με την έκδοση Υπουργικής Απόφασης όπου θα επικυρωθεί ένας ενιαίος τρόπος υπολογισμού των προστίμων από όλες τις αρχές, σε κεντρικό και περιφερειακό επίπεδο, με σαφή αναφορά σε σύστημα βαθμονόμησης και ιεράρχησης της σοβαρότητας των παραβάσεων.

    Στο (πρώτο) άρθρο 11, παρ. 14.5.1: Δεν θα πρέπει να υπάρχει διαφοροποίηση των ελεγχόμενων ούτε και για τον πρώτο χρόνο λειτουργίας μιας δραστηριότητας, όπως προτείνει το εν λόγω άρθρο, για λόγους ίσης μεταχείρισης των ελεγχόμενων δραστηριοτήτων.

    Στο (δεύτερο) άρθρο 11, παρ. 15.1: Προτείνεται ο όρος «συμβουλή» να αντικατασταθεί από τον όρο «συνδρομή», η οποία θα μπορούσε να οριστεί ως η «επίσημη πληροφορία της εποπτεύουσας αρχής ή προσδιορισμός των αρμόδιων εκτελεστικών αρχών για ειδικές νομικές απαιτήσεις σχετικά με το περιβάλλον που έχουν κριθεί εφαρμοστέες».

    Στο (δεύτερο) άρθρο 11, παρ. 15.3.5: Προτείνεται τα κριτήρια αξιολόγησης κινδύνου και η κατάταξη κινδύνου να μην εγκρίνονται με ΚΥΑ, αλλά να είναι στην ευχέρεια της κάθε εποπτεύουσας αρχής, δεδομένο ότι το θέμα αυτό είναι τεχνικής φύσεως και όχι θέμα πολιτικής απόφασης.

  • 2 Νοεμβρίου 2017, 17:12 | Θ. ΜΙΧΑΗΛΙΔΗΣ

    Για ορισμένα προιόντα η κατά νόμο αρμοδιότητα της αρχής οργάνωσης εποπτείας μπορεί να συμπίπτει με την κατά νόμο αρχή εφαρμογής εποπτείας και διαχείρισης ελέγχου.Σε άλλες περιπτώσεις η αρχή οργάνωσης εποπτείας μπορεί να διαφέρει πλήρως από την κατά νόμο αρμοδιότητα αρχής εφαρμογής εποπτείας, ενώ σε άλλες περιπτώσεις μπορεί να διαφέρει τμηματικά, δηλαδή για παράδειγμα μόνον ως προς το κομμάτι της αρχής διαχείρισης ελέγχου και όχι ως προς όλη την γκάμα της εφαρμογής εποπτείας. Ως εκ τούτου μοιραία θα υπάρξουν νομικές, λειτουργικές και πρακτικές δυσκολίες, που θα πρέπει να αντιμετωπιστούν προσεκτικά από τα εκτελεστικά και εφαρμοστικά του νόμου πλαισίου διατάγματα και ρυθμίσεις.