9.1 Υποστήριξη συμμόρφωσης μέσω παροχής κατευθυντήριων γραμμών και οδηγιών για τη συμμόρφωση και πληροφόρησης προς τους φορείς και το κοινό.
9.1.1 Για τους σκοπούς του παρόντος άρθρου:
α. «Κατευθυντήριες γραμμές και οδηγίες για τη συμμόρφωση» είναι η επίσημη πληροφορία της εποπτεύουσας αρχής ή των ελεγκτών που δίδεται σε συγκεκριμένη περίπτωση προς τον οικονομικό φορέα καθώς και οι επεξηγήσεις που παρέχει η εποπτεύουσα αρχή ή οι ελεγκτές για την ορθή εφαρμογή και συμμόρφωση με τις κείμενες διατάξεις είτε παρέχονται σε συνέχεια του ελέγχου που διενεργήθηκε είτε παρέχονται σε ανεξάρτητο χρόνο.
β. «Πληροφόρηση» είναι η επικοινωνία και ανακοίνωση των δεδομένων που παρέχονται από την εποπτεύουσα αρχή προς τους οικονομικούς φορείς και το ευρύ κοινό.
9.1.2 Παροχή κατευθυντήριων γραμμών και οδηγιών για τη συμμόρφωση
α. Οι εποπτεύουσες αρχές παρέχουν κατευθυντήριες γραμμές και οδηγίες για τη συμμόρφωση προκειμένου να συνδράμουν στην κατανόηση και εφαρμογή των κείμενων διατάξεων από τους ελεγχόμενους. Η παροχή κατευθυντήριων γραμμών και οδηγιών για τη συμμόρφωση γίνεται με τέτοιον τρόπο ώστε να καθίσταται σαφές εάν η προτεινόμενη ενέργεια είναι δεσμευτική βάσει της κείμενης νομοθεσίας ή αποτελεί μη δεσμευτική πρόταση του ελεγκτή σύμφωνα με τις καλές πρακτικές.
β. Οι εποπτεύουσες αρχές παρέχουν κατευθυντήριες γραμμές και οδηγίες για τη συμμόρφωση στους ελεγχόμενους, στο πεδίο εποπτείας τους. Η εκάστοτε εποπτεύουσα αρχή ορίζει τις κατευθυντήριες γραμμές και οδηγίες για τη συμμόρφωση η οποία μπορεί να λαμβάνει χώρα με κάθε πρόσφορο μέσο, όπως μέσω ηλεκτρονικού ταχυδρομείου (email), με ηλεκτρονικές αναρτήσεις (online), με ανταλλαγή επιστολών ή με τηλεφωνική επικοινωνία καθώς και με επιτόπου επίσκεψη του χώρου δραστηριότητας, ανάλογα με τους ανθρώπινους πόρους της εκάστοτε αρχής.
γ. Οι κατευθυντήριες γραμμές και οδηγίες για τη συμμόρφωση από την εποπτεύουσα αρχή είναι δεσμευτικές εντός της ίδιας αρχής ή άλλης αντίστοιχης αρχής. Σε περίπτωση που οι κατευθυντήριες γραμμές και οδηγίες για τη συμμόρφωση κριθούν σε μεταγενέστερο έλεγχο μη επαρκείς και παρασχεθούν νέες, ο ελεγχόμενος θα πρέπει να συμμορφωθεί με τις νέες κατευθυντήριες γραμμές και οδηγίες για τη συμμόρφωση, ωστόσο, εφόσον ο ελεγχόμενος ενήργησε σύμφωνα με τις κατευθυντήριες γραμμές και οδηγίες που του παρασχέθηκαν δεν επιβάλλονται μέτρα και κυρώσεις.
9.1.3 Πληροφόρηση
α. Οι Αρχές Οργάνωσης Εποπτείας και Συντονισμού πληροφορούν το κοινό για θέματα που εμπίπτουν στο πεδίο εποπτείας τους, εκδίδοντας γενικές οδηγίες οι οποίες είναι κατανοητές και προσβάσιμες στο κοινό.
β. Οι αρχές πληροφορούν για τα κάτωθι:
i. Νομικές απαιτήσεις και τον τρόπο ερμηνείας τους
ii. Διαδικασίες συμμόρφωσης και αξιολόγησης κινδύνου, συμπεριλαμβανομένων των πληροφοριών και των κατευθυντήριων γραμμών και οδηγιών για τη συμμόρφωση που αφορούν στις νομικές απαιτήσεις που πρέπει να τηρούνται από τους ελεγχόμενους
iii. Μέσα και διαδικασίες επικοινωνίας με τις αρχές
iv. Παροχή πληροφοριών, κατευθυντήριων γραμμών και οδηγιών για τη συμμόρφωση από τις αρχές
v. Διεξαγωγή των ελέγχων, συμπεριλαμβανομένων των προγραμμάτων τους, των ειδών του ελέγχου, των λιστών ελέγχου και της διαδικασίας
vi. Ενέργειες σε περίπτωση διαπίστωσης παραβάσεων
vii. Δικαιώματα προστασίας ελεγχόμενου [προσφυγή, ένσταση κ.λπ.]
γ. Η πληροφόρηση και οι γενικές κατευθυντήριες γραμμές και οδηγίες για τη συμμόρφωση μπορεί να λαμβάνει τις κάτωθι μορφές:
i. Πρόβλεψη κοινής πληροφόρησης για συγκεκριμένα ζητήματα
ii. Επεξεργασία και δημοσιοποίηση οδηγών ορθής πρακτικής και άλλων εγγράφων παροχής κατευθυντήριων γραμμών και οδηγιών για τη συμμόρφωση που επεξηγούν στους φορείς με ποιους τρόπους μπορούν να συμμορφώνονται με τις κείμενες διατάξεις σε κάθε κλάδο
iii. Οργάνωση εκπαιδευτικών σεμιναρίων
iv. Πρόβλεψη συστάσεων και παροχής κατευθυντήριων γραμμών και οδηγιών για τη συμμόρφωση για το πώς επιτυγχάνεται η συμμόρφωση και για την μείωση και αποφυγή παραβάσεων κατά τη διάρκεια του ελέγχου
9.2. Φύλλα ελέγχου
9.2.1 Τα φύλλα ελέγχου καταρτίζονται από τις αρμόδιες Αρχές Οργάνωσης Εποπτείας και Συντονισμού για το πεδίο ή τα πεδία της εποπτείας τους και είναι διαθέσιμα στη βάση δεδομένων της κάθε αρχής και προσβάσιμα στο κοινό και τους ελεγχόμενους. Οι εποπτεύουσες αρχές μπορούν να καταρτίζουν τα φύλλα ελέγχου και ανά αντικείμενο (π.χ. τομέας, κλάδος, δραστηριότητα, κατηγορία προϊόντων,) εάν κάποιο αντικείμενο ελέγχου απαιτεί διαφορετικό φύλλο ελέγχου για να καταστεί η εποπτεία αποτελεσματικότερη ή εάν διαφορετικά αντικείμενα ελέγχου ανήκουν στην εποπτεία που ασκείται από άλλη αρχή.
9.2.2 Τα φύλλα ελέγχου περιλαμβάνουν τα στοιχεία που προβλέπονται στις κείμενες διατάξεις και αποσκοπούν στην αποτροπή ή μείωση του κινδύνου για την ανθρώπινη υγεία και ασφάλεια και το περιβάλλον σε σχέση με τη συγκεκριμένη δραστηριότητα και το συγκεκριμένο είδος ελέγχου. Τα φύλλα ελέγχου σχεδιάζονται έτσι ώστε να ελεγχθούν τα στοιχεία, υλικά, πρακτικές και συστήματα διαχείρισης που είναι άμεσα συνδεδεμένα με τους ως άνω κινδύνους.
9.2.3 Τα φύλλα ελέγχου χρησιμοποιούνται κατά τη διάρκεια του ελέγχου με σκοπό να διασφαλίσουν τη συνοχή της διαδικασίας, τη συλλογή πληροφοριών, την εκτίμηση και αξιολόγηση των αποτελεσμάτων. Τα φύλλα ελέγχου αποτελούν αναπόσπαστο στοιχείο για την αξιολόγηση του κινδύνου που εντοπίζεται στο πλαίσιο της εκάστοτε δραστηριότητας ή εγκατάστασης και έχουν σκοπό να διασφαλίσουν την αποτελεσματικότητα και τη διαφάνεια των ελεγκτικών διαδικασιών.
9.2.4 Η διαδικασία του ελέγχου περιλαμβάνει τον έλεγχο της συμμόρφωσης με τις απαιτήσεις ή τις κατηγορίες απαιτήσεων που περιλαμβάνονται στο φύλλο ελέγχου. Εάν διαπιστώνεται μη συμμόρφωση με απαιτήσεις που δεν περιλαμβάνονται στο φύλλο ελέγχου, και μόνον εφόσον εμπίπτουν στο πεδίο εποπτείας του ελεγκτή ο ελεγκτής σημειώνει τη μη συμμόρφωση με τις απαιτήσεις αυτές στην έκθεση ελέγχου και ακολούθως παρέχονται συστάσεις για συμμόρφωση εντός συγκεκριμένης προθεσμίας.
9.2.5 Τα φύλλα ελέγχου διατίθενται ελεύθερα στους οικονομικούς φορείς και το κοινό μέσω της επίσημης ιστοσελίδας της εποπτεύουσας αρχής.
9.2.6 Τα φύλλα ελέγχου υιοθετούνται με απόφαση του Υπουργού ή με πράξη του ανώτατου ιεραρχικά προϊσταμένου ή διοικητικού οργάνου της αρμόδιας αρχής.
9.3 Κατάταξη κινδύνου
9.3.1 Η μεθοδολογία βαθμολογίας (scoring) σχεδιάζεται από την κάθε εποπτεύουσα αρχή υπό τη μορφή πυραμίδας κινδύνου (risk-pyramid), κατατάσσοντας και ιεραρχώντας τους κινδύνους από τον υψηλότερο στον χαμηλότερο κατά τα οριζόμενα στις επόμενες παραγράφους.
9.3.2 Κάθε αρχή πρέπει να διεξάγει αξιολογήσεις κινδύνου βασιζόμενες στο επίπεδο της πιθανότητας επέλευσης σε σχέση με το εύρος της επίπτωσης που δύναται να προκαλείται από τις δραστηριότητες και τη λειτουργία των οικονομικών φορέων και εγκαταστάσεων καθώς και από τη διάθεση των προϊόντων στην υγεία, ασφάλεια, το περιβάλλον και σε οποιαδήποτε άλλη πτυχή του Δημοσίου Συμφέροντος.
9.3.3 Οι αξιολογήσεις θα πρέπει να περιλαμβάνουν κριτήρια που επιτρέπουν την κατάταξη οικονομικών φορέων, εγκαταστάσεων και προϊόντων ανάλογα με το βαθμό επικινδυνότητάς τους.
9.3.3.1 Τα κριτήρια που επιτρέπουν την κατάταξη των οικονομικών φορέων και εγκαταστάσεων επί τη βάσει του βαθμού επικινδυνότητας, είναι κατ’ ελάχιστον τα ακόλουθα:
α. Ο εγγενής κίνδυνος των δραστηριοτήτων και των διαδικασιών τους
β. Το μέγεθος της οικονομικής δραστηριότητας της εγκατάστασης.
γ. Το ιστορικό συμμόρφωσης του συγκεκριμένου οικονομικού φορέα ή της εγκατάστασης.
δ. Το προφίλ επικινδυνότητας της εγκατάστασης βάσει των φύλλων ελέγχου και των αναθεωρημένων χαρακτηριστικών που ανευρέθηκαν κατά τον έλεγχο.
ε. Η ύπαρξη αξιόπιστου συστήματος διαχείρισης και λειτουργίας.
στ. Οι συστάσεις που έχουν γίνει στον οικονομικό φορέα, τα μέτρα καθώς και οι κυρώσεις που έχουν επιβληθεί.
9.3.3.2 Τα κριτήρια που επιτρέπουν την κατάταξη των προϊόντων και των οικονομικών φορέων που τα εισάγουν, τα κατασκευάζουν, τα διακινούν στην ελληνική αγορά επί τη βάσει του βαθμού επικινδυνότητάς τους είναι κατ’ελάχιστον τα ακόλουθα:
α. Η εγγενής επικινδυνότητα του προϊόντος.
β. Η ομάδα και ο αριθμός των καταναλωτών για τους οποίους προορίζεται το προϊόν.
γ. Το ιστορικό συμμόρφωσης του συγκεκριμένου οικονομικού φορέα.
δ. Το προφίλ επικινδυνότητας του προϊόντος ή του συγκεκριμένου οικονομικού φορέα βάσει των φύλλων ελέγχου και των αναθεωρημένων χαρακτηριστικών που ανευρέθησαν κατά τον έλεγχο.
ε. Η ύπαρξη αξιόπιστου συστήματος διαχείρισης και λειτουργίας.
στ. Οι συστάσεις που έχουν γίνει στον οικονομικό φορέα, τα μέτρα καθώς και οι κυρώσεις που έχουν επιβληθεί.
9.3.4 Η κατάταξη των οικονομικών φορέων και των εγκαταστάσεων που πραγματοποιείται σύμφωνα με τα παραπάνω κριτήρια, θα πρέπει να προβλέπει τουλάχιστον τρεις κατηγορίες κινδύνου (χαμηλού-μεσαίου-υψηλού) για τους σκοπούς του ορθού προγραμματισμού και της υλοποίησης των ελέγχων..
9.3.5 Τα κριτήρια αξιολόγησης κινδύνου και η κατάταξη των δραστηριοτήτων καθορίζονται από την εποπτεύουσα αρχή εντός της σφαίρας του αντικειμένου και των αρμοδιοτήτων της.
Με απόφαση του καθ’ ύλην αρμόδιου Υπουργού και του Υπουργού Οικονομίας και Ανάπτυξης εγκρίνονται τα κριτήρια και η κατάταξη που εισηγήθηκε η αρμόδια εποπτεύουσα αρχή και ο τρόπος με τον οποίο επελέγησαν τα συγκεκριμένα κριτήρια και επήλθε συγκεκριμένη κατάταξη. Η ίδια ως άνω απόφαση μπορεί να τροποποιεί τα κριτήρια αξιολόγησης κινδύνου και την κατάταξη των δραστηριοτήτων εφόσον δεν είναι σύμφωνα με τις αρχές του παρόντος νόμου. Τα κριτήρια και η κατάταξη αναθεωρούνται κάθε 5 έτη το ανώτερο.
9.3.6 Τα κριτήρια αξιολόγησης κινδύνου, ο τρόπος επιλογής τους και ο τρόπος κατάταξης των δραστηριοτήτων δημοσιεύονται σύμφωνα με την προηγούμενη παράγραφο. Ωστόσο, εάν δικαιολογείται από το αντικείμενο συγκεκριμένης οικονομικής δραστηριότητας, μπορεί να περιγράφεται μόνο η γενική προσέγγιση της ανάπτυξης των κριτηρίων και του τρόπου κατάταξης.
9.3.7 Πληροφορίες για τον βαθμό επικινδυνότητας των δραστηριοτήτων αναρτώνται στο Ολοκληρωμένο Πληροφοριακό Σύστημα Άσκησης Δραστηριοτήτων και Ελέγχων (ΟΠΣ-ΑΔΕ) από την αρμόδια εποπτεύουσα αρχή και είναι διαθέσιμες προς όλες τις εποπτεύουσες αρχές και τους οικονομικούς φορείς.
9.4 Συχνότητα ελέγχων
9.4.1 Κάθε εποπτεύουσα αρχή καθορίζει τη συχνότητα των ελέγχων βασιζόμενη στην αξιολόγηση του βαθμού επικινδυνότητας που αφορά τη συγκεκριμένη οικονομική δραστηριότητα ή εγκατάσταση ή προϊόν.
9.4.2 Ενδεικτικά, η συχνότητα των ελέγχων θα πρέπει να βασίζεται στα παρακάτω στοιχεία:
α. Βαθμό κινδύνου.
β. Αναμενόμενη διάρκεια ελέγχου στην εκάστοτε κατηγορία κινδύνου.
γ. Διαθεσιμότητα ανθρώπινων πόρων.
δ. Υποχρεωτική προτεραιότητα ελέγχου δραστηριοτήτων υψηλού κινδύνου.
9.4.3 Κατά παρέκκλιση της προηγούμενης παραγράφου, η εποπτεύουσα αρχή μπορεί να προσαρμόζει τη συχνότητα των ελέγχων σε σχέση με τις υπάρχουσες συνθήκες και να πραγματοποιεί δειγματοληπτικούς ελέγχους σε χαμηλού ρίσκου δραστηριότητες, καθώς και άλλους ελέγχους που ανεξαρτήτως της κατηγοριοποίησης κινδύνου προκύπτουν στο πλαίσιο άμεσης αντιμετώπισης και διαχείρισης καταστάσεων έκτακτης ανάγκης.