8.1 Προετοιμασία επικείμενου ελέγχου
8.1.1 Οι έλεγχοι διενεργούνται κατόπιν σχετικής απόφασης της εποπτεύουσας αρχής. Η απόφαση αναφέρει το νομοθετικό πλαίσιο που προβλέπει την διεξαγωγή ελέγχου και περιλαμβάνει τουλάχιστον τις βασικές πληροφορίες για την εποπτευόμενη δραστηριότητα, ήτοι το προϊόν και την εγκατάσταση, το αντικείμενο του ελέγχου, την ημερομηνία του ελέγχου, τα ονόματα των υπαλλήλων που θα διενεργήσουν τον έλεγχο, καθώς και τα φύλλα ελέγχου που θα χρησιμοποιηθούν.
8.1.2 Αντίγραφο της απόφασης διενέργειας ελέγχου, η οποία περιλαμβάνει τα δικαιώματα και τις υποχρεώσεις του εποπτευόμενου φορέα αποστέλλεται στον φορέα αυτό πριν τη διενέργεια του ελέγχου, υπό την προϋπόθεση ότι δεν ματαιώνεται για το λόγο αυτό ο σκοπός του ελέγχου της συγκεκριμένης δραστηριότητας.
8.1.3 Η προετοιμασία του ελέγχου γίνεται από τον αρμόδιο υπάλληλο με τη μελέτη του ιστορικού του οικονομικού φορέα καθώς και τα χαρακτηριστικά της εγκατάστασης ή του προϊόντος χρησιμοποιώντας τα διαθέσιμα δεδομένα των προηγούμενων ελέγχων και ειδικά όσων περιλαμβάνονται στο Ολοκληρωμένο Πληροφοριακό Σύστημα Άσκησης Δραστηριοτήτων και Ελέγχων (ΟΠΣ-ΑΔΕ) όταν αυτό καταστεί λειτουργικό σύμφωνα με το άρθρο 14 ν. 4442/2016. Μέχρι την ολοκλήρωση του ΟΠΣ-ΑΔΕ τα δεδομένα δύνανται να καταχωρούνται στο ηλεκτρονικό πληροφοριακό σύστημα της εκάστοτε αρχής ή άλλα διαθέσιμα αρχεία.
8.2 Διαδικασία διενέργειας ελέγχου
8.2.1 Κατά την έναρξη του ελέγχου, ο ελεγκτής επιδεικνύει τα έγγραφα ταυτοποίησής του ως εντεταλμένος της αρμόδιας εποπτεύουσας αρχής, την εντολή ελέγχου ή άλλα διοικητικά έγγραφα που αποδεικνύουν την σχετική εντολή διεξαγωγής ελέγχου. Εξαιρούνται οι περιπτώσεις για τις οποίες προβλέπεται από την κείμενη νομοθεσία η διεξαγωγή ελέγχου χωρίς την αποκάλυψη των στοιχείων των ελεγκτών.
8.2.2 Κατά την έναρξη του ελέγχου ο ελεγκτής υποχρεούται να ενημερώνει τον οικονομικό φορέα για τα κύρια σημεία του επικείμενου ελέγχου. Αντίστοιχα, μετά το πέρας του ελέγχου ενημερώνει για τα αποτελέσματα και ευρήματα του ελέγχου και παρέχει κατευθυντήριες γραμμές, οδηγίες και πληροφόρηση για την συμμόρφωση με τις απαιτήσεις του νόμου.
8.2.3 Ο έλεγχος διενεργείται με τη χρήση του σχετικού φύλλου ελέγχου. Το φύλλο ελέγχου υπογράφεται από όλα τα μέρη στο τέλος του ελέγχου. Σε περίπτωση μη υπογραφής του φύλλου ελέγχου από τον εποπτευόμενο, ο ελεγκτής το σημειώνει ως παρατήρηση στο φύλλο ελέγχου άλλως στην έκθεση ελέγχου. Εφόσον είναι εφικτό, ο ελεγκτής χρησιμοποιεί το φύλλο ελέγχου σε ηλεκτρονική μορφή.
8.2.4 Ο ελεγχόμενος οικονομικός φορέας ή εκπρόσωπος αυτού, υποβάλλει στον ελεγκτή όλα τα έγγραφα ή αποδεικτικά μέσα που σχετίζονται με το αντικείμενο του ελέγχου και παρέχει γραπτή ή προφορική εξήγηση για τα ζητήματα που ανακύπτουν κατά τον έλεγχο. Σε περίπτωση παράδοσης πρωτότυπων εγγράφων στον ελεγκτή, αυτά επιστρέφονται στον φορέα μετά το πέρας του ελέγχου. Εκτός των περιπτώσεων που τα μέτρα ή οι κυρώσεις επιβάλλονται επιτόπου και αμέσως μετά το πέρας του ελέγχου, οι διατάξεις του προηγούμενου εδαφίου δεν θίγουν το δικαίωμα της προηγούμενης ακρόασης του διοικούμενου.
8.2.5 Οι έλεγχοι διενεργούνται κατά τις εργάσιμες ημέρες και ώρες του ελεγχόμενου οικονομικού φορέα εκτός κι αν συντρέχουν ειδικοί λόγοι που σχετίζονται με το σκοπό του ελέγχου, τα ειδικά χαρακτηριστικά του εν λόγω οικονομικού φορέα ή την επικινδυνότητα των προϊόντων και δικαιολογούν τυχόν παρέκκλιση. Ο διενεργούμενος έλεγχος δεν θα πρέπει να παρακωλύει ή να επιδρά στην συνήθη λειτουργία του ελεγχόμενου οικονομικού φορέα ή τουλάχιστον να λαμβάνεται μέριμνα από τον ελεγκτή ώστε η επίδραση να είναι η λιγότερο δυνατή.
8.2.6 Για την στοιχειοθέτηση της απόφασης επί του διενεργηθέντος ελέγχου και για την διασταύρωση των στοιχείων που παρέχονται από τον οικονομικό φορέα, ο ελεγκτής θα πρέπει να εξετάζει όλα τα δεδομένα και διατιθέμενα στοιχεία. Ο ελεγκτής δύναται να προβαίνει σε έλεγχο των διαφόρων τμημάτων της εγκατάστασης, συμπεριλαμβανομένων των χώρων επεξεργασίας, παρασκευής, αποθήκευσης, διακίνησης, πώλησης καθώς και των οχημάτων που χρησιμοποιούνται για να εξυπηρετήσουν λειτουργίες της εγκατάστασης και να υποβάλει ερωτήσεις για τις διαδικασίες που ακολουθούνται. Εφόσον κρίνεται απαραίτητο και δικαιολογείται από τη φύση του ελέγχου, ο ελεγκτής μπορεί να λαμβάνει δείγματα, να φωτογραφίζει το συγκεκριμένο σημείο ελέγχου ή τα συγκεκριμένα προϊόντα.
8.2.7 Η εποπτεύουσα αρχή μεριμνά για την κάλυψη των εξόδων της διενέργειας ελέγχου, τη δειγματοληψία, τη δειγματοληπτική εξέταση εκτός αν ορίζεται διαφορετικά σε ειδικότερες διατάξεις. Οι δαπάνες για τον εργαστηριακό έλεγχο βαρύνουν τον ελεγχόμενο οικονομικό φορέα μόνο στην περίπτωση που αποδειχθεί μη συμμόρφωση, άλλως βαρύνουν την αρμόδια εποπτεύουσα αρχή.
Εάν δεν προβλέπονται ειδικότεροι κανόνες στην κείμενη νομοθεσία συγκεκριμένου πεδίου εποπτείας, με απόφαση του αρμόδιου Υπουργού ορίζονται οι κανόνες και οι διαδικασίες λήψης δείγματος, εργαστηριακής ή άλλης εξέτασης του δείγματος, η διαδικασία και τα δικαιώματα προσφυγής ή ένστασης του ελεγχομένου και κάθε άλλο σχετικό θέμα.
8.2.8 Η άρνηση του οικονομικού φορέα να παραχωρήσει πρόσβαση στους διάφορους χώρους της εγκατάστασης, στα οχήματα που εξυπηρετούν λειτουργίες της εγκατάστασης και στις απαραίτητες πληροφορίες σχετικά με την εγκατάσταση και τα ελεγχόμενα προϊόντα ή η άρνηση του οικονομικού φορέα για λήψη εκ μέρους του ελεγκτή δειγμάτων ή άλλων τεχνικών μέσων όπως φωτογραφιών, εφόσον αυτά κρίνονται δικαιολογημένα και απαραίτητα, επισημαίνεται στις παρατηρήσεις ή το αντίστοιχο τμήμα της έκθεσης του ελέγχου.
8.2.9 Εάν κατά τη διάρκεια του ελέγχου ανευρεθεί παράβαση ή υπάρχει υπόνοια παράβασης η οποία ελέγχεται από άλλη εποπτεύουσα αρχή, η αρχή που διεξάγει τον έλεγχο ενημερώνει χωρίς καθυστέρηση την αρμόδια εποπτεύουσα αρχή. Η αρμόδια εποπτεύουσα αρχή είναι υπεύθυνη για να αποφασίσει εάν η συγκεκριμένη πληροφορία σχετίζεται με την ύπαρξη κινδύνου ο οποίος να δικαιολογεί την διενέργεια ελέγχου.
8.3 Διαδικασία ενεργειών συμμόρφωσης – Μοντέλο Ενεργειών Συμμόρφωσης (ΜΕΣ)
8.3.1 Κάθε Αρχή Οργάνωσης Εποπτείας και Συντονισμού καταρτίζει Μοντέλο Ενεργειών Συμμόρφωσης («ΜΕΣ») που περιλαμβάνει τις σχετικές διαδικασίες και οδηγίες για την καθοδήγηση των ενεργειών και των αποφάσεων των ελεγκτών που λαμβάνονται σε συνέχεια του ελέγχου. Το ΜΕΣ υιοθετείται με απόφαση της αρχής ή του ιεραρχικώς προϊσταμένου της αρχής και δημοσιοποιείται στον ηλεκτρονικό ιστότοπο της αρχής.
8.3.2 Το ΜΕΣ καταρτίζεται με τρόπο που προάγει την ορθή εφαρμογή της νομοθεσίας και το ενιαίο της αντιμετώπισης των ελέγχων και λοιπών δραστηριοτήτων εποπτείας θέτοντας τα βασικά στοιχεία και τις παραμέτρους για την λήψη αποφάσεων. Το ΜΕΣ θα πρέπει τουλάχιστον:
α. Να εγγυάται την νομιμότητα των αποφάσεων διασφαλίζοντας την έκδοσή τους αποκλειστικά επί τη βάσει των τεθειμένων κριτηρίων κινδύνου.
β. Να εγκαθιστά ένα πλαίσιο διαφάνειας για τη λήψη αποφάσεων προκειμένου να είναι εφικτός ο έλεγχος της διαδικασίας που ακολουθήθηκε για τη λήψη απόφασης.
γ. Να παρέχει καθοδήγηση προς τους ελεγκτές μετά τη διαπίστωση της μη συμμόρφωσης του ελεγχομένου στην διαδικασία επιβολής μέτρων και κυρώσεων όπως ορίζονται στην παράγραφο 811.4.4. και στην κείμενη νομοθεσία, παρέχοντας κριτήρια και ενδείξεις για την επιλογή του ορθότερου και αναλογικότερου μέτρου.
δ. Να προωθεί τις καλές πρακτικές.
8.3.3 Η λήψη αποφάσεων για τις ενέργειες επί του ελέγχου θα πρέπει να λαμβάνεται με τέτοιο τρόπο που να οδηγεί στη μείωση των πιθανών κινδύνων και στην αποτροπή ή μείωση των παραβάσεων και των παρατυπιών ή την άρση τους, χρησιμοποιώντας τα κατάλληλα μέσα, προθεσμίες για την παροχή κατευθυντήριων γραμμών, οδηγιών και πληροφόρησης για τη συμμόρφωση.
8.3.4 Η λήψη αποφάσεων για τις ενέργειες επί του ελέγχου πρέπει να λαμβάνει υπόψη τη συμπεριφορά και το βαθμό συνεργασίας του ελεγχόμενου οικονομικού φορέα και διεξαγωγή των εργασιών της εγκατάστασης πριν αποφασίσει να παρέμβει.
8.3.5 Η απόφαση επί του ελέγχου θα πρέπει να στηρίζεται στα συμπεράσματα του ελέγχου, τα έγγραφα που εξετάσθηκαν, τα αποτελέσματα του φύλλου ελέγχου, και την ανάλυση που έλαβε χώρα κατά τη διάρκεια ή μετά το πέρας του ελέγχου. Επιπλέον, η απόφαση θα πρέπει να περιλαμβάνει τα δικαιώματα και τις υποχρεώσεις του ελεγχόμενου και να καθορίζει τις διοικητικές διαδικασίες προστασίας του ελεγχόμενου (π.χ. μέσα υπεράσπισης, προσφυγή κ.λπ.).
8.3.6 Τα αποτελέσματα του ελέγχου, οι επιβληθείσες διοικητικές κυρώσεις και τα χρηματικά πρόστιμα καταγράφονται στο Ολοκληρωμένο Πληροφοριακό Σύστημα Άσκησης Δραστηριοτήτων και Ελέγχων (ΟΠΣ-ΑΔΕ). Μέχρι την ολοκλήρωση του ΟΠΣ-ΑΔΕ όλα τα αποτελέσματα καταγράφονται στα ηλεκτρονικά πληροφοριακά συστήματα της εκάστοτε αρχής ή σε άλλα διαθέσιμα αρχεία.
8.3.7 Σε περίπτωση που από τον έλεγχο διαπιστώνεται σοβαρός κίνδυνος, η αρμόδια εποπτεύουσα αρχή μεριμνά για την άμεση ενημέρωση και προειδοποίηση του κοινού ακολουθώντας τις σχετικές διαδικασίες που προβλέπονται στην κείμενη νομοθεσία, λαμβάνοντας υπόψη τη φύση της παράβασης, τις ανάγκες ενημέρωσης του κοινού και τα νόμιμα δικαιώματα του ελεγχόμενου.
8.4 Κοινά μέτρα επιβολής και κυρώσεις
8.4.1 Όταν σε συνέχεια ελέγχου διαπιστώνεται απειλή ή πρόκληση βλάβης πτυχής του δημοσίου συμφέροντος λόγω έλλειψης συμμόρφωσης με τις κείμενες διατάξεις, ο αρμόδιος ελεγκτής επιβάλλει τη λήψη των αναγκαίων μέτρων και κυρώσεων.
8.4.2 Εάν η μη συμμόρφωση είναι ήσσονος σημασίας ή δεν δημιουργεί κίνδυνο στην ανθρώπινη υγεία και ασφάλεια, στο περιβάλλον ή σε οποιαδήποτε άλλη πτυχή του Δημοσίου Συμφέροντος ο ελεγκτής μπορεί να παράσχει προφορικές κατευθυντήριες γραμμές, οδηγίες και πληροφόρηση για τη συμμόρφωση για το πώς θα μπορούσε να αρθεί ή διορθωθεί η έλλειψη συμμόρφωσης.
8.4.3 Όλα τα μέτρα και οι κυρώσεις που επιβάλλονται πρέπει να ακολουθούνται από σχετική πράξη (απόφαση) που εκδίδεται από την αρμόδια εποπτεύουσα αρχή η οποία επικυρώνει την επιβολή τους. Από την υποχρέωση του προηγούμενου εδαφίου εξαιρούνται οι προειδοποιήσεις προς συμμόρφωση.
8.4.4 Ο ελεγκτής δύναται να επιβάλει τα μέτρα και τις κυρώσεις της παραγράφου 8.4.5. Τα μέτρα και οι κυρώσεις που επιβάλλονται πρέπει να είναι αναλογικά και εύλογα και να στηρίζονται στην αξιολόγηση του κινδύνου που προκαλείται από την παράβαση. Ο ελεγκτής που πρόκειται να επιβάλει μέτρο ή κύρωση θα πρέπει να λαμβάνει υπόψη την σοβαρότητα του κινδύνου (βαθμό επικινδυνότητας) που υφίσταται από τη μη συμμόρφωση. Ο ελεγκτής θα πρέπει να δίδει προτεραιότητα και βαρύτητα στην παροχή ορθής πληροφόρησης και παροχή κατευθυντήριων γραμμών και οδηγιών για τη συμμόρφωση και να αυξάνει βαθμιαία το επιβαλλόμενο μέτρο ή κύρωση όταν η μη συμμόρφωση εξακολουθεί να υφίσταται. Η βαθμιαία αύξηση του επιβαλλόμενου μέτρου ή κύρωσης δύναται να μην εφαρμόζεται όταν πρόκειται για παράβαση που ενέχει κίνδυνο πρόκλησης σοβαρής ή μη αναστρέψιμης βλάβης για κάποια πτυχή του Δημοσίου Συμφέροντος η οποία δεν μπορεί να αποτραπεί χωρίς άμεση ενέργεια εκ μέρους του ελεγκτή.
8.4.5 Τα μέτρα και οι κυρώσεις είναι τα ακόλουθα:
α. Γραπτή σύσταση για συμμόρφωση ή άρση της παράβασης εντός προθεσμίας (όπως προβλέπεται στην κείμενη νομοθεσία), θέση προθεσμίας επανελέγχου εάν απαιτείται ή προειδοποίηση επιβολής κυρώσεων όπου προβλέπεται.
β. Προσωρινή ή οριστική διακοπή λειτουργίας, όπου προβλέπεται από την κείμενη νομοθεσία
γ. Προσωρινή και οριστική κατάσχεση, δέσμευση, σφράγιση, απόσυρση, ανάκληση, περιορισμός και απαγόρευση της κυκλοφορίας και της διαθεσιμότητας στην αγορά ή καταστροφή των προϊόντων που προκαλούν κίνδυνο στην ανθρώπινη υγεία και ασφάλεια και στο περιβάλλον ή διατίθενται χωρίς να πληρούν τις απαιτούμενες προϋποθέσεις, όπου προβλέπεται από την εκάστοτε ισχύουσα νομοθεσία.
δ. Επιβολή προστίμου όπου προβλέπεται από την εκάστοτε ισχύουσα νομοθεσία.
ε. Αναφορά στην αρμόδια Εισαγγελική Αρχή εφόσον από τις κείμενες διατάξεις προβλέπεται ποινική κύρωση για τη συγκεκριμένη παράβαση.
στ. Άλλα διοικητικά μέτρα και κυρώσεις που προβλέπονται από την κείμενη νομοθεσία.
8.4.6 Ο ελεγκτής ενημερώνει τον ελεγχόμενο για τους τρόπους συμμόρφωσης ή άρσης της παράβασης . Ο ελεγκτής δύναται να ζητά τη συνδρομή της εποπτεύουσας αρχής εφόσον απαιτείται.
8.4.7 Το μέτρο της αναστολής λειτουργίας (υπόπ. β) ή τα μέτρα της υποπερίπτωσης γ (υπόπ. γ) θα πρέπει να επιβάλλονται μόνο σε περιπτώσεις που κρίνονται αναγκαία για την άρση του κινδύνου και μόνον εφόσον αυτός κρίνεται σοβαρός και κανένα άλλο μέτρο δεν επαρκεί για την αποτροπή του. Η επιβολή των ως άνω μέτρων δύναται να αφορά μόνο στο τμήμα της επιχείρησης ή των προϊόντων που τελεί σε μη συμμόρφωση.
Όπου η κείμενη νομοθεσία προβλέπει την απευθείας επιβολή των μέτρων αυτών από τον ελεγκτή, τα ως άνω μέτρα θα πρέπει να ακολουθούνται από σχετική πράξη του οργάνου ή του ανώτερου ιεραρχικώς οργάνου που επικυρώνει την επιβολή τους αμελλητί. Μετά την επιβολή του μέτρου και εντός εύλογου χρονικού διαστήματος η εποπτεύουσα αρχή υποχρεούται να εξετάσει εάν εξακολουθούν να υφίστανται οι λόγοι που οδήγησαν στην επιβολή του μέτρου ώστε να επανεξετάζεται ο περιορισμός και να αίρεται εάν δεν κρίνεται πλέον αναγκαίος για το σκοπό που επεβλήθη.
8.4.8 Εφόσον είναι εφικτό, ο ελεγχόμενος μεριμνά επιτόπου για τη συμμόρφωσή του ή άρση της παράβασης. Σε αντίθετη περίπτωση ή εάν η συμμόρφωση ή άρση της παράβασης δεν μπορεί να επιτευχθεί επιτόπου, τίθεται προθεσμία για επανέλεγχο λαμβάνοντας υπόψη τις πραγματικές συνθήκες και τη φύση της παράβασης.
8.4.9 Σε κάθε περίπτωση, τα μέτρα και οι κυρώσεις θα επιβάλλονται αφού ληφθούν υπόψη η σοβαρότητα της παράβασης και ο βαθμός του υφιστάμενου κινδύνου καθώς και η ανταπόκριση και συμπεριφορά του ελεγχόμενου.
8.4.10. Με απόφαση του καθ’ ύλην αρμόδιου Υπουργού και του Υπουργού Οικονομίας και Ανάπτυξης εξειδικεύονται και προσαρμόζονται τα μέτρα και οι κυρώσεις που προβλέπονται στην κείμενη νομοθεσία σύμφωνα με τις επιταγές του παρόντος άρθρου, ορίζονται οι διαδικασίες επιβολής μέτρων ή κυρώσεων, ορίζονται τα πρόσθετα μέτρα που δεν προβλέπονται στην κείμενη νομοθεσία και οι όροι επιβολής τους καθώς και κάθε άλλο σχετικό θέμα.
8.5 Πρώτος χρόνος (ή έλεγχος) λειτουργίας
Κατά τον έλεγχο που λαμβάνει χώρα εντός του πρώτου έτους λειτουργίας ενός φορέα οικονομικής δραστηριότητας, η αρμόδια εποπτεύουσα αρχή προτάσσει την διαδικασία υποστήριξης της συμμόρφωσης που προβλέπεται στο άρθρο 12 καθώς και την λήψη επιεικέστερων μέτρων έναντι της επιβολής κυρώσεων, εκτός αν υφίσταται κίνδυνος για την ανθρώπινη υγεία και ασφάλεια και το περιβάλλον. Ως εναρκτήριο χρονικό σημείο του διαστήματος του ενός έτους ορίζεται η ημερομηνία γνωστοποίησης ή λήψης έγκρισης ή άδειας. Για τις περιπτώσεις που η έναρξη λειτουργίας δεν απαιτεί προηγούμενη γνωστοποίηση ή έγκριση, εναρκτήριο σημείο ορίζεται η δήλωση έναρξης στην αρμόδια φορολογική αρχή.
8.6 Διεξαγωγή κοινών ελέγχων
8.6.1 Οι αρμόδιες εποπτεύουσες αρχές δύνανται να αποφασίζουν τη διεξαγωγή κοινών ελέγχων.
8.6.2 Ο κοινός έλεγχος διεξάγεται σε μέρος ή στο σύνολο της εγκατάστασης προκειμένου να εκτιμηθεί η συμμόρφωση του ελεγχόμενου φορέα με τις κείμενες διατάξεις ή/και να αντιμετωπιστούν θέματα που αφορούν περισσότερα από ένα πεδία εποπτείας ιδίως για τις οικονομικές δραστηριότητες και τα προϊόντα υψηλού κινδύνου για την ανθρώπινη υγεία και ασφάλεια και το περιβάλλον.
Επίπεδα Ελέγχων (για προϊόντα που υπόκεινται στον Κανονισμό ΕΚ 765/2008)
Οι αρχές εποπτείας της αγοράς ελέγχουν τη συμμόρφωση του προϊόντος με τις νομικές απαιτήσεις που ισχύουν κατά τη στιγμή της διάθεσης του προϊόντος στην αγορά ή της έναρξης λειτουργίας του.
1. Το πρώτο επίπεδο ελέγχου είναι οι έλεγχοι εγγράφων και οι οπτικοί έλεγχοι, για παράδειγμα όσον αφορά τη σήμανση CE και την τοποθέτησή της, τη διαθεσιμότητα Δήλωσης Συμμόρφωσης ΕΕ, τις πληροφορίες που συνοδεύουν το προϊόν (π.χ. στην πινακίδα σήμανσης) και την ορθή επιλογή διαδικασιών αξιολόγησης της συμμόρφωσης.
2. Στο δεύτερο επίπεδο ελέγχου ενδέχεται να απαιτούνται διεξοδικότεροι έλεγχοι για την επαλήθευση της συμμόρφωσης του προϊόντος, για παράδειγμα όσον αφορά την ορθή εφαρμογή της διαδικασίας αξιολόγησης της συμμόρφωσης, τη συμφωνία με τις εφαρμοστέες βασικές απαιτήσεις και τα περιεχόμενα της δήλωσης συμμόρφωσης της ΕΕ
Όσον αφορά στη διενέργεια επιθεωρήσεων και δειγματοληψιών οι μεγάλες και επώνυμες επιχειρήσεις ελέγχονται, ενώ οι μικρές και ανώνυμες δεν ελέγχονται καθόλου. Η έλλειψη οριοθέτησης και σαφήνειας των αρμοδιοτήτων, συνεπάγεται αφενός μεν την διενέργεια πολλών επιθεωρήσεων σε ορισμένες εγκαταστάσεις από διαφορετικές αρχές για τον ιδιο σκοπό (με δυσμενείς επιπτώσεις στην εθνική οικονομία και στις επιχειρήσεις), αφετέρου δε τον ανεπαρκή (ή και μηδαμινό) έλεγχο σε άλλα σημεία της αλυσίδας παραγωγής και διακίνησης, με όλα τα επακόλουθα που αυτό επιφέρει.
Όσον αφορά στη διενέργεια επιθεωρήσεων και δειγματοληψιών οι μεγάλες και επώνυμες επιχειρήσεις ελέγχονται, ενώ οι μικρές και ανώνυμες δεν ελέγχονται καθόλου. Η έλλειψη οριοθέτησης και σαφήνειας των αρμοδιοτήτων, συνεπάγεται αφενός μεν την διενέργεια πολλών επιθεωρήσεων σε ορισμένες εγκαταστάσεις από διαφορετικές αρχές για τον ιδιο σκοπό (με δυσμενείς επιπτώσεις στην εθνική οικονομία και στις επιχειρήσεις), αφετέρου δε τον ανεπαρκή (ή και μηδαμινό) έλεγχο σε άλλα σημεία της αλυσίδας παραγωγής και διακίνησης, με όλα τα επακόλουθα που αυτό επιφέρει.
Η παράγραφος 8.4.5 ορίζει τα «μέτρα και κυρώσεις», με παραπομπή στην υπόλοιπη νομοθεσία. Μολονότι το θέμα δεν μπορεί να εξαντληθεί εδώ, θα μπορούσε να εξεταστεί ο εμπλουτισμός του καταλόγου αυτού, με μέτρα όπως η δημοσίευση καταλόγου μη συμμορφούμενων φορέων (μαύρης λίστας), ή η επιβολή χρονοδιαγράμματος δέσμευσης (του οποίου η παραβίαση θα συνεπάγεται, χωρίς νέα πράξη, την επιβολή των κυρώσεων που ορίζει). Όλα τα μέτρα της παραγράφου αυτής θα πρέπει να δημοσιεύονται σε κατάλληλη ιστοσελίδα.
Ο ελεγχόμενος θα πρέπει να έχει καταρχήν υποχρέωση άμεσης συμμόρφωσης. Δεν μπορεί η διαδικασία του άρθρου 8 να τροποποιεί τα χρονικά όρια που προβλέπονται στην εφαρμοστέα νομοθεσία, ούτε να παρέχει στους ελεγχόμενους περιθώρια συνεχούς χρονοτριβής ή αναβολής – μία συνήθης πρακτική. Η παράγραφος 8.4.8 θα πρέπει να εξοπλίζει τον ελεγκτή με τη δυνατότητα άμεσης λήψης μέτρων για την απομάκρυνση μίας παράβασης ή πηγής σοβαρής ρύπανσης (π.χ. απομάκρυνση μίας αυθαίρετης κατασκευής), και να θεσπίζει αντίστοιχη υποχρέωση συμμόρφωσης του ελεγχόμενου.
Άρθρο 8, παρ. 5
Δεν δικαιολογείται επιεικέστερη στάση κατά τον πρώτο χρόνο λειτουργίας. Προσβάλλεται η αρχή της ισότητας. Εφόσον είναι αδειοδοτημένη η δραστηριότητα οφείλει να λειτουργεί εύρρυθμα εξ’ αρχής, να τηρεί περιβαλλοντικούς όρους κλπ.
Στην υποπαραγραφο 7 του άρθρο 8 παρ. 2. να προβλέπεται ο τρόπος κάλυψης των εξόδων.
Το άρθρο 8 διακατέχεται από τη λογική της άμεσης ή έμμεσης επιεικούς αντιμετώπισης των μη συμμορφώσεων, γεγονός που εκτιμούμε ότι κινείται σε λάθος κατεύθυνση τουλάχιστον στον τομέα της ασφάλειας των τροφίμων και της παραπλάνησης των καταναλωτών, μετατρέποντας ουσιαστικά τους ελεγκτές σε συμβούλους επιχειρήσεων. Αντίθετα η κατεύθυνση θα πρέπει να είναι προς την αυστηροποίηση των κυρώσεων του ν.4235/2014 ο οποίος ούτως ή άλλως είχε εισαγάγει μια επιεική αντιμετώπιση των μη συμμορφούμενων επιχειρήσεων με μείωση του ύψους των προστίμων, με τη δεύτερη ευκαιρία κλπ, το οποίο γενικά αλλά ιδιαιτέρως σε μια περίοδο οικονομικής κρίσης αποτέλεσε και αποτελεί «εργαλείο» για τους επιτήδειους.