1. Πρωταρχικός στόχος των ελέγχων είναι ο περιορισμός ή η μείωση των πιθανών κινδύνων μέσω της αξιολόγησης συμμόρφωσης των οικονομικών δραστηριοτήτων με την εκάστοτε ισχύουσα νομοθεσία, καθώς και η παροχή κατευθυντήριων γραμμών , οδηγιών και πληροφόρησης για τη συμμόρφωση στον οικονομικό φορέα για τον περιορισμό ή τη μείωση των πιθανών κινδύνων.
2. Οι έλεγχοι διεξάγονται σύμφωνα με το πρόγραμμα ελέγχων που σχεδιάζεται από την αρμόδια εποπτεύουσα αρχή.
3. Το πρόγραμμα ελέγχων καταρτίζεται από την αρμόδια εποπτεύουσα αρχή σε ετήσια ή πολυετή βάση και στηρίζεται σε πληροφορίες που συλλέγονται κατά τη διαδικασία αδειοδότησης της οικονομικής δραστηριότητας, περιλαμβάνονται σε μητρώα, συλλέγονται μέσω των ελέγχων από την αρμόδια εποπτεύουσα αρχή, ή προκύπτουν μέσω καταγγελιών ή άλλων εισερχόμενων στοιχείων εφόσον κρίνονται επαρκώς αξιόπιστες και φανερώνουν άμεσο κίνδυνο σημαντικής βλάβης.
4. Το πολυετές πρόγραμμα ελέγχων περιλαμβάνει τον όγκο των δραστηριοτήτων εποπτείας που πρέπει να διενεργηθούν καθώς και τους στόχους που πρέπει να επιτευχθούν εντός συγκεκριμένης χρονικής περιόδου. Περιλαμβάνει επίσης τα γενικά χαρακτηριστικά των οικονομικών φορέων που υπόκεινται σε εποπτεία, το σύνολο των ενεργειών εποπτείας που πρέπει να υλοποιηθούν ανά έτος, τους ειδικούς στόχους και τους σχετικούς δείκτες ανά πεδίο εποπτείας καθώς και πρόβλεψη για τη διενέργεια κοινών ελέγχων. Τα πολυετή προγράμματα ελέγχων κοινοποιούνται στην Ομάδα Διαχείρισης Έργου του άρθρου 15.
5 Η μεθοδολογία κατάρτισης του προγράμματος ελέγχων των εγκαταστάσεων βασίζεται στο συνδυασμό του μεγέθους και της πιθανότητας επέλευσης κινδύνου από τη λειτουργία της συγκεκριμένης εγκατάστασης.
Η μεθοδολογία κατάρτισης του προγράμματος ελέγχων εγκαταστάσεων βασίζεται ιδίως σε τέσσερα ειδικά κριτήρια:
5.1 Το βαθμό κινδύνου που ενέχει κάθε οικονομική δραστηριότητα.
5.2 Το μέγεθος της οικονομικής δραστηριότητας μιας συγκεκριμένης εγκατάστασης.
5.3 Το ιστορικό συμμόρφωσης του συγκεκριμένου οικονομικού φορέα ή της εγκατάστασης.
5.4 Την ύπαρξη συστήματος διαχείρισης κινδύνων ή την έλλειψη αυτού.
6. H μεθοδολογία κατάρτισης του προγράμματος ελέγχων των προϊόντων βασίζεται στο συνδυασμό της σοβαρότητας και της πιθανότητας της βλάβης που το προϊόν δύναται να επιφέρει στην υγεία του καταναλωτή και περιλαμβάνει ιδίως δύο κριτήρια:
6.1. Τον βαθμό κινδύνου του προϊόντος ο οποίος προσδιορίζεται με βάση την περιγραφή, τα χαρακτηριστικά και τη σκοπούμενη χρήση του, το συνολικό χρόνο ζωής του και την ύπαρξη ή μη προειδοποιητικών ετικετών και επισημάνσεων, στο προϊόν. Για τον προσδιορισμό του βαθμού κινδύνου λαμβάνονται υπόψη πληροφορίες από την αξιολόγηση της συμμόρφωσης για παρόμοια προϊόντα μέσω των διαφόρων ενωσιακών μηχανισμών ανταλλαγής πληροφοριών.
6.2 Την ομάδα και τον αριθμό των καταναλωτών για τους οποίους προορίζεται το προϊόν. Ιδίως εξετάζεται εάν το προϊόν χρησιμοποιείται ή όχι από ευάλωτες ομάδες καταναλωτών.
7. Με απόφαση του καθ’ ύλην αρμόδιου υπουργού και του Υπουργού Οικονομίας και Ανάπτυξης προσδιορίζεται η μεθοδολογία σχεδιασμού των ενεργειών εποπτείας που περιλαμβάνει:
7.1 Τη γενική διαδικασία προγραμματισμού
7.2 Τη μεθοδολογία για την παρακολούθηση μετά τη διενέργεια του ελέγχου, τον προσδιορισμό των περιπτώσεων για τις οποίες η επανάληψη του επιτόπιου ελέγχου κρίνεται απαραίτητη και των περιπτώσεων στις οποίες οι εποπτεύουσες αρχές μπορούν να χρησιμοποιούν τις πληροφορίες που παρασχέθηκαν από τον οικονομικό φορέα.
Συμφωνούμε απόλυτα με το σχολιασμό της WWF για το σύνολο του άρθρου 6, που αφορά στο σχεδιασμό των ελέγχων.
Η παράγραφος 6.2 να συμπληρωθεί ως εξής
6.2 Την ομάδα και τον αριθμό των καταναλωτών για τους οποίους προορίζεται το προϊόν. Ιδίως εξετάζεται εάν το προϊόν χρησιμοποιείται ή όχι από ευάλωτες ομάδες καταναλωτών και εάν πληρούνται οι προϋποθέσεις ισότιμης πρόσβασης αυτών και ιδιαίτερα των ατόμων με αναπηρία στο εν λόγω προϊόν, σύμφωνα με το πρότυπο ΕΛΟΤ 1439 «Οργανισμός φιλικός σε πολίτες με αναπηρία – Απαιτήσεις και συστάσεις».
Να προστεθεί:
Θέσπιση, εκτέλεση και επικαιροποίηση των εθνικών προγραμμάτων εποπτείας της αγοράς και ενημέρωση της Ευρωπαϊκής Επιτροπής και των κρατών μελών για τα προϊόντα που υπόκεινται στον Κανονισμό (ΕΚ) αριθ. 765/2008.
Διασυνοριακή συνεργασία
Η αρχή εποπτείας της αγοράς:
• επικοινωνεί με οικονομικό φορέα (κατασκευαστή ή εισαγωγέα της ΕΕ) ο οποίος ήταν εγκατεστημένος σε άλλο κράτος μέλος για να λάβουν πληροφορίες ή να ζητήσει τη λήψη διορθωτικού εθελοντικού μέτρου σε ολόκληρη την ΕΕ,
• συνεργάζεται με τις εθνικές αρχές άλλων χωρών και
• κοινοποιεί σε άλλα κράτη μέλη τα μέτρα για την αντιμετώπιση μη συμμορφούμενων προϊόντων και/ή προϊόντων που παρουσιάζουν κίνδυνο μέσω RAPEX ή ICSMS το οποίο είναι ένα εργαλείο ΤΠ που παρέχει μια ολοκληρωμένη πλατφόρμα επικοινωνίας μεταξύ όλων των αρχών εποπτείας της αγοράς. Το ICSMS αποτελείται από έναν εσωτερικό (προσβάσιμο μόνο στις αρχές εποπτείας της αγοράς) και έναν δημόσιο χώρο.
Να προστεθούν οι δείκτες:
Παρατίθενται παρακάτω διάφοροι δείκτες στους οποίους μπορεί να βασιστεί η στόχευση προϊόντων ή /και οικονομικών φορέων για επιθεώρηση από τις αρχές εποπτείας της αγοράς.
• Αριθμός των προϊόντων που ελέγχθηκαν σε σχέση με τον (εκτιμώμενο) αριθμό προϊόντων στην αγορά.
• Παλαιότερες επιθεωρήσεις που είχαν ως αποτέλεσμα τον εντοπισμό κινδύνων για την υγεία και την ασφάλεια ή για άλλη πτυχή του δημόσιου συμφέροντος (κοινοποιήσεις RAPEX, κοινοποιήσεις βάσει της ρήτρας διασφάλισης ή της διαδικασίας για την αντιμετώπιση προϊόντων που παρουσιάζουν κίνδυνο) σε σύγκριση με επιθεωρήσεις στο πλαίσιο των οποίων διαπιστώθηκαν μόνο περιπτώσεις τυπικής μη συμμόρφωσης.
• Αριθμός και είδος των οικονομικών φορέων που αποτέλεσαν αντικείμενο επιθεώρησης σε σύγκριση με τον αριθμό και το είδος των οικονομικών φορέων του τομέα.
• Αριθμός και είδος των οικονομικών φορέων που αποτέλεσαν στόχο των δραστηριοτήτων επικοινωνίας σε σύγκριση με τον αριθμό και το είδος των οικονομικών φορέων του τομέα. (Για παράδειγμα: απευθύνθηκαν σωστά οι δραστηριότητες επικοινωνίας σε εκείνους που δεν γνώριζαν τις υποχρεώσεις τους;)
• Δημιουργία προφίλ κινδύνου των οικονομικών φορέων με βάση την προθυμία συμμόρφωσης και τη γνώση των νομικών απαιτήσεων. (Για παράδειγμα: εστιάστηκαν σωστά οι επιθεωρήσεις σε εκείνους που δείχνουν «απροθυμία να συμμορφωθούν»; Εστιάστηκαν σωστά οι δραστηριότητες επικοινωνίας σε αυτούς που δεν γνώριζαν τις νομικές απαιτήσεις;)
Οι παράμετροι που κυρίως θα πρέπει να βελτιωθούν στους ελέγχους είναι:
•Η έλλειψη συντονισμού μεταξύ των υπηρεσιών για την από κοινού κατάστρωση στρατηγικής για τη διαχείριση του κινδύνου και την επιβολή της σχετικής Νομοθεσίας.
•Η εσφαλμένη πρακτική που εστιάζεται κυρίως στη δειγματοληψία και λείπει η πρόληψη.
•Η παρωχημένη πρακτική των υγειονομικών ελέγχων για επιχειρήσεις τροφίμων, όπου δίδεται κυρίως έμφαση στην υγιεινή των χώρων και στην ατομική υγιεινή όχι όμως και στην ανάλυση των κινδύνων, στις χρησιμοποιούμενες πρακτικές και μεθόδους (Εφαρμογή από τις επιχειρήσεις αυτοελέγχων κατά HACCP και έλεγχο από τις αρχές του «αυτοελέγχου»).
•Η έλλειψη κριτηρίων -βάσει των πιθανών κινδύνων- για τους ελέγχους, με ενδεχόμενο αποτέλεσμα, επιχειρήσεις υψηλού κινδύνου να μην επιθεωρούνται με την ανάλογη προτεραιότητα και συχνότητα. Η έλλειψη συντονισμού και κριτηρίων για τους ελέγχους έχει ως αποτέλεσμα την επικάλυψη σε ορισμένες περιπτώσεις και την παντελή έλλειψη ελέγχων σε άλλες.
•Η μη συστηματική καταγραφή – καταχώρηση των εγκαταστάσεων παραγωγής προϊόντων και η έλλειψη καθετοποιημένων πρακτικών των επισκέψεων ελέγχου.
•η ανάθεση των ελέγχων όπου θα πρέπει περιοδικά να ανατίθεται σε κλιμάκια ελέγχου από διαφορετικές περιφέρειες προς επιβεβαίωση της αξιοπιστίας των ευρημάτων, ενώ τα κλιμάκια ελέγχου δεν θα έχουν πρόσβαση στα ευρήματα των προηγούμενων ελέγχων.
1. Το άρθρο 6 αφορά τον σχεδιασμό των ελέγχων. Σύμφωνα με τη διεθνή πρακτική (βλ., μεταξύ άλλων, άρθρο IV σύστασης 2001/331/ΕΚ «για τον καθορισµό ελάχιστων κριτηρίων σχετικά µε τις περιβαλλοντικές επιθεωρήσεις στα κράτη µέλη»), θα έπρεπε επίσης να περιλαμβάνονται και τα εξής στοιχεία:
α) γενική αξιολόγηση των υγειονομικών και περιβαλλοντικών προβλημάτων. Για το θέμα αυτό, δεν πρέπει να λαμβάνονται υπόψη μόνο ο «βαθμός κινδύνου» και το «μέγεθος» «κάθε» οικονομικής δραστηριότητας, αλλά και οι σωρευτικές του επιπτώσεις. Πολλές δραστηριότητες μικρού μεγέθους και κινδύνου δημιουργούν σημαντικά σωρευτικά και πολλαπλασιαστικά προβλήματα. Σχετική πρόβλεψη υπάρχει και στο άρθρο 9§4.3, για τις «χαμηλού ρίσκου» δραστηριότητες.
β) πρόβλεψη για έκτακτες και αιφνιδιαστικές επιθεωρήσεις. Πρόκειται για σημαντική παράλειψη: το πρόγραμμα ελέγχων οφείλει να υποστηρίζει την αποτελεσματικότητα της εποπτείας, και όχι να την υπονομεύει. Κατά τη Σύσταση 2001/331, ένα πρόγραμμα ελέγχων πρέπει να περιλαμβάνει και «διαδικασίες έκτακτων περιβαλλοντικών επιθεωρήσεων, σε περιπτώσεις καταγγελιών, ατυχηµάτων, περιστατικών, σε περιπτώσεις µη συµµόρφωσης, καθώς και για σκοπούς που επιτρέπουν τη χορήγηση άδειας».
γ) συνοπτική έκθεση των νομικών απαιτήσεων που θα ελεγχθούν από το πρόγραμμα ελέγχου.
δ) πρόβλεψη για περιφερειακά ή τοπικά προγράμματα ελέγχων, καθώς υπάρχουν περιοχές με σημαντικές ιδιαιτερότητες (π.χ. βιομηχανικές περιοχές).
ε) ειδικά για τις περιβαλλοντικές επιθεωρήσεις, θα πρέπει να λαμβάνεται υπόψη και η κατάσταση των στοιχείων του περιβάλλοντος (ο βαθμός συμμόρφωσης με τα πρότυπα ποιότητας περιβάλλοντος), και ο βαθμός επίτευξης των κάθε είδους ορίων εκπομπών. Πρόκειται για προφανή, και σημαντική παράλειψη.
στ) μία γενική, αλλά σαφή περιγραφή των βημάτων που θα υιοθετήσει απαρέγκλιτα η εποπτεύουσα αρχή μέχρι την επίτευξη συμμόρφωσης
ζ) πρόβλεψη για δημόσια διαβούλευση πριν τη θέσπιση του προγράμματος ελέγχων
η) σύμφωνα με την αρχή της διαφάνειας, που εξήγγειλε το νομοσχέδιο στο άρθρο 4, πρόβλεψη για δημοσίευση του προγράμματος ελέγχων, με ανάρτηση στο διαδίκτυο.
2. Ειδικά όσον αφορά τα κριτήρια κατάρτισης του προγράμματος ελέγχων, προτείνεται η προσθήκη των εξής κριτηρίων:
«5.5 τις σωρευτικές περιβαλλοντικές επιπτώσεις της συγκεκριμένης οικονομικής δραστηριότητας
5.6 τον αριθμό των καταγγελιών κατά του εποπτευόμενου φορέα
5.7 τον αριθμό των ατυχημάτων και δυσλειτουργιών στην συγκεκριμένη οικονομική δραστηριότητα
5.8 όλες τις πληροφορίες από προγράμματα παρακολούθησης, εκθέσεις, αξιολογήσεις, μελέτες και καταγραφές, και ιδίως όσες προκύπτουν από δημόσιες αρχές
5.9 τον εποχικό χαρακτήρα ορισμένων οικονομικών δραστηριοτήτων, που επιβάλλει τη διεξαγωγή ελέγχων σε ορισμένες περιόδους του έτους
5.10 την εξέλιξη των επιστημονικών γνώσεων.»
3. Ειδικά όσον αφορά τον έλεγχο προϊόντων (6η παράγραφος), το πρόγραμμα ελέγχων δεν θα πρέπει να λαμβάνει υπόψη μόνο τη «σκοπούμενη» χρήση, και τον αριθμό των καταναλωτών για τους οποίους «προορίζεται» το προϊόν. Αντιθέτως, θα πρέπει να λαμβάνεται υπόψη κάθε χρήση που μπορεί να προβλεφθεί, και κάθε ομάδα που μπορεί να θιγεί από μία μη σκοπούμενη (αλλά προβλέψιμη) χρήση. Για παράδειγμα, ο έλεγχος δεν μπορεί να αγνοήσει το γεγονός ότι κάποιο φυτοφάρμακο μπορεί να χρησιμοποιηθεί ως δηλητήριο («φόλα») ή ναρκωτικό (μη σκοπούμενη χρήση), ότι κάποιο δομικό υλικό είναι τοξικό όταν απορριφθεί στο περιβάλλον (μη σκοπούμενη χρήση), ότι κάποιο προϊόν είναι εύφλεκτο ή παρουσιάζει κίνδυνο βραχυκυκλώματος σε περίπτωση κάποιου απλού λάθους του χειριστή (περίπτωση μη σκοπούμενης χρήσης), ή ότι κάποιο προϊόν μπορεί να χρησιμοποιηθεί από παιδιά, χωρίς να φέρει σχετική σήμανση (ομάδα για την οποία δεν προορίζεται, και μάλιστα ευάλωτη). Σχετικό σχόλιο έχει υποβληθεί και στο άρθρο 2.
Προτείνεται η αναδιατύπωση των παραγράφων 6.1 και 6.2 ως εξής: «η μεθοδολογία κατάρτισης του προγράμματος ελέγχων των προϊόντων …περιλαμβάνει ιδίως δύο κριτήρια: α. τον βαθμό κινδύνου του προϊόντος, ο οποίος προσδιορίζεται με βάση … κάθε γνωστή χρήση του προϊόντος, ή κάθε χρήση του που μπορεί να προβλεφθεί…. β. την ομάδα και τον αριθμό των καταναλωτών που μπορεί να επηρεαστεί από την κάθε γνωστή χρήση του προϊόντος, ή από κάθε χρήση του που μπορεί να προβλεφθεί….»
Στην παράγραφο 6.1 νομίζω ότι πρέπει να προστεθεί και μία αναφορά με στόχο οι έλεγχοι να λαμβάνουν υπόψη και να καλύπτουν θέματα σχετικά με την ευαισθησία των προϊόντων στις συνθήκες συντήρησης, αποθήκευσης και διακίνησης.
Αναφέρω τα παραπάνω σκεπτόμενος ότι είναι απαραίτητοι και οι έλεγχοι των συνθηκών συντήρησης καθώς και των σχετικών οργάνων μέτρησης θερμοκρασίας & υγρασίας στα ψυγεία ευπαθών προϊόντων. Ή ακόμη και του τρόπου αποθήκευσης κάποιων προϊόντων, δεν είναι λίγες οι φορές που βλέπουμε προϊόντα (εμφιαλωμένα νερά για παράδειγμα) εκτεθειμένα στον ήλιο και τη ζέστη.