1. Η άσκηση εποπτείας διέπεται από την αρχή της νομιμότητας, την αρχή της χρηστής διοίκησης, την αρχή της καλής πίστης και την αρχή της δικαιολογημένης εμπιστοσύνης του διοικούμενου (εποπτευόμενου) καθώς και την αρχή της αναλογικότητας, την αρχή της επιείκειας, την αρχή της ισότητας.
2. Για τους σκοπούς του παρόντος νόμου, η άσκηση της εποπτείας διέπεται από τους κάτωθι κανόνες:
α) Προτεραιότητα της υποστήριξης της συμμόρφωσης από την Εποπτεύουσα Αρχή: Οι Αρχές και Υπάλληλοι που είναι επιφορτισμένοι με την εποπτεία οφείλουν, πρωτίστως, να υποστηρίζουν τη συμμόρφωση των οικονομικών φορέων και να προτάσσουν την παροχή κατευθυντήριων γραμμών, οδηγιών και πληροφόρησης για τη συμμόρφωση, υποδείξεων για την ανάληψη τυχόν διορθωτικών ενεργειών από τους οικονομικούς φορείς καθώς και κάθε άλλου θέματος που κατά την κρίση τους απαιτείται για να πραγματωθεί η συμμόρφωση πριν την επιβολή μέτρων και κυρώσεων.
β) Επιλογή ενεργειών για τη μείωση ή αποτροπή του κινδύνου: Οι Αρχές και Υπάλληλοι που είναι επιφορτισμένοι με την εποπτεία διαθέτουν τη δυνατότητα επιλογής μεταξύ περισσότερων ενεργειών έτσι ώστε να επιλέξουν αυτή που κρίνουν απολύτως αναλογική και αναγκαία, προκειμένου να επιτευχθεί η μείωση ή η αποτροπή κινδύνου.
γ) Δημοσιότητα των νομικών απαιτήσεων: Οι εποπτεύουσες αρχές θα πρέπει να προβαίνουν σε ενέργειες εφόσον έχουν προηγουμένως μεριμνήσει για τη δημοσιότητα/δημοσιοποίηση των απαιτήσεων συμμόρφωσης σύμφωνα με την κείμενη νομοθεσία που ελέγχουν με τρόπο σαφή και κατανοητό προς τους εποπτευόμενους και με παροχή ερμηνειών όπου απαιτείται. Σε διαφορετική περίπτωση θα πρέπει να εξαντλούνται οι ως άνω αρχές πριν την επιβολή μέτρων εις βάρος των εποπτευόμενων.
δ) Αποτελεσματικότητα: Οι Αρχές που είναι επιφορτισμένες με την εποπτεία θα πρέπει κατά τον προγραμματισμό και σχεδιασμό των ενεργειών εποπτείας να διασφαλίζουν την χρηστή διαχείριση των διαθέσιμων πόρων και να διασφαλίζουν ότι τα αποτελέσματα της εποπτείας επιτυγχάνονται με το λιγότερο δυνατό κόστος τόσο για τις ίδιες τις Αρχές όσο και για τους εποπτευόμενους.
ε) Αρωγή και επικουρία μεταξύ των εποπτευουσών αρχών: Οι Αρχές που είναι επιφορτισμένες με την εποπτεία συγκεκριμένου πεδίου βοηθούν και παρέχουν πληροφορίες προς άλλες Αρχές για την υποβοήθηση του αντικειμένου τους και για την μείωση του χρόνου και διοικητικού βάρους προς τους εποπτευόμενους για την εκ νέου συλλογή των πληροφοριών που απαιτούνται.
στ) Ανεξαρτησία και αντικειμενικότητα του εποπτεύοντος οργάνου. Οι αρχές και οι υπάλληλοι που είναι επιφορτισμένοι με την εποπτεία θα πρέπει να είναι απαλλαγμένοι από κάθε είδους σύγκρουση συμφερόντων και να δρουν με τρόπο ανεξάρτητο. Επιπλέον, η δράση τους θα πρέπει να χαρακτηρίζεται από αμεροληψία και αντικειμενικότητα.
ζ) Τήρηση των κανόνων δεοντολογίας: Οι Εποπτεύουσες αρχές διασφαλίζουν ότι οι δράσεις τους διενεργούνται σύμφωνα με τους κανόνες δεοντολογίας που υιοθετούνται και παρέχουν κατευθυντήριες γραμμές, οδηγίες και πληροφόρηση για τη συμμόρφωση για το σκοπό αυτό.
η) Επιλογή του λιγότερου επαχθούς μέτρου έτσι ώστε να μην βλάπτεται υπέρμετρα η ανάπτυξη της δραστηριότητας και να μην αναστέλλεται αναιτιολόγητα η λειτουργία της (καθήκον θετικής επίπτωσης στην ανάπτυξη των δραστηριοτήτων). Οι εποπτεύουσες αρχές ασκούν τις ενέργειες εποπτείας κατά τρόπο που στοχεύει στην αύξηση του επιπέδου συμμόρφωσης των εποπτευόμενων φορέων και της ευημερίας των πολιτών. Μεταξύ των περισσοτέρων μέτρων που διαθέτουν οι Αρχές και Υπάλληλοι που είναι επιφορτισμένοι με την εποπτεία, για την επίτευξη της συμμόρφωσης, οφείλουν να επιλέγουν τα λιγότερο επαχθή για τον εποπτευόμενο μέτρα προκειμένου να μην βλάπτεται υπέρμετρα η ανάπτυξη της δραστηριότητας και να μην αναστέλλεται αναιτιολόγητα η λειτουργία της. Για το σκοπό αυτό οι Αρχές και Υπάλληλοι οφείλουν να λαμβάνουν υπόψη τις επιπτώσεις των μέτρων στην άσκηση της οικονομικής δραστηριότητας, και ιδίως τα λειτουργικά κόστη, τη βιωσιμότητα, την ανάπτυξη και την απασχόληση σε σχέση με το επιδιωκόμενο αποτέλεσμα της αύξησης του επιπέδου συμμόρφωσης και να επιλέγουν το μέτρο που θα έχει τη μικρότερη δυνατή βλάβη στην οικονομική δραστηριότητα ενώ παράλληλα επιτυγχάνει επαρκή επίπεδα συμμόρφωσης και προστασίας του δημοσίου συμφέροντος.
Ποια είναι η εποπτεύουσα Αρχή, ποιός ο ρόλος και ποιος ο χαρακτήρας της;
Θα πρέπει να αποσαφηνίζεται. Προφανώς πρόκειται για Διοικητική (ες) Αρχή, η οποία θα πρέπει να έχει σαφή χαρακτηριστικά και κυρίως να διαφεύγουν του ιεραρχικού ελέγχου ή της εποπτείας της κεντρικής διοίκησης, αλλά αν υπόκεινται μόνο σε δικαστικό έλεγχο νομιμότητας. Έτσι, δεν υπέχουν υποχρέωση υπακοής έναντι των οργάνων της εκτελεστικής λειτουργίας και θα έχουν τη δυνατότητα να λειτουργούν χωρίς πολιτικές ή άλλες εξαρτήσεις.
Αντίστοιχα τα μέλη τους θα πρέπει να διαθέτουν προσωπική και λειτουργική ανεξαρτησία αντίστοιχη με αυτή των δικαστών. Προσωπική ανεξαρτησία σημαίνει ότι δεν λαμβάνουν εντολές και δεσμεύονται από το νόμο, ενώ λειτουργική ότι τα άλλα όργανα του κράτους, ιδίως η εκτελεστική λειτουργία δεν μπορούν να παρέμβουν στον τρόπο με τον οποίο ασκούν τα καθήκοντά τους.
Τέλος θα πρέπει να διαθέτουν ευρείες αποφασιστικές αρμοδιότητες (ιδίως κανονιστικές και κυρωτικές) με αντικείμενο τη ρύθμιση ζωτικών και ευαίσθητων τομέων της πολιτικής, οικονομικής και γενικά κοινωνικής ζωής. Επιπλέον, οι αποφάσεις τους λειτουργούν δεσμευτικά για τα υπόλοιπα κρατικά όργανα.
Μόνο έτσι μπορούμε να ισχυριστούμε ότι διαμορφώνεται και στη χώρα μας ένα ικανό και αδιάβλητο σύστημα ελεγκτικών μηχανισμών !
Στο άρθρο 4, παράγρ. 4: Η πρόβλεψη της παροχής διακριτικής ευχέρειας στις Αρχές προκειμένου για την έκδοση κάθε πράξης, έτσι όπως είναι διατυπωμένη (υποκειμενικός παράγοντας) εμπεριέχει ασάφεια με αποτέλεσμα να αφήνει τη δυνατότητα διακριτικής μεταχείρισης των ελεγχόμενων, διαμορφώνοντας ένα καθεστώς ανισότητας και ανισοτιμίας, που αντίκειται στο σύνταγμα (άρ. 4). Εάν η διάταξη παραμείνει θα πρέπει να αποσαφηνίζονται επαρκώς οι δυνατές εναλλακτικές λύσεις, τα κριτήρια και οι όροι και προϋποθέσεις, που θα τις υπαγορεύουν που θα μπορεί να εφαρμόζει η Αρχή για την αποτροπή του κινδύνου.
Στο άρθρο 4 παρ. 7: Η ασάφεια της σχετικής διάταξης αφήνει κενά για παρερμηνείες τόσο ως την απαίτηση ενημέρωσης των ελεγχόμενων για τις νομικές απαιτήσεις, πριν από κάθε έλεγχο, με ευθύνη του κάθε υπαλλήλου-ελεγκτή και με αδυναμία επιβολής κυρώσεων σε αντίθετη περίπτωση. Θα πρέπει να καθορισθεί με ακρίβεια η υποχρέωση της κάθε Αρχής Ελέγχου να δημοσιοποιεί (με ηλεκτρονική ανάρτηση στην ιστοσελίδα της) τις νομικές υποχρεώσεις των ελεγχόμενων δραστηριοτήτων. Η δημοσιοποίηση αυτή δεν θα πρέπει να συνδέεται με τη δυνατότητα ή μη επιβολής κυρώσεων.
Στο άρθρο 4 παρ. 11: αναφορικά με την πρόβλεψη για την αντιμετώπιση του ζητήματος της επικάλυψης αρμοδιοτήτων και των «δεύτερων ελέγχων» – θετική πρόβλεψη – θα πρέπει να ληφθεί υπόψη ότι η νομοθεσία των περιβαλλοντικών ελέγχων (ν. 2947/2001, αρ. 9, καθώς και ν.4014/2011, άρ. 20) προβλέπει ότι οι έλεγχοι του ΣΕΠΔΕΜ είναι ανεξάρτητοι από τους ελέγχους κάθε άλλης υπηρεσίας. Με τον τρόπο αυτό διασφαλίζεται η αξιοπιστία και το κύρος του ελέγχου και δεν θα πρέπει να καταργηθεί. Επιπλέον δεν θα πρέπει να καταργηθεί επ’ ουδενί η δυνατότητα που δίνεται στους Επιθεωρητές του ΣΠΕΔΕΜ, με ειδική νομοθεσία, να έχουν αυξημένες αρμοδιότητες σε σχέση με υπαλλήλους άλλων Αρχών ελέγχου, που τους επιτρέπει να διενεργούν έλεγχο σε βάθος, όπου αυτό κρίνεται αναγκαίο.
Πρόκειται για άρθρο με σημαντικές αδυναμίες και κενά. Το άρθρο είναι γραμμένο μεροληπτικά (από την πλευρά των οικονομικών φορέων) και δεν αναγνωρίζει το πλέγμα των εμπλεκόμενων συμφερόντων στην εποπτεία των οικονομικών δραστηριοτήτων.
Προκαταρκτικά, θα πρέπει να ειπωθεί ότι οι κίνδυνοι για το περιβάλλον, την υγεία και την ασφάλεια αφορούν (και απειλούν) πρωτίστως το ευρύτερο κοινό: το κοινό αυτό δικαιούται τουλάχιστον το ίδιο επίπεδο προστασίας και την ίδια ποιότητα δημόσιας διοίκησης, με τους εποπτευόμενους φορείς.
Ειδικότερα:
1. Η ταύτιση του διοικούμενου με τον εποπτευόμενο (πρβλ. παράγραφος 1, τη λέξη εντός παρένθεσης) είναι εσφαλμένη, και επιβάλλεται η απαλοιφή της. Όπως ομολογεί το κείμενο του νομοσχεδίου, και μάλιστα σε πολλά σημεία (βλ. άρθρα 7§4.7, 7§8.4.1 ), η εποπτεία των οικονομικών δραστηριοτήτων αφορά «πτυχές του δημόσιου συμφέροντος». Το δημόσιο συμφέρον, εξ’ ορισμού, δεν είναι ζήτημα που εξαντλείται στις οποιεσδήποτε συναλλαγές μεταξύ του εποπτευόμενου οικονομικού φορέα και της εποπτεύουσας αρχής. Πόσο μάλλον που θέματα όπως το περιβάλλον, η υγεία και η ασφάλεια δεν αποτελούν μόνο «πτυχές του δημόσιου συμφέροντος», αλλά και συνταγματικά κατοχυρωμένα δικαιώματα των πολιτών.
2. Το άρθρο παραλείπει μία πλήρη αναφορά στις βασικές αρχές που διέπουν την εποπτεία και τον έλεγχο των οικονομικών δραστηριοτήτων: την αρχή της αναλογικότητας, την αρχή της αποτρεπτικότητας και την αρχή της αποτελεσματικότητας (η οποία αναφέρεται στο σημείο δ) της 2ης παραγράφου, αλλά με άλλη σημασία). Είναι παράδοξο ότι το νομοσχέδιο δεν φαίνεται να προβλέπει ρητά ότι ο βασικότερος κανόνας του ελέγχου (και της εποπτείας) είναι ότι πρέπει, σε τελική ανάλυση, να είναι αποτρεπτικός και αποτελεσματικός: πρέπει να αλλάζει την συμπεριφορά του εποπτευόμενου, και να εξαλείφει τους κινδύνους για το κοινωνικό σύνολο. Σημειώνεται ότι, σε ορισμένες τουλάχιστον περιπτώσεις, οι αρχές αυτές είναι υποχρεωτικές, και απορρέουν από την ενωσιακή νομοθεσία. Επίσης, οι αρχές της «νομιμότητας, της αρχής της χρηστής διοίκησης, της αρχής της καλής πίστης και της αρχής της δικαιολογημένης εμπιστοσύνης του διοικούμενου» είναι αρχές που διέπουν γενικά την διοικητική δράση, και περιττεύει η ειδική αναφορά τους σε κάθε νομοσχέδιο που αφορά την διοίκηση: το ίδιο ισχύει και για την ανεξαρτησία/αντικειμενικότητα και την τήρηση των κανόνων δεοντολογίας [σημεία στ) και ζ) της 2ης παραγράφου] .
Προτείνεται η αναδιατύπωση και απλοποίηση της 1ης παραγράφου ως εξής: «ο έλεγχος είναι αναλογικός, αποτρεπτικός και αποτελεσματικός».
3. Μία ακόμα βασική αρχή που αναγνωρίζεται διεθνώς είναι η αρχή της εξάλειψης του οικονομικού οφέλους από την παρανομία. Η εποπτεία και ο έλεγχος θα πρέπει να διασφαλίζουν απολύτως ότι δεν υπάρχει οικονομικό όφελος από την παραβίαση των κανόνων που προστατεύουν την ασφάλεια, την δημόσια υγεία, και το περιβάλλον. Ο στοιχειώδης αυτός κανόνας απορρέει και από την αρχή της ισότητας (άρθρο 2 παρ. 1), και της προστασίας
4. Κατά τη 2η παράγραφο [σημείο δ)], η εποπτεία διέπεται από τον κανόνα της «δημοσιότητας των νομικών απαιτήσεων» συμμόρφωσης: συγκεκριμένα, οι εποπτεύουσες αρχές δεν μπορούν να προβούν σε ενέργειες αν δεν μεριμνήσουν πρώτα για τη δημοσιοποίηση των «απαιτήσεων συμμόρφωσης». Θα πρέπει να σημειωθεί ότι δεν νοούνται «απαιτήσεις» (υποχρεώσεις), και μάλιστα «νομικές», που δεν έχουν δημοσιευθεί, αναρτηθεί, κοινοποιηθεί, αποσταλεί ή δημοσιοποιηθεί με κάποιον άλλο τρόπο στους ενδιαφερόμενους. Ειδικότερα, όλες οι κρίσιμες διοικητικές πράξεις καταρχήν δημοσιεύονται, ή κοινοποιούνται (αποστέλλονται) στους ενδιαφερόμενους, οι οποίοι μπορεί να έχουν (κατά περίπτωση) και δικαίωμα προηγούμενης ακρόασης. Για παράδειγμα, και ειδικά μετά τη θέσπιση της «Διαύγειας», εγκύκλιοι και αποφάσεις περιβαλλοντικών όρων αναρτώνται στο διαδίκτυο και δεν επιτρέπεται η «εκτέλεσή» τους σε αντίθετη περίπτωση (….). Για αυτό και είναι ιδιαίτερα παράδοξο ότι οι εποπτεύουσες αρχές δεν μπορούν να προβούν σε ενέργειες πριν «μεριμνήσουν» για τη δημοσιότητα (αφού έχουν ήδη μεριμνήσει).
Σε τελική ανάλυση, και εφόσον υπάρχει ήδη δημοσίευση, η υποχρέωση γνώσης των νομικών απαιτήσεων βαρύνει πρωτίστως τους εποπτευόμενους, οι οποίοι, πριν την έναρξη οποιασδήποτε οικονομικής δραστηριότητας, οφείλουν να γνωρίζουν το πλαίσιό της: αυτοί θα πρέπει να κρίνουν αν κατανοούν τις απαιτήσεις που τους κοινοποιούνται, και αν χρειάζονται διευκρινήσεις. Αυτό ισχύει και για κάθε άλλο πολίτη, καθώς και κάθε άλλο είδος δραστηριότητας.
Η αρχή του σημείου δ) ταυτίζεται σε μεγάλο βαθμό με την «αρχή της διαφάνειας της διοικητικής δράσης». Για τον λόγο αυτόν, το σημείο δ) δεν είναι απαραίτητο. Θα μπορούσε να αναδιατυπωθεί ως εξής: « δ) αρχή της διαφάνειας της εποπτείας. Κατά την άσκηση του ελέγχου, η εποπτεύουσα αρχή διασφαλίζει τη διαφάνεια της διοικητικής δράσης και εφαρμόζει τα άρθρα 8 και 9 του παρόντος νόμου, και τις κείμενες διατάξεις».
4. Κατά τη 2η παράγραφο [σημείο α)], στην άσκηση της εποπτείας, εφαρμόζεται ο κανόνας της «υποστήριξης της συμμόρφωσης». Σύμφωνα με τον κανόνα αυτόν, πριν την επιβολή μέτρων, οι εποπτεύουσες αρχές «προτάσσουν» την παροχή κατευθυντήριων γραμμών, οδηγιών …πληροφόρησης, …υποδείξεων», καθώς και κάθε άλλου θέματος «που, κατά την κρίση τους, απαιτείται για να πραγματοποιηθεί η συμμόρφωση». Πρώτον, δεν είναι σαφές τι άλλο θέμα μπορεί να απαιτηθεί, κατά την κρίση των αρχών, προκειμένου να υπάρξει συμμόρφωση με ισχύοντες, δημοσιευμένους νομικούς κανόνες. Δεύτερον, εφόσον υπάρχει πρόβλημα γνώσης ή ερμηνείας των απαιτήσεων από τους εποπτευόμενους, θα ήταν πολύ πιο εύστοχο (και ουσιαστικό) να προβλεφτούν σύγχρονες μέθοδοι ενημέρωσης όλων των ενδιαφερόμενων εποπτευόμενων φορέων [σημεία «μίας στάσης» για ενημέρωση/υποβολή ερωτήσεων, ιστοσελίδες και άλλες διαδικτυακές μέθοδοι (newsletter, newsfeed, social media, κοκ.), «οδηγοί» δραστηριοτήτων, ειδικές τηλεφωνικές γραμμές, κοκ.]. Τρίτον, οι εποπτεύουσες αρχές δεν θα πρέπει να είναι υποχρεωμένες, σε «κάθε» περίπτωση, να «υποστηρίζουν» την συμμόρφωση πριν λάβουν μέτρα: υπάρχουν πάμπολλες περιπτώσεις όπου η «υποστήριξη» αυτή είναι περιττή: π.χ., όταν ο φορέας, λόγω της εξειδίκευσής του, οφείλει να γνωρίζει το νομικό πλαίσιο· όταν το νομικό πλαίσιο είναι πασίγνωστο, και χωρίς τεχνικό χαρακτήρα· όταν ο φορέας είναι κακόβουλος· όταν η νομική υποχρέωση είναι περιορισμένης χρονικής διάρκειας, και ο φορέας επιλέγει να παρανομήσει· όταν ο βαθμός κινδύνου επιβάλλει την άμεση λήψη μέτρων.
Προτείνεται η αναδιατύπωση του σημείου α) ως εξής: «α) Προαγωγή της οικειοθελούς συμμόρφωσης. Πριν, ταυτόχρονα με ή μετά την επιβολή κυρώσεων, η εποπτεύουσα αρχή καλεί τον εποπτευόμενο να συμμορφωθεί οικειοθελώς, με τη διαρκή παροχή όλων των κατάλληλων οδηγιών. Η οικειοθελής συμμόρφωση συνεκτιμάται για την επιλογή των ενεργειών εποπτείας. Η παροχή οδηγιών πριν την ανάληψη ενεργειών εποπτείας μπορεί να παραλείπεται, όταν είναι προφανώς ατελέσφορη, ή όταν οι ενέργειες εποπτείας είναι απαραίτητο να αναληφθούν χωρίς καθυστέρηση, για λόγους που αφορούν την προστασία του δημόσιου συμφέροντος και των δικαιωμάτων των πολιτών».
5. Το σημείο δ) της 2ης παραγράφου αναφέρεται στην «αποτελεσματικότητα». Πρόκειται για λάθος, καθώς η παράγραφος ουσιαστικά αναφέρεται στις αρχές της «οικονομικότητας» και της «αποδοτικότητας» (efficiency), οι οποίες ισχύουν γενικώς για τη διοίκηση, και οι οποίες είναι γνωστές (π.χ. στη νομολογία του Ελεγκτικού Συνεδρίου). Στο ίδιο σημείο, δεν χρειάζεται η αναφορά σε εποπτευόμενους, διότι για αυτούς ισχύει σε κάθε περίπτωση η «αρχή της αναλογικότητας». Για τους εποπτευόμενους, ισχύει επίσης η αρχή «ο ρυπαίνων πληρώνει»: σύμφωνα με την αρχή αυτή, ο φορέας πρέπει να αναλάβει το πλήρες, και όχι το «λιγότερο δυνατό», κόστος από τη ρύπανση που έχει προκληθεί.
Προτείνεται η διαγραφή του σημείου δ). Αν πρέπει να διατηρηθεί, αρκεί το εξής: «δ) αρχή της οικονομικότητας και της αποδοτικότητας….»
6. Στο σημείο η) της 2ης παραγράφου, εξαγγέλλεται το καθήκον της «θετικής επίπτωσης στην ανάπτυξη των δραστηριοτήτων». Το καθήκον αυτό είναι ακατάληπτο και είναι άγνωστο από πού προέρχεται. Από ό,τι μπορεί να καταλάβει κανείς από την παράγραφο που ακολουθεί, και τις περίεργες αναφορές της (π.χ. στην «ευημερία των πολιτών»), πρόκειται και πάλι για την αρχή της αναλογικότητας.
Προτείνεται η απαλοιφή του σημείου η). Θετική επίδραση στην ανάπτυξη των δραστηριοτήτων έχει πρωτίστως το κράτος δικαίου και η ισονομία, τόσο μεταξύ των εποπτευόμενων, όσο και μεταξύ των εποπτευόμενων και των υπόλοιπων πολιτών.
Η υποπαράγραφος «η» του άρθρου 4, παρ 2 να διαγραφεί.
Τι σημαίνει στην πράξη «να μη βλαπτεται υπερμετρα η αναπτυξη»;
Σημάινει διαιτησία υπέρ της οικονομική δραστηριότητας και σε βάρος της υγείας, των οικοσυστημάτων και εν γένει του περιβάλλοντος.
Ισχύει η αρχή της αναλογικότητας των μέτρων της διοίκησης που έτσι κι αλλιώς δεσμέυει τον ελεγκτή και καλύπτει φαινόμενα κακοδιοίκησης.
Αν οι εταιριες εξ’ αρχης γνωρίζουν ότι τα μετρα δεν θα είναι επαχθή, αλλοιώνεται ο κατασταλτικός χαρακτηρας της διάταξης.
Απαραδεκτη η διαιτησία υπερ των εταιριών.
Εκτος από αυτό ο υπάλληλος/ η υπηρεσία θα καθίσταται δικαστικά υπόλογος στην επιβολή μέτρων που θα ορίσει. Αν επιλεξει επαχθές μετρο, η εταιρία θα μπορεί να στραφεί εναντίον του βάσει αυτής της διάταξης. Δεν είναι πια ελέυθερος στην άσκηση των καθηκόντων του.
Πρέπει να δοθούν ρητές και συγκεκριμένες οδηγίες στα ελεγκτικά και εποπτικά όργανα και αρχές ότι το συγκεκριμένο άρθρο δεν αποτελεί απλώς «ευχολόγιο». Πρέπει να καταλάβουν ότι μόλις ψηφιστεί-δημοσιευτεί ως νόμος τότε έχει άμεση και πλήρη εφαρμογή όσον αφορά τυχόν ελέγχους, κυρώσεις κλπ, καθώς η εφαρμογή του δεν εξαρτάται από μεταγενέστερες εκτελεστικές αποφάσεις ή ρυθμίσεις.
Αυτό πρέπει να γίνει συνείδηση στους ελέγχοντες, αφού μέχρι τώρα στους ελέγχους επικρατούν κυρίως η υπερβολή, η κατάχρηση, η αυστηρότητα και πολλές φορές η εκ μέρους τους εντελώς απρόσεχτη, αβάσιμη ή και μη νόμιμη ερμηνεία και εφαρμογή κανονιστικών νομοθεσιών.
Πρέπει επίσης να προβλεφθούν ασφαλιστικές δικλείδες για την ορθή τήρηση του άρθρου 4 και των διάφορων αρχών που μνημονεύει.
Ένα άψογο σε περιεχόμενο άρθρο. Αρκεί να τηρηθεί και να μην μείνει στα χαρτιά. Ειδικότερα σήμερα ελάχιστες από τις αρχές που περιγράφονται στο άρθρο αυτό ισχύουν στην πράξη