1. Η άσκηση εποπτείας διέπεται από την αρχή της νομιμότητας, την αρχή της χρηστής διοίκησης, την αρχή της καλής πίστης και την αρχή της δικαιολογημένης εμπιστοσύνης του διοικούμενου (εποπτευόμενου) καθώς και την αρχή της αναλογικότητας, την αρχή της επιείκειας, την αρχή της ισότητας.
2. Για τους σκοπούς του παρόντος νόμου, η άσκηση της εποπτείας διέπεται από τους κάτωθι κανόνες:
α) Προτεραιότητα της υποστήριξης της συμμόρφωσης από την Εποπτεύουσα Αρχή: Οι Αρχές και Υπάλληλοι που είναι επιφορτισμένοι με την εποπτεία οφείλουν, πρωτίστως, να υποστηρίζουν τη συμμόρφωση των οικονομικών φορέων και να προτάσσουν την παροχή κατευθυντήριων γραμμών, οδηγιών και πληροφόρησης για τη συμμόρφωση, υποδείξεων για την ανάληψη τυχόν διορθωτικών ενεργειών από τους οικονομικούς φορείς καθώς και κάθε άλλου θέματος που κατά την κρίση τους απαιτείται για να πραγματωθεί η συμμόρφωση πριν την επιβολή μέτρων και κυρώσεων.
β) Επιλογή ενεργειών για τη μείωση ή αποτροπή του κινδύνου: Οι Αρχές και Υπάλληλοι που είναι επιφορτισμένοι με την εποπτεία διαθέτουν τη δυνατότητα επιλογής μεταξύ περισσότερων ενεργειών έτσι ώστε να επιλέξουν αυτή που κρίνουν απολύτως αναλογική και αναγκαία, προκειμένου να επιτευχθεί η μείωση ή η αποτροπή κινδύνου.
γ) Δημοσιότητα των νομικών απαιτήσεων: Οι εποπτεύουσες αρχές θα πρέπει να προβαίνουν σε ενέργειες εφόσον έχουν προηγουμένως μεριμνήσει για τη δημοσιότητα/δημοσιοποίηση των απαιτήσεων συμμόρφωσης σύμφωνα με την κείμενη νομοθεσία που ελέγχουν με τρόπο σαφή και κατανοητό προς τους εποπτευόμενους και με παροχή ερμηνειών όπου απαιτείται. Σε διαφορετική περίπτωση θα πρέπει να εξαντλούνται οι ως άνω αρχές πριν την επιβολή μέτρων εις βάρος των εποπτευόμενων.
δ) Αποτελεσματικότητα: Οι Αρχές που είναι επιφορτισμένες με την εποπτεία θα πρέπει κατά τον προγραμματισμό και σχεδιασμό των ενεργειών εποπτείας να διασφαλίζουν την χρηστή διαχείριση των διαθέσιμων πόρων και να διασφαλίζουν ότι τα αποτελέσματα της εποπτείας επιτυγχάνονται με το λιγότερο δυνατό κόστος τόσο για τις ίδιες τις Αρχές όσο και για τους εποπτευόμενους.
ε) Αρωγή και επικουρία μεταξύ των εποπτευουσών αρχών: Οι Αρχές που είναι επιφορτισμένες με την εποπτεία συγκεκριμένου πεδίου βοηθούν και παρέχουν πληροφορίες προς άλλες Αρχές για την υποβοήθηση του αντικειμένου τους και για την μείωση του χρόνου και διοικητικού βάρους προς τους εποπτευόμενους για την εκ νέου συλλογή των πληροφοριών που απαιτούνται.
στ) Ανεξαρτησία και αντικειμενικότητα του εποπτεύοντος οργάνου. Οι αρχές και οι υπάλληλοι που είναι επιφορτισμένοι με την εποπτεία θα πρέπει να είναι απαλλαγμένοι από κάθε είδους σύγκρουση συμφερόντων και να δρουν με τρόπο ανεξάρτητο. Επιπλέον, η δράση τους θα πρέπει να χαρακτηρίζεται από αμεροληψία και αντικειμενικότητα.
ζ) Τήρηση των κανόνων δεοντολογίας: Οι Εποπτεύουσες αρχές διασφαλίζουν ότι οι δράσεις τους διενεργούνται σύμφωνα με τους κανόνες δεοντολογίας που υιοθετούνται και παρέχουν κατευθυντήριες γραμμές, οδηγίες και πληροφόρηση για τη συμμόρφωση για το σκοπό αυτό.
η) Επιλογή του λιγότερου επαχθούς μέτρου έτσι ώστε να μην βλάπτεται υπέρμετρα η ανάπτυξη της δραστηριότητας και να μην αναστέλλεται αναιτιολόγητα η λειτουργία της (καθήκον θετικής επίπτωσης στην ανάπτυξη των δραστηριοτήτων). Οι εποπτεύουσες αρχές ασκούν τις ενέργειες εποπτείας κατά τρόπο που στοχεύει στην αύξηση του επιπέδου συμμόρφωσης των εποπτευόμενων φορέων και της ευημερίας των πολιτών. Μεταξύ των περισσοτέρων μέτρων που διαθέτουν οι Αρχές και Υπάλληλοι που είναι επιφορτισμένοι με την εποπτεία, για την επίτευξη της συμμόρφωσης, οφείλουν να επιλέγουν τα λιγότερο επαχθή για τον εποπτευόμενο μέτρα προκειμένου να μην βλάπτεται υπέρμετρα η ανάπτυξη της δραστηριότητας και να μην αναστέλλεται αναιτιολόγητα η λειτουργία της. Για το σκοπό αυτό οι Αρχές και Υπάλληλοι οφείλουν να λαμβάνουν υπόψη τις επιπτώσεις των μέτρων στην άσκηση της οικονομικής δραστηριότητας, και ιδίως τα λειτουργικά κόστη, τη βιωσιμότητα, την ανάπτυξη και την απασχόληση σε σχέση με το επιδιωκόμενο αποτέλεσμα της αύξησης του επιπέδου συμμόρφωσης και να επιλέγουν το μέτρο που θα έχει τη μικρότερη δυνατή βλάβη στην οικονομική δραστηριότητα ενώ παράλληλα επιτυγχάνει επαρκή επίπεδα συμμόρφωσης και προστασίας του δημοσίου συμφέροντος.