Για την εφαρμογή του παρόντος νόμου ισχύουν οι ακόλουθοι ορισμοί:
α) Οικονομική δραστηριότητα: η δραστηριότητα που ασκείται από φυσικά ή νομικά πρόσωπα με σκοπό τον προσπορισμό εισοδήματος και κέρδους στο πλαίσιο λειτουργίας της αγοράς, όπως ενδεικτικά η παραγωγή και διακίνηση αγαθών, η παροχή υπηρεσιών, η διεξαγωγή εμπορίου, και η εκτέλεση έργων.
β) Τομέας δραστηριότητας: το σύνολο των οικονομικών δραστηριοτήτων που προσδιορίζονται με έναν τετραψήφιο Κωδικό Αριθμό Δραστηριότητας (ΚΑΔ).
γ) Οικονομικός φορέας: φυσικό ή νομικό πρόσωπο, το οποίο ασκεί οικονομική δραστηριότητα στην Ελληνική Επικράτεια.
δ) Προϊόν: αντικείμενο που διατίθεται στην αγορά για διανομή, κατανάλωση ή χρήση στο πλαίσιο εμπορικής δραστηριότητας.
ε) Εγκατάσταση: ο χώρος όπου ασκείται οικονομική δραστηριότητα που φέρει έναν ή περισσότερους Κωδικούς Αριθμούς Δραστηριότητας και η οποία μπορεί να ταξινομηθεί ως προς τον κίνδυνο για τη δημόσια υγεία και ασφάλεια, το περιβάλλον ή άλλες πτυχές του δημόσιου συμφέροντος. Στην έννοια της εγκατάστασης για τους σκοπούς του παρόντος νόμου νοείται και το κινητό μέσο στο οποίο ή μέσω του οποίου ασκείται οικονομική δραστηριότητα.
στ) Εποπτεία: Οι ενέργειες που πραγματοποιούνται από Δημόσια Αρχή προκειμένου να εξασφαλιστεί ότι οι οικονομικοί φορείς, οι εγκαταστάσεις και τα προϊόντα συμμορφώνονται προς τις απαιτήσεις που ορίζει η κείμενη νομοθεσία και δε θέτουν σε κίνδυνο την υγεία, την ασφάλεια, το περιβάλλον ή άλλες πτυχές του δημοσίου συμφέροντος. Για τους σκοπούς του παρόντος νόμου ο όρος εποπτεία περιλαμβάνει όλες τις ενέργειες που πραγματοποιούνται από την Αρχή προκειμένου να εξασφαλισθεί η συμμόρφωση όπως, ο σχεδιασμός, προγραμματισμός και η διενέργεια του ελέγχου, υποστήριξη της συμμόρφωσης, παροχή κατευθυντήριων γραμμών, οδηγιών και πληροφόρησης κ.λπ. όπως αναλυτικά ορίζονται στο άρθρο 5 κατωτέρω.
ζ) Εποπτεύουσα αρχή: η δημόσια αρχή που έχει αρμοδιότητα άσκησης εποπτείας στους οικονομικούς φορείς και τα προϊόντα. Με τον όρο εποπτεύουσα νοείται είτε η Αρχή Οργάνωσης Εποπτείας και Συντονισμού είτε η Αρχή Εφαρμογής Εποπτείας και Διαχείρισης Ελέγχου όπως αυτές περαιτέρω ορίζονται στον παρόντα νόμο.
η) Πεδίο εποπτείας: Μια συγκεκριμένη πτυχή δημοσίου συμφέροντος που απαιτεί εποπτεία και για την οποία έχουν τεθεί κανόνες δικαίου ως προς τις απαιτήσεις που πρέπει να τηρούνται για να μην επέλθει κίνδυνος σε αυτήν.
θ) Έλεγχος: Αποτελεί μέρος της εποπτείας και ορίζεται ως η κάθε ενέργεια που πραγματοποιείται για την αξιολόγηση της συμμόρφωσης μιας οικονομικής δραστηριότητας και περιλαμβάνει τη γενική οργανωμένη εξέταση ή αξιολόγηση της συμμόρφωσης των προϊόντων, υπηρεσιών ή εργασιών των δραστηριοτήτων με τις απαιτήσεις της κείμενης νομοθεσίας και περιλαμβάνει την υποστήριξη για τη βελτίωση της συμμόρφωσης. Στην έννοια του ελέγχου περιλαμβάνεται κάθε ενέργεια κατά την παραπάνω έννοια ανεξάρτητα από το τόπο ή χρονικό σημείο που λαμβάνει χώρα.
ι) Ελεγκτής: δημόσιος υπάλληλος με αρμοδιότητα διενέργειας ελέγχου στο αντικείμενο αρμοδιότητας της εποπτεύουσας αρχής. Ως ελεγκτής νοείται κάθε υπάλληλος που ασκεί τις παραπάνω ενέργειες ανεξαρτήτως αν φέρει άλλο τίτλο στην κείμενη νομοθεσία ή στην ανάθεση των καθηκόντων του από την Υπηρεσία στην οποία ανήκει. Για την εφαρμογή του παρόντος νόμου ως ελεγκτές, πέραν των ως άνω δημοσίων υπαλλήλων, νοούνται και τα φυσικά πρόσωπα τα οποία έχουν εγγραφεί σε μητρώα που τηρούνται από τις εποπτεύουσες αρχές και δύνανται υπό προϋποθέσεις να συνεπικουρούν τις εποπτεύουσες αρχές στην άσκηση των αρμοδιοτήτων τους.
ια) Eντολή διενέργειας ελέγχου: έγγραφο που περιγράφει το περιεχόμενο του ελέγχου που πρέπει να πραγματοποιηθεί σε συγκεκριμένη επιχείρηση από τον ελεγκτή στον οποίο έχει ανατεθεί.
ιβ) Φύλλο ελέγχου: φύλλο αξιολόγησης συμμόρφωσης που περιέχει κατ’ ελάχιστο τις κύριες απαιτήσεις ή τις κατηγορίες απαιτήσεων που υποχρεούνται να τηρούν οι φορείς οικονομικών δραστηριοτήτων σχετικά με τα προϊόντα ή τις υπηρεσίες τους.
ιγ) Έκθεση ελέγχου: η αναφορά ή κάθε έγγραφο που συντάσσεται σε συνέχεια του ελέγχου και καταγράφει τα αποτελέσματά του. Η έκθεση ελέγχου μπορεί να έχει τη μορφή φύλλου ελέγχου.
ιδ) Αρχείο ελέγχου: βάση δεδομένων του πληροφοριακού συστήματος διαχείρισης και ελέγχων όπου καταχωρούνται οι εκθέσεις ελέγχων.
ιε) Κίνδυνος: η πιθανή βλάβη που δύναται να προκληθεί σε μια πτυχή του δημοσίου συμφέροντος, ως αποτέλεσμα οικονομικής δραστηριότητας ή/και της προοριζόμενης χρήσης των προϊόντων. Ο κίνδυνος προσδιορίζεται ιδίως από το μέγεθος της πιθανότητας επέλευσης της βλάβης, τη σοβαρότητα και το μέγεθος αυτής καθώς και από τη συχνότητα επανάληψης της μη συμμορφούμενης συμπεριφοράς του οικονομικού φορέα.
ιστ) Αξιολόγηση κινδύνου: η διαδικασία αναγνώρισης, ανάλυσης και εκτίμησης της επικινδυνότητας των οικονομικών δραστηριοτήτων και των προϊόντων που αποσκοπεί στην οργάνωση και την άσκηση των κατάλληλων ενεργειών ελέγχου και εποπτείας.
ιζ) Κριτήρια κατάταξης σε κατηγορία κινδύνου: τα συγκεκριμένα χαρακτηριστικά οικονομικών δραστηριοτήτων και προϊόντων που χρησιμοποιούνται ως κριτήρια για την κατάταξη των οικονομικών φορέων σε κατηγορίες κινδύνου.
ιη) Ανάληψη διορθωτικών ενεργειών/ Επιβολή μέτρων συμμόρφωσης: οι συστάσεις, τα μέτρα και οι κυρώσεις που επιβάλλονται από τις αρχές για την τήρηση της εκάστοτε ισχύουσας νομοθεσίας κατά την άσκηση οικονομικής δραστηριότητας.
ιθ) Συλλογή και αξιολόγηση δεδομένων εποπτείας: η οργανωμένη επαλήθευση ή μελέτη ορισμένου τύπου κινδύνου που αποσκοπεί στη συλλογή δεδομένων για την αναγνώριση υφιστάμενων ή δυνητικών προβλημάτων σε διαφορετικές οικονομικές δραστηριότητες και, όταν καθίσταται αναγκαίο, στη προετοιμασία στρατηγικής με στόχο τη πρόληψη, μείωση ή εξάλειψη συγκεκριμένου επαπειλούμενου κινδύνου και τη στατιστική αξιοποίηση αυτών.