Άρθρο 01 – Σκοπός

1. Mε τις διατάξεις του παρόντος θεσπίζεται το γενικό πλαίσιο και οι γενικές αρχές για την άσκηση εποπτείας και τη διαδικασία ελέγχου των οικονομικών δραστηριοτήτων και των προϊόντων.

2. Με τις διατάξεις του παρόντος ορίζονται:
α) Οι κοινές αρχές και το πλαίσιο για την άσκηση εποπτείας επί των οικονομικών δραστηριοτήτων και προϊόντων.
β) Οι γενικοί κανόνες και οι διαδικασίες που ισχύουν για την άσκηση εποπτείας.
γ) Η μεθοδολογία και τα εργαλεία άσκησης της εποπτείας.
δ) Οι αρμοδιότητες και υποχρεώσεις των εποπτευουσών αρχών, καθώς και τα δικαιώματα και υποχρεώσεις των ελεγχόμενων οικονομικών φορέων.
ε) Όλες οι αποφάσεις που λαμβάνονται στο πλαίσιο της άσκησης εποπτείας, συμπεριλαμβανομένων των μέτρων και κυρώσεων.
στ) Άλλα ζητήματα σχετικά με τη λειτουργία του συστήματος άσκησης εποπτείας, πλην αυτών που ορίζονται στις παραγράφους α-ε του παρόντος.

  • 10 Νοεμβρίου 2017, 14:07 | Σ.Π.

    Οι Επιθεωρητές Περιβάλλοντος διενεργούν επιθεωρήσεις σε έργα και δραστηριότητες, ασκώντας το λειτούργημα αυτό για την προστασία του περιβάλλοντος όπως επιτάσσει το Σύνταγμα, και σύμφωνα με την εθνική και κοινοτική περιβαλλοντική νομοθεσία.
    Οι ρυθμίσεις του υπό διαβούλευση νόμου, είναι προσανατολισμένες στην εποπτεία της αγοράς και στα προϊόντα όπως φαίνεται ήδη από τον τίτλο του. Πολλές από τις προτεινόμενες ρυθμίσεις (ενημέρωση ελεγχόμενου εκ των προτέρων/άρθ.8 παρ. 8.1.2, ανάληψη του κόστους των αναλύσεων δειγμάτων από το δημόσιο/άρθ.10 παρ. 10.1, ασυλία κατά το πρώτο έτος λειτουργίας μιας επιχείρησης έναντι κάθε περιβαλλοντικής παράβασης ή ενδεχομένως ακόμη και ποινικού αδικήματος/άρθ. 8 παρ. 8.5 , ασυλία του ελεγχόμενου έναντι κάθε παράβασης ή ενδεχομένως και ποινικού αδικήματος που δεν είχε προβλεφθεί από το φύλλο ελέγχου/άρθ.9 παρ. 9.2.4) καταστρατηγούν την έννοια της επιθεώρησης, η οποία αποτελεί και την ουσιώδη διαφορά του Σώματος Επιθεώρησης Περιβάλλοντος, Δόμησης, Ενέργειας & Μεταλλείων από τυχόν υπηρεσίες εποπτείας δημόσιες ή ιδιωτικές.
    Ειδικότερα καταλύονται ο απόρρητος χαρακτήρας της επιθεώρησης η νομικά κατοχυρωμένη προστασία των Επιθεωρητών για την διατύπωση της γνώμης τους, η διακριτική ευχέρεια των Επιθεωρητών να κατευθύνουν την διαδικασία της επιθεώρησης αναλόγως των ευρημάτων τους (όπως για παράδειγμα η διερεύνηση ευρημάτων αποθέσεων στερεών και επικίνδυνων αποβλήτων σε επιθεωρήσεις που έχουν ως αντικείμενο την αέρια ρύπανση).
    Επιπλέον σύμφωνα με τις προβλέψεις του Ν. 4014/2011, και ειδικότερα του άρθρου 20 αυτού, όπου προβλέπονταν η έκδοση Υπουργικών αποφάσεων για τον υπολογισμό του διοικητικού προστίμου και την κατάρτιση εθνικού προγράμματος περιβαλλοντικών επιθεωρήσεων, η υπηρεσία έχει ήδη καταρτίσει το εθνικό σχέδιο των επιθεωρήσεων και το απέστειλε στις εμπλεκόμενες υπηρεσίες και επεξεργάστηκε τον αλγόριθμο υπολογισμού του προστίμου. Αυτές οι δύο αποφάσεις που καταρτίστηκαν βάσει μεθοδολογίας, θα συμβάλλουν στην αναβάθμιση της επιθεώρησης και του ελέγχου και στην εναρμόνιση των περιβαλλοντικών ελέγχων και επιθεωρήσεων που διενεργούνται σε κεντρικό και περιφερειακό επίπεδο.
    Υπό το πρίσμα των παραπάνω, οι έλεγχοι του Σώματος Επιθεώρησης Περιβάλλοντος, Δόμησης, Ενέργειας και Μεταλλείων θα πρέπει να εξαιρεθούν από το πεδίο εφαρμογής του υπό διαβούλευση νόμου, όπως εν προκειμένω δεν περιλαμβάνονται στο άρθρο 14 και τα άλλα Σώματα Επιθεώρησης όπως το ΣΕΕΔΔ, ΣΕΕΥΜΕ, κ.α.
    Σημειώνουμε ότι η συμμόρφωση των ελεγχόμενων αποτελεί και για τους Επιθεωρητές Περιβάλλοντος έναν από τους βασικούς στόχους. Αν και το σχέδιο νόμου στοχεύει στη συμμόρφωση, δεν πιστεύουμε ότι αυτή θα επέλθει με τις προτεινόμενες ρυθμίσεις. Παράλληλα η μεγάλη σύγχυση που θα προκληθεί σχετικά με την διατήρηση σε ισχύ ή μη των προ-υπαρχόντων ειδικών διατάξεων (και ποιες είναι αυτές) για κάθε μία από τις υπηρεσίες ελέγχου που περιλαμβάνονται στο πεδίο εφαρμογής του σχεδίου νόμου, αποπροσανατολίζει από κάθε έννοια ουσιαστικής μεταρρύθμισης.

  • 10 Νοεμβρίου 2017, 12:12 | ΔΕΣΗΣ ΑΘ.

    Τροποποίηση του εδαφίου 2α:

    Οι κοινές αρχές και το πλαίσιο για την άσκηση εποπτείας επί των οικονομικών δραστηριοτήτων και προϊόντων και ειδικότερα των προϊόντων που υπόκεινται στον Κανονισμό (ΕΚ) αριθ. 765/2008, της Οδηγίας 2001/95/ΕΚ και της ενωσιακής νομοθεσίας εναρμόνισης που είναι σε ισχύ στην ΕΕ.

  • Για την Ομοσπονδία Επαγγελματοβιοτεχνών Ζαχαροπλαστών Ελλάδος, ένα πετυχημένο σύστημα ελέγχων στον τομέα των τροφίμων αποτελεί προστιθέμενη αξία για τις επιχειρήσεις τροφίμων. Μέσω του σχεδίου νόμου επιχειρείται να οριστούν εκ νέου βάσεις «νέου συστήματος επισήμου ελέγχου τροφίμων» σε αντίθεση με το κοινοτικό δίκαιο όπου έχουμε συστηματική και κανονική συμμετοχή και διαρκή διαβούλευση με φορείς όπως η UEAPME, DJSANTE, DJENTERPRISE, DJAGREE, EVI κ.λ.π.
    Εκφράζουμε τον προβληματισμό μας σχετικά και φοβόμαστε το κλείσιμο των πολύ μικρών επιχειρήσεων που δεν θα μπορέσουν να αντέξουν σε πολλαπλό έλεγχο από διαφορετικές υπηρεσίες και χωρίς να υπάρχει ένα σταθερό σχέδιο ασφάλειας και υγιεινής τροφίμων όπως έχουμε σήμερα μέσω της EFSA.
    Με την δυνατότητα που δίνει το σχέδιο νόμου, να οριστούν περισσότερες από μια υπηρεσίες στο ίδιο εποπτικό πεδίο εφαρμογής π.χ. ασφάλεια τροφίμων και για την πολύπλοκη διαδικασία με την δημιουργία οργάνου εποπτείας σε άλλο επίπεδο εποπτείας που εφαρμόζεται μέχρι σήμερα με την συμμετοχή δέκα υπουργείων. Δημιουργεί επιπλέον εποπτεία με την δημιουργία Δ/νσης Συντονισμού και εποπτείας, με το υπουργείο Ανάπτυξης.
    Το σχέδιο Νόμου, δημιουργεί σύγχυση με την θεσμοθέτηση του ρόλου του επιθεωρητή ως συμβούλου και της άσκησης ελέγχου στις επιχειρήσεις τροφίμων και δημιουργούνται προϋποθέσεις παραπλάνησης καταναλωτή και νοθείας η δε εφαρμογή αυτού του άρθρου θα δημιουργήσει συνθήκες αθέμιτου ανταγωνισμού.

  • 10 Νοεμβρίου 2017, 03:34 | ΠΑΡΑΤΗΡΗΤΗΡΙΟ ΠΟΛΙΤΩΝ ΓΙΑ ΤΗΝ ΑΕΙΦΟΡΟ ΑΝΑΠΤΥΞΗ-CISD

    Η ύπαρξη συστημάτων επιθεώρησης και η αποτελεσματική εκτέλεση των επιθεωρήσεων αποτελούν αποτρεπτικό παράγοντα περιβαλλοντικών και άλλων παραβιάσεων, αφού δίνουν την εξουσία στις αρχές να εντοπίζουν τις παραβάσεις της νοµοθεσίας και να επιβάλλουν αποτρεπτικές ποινές και κυρώσεις. Αυτό έχει περίτρανα αποδειχθεί σε όλα τα κράτη μέλη της Ευρωπαϊκής Ένωσης, αλλά και στη χώρα μας ιδιαίτερα κατά τις περιόδους που οι υφιστάμενοι μηχανισμοί ελέγχου βρίσκονται σε πλήρη λειτουργία.
    Οι επιθεωρήσεις αποτελούν τον απαραίτητο κρίκο της κανονιστικής αλυσίδας και ένα κατεξοχήν αποτελεσματικό εργαλείο για τη συμμόρφωση στην υφιστάμενη κοινοτική και εθνική νομοθεσία σε όλη την Κοινότητα και για την αποφυγή στρεβλώσεων του ανταγωνισµού.
    Η Ευρωπαϊκή Επιτροπή, με τις κατά καιρούς Εκθέσεις αξιολόγησης της εφαρμογής των κοινοτικών οδηγιών, έχει επισημάνει τις μεγάλες διαφορές που παρατηρούνται στα συστήµατα και τους µηχανισµούς επιθεώρησης των κρατών µελών, όχι µόνο σε ότι αφορά στις δυνατότητες που έχουν για την εκτέλεση εργασιών επιθεώρησης αλλά επίσης σε ότι αφορά στην εµβέλεια και το περιεχόµενο των αναλαµβανοµένων εργασιών επιθεώρησης. Ακόμη δε και στην ίδια την ύπαρξη των εργασιών επιθεώρησης σε ορισµένα κράτη µέλη, κατάσταση η οποία δεν µπορεί να θεωρηθεί ως ικανοποιητική, σε σχέση µε το στόχο της αποτελεσµατικής και συνεπέστερης υλοποίησης, πρακτικής εφαρµογής και επιβολής της κοινοτικής νοµοθεσίας, ιδιαίτερα σε θέματα που αφορούν στην περιβαλλοντική προστασία.
    Ο εντοπισμός και η πάταξη φαινομένων διαφθοράς και κακοδιοίκησης, η διασφάλιση της εύρυθμης και αποτελεσματικής λειτουργίας του δημόσιου τομέα και η παρακολούθηση, ο συντονισμός και η αξιολόγηση των μηχανισμών επιθεώρησης και ελέγχου συνιστούν απαραίτητες προϋποθέσεις προκειμένου να εξέλθει η Χώρα μας από την κρίση, να καλλιεργηθεί αίσθημα εμπιστοσύνης στη διοικητική λειτουργία και να ανακτήσει το κράτος την αξιοπιστία του προς τους πολίτες του αλλά και προς το εξωτερικό.
    Ωστόσο, η παραβατικότητα δεν είναι μόνο θέμα ελέγχων. Ακόμα και όταν αποκαλύπτεται σοβαρές παραβάσεις, οι ποινές περιορίζονται σε «πρόστιμα» αντί της απονομής δικαιοσύνης ή/και της παύσης λειτουργίας των παραβατικών δραστηριοτήτων – επιχειρήσεων. Ακόμα και τα «πρόστιμα» αποφεύγονται καθώς δεν αποτελούν ωφέλεια των πολιτών να διεκδικηθούν και ως πρόστιμα που αποτελούν ρυθμίσεις, χαρίζονται!! Συμπερασματικά πρέπει να επισημανθεί ότι στη χώρα μας ο θεσμός των ελέγχων και η λειτουργία των ελεγκτικών μηχανισμών βρίσκεται στη χαμηλότερη βαθμίδα της αποτελεσματικότητας.
    Λαμβάνοντας υπόψη τα ανωτέρω, το CISD παρεμβαίνει στο πλαίσιο της ανοικτής διαβούλευσης σχετικά με το Νόμο – Πλαίσιο που φέρει τον τίτλο: «για την Εποπτεία των Οικονομικών Δραστηριοτήτων και την Εποπτεία αγοράς προϊόντων».
    Με το εν λόγω σχέδιο νόμου επιχειρείται μία εκ βάθρων αλλαγή με σκοπό τη δημιουργία ενιαίων αρχών ελέγχου, αλλά και νέων αρχών και διαδικασιών που θα διέπουν τους ελέγχους, μέσω της εισαγωγής κοινών μεθόδων και εργαλείων, αποδίδοντας έμφαση στη συμμόρφωση έναντι του αναποτελεσματικού μοντέλου της επιβολής εξαντλητικών και μη αναλογικών πολλές φορές κυρώσεων, οι οποίες οδηγούν συνήθως τους ελεγχόμενους σε προδικαστικές προσφυγές και δικαστικές ενέργειες, που επιβαρύνουν τη δημόσια διοίκηση και τη Δικαιοσύνη, στόχος καταρχήν απολύτως ορθός και αναγκαίος.
    Θεμιτός ο στόχος και αναγκαίος, εκ πρώτης όψης, αν ο τίτλος του ως άνω νόμου δεν προκαλούσε εύλογες απορίες:

     Πρόκειται για τίτλο που είτε μεταφέρθηκε λανθασμένα λόγω της μετάφρασης ξενόγλωσσων αντίστοιχων κειμένων είτε αποκαλύπτει τις πραγματικές προθέσεις του νομοθέτη.

     Ατυχώς η λέξη «εποπτεία» που αντικαθιστά τη λέξη «έλεγχος», καθώς και οι όροι «οικονομικές δραστηριότητες» και «αγορά προϊόντων» μεταφέρουν λάθος μήνυμα και κυρίως αδυνατίζουν το περιεχόμενο και συσκοτίζουν το αντικείμενο, σηματοδοτώντας μια άλλη αντίληψη ελέγχου. Ενός ελέγχου που περιορίζεται στην εποπτεία δραστηριοτήτων, στις οποίες μάλιστα αποδίδεται αποκλειστικά οικονομικός χαρακτήρας, έναντι του παραγωγικού και των επιπτώσεων της λειτουργίας τους σε όλους τους τομείς (ακόμη και σε περιπτώσεις που λειτουργούν σε πλήρη ευθυγράμμιση με το γράμμα του νόμου).
     Η εποπτεία ασκείται µε διοικητικές πράξεις του εποπτεύοντος οργάνου και µπορεί να περιλαµβάνει επεµβάσεις σχετικές είτε µε τα όργανα είτε µε τις πράξεις των οργάνων του εποπτευόµενου δηµόσιου ή ιδιωτικού φορέα. Ο έλεγχος συνίσταται αφενός στην αρµοδιότητα του οργάνου να ασκεί έλεγχο στις πράξεις του ελεγχόμενου και να δίνει οδηγίες και διαταγές σχετικές µε την εφαρμογή της νομοθεσίας και την αντίστοιχη υποχρέωση του ελεγχόμενου να εκτελεί τις διαταγές. Ο έλεγχος διακρίνεται σε προληπτικό, που ασκείται πριν από την εμφάνιση προβλημάτων, είτε µε τη µορφή συγκεκριµένων οδηγιών ή γενικών µε τις οποίες καθορίζεται ο τρόπος ενέργειας των ελεγχόμενων και κατασταλτικό, που ασκείται µετά την εκδήλωση ενός προβλήματος είτε αυτεπαγγέλτως είτε µετά από σχετική διοικητική προσφυγή, από εισαγγελική παραγγελία ή και από καταγγελία πολιτών που έχουν έννοµο συµφέρον. Η εποπτεία δεν εμπεριέχει τίποτε από τα ανωτέρω.

     Οι απαραίτητοι μηχανισμοί έμμεσου ελέγχου πρέπει να λειτουργούν σε ένα αποτελεσματικό και πολιτικά ανεπηρέαστο πλαίσιο που θα περιλαμβάνουν εθελοντικές αρχές και πρότυπα υπεύθυνης επιχειρηματικής συμπεριφοράς, σύμφωνης με την εφαρμοστέα νομοθεσία (έκδοση κατευθυντηρίων οδηγιών και συστάσεων, επεξεργασία κωδίκων τηρητέας στάσης και καλών πρακτικών κλπ) ή και μέσα επιβράβευσης και δημοσιοποίησης των καλών επιδόσεων και απαξίωσης αντίστοιχα των κακών πρακτικών.

    Και δεν φτάνει μόνο ο τίτλος για να αποπροσανατολίσει. Ακολουθεί και το περιεχόμενο με διατάξεις οι οποίες αντί να ενισχύουν και να βελτιώνουν το σημερινό ισχύον πλαίσιο, αντίθετα περιέχουν πλήθος εξαιρέσεων και συνθηκών, άλλοτε υπό τον τύπο «γενικών αρχών» και άλλοτε ως λεπτομέρειες των διαδικασιών ελέγχου, που μπορεί να τελικά να οδηγήσουν στην γενική ατιμωρησία ακόμη και των σοβαρών περιπτώσεων ρύπανσης ή υποβάθμισης του περιβάλλοντος.

    Το πλέον εντυπωσιακό στοιχείο είναι η διαμόρφωση ενός συστήματος εποπτείας που αντιμετωπίζει με εμφανές ισοπεδωτικό τρόπο ανόμοια αντικείμενα ελέγχου, επισύροντας έτσι μια αρνητική ομογενοποίηση η οποία όχι μόνο αδυνατίζει το στόχο, αλλά και τον αναιρεί σε αρκετές περιπτώσεις.

    Ειδικότερα:
    1. Το νομοσχέδιο στηρίζει την εφαρμογή του σε ένα νέο μοντέλο διοίκησης για κάθε πεδίο εποπτείας (Αρχή Οργάνωσης Εποπτείας και Συντονισμού και Αρχές Εφαρμογής Εποπτείας και Διαχείρισης/ελεγκτικές αρχές) με την υποστήριξη του συντονισμού του νέου συστήματος από αρμόδια Δ/νση της Γενικής Γραμματείας Βιομηχανίας.
    2. Διαμορφώνει δηλαδή μια νέα γραφειοκρατική και ασαφή δομή, τη στιγμή που αποδεδειγμένα, από την πρακτική λειτουργίας τόσων χρόνων των ελεγκτικών μηχανισμών της χώρας, η δημιουργία Αυτόνομων και παντελώς Ανεξάρτητων Ελεγκτικών Αρχών ήταν πλέον μια επιβεβαιωμένη ανάγκη. Ειδικότερα, η ίδρυση Ανεξάρτητης Αρχής περιβαλλοντικών επιθεωρήσεων, με αναφορά στη Βουλή έχει κατά καιρούς υποδειχθεί από πολιτικούς, βουλευτές, από περιβαλλοντικές οργανώσεις και από το CISD, ώστε οι περιβαλλοντικοί έλεγχοι να μην εξαρτώνται από υπουργικές υποδείξεις και κομματικές παρεμβάσεις.
    3. Οι πλέον κρίσιμοι μηχανισμοί ελέγχου υποβαθμίζονται ακόμη περισσότερο χάνοντας παντελώς την αυτοτέλειά τους και τον συντονιστικό τους ρόλο προς κάθε υπηρεσία που πραγματοποιεί ελέγχους σε περιφερειακό επίπεδο.
    4. Ο νομοθέτης φαίνεται να αγνοεί παντελώς όχι μόνο την ελληνική πραγματικότητα, αλλά και τη νομοθεσία και την πορεία και εξέλιξη των υφιστάμενων ελεγκτικών μηχανισμών, αφήνοντας ανοικτά τα πλέον σημαντικά ζητήματα λειτουργίας του προτεινόμενου συστήματος, εξουσιοδοτώντας την έκδοση σειράς Προεδρικών Διαταγμάτων για την εξειδίκευση των αρχών και διαδικασιών που τίθενται με το νόμο – πλαίσιο για κάθε ένα από τα πεδία εποπτείας. Προεδρικά Διατάγματα που απαιτούν μεγάλο χρονικό διάστημα έκδοσης, αν ποτέ συνταχθούν.
    5. Δεν έχει ληφθεί υπόψη ότι ήδη υφίσταται σαφές νομικό πλαίσιο που καλύπτει όλες τις απαιτήσεις που θέτουν οι προτεινόμενες διατάξεις όσον αφορά τον περιβαλλοντικό & μεταλλευτικό έλεγχο καθώς οι διαδικασίες έχουν βελτιωθεί σημαντικά τα τελευταία χρόνια και λειτουργούν αποτελεσματικά, παρ’ όλες τις δυσκολίες που αντιμετωπίζει η δημόσια διοίκηση.
    6. Στο δια ταύτα μια νέα Αρχή δημιουργείται, αντί να ενδυναμώνονται οι υφιστάμενες που υπολειτουργούν, μια αρμόδια Αρχή Οργάνωσης Εποπτείας και Συντονισμού με τις αντίστοιχες Αρχές Εφαρμογής Εποπτείας και Διαχείρισης (ελεγκτικές αρχές).
    7. Όσο για την υλοποίηση του νέου θεσμικού πλαισίου μέσω ενός Ολοκληρωμένου Πληροφοριακού Συστήματος Άσκησης Δραστηριοτήτων και Ελέγχων (όπως ονομάζεται ή απλά ΟΠΣ-ΑΔΕ), που προφανώς αποτελεί μια ορθή επιλογή, ο νομοθέτης παραγνωρίζει το γεγονός ότι ανάλογες πλατφόρμες έχουν ήδη προβλεφθεί από προγενέστερους νόμους και ενώ ολοκληρώθηκαν δεν τέθηκαν ποτέ σε ισχύ σε γενικευμένο πλαίσιο, αλλά μόνον για κάποιες από τις ελεγκτικές αρχές.

    Σε συνέχεια των προηγούμενων γενικών παρατηρήσεων και λαμβάνοντας υπόψη τον υψηλό βαθμό παραβατικής συμπεριφοράς των επιχειρήσεων (δραστηριοτήτων) του δημόσιου και ιδιωτικού τομέα σε κάθε τομέα το CISD εκτιμά ότι ο υπόψη νόμος – πλαίσιο δεν ανταποκρίνεται ουδόλως στις απαιτήσεις της ελληνικής πραγματικότητας, καθώς:

     Διαμορφώνει ένα στρεβλό σύστημα που αποδυναμώνει, αντί να ενισχύει τον έλεγχο, αγνοώντας παντελώς τις όποιες πρόσφατες, θετικές, νομοθετικές ρυθμίσεις ιδιαίτερα στον τομέα των περιβαλλοντικών επιθεωρήσεων όπου η νομοθεσία που τις διέπει βασίζονται πάνω σε κατευθύνσεις της Ευρωπαϊκής Επιτροπής (υπό τη μορφή ελάχιστων κριτηρίων που πρέπει να εφαρμόζονται σε κοινή βάση για την πραγματοποίηση εργασιών περιβαλλοντικής επιθεώρησης στα κράτη µέλη).
     Με τον προτεινόμενο νόμο ακυρώνεται το περιβαλλοντικό κεκτημένο της χώρας, παρόλο που σκοπός του νόμου παρουσιάζεται ότι είναι η «βελτίωση της ευημερίας των πολιτών με την πρόληψη και τον μετριασμό των υφιστάμενων ή δυνητικών κινδύνων για την ανθρώπινη υγεία και ασφάλεια, για το περιβάλλον, το οικιστικό και πολιτιστικό περιβάλλον».

    Το CISD επισημαίνει ότι:
     Μόνο ένας ουσιαστικός, αξιόπιστος έλεγχος και σαφείς διαφανείς διαδικασίες μπορούν να εγγυηθούν το σεβασμό στη νομοθεσία και τη συμμόρφωση και όχι μια απλή εποπτεία από όργανα που θα ελέγχονται από σειρά συντονιστικών και άλλων επιτροπών, αλλά και από την εκάστοτε πολιτική ηγεσία.
     Για να περάσουμε σε μια κοινωνία νομιμότητας έχουμε ανάγκη από συστηματικό έλεγχο από Ανεξάρτητες και αυτοδύναμες αρχές με πλήρεις αρμοδιότητες παράλληλα με την εγκαθίδρυση ενός ικανού συστήματος έκθεσης των παρανομούντων, αλλά και επιβράβευσης των καλών πρακτικών.
     Ειδικότερα μάλιστα σε ότι αφορά στα θέματα περιβάλλοντος, λαμβάνοντας υπόψη τα περιβαλλοντικά εγκλήματα που συντελούνται εδώ και χρόνια στον τόπο μας που έχει οδηγήσει σε μια ανεξέλεγκτη και εκτεταμένη ρύπανση εδάφους, υπόγειων και επιφανειακών νερών, βιοποικιλότητας και σε μεγάλη περιβαλλοντική ζημιά.
     Κράτος δικαίου χωρίς μηχανισμούς ελέγχου και προαγωγής της νομιμότητας δεν μπορεί να υπάρξει, είναι κράτος αδειανό.
     Ο έλεγχος της τήρησης της περιβαλλοντικής νομοθεσίας δεν ανταγωνίζεται ούτε εμποδίζει την οικονομική ανάπτυξη, αλλά αντίθετα την ευνοεί, διαφυλάσσοντας το φυσικό και τον πολιτιστικό πλούτο της χώρας μας επάνω στον οποίο βασίζεται η ανάπτυξή της.
     Οι νόμιμα λειτουργούσες δραστηριότητες δεν επιβαρύνονται από τους ελέγχους αυτούς, αντίθετα, προβάλλεται η ορθή πρακτική των επιχειρήσεων που λειτουργούν νόμιμα και με σεβασμό στο περιβάλλον.

  • 9 Νοεμβρίου 2017, 11:40 | WWF Ελλάς

    Το υπό διαβούλευση νομοσχέδιο δημιουργεί έντονη ανησυχία σε σχέση με τις ρυθμίσεις που επηρεάζουν ειδικά τις επιθεωρήσεις και τους ελέγχους για την τήρηση της περιβαλλοντικής νομοθεσίας. Συμπίπτει δε χρονικά με την έκδοση του π.δ. 132/2017 (ΦΕΚ Α’ 160/30.10.2017) «Οργανισμός Υπουργείου Περιβάλλοντος και Ενέργειας (ΥΠΕΝ), με το οποίο υποβαθμίζεται εμφανώς η κρίσιμη λειτουργία της περιβαλλοντικής επιθεώρησης, καθώς συγχωνεύεται με τους ελέγχους για τη διακίνηση και το λαθρεμπόριο καυσίμων.
    Ορισμένα σημεία του υπό διαβούλευση νομοσχεδίου όχι μόνο δεν προστατεύουν, αλλά υπονομεύουν σημαντικά την προστασία των αγαθών που αυτό δηλώνει πως επιδιώκει να προστατεύσει – την ασφάλεια των εργαζόμενων και των καταναλωτών, την δημόσια υγεία και το περιβάλλον.

    Το νομοσχέδιο ανακοινώνεται σε μία περίοδο που χαρακτηρίζεται από συνεχή υποβάθμιση των εποπτικών αρχών. Ορισμένες από αυτές στερούνται ακόμα και το ελάχιστο απαραίτητο προσωπικό για μία επιτόπια έρευνα. Θα περίμενε κανείς ότι βασική πολιτική προτεραιότητα θα ήταν η ενίσχυσή τους, ώστε να μπορούν να επιτελούν στοιχειωδώς το έργο τους. Είναι ζήτημα δημοκρατίας, ισότητας και κράτους δικαίου.
    2. Όσοι συμπολίτες μας έχουν πληγεί από προβλήματα που αφορούν την δημόσια υγεία, το περιβάλλον, ή την εργασιακή ασφάλεια γνωρίζουν πόσο δύσκολη είναι η αναγνώριση των πιο βασικών τους δικαιωμάτων. Οι πολίτες αυτοί, οι οποίοι κατά κύριο λόγο ανήκουν σε ευάλωτες κατηγορίες, στις περισσότερες περιπτώσεις δυσκολεύονται να βρουν ποια ακριβώς είναι η αρμόδια εποπτική αρχή. Όταν η αρχή αυτή ανευρεθεί, τότε υπάρχει συχνά μία ακραία απροθυμία ή αδυναμία να αναληφθούν ακόμα και οι πιο επιβεβλημένες ελεγκτικές δράσεις. Συνεπώς, θα περίμενε κανείς ότι το νομοσχέδιο, το οποίο επικαλείται και την αρχή της ισότητας (άρθρο…), θα ισχυροποιούσε την θέση των πολιτών αυτών.

    Ορισμένα σημεία του νομοσχεδίου διαπνέονται από την παράξενη αντίληψη ότι η τήρηση της νομιμότητας – και μάλιστα σε απολύτως κρίσιμα πεδία, όπως η ασφάλεια, η υγεία και το περιβάλλον- έχει αρνητικές επιπτώσεις στην «ανάπτυξη των δραστηριοτήτων». Δεν υπάρχει η παραμικρή ένδειξη για αυτό: αντίθετα, η διεθνής βιβλιογραφία δείχνει, χωρίς καμία αμφιβολία, ότι τα ισχυρά εποπτικά πλαίσια συμβαδίζουν απόλυτα με την ανταγωνιστικότητα, την καινοτομία και την ανάπτυξη των οικονομικών δραστηριοτήτων. Δεν υπάρχει τίποτα πιο βλαπτικό για την οικονομική δραστηριότητα και τον ανταγωνισμό από την ανοχή στην παρανομία.

    Το νομοσχέδιο ανακοινώνεται σε μία περίοδο που χαρακτηρίζεται από συνεχή υποβάθμιση των εποπτικών αρχών. Ορισμένες από αυτές στερούνται ακόμα και το ελάχιστο απαραίτητο προσωπικό για μία επιτόπια έρευνα. Θα περίμενε κανείς ότι βασική πολιτική προτεραιότητα θα ήταν η ενίσχυσή τους, ώστε να μπορούν να επιτελούν στοιχειωδώς το έργο τους. Είναι ζήτημα δημοκρατίας, ισότητας και κράτους δικαίου.

    Όσοι πολίτες έχουν πληγεί από προβλήματα που αφορούν την δημόσια υγεία, το περιβάλλον, ή την εργασιακή ασφάλεια γνωρίζουν πόσο δύσκολη είναι η αναγνώριση των πιο βασικών τους δικαιωμάτων. Οι πολίτες αυτοί, οι οποίοι κατά κύριο λόγο ανήκουν σε ευάλωτες κατηγορίες, στις περισσότερες περιπτώσεις δυσκολεύονται να βρουν ποια ακριβώς είναι η αρμόδια εποπτική αρχή. Όταν η αρχή αυτή ανευρεθεί, τότε υπάρχει συχνά μία ακραία απροθυμία ή αδυναμία να αναληφθούν ακόμα και οι πιο επιβεβλημένες ελεγκτικές δράσεις. Συνεπώς, θα περίμενε κανείς ότι το νομοσχέδιο, το οποίο επικαλείται και την αρχή της ισότητας, θα ισχυροποιούσε τη θέση των πολιτών αυτών.
    Ορισμένα σημεία του νομοσχεδίου διαπνέονται από την παράξενη αντίληψη ότι η τήρηση της νομιμότητας – και μάλιστα σε απολύτως κρίσιμα πεδία, όπως η ασφάλεια, η υγεία και το περιβάλλον- έχει αρνητικές επιπτώσεις στην «ανάπτυξη των δραστηριοτήτων». Δεν υπάρχει η παραμικρή ένδειξη για αυτό: αντίθετα, η διεθνής βιβλιογραφία δείχνει, χωρίς καμία αμφιβολία, ότι τα ισχυρά εποπτικά πλαίσια συμβαδίζουν απόλυτα με την ανταγωνιστικότητα, την καινοτομία και την ανάπτυξη των οικονομικών δραστηριοτήτων. Δεν υπάρχει τίποτα πιο βλαπτικό για την οικονομική δραστηριότητα και τον ανταγωνισμό από την ανοχή στην παρανομία.

    Το νομοσχέδιο περιστρέφεται γύρω από δυο βασικές έννοιες: την έννοια της αξιολόγησης κινδύνου των οικονομικών δραστηριοτήτων και την έννοια της «υποστήριξης της συμμόρφωσης». Με βάση την αξιολόγηση κινδύνου των παραβάσεων, σχεδιάζεται όλο το σύστημα ελέγχου και εποπτείας, το οποίο δίνει έμφαση στην πληροφόρηση του εποπτευόμενου φορέα και τη συμφωνία με αυτόν. Σε ορισμένα σημεία του νομοσχεδίου, έχει λησμονηθεί ότι οι νομικές υποχρεώσεις είναι δεσμευτικές για όλους, χωρίς να χρειάζεται ούτε προηγούμενη αξιολόγηση του κινδύνου από την παράβαση, ούτε «διαπραγμάτευση» με τον παραβάτη. Με τη λογική αυτή, οι «μικρές» παραβάσεις δεν θα έπρεπε να ελέγχονται καθόλου. Πόσο μάλλον, όταν τα κριτήρια κινδύνου είναι γενικόλογα, αυτό-αναφορικά, και σε πολλές περιπτώσεις μεροληπτικά ή ακατάληπτα. Ειδικά σε περιβαλλοντικά θέματα, το άρθρο 24 επιβάλλει (και μάλιστα κατά δέσμια αρμοδιότητα) τη λήψη όλων των απαραίτητων προληπτικών και κατασταλτικών μέτρων, χωρίς προηγούμενες αξιολογήσεις κινδύνου.
    Φυσικά, οι πόροι των εποπτευουσών αρχών δεν είναι απεριόριστοι και χρειάζονται κανόνες για την εσωτερική οργάνωση και την ιεράρχηση των απαιτήσεων. Ωστόσο, οι κανόνες αυτοί πρέπει να υπηρετούν την αποτελεσματική συμμόρφωση, και όχι να τροποποιούν «σιωπηρά» τις ισχύουσες διατάξεις, ούτε να υποδεικνύουν έμμεσα σε κάποιους εποπτευόμενους ότι μπορούν να παραβιάζουν τον νόμο με σχετική ασφάλεια.

    Σε νομοτεχνικό επίπεδο, το νομοσχέδιο χαρακτηρίζεται από επαναλήψεις, και δυσνόητες ή αδόκιμες εκφράσεις. Παραγνωρίζεται η καθόλου ευκαταφρόνητη εμπειρία των εποπτευουσών αρχών. Τέλος, αν ληφθεί υπόψη η τεράστια σημασία του νομοσχεδίου, η διαβούλευση είναι ασφυκτικά περιορισμένη. Δεν επιθυμεί το αρμόδιο υπουργείο μία ουσιαστική ανταλλαγή απόψεων;

  • 2 Νοεμβρίου 2017, 21:55 | Θ. ΜΙΧΑΗΛΙΔΗΣ

    Τρία ερωτήματα προς πιθανό προβληματισμό:

    1) Θα προκοινοποιηθεί το νομοσχέδιο στην Επιτροπή σύμφωνα με την σχετική υποχρεωτική Οδηγία ; Φαίνεται καθαρά ότι περιλαμβάνει μια σειρά από εθνικές διατάξεις, που μπορεί να θεωρηθούν ως δυνητικά εμπίπτουσες στους όρους προκοινοποίησης

    2) Έχουν ληφθεί υπόψη υπάρχουσες ειδικές νομοθετικές/ κανονιστικές διατάξεις τόσο εθνικής όσο και κοινοτικής νομοθεσίας, ώστε να μην υπάρξει κάποια διαφοροποίηση, σύγκρουση, αντίφαση ή σύγχυση ;

    3)Έχει ληφθεί υπόψη το εκκρεμές σε κοινοτικό επίπεδο προτεινόμενο νομοθετικό.κανονιστικό πακέτο περί «Εποπτείας Αγοράς και Ασφάλειας Προιόντων» ;