1. Τα μέλη του διοικητικού συμβουλίου και κάθε τρίτο πρόσωπο στο οποίο έχουν ανατεθεί από αυτό αρμοδιότητές του έχουν υποχρέωση πίστεως απέναντι στην εταιρεία. Οφείλουν ιδίως:
α) Να μην επιδιώκουν ίδια συμφέροντα που αντιβαίνουν στα συμφέροντα της εταιρείας.
β) Να αποκαλύπτουν έγκαιρα και με επάρκεια στα υπόλοιπα μέλη του διοικητικού συμβουλίου τα ίδια συμφέροντά τους, που ενδέχεται να ανακύψουν από συναλλαγές της εταιρείας, οι οποίες εμπίπτουν στα καθήκοντά τους, καθώς και κάθε σύγκρουση των συμφερόντων τους με εκείνα της εταιρείας ή συνδεδεμένων με αυτήν επιχειρήσεων κατά την έννοια του άρθρου 32 του Ν 4308/2014, η οποία ανακύπτει κατά την άσκηση των καθηκόντων τους. Οφείλουν ομοίως να αποκαλύπτουν και κάθε σύγκρουση των συμφερόντων της εταιρείας με τα συμφέροντα των προσώπων της παρ. 2 του άρθρου 99, εφόσον έχουν σχέση με τα πρόσωπα αυτά. Ως επαρκής αποκάλυψη θεωρείται εκείνη που περιλαμβάνει περιγραφή τόσο της συναλλαγής όσο και των ιδίων συμφερόντων. Οι εταιρείες δημοσιοποιούν τις περιπτώσεις σύγκρουσης συμφερόντων και τυχόν συμβάσεις που έχουν συναφθεί και εμπίπτουν στο άρθρο 99 στην επόμενη τακτική γενική συνέλευση των μετόχων. Στις εταιρείες με τίτλους εισηγμένους σε ρυθμιζόμενη αγορά η δημοσιοποίηση γίνεται και με την ετήσια έκθεση του διοικητικού συμβουλίου.
γ) Να τηρούν αυστηρή εχεμύθεια για τις εταιρικές υποθέσεις και τα απόρρητα της εταιρείας, τα οποία κατέστησαν γνωστά σ’ αυτούς λόγω της ιδιότητάς τους ως συμβούλων.
2. Το καταστατικό της εταιρείας μπορεί να εξειδικεύει περαιτέρω τις υποχρεώσεις της προηγούμενης παραγράφου.
3. Το μέλος του διοικητικού συμβουλίου δεν δικαιούται να ψηφίζει σε θέματα στα οποία υπάρχει σύγκρουση συμφερόντων με την εταιρεία του ίδιου ή προσώπων με τα οποία συνδέεται με σχέση υπαγόμενη στην παρ. 2 του άρθρου 99. Στις περιπτώσεις αυτές οι αποφάσεις λαμβάνονται από τα υπόλοιπα μέλη του διοικητικού συμβουλίου, σε περίπτωση δε που η αδυναμία ψήφου αφορά τόσα μέλη, ώστε τα υπόλοιπα να μη σχηματίζουν απαρτία, τα λοιπά μέλη του διοικητικού συμβουλίου, ανεξάρτητα από τον αριθμό τους, οφείλουν να προβούν σε σύγκληση γενικής συνέλευσης με αποκλειστικό σκοπό τη λήψη της συγκεκριμένης απόφασης.
Σχετικά με την απευθείας αξίωση του μειοψηφούντος μετόχου για την ζημία την οποία υπέστη, τόσο από τα μέλη του ΔΣ όσο και από τον βασικό μέτοχο ο Ν. 2190/1920 δέχεται ότι οι μέτοχοι είναι τρίτοι και δεν διατελούν δεσμό με τα μέλη της διοίκησης της εταιρίας. Στην περίπτωση μας, όμως, τα μέλη του ΔΣ της ΕΒΕΚ ΑΕ εκπροσωπούν τον βασικό μέτοχο στις Γενικές Συνελεύσεις και έχουν άμεση σχέση με αυτόν, αφού είναι διορισμένα από αυτόν! Συνεπώς, εδώ εμφανίζεται σημαντικό νομικό θέμα ερμηνείας του νόμου 2190/1920!
Η ζημία του μετόχου μειοψηφίας, ναι μεν δημιουργείται εμμέσως, έχει όμως άμεσο αποτέλεσμα, αφού το εκάστοτε κρίσιμο ζημιογόνο γεγονός επιδρά (δυσμενώς) απευθείας στην περιουσία του εταίρου, ήτοι στην (πραγματική) αξία των μετοχών του ως περιουσιακού αντικειμένου.
Για το θέμα αυτό γίνεται εκτενής αναφορά στο κείμενο της αγωγής από το οποίον αντιγράφουμε μόνον το σχετικό απόσπασμα:
«Το γεγονός αυτό, η σύνδεση δηλαδή της ζημίας του μετόχου με τη ζημία της εταιρίας, σε καμία περίπτωση δεν εμποδίζει την αυτοτελή αξίωση του μετόχου σε αποκατάσταση της ζημίας του. Στο σημείο αυτό είναι απολύτως κατηγορηματική η νομολογία του ΑΠ. Συγκεκριμένα στην πρόσφατη απόφαση ΑΠ 1298/2006 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ αναφέρεται επί λέξει: «« οι μέτοχοι [έχουν] αυτοτελή αξίωση αποζημιώσεως κατά των μελών της διοικήσεως της εταιρίας, όταν η ζημιογόνος πράξη των τελευταίων, αυτοτελώς θεωρούμενη, συνιστά συγχρόνως και παράνομη επέμβαση στην υπόσταση του μετοχικού δικαιώματος, συνιστά δηλαδή και ως προς τους μετόχους αδικοπραξία, από την οποία απορρέει άμεση και αυτοτελής υποχρέωση προς αποζημίωση. […] δικαιούχος της αποζημιώσεως δεν είναι ο οποιοσδήποτε που ζημιώθηκε από την «από πρόθεση» ανήθικη συμπεριφορά του δράστη, αλλά μόνο εκείνος, έναντι ακριβώς του (ή και του) οποίου η συμπεριφορά του ζημιώσαντος αντίκειται στα χρηστά ήθη, ο οποίος έτσι είναι και ο αμέσως ζημιωθείς. Επομένως και οι μέτοχοι ανώνυμης εταιρίας μπορούν να στραφούν, υπό προϋποθέσεις της προαναφερόμενης διάταξης [919 ΑΚ], κατά των οργάνων της εταιρίας, όταν δηλαδή η συμπεριφορά των τελευταίων, έναντι ακριβώς αυτών, αντίκειται στα χρηστά ήθη»».
Στο κείμενο της αγωγής, ακόμη, αναλύονται τα νομικά επιχειρήματα, σύμφωνα με τα οποία, ο μέτοχος μειοψηφίας νομιμοποιείται να απαιτήσει όχι μόνο αποζημίωση από τα μέλη του ΔΣ, αλλά και από τον μέτοχο πλειοψηφίας Cardfactory AG, σύμφωνα με τα αναφερόμενα στις υποχρεώσεις πίστης μεταξύ των μετόχων .
Ενώ στην Αγωγή αναφέρεται ότι είναι κατηγορηματική η νομολογία του Αρείου Πάγου, και συγκεκριμένα η απόφαση ΑΠ 1298/2006, σύμφωνα με την οποία οι μέτοχοι έχουν αυτοτελή αξίωση αποζημιώσεως κατά των μελών της διοικήσεως της εταιρίας (ίδε παραπάνω παράγραφο), στην απόφαση της Έφεσης, αναφέρεται ότι οι μέτοχοι υφίσταται αντανακλαστικές δυσμενείς επιπτώσεις στην περιουσία τους και δεν υπέχουν αυθύπαρκτη αξίωση αποζημίωσης. Αντιγράφουμε από το κείμενο της απόφασης:
«Η περιουσιακή ζημία αυτού θα αποκαθίστατο, μόνο, μέσω του νομικού προσώπου της ως άνω εταιρίας, με την άσκηση της εταιρικής αγωγής, κατά τις προαναφερθείσες διατάξεις του Ν 2190/1920, ενόψει και του ότι η ως άνω ζημιογόνος συμπεριφορά των εναγόμενων μελών της διοίκησης της εταιρίας, αυτοτελώς θεωρούμενη, δεν συνιστά, συγχρόνως, και αδικοπραξία κατά του ενάγοντος, ώστε να απορρέει άμεση και αυτοτελής υποχρέωση των εναγομένων προς αποζημίωση του (βλ. σχ. ΑΠ 1298/2006 ΕλλΔνη 2006, 1410). Σύμφωνα με την περιγραφή του δικογράφου που οριοθετεί το αντικείμενο της δίκης, η απομείωση της εσωτερικής της εσωτερικής αξίας των μετοχών του ενάγοντος ως μειοψηφούντος μετόχου της παραπάνω εταιρίας επήλθε ως αντανακλαστική συνέπεια της μείωσης της αξίας της περιουσίας της παραπάνω εταιρίας στα προαναφερόμενα χρονικά σημεία (31-12-2005 και 17-12-2007) συνέπεια της περιγραφόμενης συμπεριφοράς της πρώτης εναγομένης ως μετόχου της πλειοψηφίας της εταιρίας ΕΒΕΚ ΑΕ και των λοιπών εναγομένων φυσικών προσώπων ως μελών του ΔΣ της ανωτέρω εταιρίας, ήτοι πρόκειται για έμμεση ζημία κατά το δίκαιο της αδικοπραξίας».
Στο κείμενο της Αγωγής, εξηγείται ότι ο ΑΠ, με την απόφαση τού 1298/2006, δέχεται την αυτοτελή αξίωση αποζημίωσης του ζημιωθέντος μετόχου. Αντιγράφουμε από την Αγωγή:
«Ο ΑΠ δέχεται την αυτοτελή αξίωση αποζημίωσης του ζημιωθέντος μετόχου παρά την ύπαρξη ζημίας από τις ίδιες ζημιογόνες πράξεις και σε βάρος της ίδιας της εταιρίας ως νομικού προσώπου και συνεπώς παρά την ύπαρξη αξίωσης αποζημίωσης της ίδιας της εταιρείας κατά των προσώπων που προκάλεσαν την κρίσιμη ζημία. Συγκεκριμένα, μολονότι η παράνομη εκποίηση περιουσιακών στοιχείων της εταιρίας ζημίωσε ήδη την ίδια την εταιρία μειώνοντας την περιουσία της και μολονότι η εταιρία έχει για τον λόγο αυτόν αξίωση αποζημίωσης κατά των προσώπων που τη ζημίωσαν, ο ΑΠ δέχτηκε ότι η αντανάκλαση της ζημίας αυτής στην περιουσία του μετόχου με τη μορφή της μείωσης της πραγματικής αξίας των μετοχών του συνιστά αυτοτελώς αποκαταστατέα ζημία στο πλαίσιο των διατάξεων για τις αδικοπραξίες»
Εδώ, διαπιστώνουμε ότι υπάρχει μεγάλη διαφοροποίηση στην ερμηνεία της απόφασης του ΑΠ 1298/2006, μεταξύ των αναφερομένων στην Αγωγή και της απόφασης του Εφετείου. Ενώ στην Αγωγή, ερμηνεύεται ότι σύμφωνα με την απόφαση του ΑΠ, οι μέτοχοι έχουν αυτοτελή αξίωση αποζημίωσης, η απόφαση του Εφετείου, βασιζόμενη στην ίδια απόφαση του ΑΠ, κρίνει ότι δεν υφίσταται αυτοτελή υποχρέωση των εναγομένων προς αποζημίωση.
Θα πρέπει, λοιπόν, κατά την γνώμη μας, στο νέο νόμο περί ΑΕ να προβλεφθεί συγκεκριμένος όρος, όπως αναφέραμε και πιο πάνω, σύμφωνα με τον οποίο ο μειοψηφών μέτοχος έχει απευθείας αξίωση για την ζημία την οποία υπέστη, τόσο από τα μέλη του ΔΣ όσο και από τον βασικό μέτοχο, όταν αυτοί δεν τηρούν τις υποχρεώσεις πίστης και παραβιάζουν τα άρθρα ΑΚ 914 &919.
Στην Αιτιολογική Έκθεση επί του Σχεδίου Νόμου για τις ΑΕ και στην παράγραφο ΙΙ σχετικά με τις κύριες καταστήσεις της αναμόρφωσης, αναφέρονται τα παρακάτω:
«Οι νέες ρυθμίσεις αποβλέπουν σε μια καλύτερη και αποτελεσματικότερη λειτουργία της εταιρίας, αξιοποιούν την τεχνολογία, βελτιώνουν τη θέση των μετόχων, απλοποιούν την εταιρική «καθημερινότητα», με αντίστοιχη εξοικονόμηση κόστους, και εισάγουν καινοτομίες που κρίθηκαν ότι μπορούν να ενδιαφέρουν υον επιχειρηματικό κόσμο. Πρότυπα των διατάξεων αποτέλεσαν αντίστοιχες διατάξεις αλλοδαπών δικαίων ή προήλθαν από την ελληνική εμπειρία. Επιπλέον με το νέο νόμο επιδιώκεται η γλωσσική και ορολογική ομοιογένεια του κειμένου για ανετότερη και ασφαλέστερη ανάγνωση».
Ενώ στην Αιτιολογική Έκθεση αναφέρεται ότι εξετάστηκαν διατάξεις αλλοδαπών δικαίων, δεν γίνεται, στο κείμενο του νέου νόμου, αναφορά στο Γερμανικό Ακυρωτικό, το οποίο αναγνωρίζει ρητά, όπως αναφέραμε πιο πάνω, την ύπαρξη μιας ιδιαίτερης νομικής σχέσης μεταξύ των μετόχων Ανωνύμων Εταιριών, με περιεχόμενο προ πάντων την υποχρέωση πίστης προς αλλήλους. Θα πρέπει, κατά την γνώμη μας, να επανεξεταστεί το θέμα της υποχρέωσης πίστης λαμβάνοντας υπόψη και τα ισχύοντα στο Γερμανικό δίκαιο.
Στην Αγωγή επισημαίνεται ένα άλλο πολύ σοβαρό θέμα, δηλαδή ότι η απόρριψη της απευθείας αξίωσης αποζημίωσης του ενάγοντος δημιουργεί αδικαιολόγητο κενό ευθύνης.
Αντιγράφουμε από το σημείο αυτό:
«Για τη νομική θεμελίωση της ένδικης αξίωσης αποζημίωσης πρέπει τέλος να επισημανθεί το αδικαιολόγητο κενό ευθύνης που θα δημιουργούσε η απόρριψη της ευθείας αξίωσης αποζημίωσης του ενάγοντος ως μετόχου της μειοψηφίας είτε με το επιχείρημα ότι εφαρμοστέες είναι οι διατάξεις του κ.ν 2190/1920 (άρθρα 22Α επ) για την ευθύνη των μελών του Διοικητικού Συμβουλίου των ανώνυμων εταιριών είτε ότι με την παρατήρηση ο κ.ν. 2190/1920 δεν προβλέπει αξίωση αποζημίωσης μετόχων κατά άλλων μετόχων οι οποίοι ζημίωσαν την εταιρία και συνακόλουθα τους μετόχους μέσω της μείωσης της πραγματικής αξίας των μετόχων τους ως αυτοτελών περιουσιακών αντικειμένων»
Στην Αγωγή επισημαίνεται ότι κατά την σύνταξη των άρθρων 22Α επ. κ.ν.2190/1920, ο νομοθέτης δεν είχε υπόψη του την περίπτωση της defacto απόλυτης εξάρτησης των ενεργειών του ΔΣ της εταιρίας από την βούληση ενός μόνο μετόχου.
Αντιγράφουμε από το κείμενο της αγωγής:
«Αντίθετα, στο ρυθμιστικό μοντέλο του νομοθέτη βρισκόταν η πολυμετοχική ανώνυμη εταιρία στην οποία ένας μόνο μέτοχος δεν θα μπορούσε να ελέγχει τόσο απόλυτα το Διοικητικό Συμβούλιο, όπως αυτό συμβαίνει λ.χ. στην κρινόμενη περίπτωση, στην οποία η ΕΒΕΚ είναι μια ανώνυμη εταιρία με δύο μόνο μετόχους (τον ενάγοντα και την Cardfactory AG) από τους οποίους ο ένας (η Cardfactory AG) διαθέτει το 70% των μετοχών της εταιρίας και με τον τρόπο αυτό έχει τον απόλυτο έλεγχο επί των πράξεων του Διοικητικού Συμβουλίου. Στο ρυθμιστικό μοντέλο του νομοθέτη ακόμη και οι μέτοχοι της πλειοψηφίας δεν είναι σε θέση να ελέγχουν απόλυτα τις ενέργειες των μελών του Διοικητικού Συμβουλίου και ως εκ τούτου έχουν προφανή λόγο να ασκούν κατά αυτών τις αξιώσεις αποζημίωσης της εταιρίας ως το έσχατο μέσο προστασίας των συμφερόντων τους. Σύμφωνα δε με το ρυθμιστικό μοντέλο του νομοθέτη, όταν με την άσκηση της εταιρικής αγωγής αποκαθίσταται πλήρως η ζημία της εταιρίας, αποκαθίσταται ταυτόχρονα και η ζημία που υπέστησαν όλοι οι μέτοχοι λόγω της μείωσης της πραγματικής αξίας των μετοχών τους. Με άλλα λόγια, στο ρυθμιστικό μοντέλο του νομοθέτη του κ.ν.2190/1920 τα συμφέροντα της πλειοψηφίας και τα συμφέροντα της μειοψηφίας καταρχήν συμπίπτουν, για τον λόγο δε αυτόν δεν υπάρχει καταρχήν ανάγκη για την αναγνώριση μιας περαιτέρω αυτοτελούς αξίωσης αποζημίωσης των μετόχων της μειοψηφίας κατά των μελών του Διοικητικού Συμβουλίου: Η ζημία των μετόχων της μειοψηφίας αποκαθίσταται ««αυτόματα»» με την αποκατάσταση της ζημίας των μετόχων της πλειοψηφίας, η οποία με τη σειρά της επέρχεται ως αποτέλεσμα της αποκατάστασης της ζημίας που υπέστη η ίδια η εταιρία. Πλην όμως ο νομοθέτης δεν μπορούσε να προβλέψει τη μεταγενέστερη εξέλιξη του ελέγχου της εταιρικής πλειοψηφίας από εταιρίες Holding, των οποίων το ευρύτερο συμφέρον δεν ταυτίζεται με αυτό των θυγατρικών τους. Στο πλαίσιο των νέων εξελίξεων εξάλλου θεσμοθετήθηκαν και οι κανόνες εταιρικής διακυβέρνησης για εταιρίες εισηγμένες στο Χ.Α.Α.».
Όπως λειτουργούσε στην πράξη η ΕΒΕΚ ΑΕ, ο βασικός μέτοχος Ventizz, μέσω του Εποπτικού Συμβουλίου της μητρικής Cardfactory AG, διόριζε τα μέλη του ΔΣ της θυγατρικής ΕΒΕΚ ΑΕ, οι οποίοι ήσαν μέτοχοι μειοψηφίας της Cardfactory AG, εκπροσωπούσαν όμως στις Γενικές Συνελεύσεις και τον βασικό μέτοχο, ο οποίος ήταν απόλυτος κυρίαρχος των αποφάσεων του ΔΣ της ΕΒΕΚ ΑΕ και των αποφάσεων της Γενικής Συνέλευσης.
Συνεπώς, στην περίπτωση μας, οι αποφάσεις του ΔΣ και οι αποφάσεις του βασικού μετόχου ταυτίζονται, αφού ο βασικός μέτοχος κατέχει το 70% του μετοχικού κεφαλαίου, και βάσει της κειμένης στην Ελλάδα νομοθεσίας, μπορεί να λαμβάνει αποφάσεις αποκλειστικά μόνος του, πράγμα που συνέβη στην ΕΒΕΚ ΑΕ, δηλαδή ο μέτοχος πλειοψηφίας συνειδητά προκαλεί ζημιές στην εταιρία, χωρίς να λαμβάνει υπόψη ότι με τις ενέργειες του ζημιώνεται και ο μέτοχος μειοψηφίας.
Οι νομικοί σύμβουλοί του μετόχου πλειοψηφίας στην ΕΒΕΚ ΑΕ, Cardfactory AG/Ventizz, γνώριζαν πολύ καλά τα δικαιώματα του βασικού μετόχου, δηλαδή του μετόχου του 70%, τα οποία ισχύουν στην Ελλάδα και τα οποία δικαιώματα μπορεί να κάνει κατάχρηση ο βασικός μέτοχος αφού κατέχει το 70% , και αυτό αποδεικνύεται από το εξής γεγονός:
Όταν, μετά την εξαγορά της Cardfactory AG από την Ventizz, διαπίστωσα, σε συζήτηση που είχα στην ΕΒΕΚ ΑΕ με ένα μέλος του ΔΣ της ΕΒΕΚ και μέλος του ΔΣ της Cardfactory AG , τον Μάρτιο του 2006, ότι οι αρμόδιοι της Cardfactory AG και μέλη του ΔΣ, δεν ενδιαφέρονταν για τα θέματα της ΕΒΕΚ ΑΕ με την δέουσα επιχειρηματική ευθύνη, του πρότεινα να πληροφορήσει το Εποπτικό Συμβούλιο ότι είμαι διατεθειμένος να προσφέρω προς πώληση τις μετοχές μου και να αποσυρθώ από την εταιρία.
Όπως προκύπτει από έγγραφο των αντιδίκων το μέλος αυτό αντί να ενημερώσει το Εποπτικό Συμβούλιο ότι επιθυμώ να αποχωρήσω από την εταιρία, εισηγήθηκε την αντικατάσταση μου από τον οικονομικό διευθυντή, πράγμα το οποίο πραγματοποιήθηκε τον Ιούλιο του 2006.
Όταν τον Ιούλιο του 2006 τα μέλη του ΔΣ της ΕΒΕΚ ΑΕ, οι οποίοι όπως έχουμε αναφέρει και αλλού, ήταν και μέλη του ΔΣ της Cardfactory AG αλλά και μέτοχοι μειοψηφίας αυτής, ζήτησαν από τον γράφοντα να παραιτηθεί από Πρόεδρος και Διευθύνων Σύμβουλος της ΕΒΕΚ ΑΕ, για να έχουν ελεύθερο πεδίο να λειτουργήσουν όπως αυτοί ήθελαν, πράγμα που συνέβη και στην πράξη, εγώ ως μέτοχος μειοψηφίας εξέφρασα σοβαρές επιφυλάξεις, ότι η αποχώρηση μου, και η αδράνεια των αρμοδίων της Cardfactory AG, θα οδηγούσαν σε κακή επιχειρηματική πορεία την ΕΒΕΚ ΑΕ.
Γι’ αυτό το λόγο τους πρότεινα να αναλάβουν τις μετοχές μου και να αποσυρθώ τελείως από την ΕΒΕΚ ΑΕ και από την διοίκηση και ως μέτοχος. Την πρόταση μου αυτή επανέλαβα και αργότερα αλλά δεν έλαβα απάντηση.
Είναι προφανές ότι οι νομικοί σύμβουλοι των αρμοδίων της Cardfactory AG στην Ελλάδα, τούς συμβούλεψαν, ότι δεν χρειάζεται να αναλάβουν τις μετοχές μου, αφού βάσει των διατάξεων του νόμου 2190/1920, εάν οι επιχειρηματικές τους αποφάσεις οδηγούσαν σε ζημία της εταιρίας δεν θα χρειάζονταν να αποζημιώσουν τον μέτοχο μειοψηφίας, αφού αυτή ως έμμεση ζημία δεν αποκαθίσταται σύμφωνα με τις απαρχαιωμένες διατάξεις και την άκρως συντηρητική ερμηνεία του Ν. 2190/1920, την οποία δυστυχώς αποδέχθηκε το Εφετείο, η οποία, όμως, δεν έχει πλέον σχέση με την σημερινή πραγματικότητα.
Μετά την παραπάνω εκτενή ανάλυση, επαναλαμβάνουμε το αίτημα μας ότι στον νέο νόμο θα πρέπει να προβλεφθεί όρος σύμφωνα με τον οποίο ο μέτοχος μειοψηφίας νομιμοποιείται να ζητήσει απευθείας αποζημίωση τόσο από τα μέλη του ΔΣ όσο και τον μέτοχο πλειοψηφίας, σύμφωνα με τις απαιτήσεις της υποχρεώσεως πίστης μεταξύ των μετόχων, και της παραβίασης των άρθρων ΑΚ 914 &119.
Άρθρο 97 – Υποχρέωση πίστεως – Συγκρούσεις συμφερόντων
Στο άρθρο αυτό αναφέρεται ότι τα μέλη του ΔΣ και κάθε τρίτο πρόσωπο στο οποίο έχουν ανατεθεί από αυτό αρμοδιότητες του έχουν υποχρέωση πίστεως απέναντι στην εταιρία.
Τόσο στην ελληνική όσο και σε αλλοδαπές έννομές τάξεις, αναγνωρίζεται ότι και οι εταίροι κεφαλαιουχικών εταιριών, και ιδίως οι μέτοχοι ανώνυμων εταιριών, υπέχουν υποχρέωση πίστης όχι μόνο προς την ίδια την εταιρία στην οποία μετέχουν, αλλά και μεταξύ τους.
Η υποχρέωση πίστης βαραίνει, όπως είναι φυσικό, πρωταρχικά και σε εντονότερο βαθμό τον δεσπόζοντα μέτοχο μιας εταιρίας. Τέτοιος είναι ιδίως ο μέτοχος που διαθέτει την πλειοψηφία των μετοχών μιας ανώνυμης εταιρίας, προπάντων δε όταν αυτός που διαθέτει την καταστατική πλειοψηφία, η οποία του επιτρέπει πρακτικά απεριόριστη επέμβαση στα εσωτερικά της εταιρίας προς βλάβη τόσο της τελευταίας όσο και των υπόλοιπων μετόχων, όπως συνέβαινε εν προκειμένω αναφορικά με την Cardfactory AG η οποία διέθετε, κατά το κρίσιμο χρονικό διάστημα, το 70% των μετοχών της ΕΒΕΚ ΑΕ.
Στην Αγωγή, γίνεται λεπτομερής ανάλυση για την υποχρέωση πίστης μεταξύ των μετόχων Ανώνυμης Εταιρίας και για τις συνέπειες από την παραβίαση της. Γίνεται αναφορά τόσο στην Ελληνική νομολογία όσο και στις ισχύουσες διατάξεις στην Γερμανία.
Παρακάτω αντιγράφουμε το σχετικό απόσπασμα από την Αγωγή:
«Στην περίπτωση της ΕΒΕΚ ΑΕ ο βασικός μέτοχος της Cardfactory AG, ο οποίος είναι πλειοψηφών μέτοχος σε αυτήν, και μέσω της Cardfactory AG κατέχει το 70% της ΕΒΕΚ ΑΕ, έχει δεσπόζουσα θέση και είναι βασικός κυρίαρχος. Ως εκ τούτου έχει υποχρέωση να τηρεί της αρχές της καλής πίστης.
Η θεμελίωση της υποχρέωσης στη θέση του δεσπόζοντος μετόχου ως de facto διοικούντος οργάνου της εταιρίας, στην αρχή της καλής πίστης (άρθρα 200 και 288 ΑΚ), στην ύπαρξη μιας εν τοις πράγμασιν προσωποπαγούς δομής της ανώνυμης εταιρίας, στη θέση του δεσπόζοντος μετόχου ως θεματοφύλακα και καταπιστευματοδόχου των λοιπών μετόχων, στην ιδιότητα των μετόχων ως μελών του νομικού προσώπου και στο καταστατικό της ανώνυμης εταιρίας ως σύμβασης με την οποία η εταιρία οργανώνεται σε λειτουργούν νομικό πρόσωπο, στην υποχρέωση των εταίρων για επιδίωξη του εταιρικού σκοπού κλπ (για μια καλή επισκόπηση της σχετικής συζήτησης βλ. λ.χ. Τριανταφυλλάκη, Ευθύνη μετόχου ασκούντος επιρροή στη διοίκηση ανωνύμου εταιρίας, ΧρΙΔ 2003, 673 επ).
Ιδίως το Γερμανικό Ακυρωτικό (BGH) αναγνωρίζει ρητά την ύπαρξη μιας ιδιαίτερης νομικής σχέσης (Sonderverbindung) μεταξύ των μετόχων ανώνυμης εταιρίας με περιεχόμενο προπάντων την υποχρέωση πίστης προς αλλήλους. Κρίσιμο, σύμφωνα με τη νομολογία του Γερμανικού Ακυρωτικού, είναι ιδίως το επιχείρημα ότι και στην ανώνυμη εταιρία ο μέτοχος της πλειοψηφίας έχει την δυνατότητα, μέσω της άσκησης επιρροής στη διοίκηση της εταιρίας, να επιδράσει δυσμενώς στα εταιρικά συμφέροντα των άλλων μετόχων, έτσι ώστε να δημιουργείται σε αντιστάθμισμα η ανάγκη για αναγνώριση ενός εταιρικού καθήκοντος του πλειοψηφούντος μετόχου να λαμβάνει υπόψη τα συμφέροντα αυτά. Περαιτέρω, σύμφωνα με το Γερμανικό ακυρωτικό, δεν μπορεί να παραγνωριστεί ότι και μια ανώνυμη εταιρία μπορεί να έχει οργανωτική δομή όμοια με μια προσωπική εταιρία. Μάλιστα, η αναγνώριση της υποχρέωσης πίστης μεταξύ των εταίρων δεν μπορεί να εξαρτάται αποφασιστικά από την εξωτερική νομική μορφή της εταιρίας• κρίσιμη είναι αντιθέτως μόνο η εσωτερική δομή.
Είναι προφανές ότι οι ενέργειες της Cardfactory AG όχι απλώς δεν επιδίωκαν θετικά, αλλά εμπόδιζαν ενεργά την επίτευξη του εταιρικού σκοπού και ιδίως στην διασφάλιση της παραγωγικής, εμπορικής και εν γένει επιχειρηματικής βιωσιμότητας της ΕΒΕΚ. Μάλιστα, η εναγομένη εμπόδιζε ακόμη και τον ενάγοντα να προβαίνει τουλάχιστον αυτός στια απαραίτητες ενέργειες για την προώθηση των συμφερόντων της ΕΒΕΚ, δεδομένου ότι προκάλεσε όχι απλώς την αναγκαστική απομάκρυνση του από την διοίκηση της εταιρίας, αλλά εν πολλοίς και τον αποκλεισμό του από κάθε πληροφορία που θα μπορούσε να λαμβάνει άμεσα ή έμμεσα για τις υποθέσεις της εταιρίας.
Γενικά, με τις ενέργειες της η Cardfactory AG παραβίαζε συστηματικά την υποχρέωση πίστης προς τον ενάγοντα επειδή δεν ελάμβανε υπόψη, ως όφειλε, τα εύλογα συμφέροντα του ως μετόχου της μειοψηφίας. Ιδίως δεν ελάμβανε υπόψη το συμφέρον του ενάγοντος να συμμετέχει ενεργά σε μια εταιρία που πραγματικά επιδιώκει τον καταστατικό σκοπό της και δεν αποστερείται χωρίς λόγο και χωρίς επαρκές αντάλλαγμα τα αναγκαία για την επιδίωξη αυτή μέσα».
Σύμφωνα με την παραπάνω ανάλυση, η οποία είναι ακόμα πιο αναλυτική στην Αγωγή, οι αρμόδιοι της Cardfactory AG και ο βασικός μέτοχος δεν ετήρησαν τις υποχρεώσεις της καλής πίστης και παραβίασαν τις διατάκεις του ΑΚ 914 και 919.
Αίτημα μας είναι όταν δεν τηρούνται οι υποχρεώσεις πίστης, τόσο από τα μέλη του ΔΣ όσο και από τον δεσπόζοντα μέτοχο, και παραβιάζονται τα άρθρα ΑΚ 914 & 919, να προβλεφθεί όρος σύμφωνα με τον οποίον ο μειοψηφών μέτοχος έχει απευθείας αξίωσης για την ζημία την οποία υπέστη τόσο από τα μέλη του ΔΣ όσο και από τον βασικό μέτοχο.
παρ. 3: Δεν αρκεί μόνο η αποχή από τη δόση ψήφου του κωλυόμενου λόγω σύγκρουσης συμφερόντων μέλους του Δ.Σ. Θα πρέπει να απέχει και από τη συζήτηση του εν λόγω θέματος της ημερήσιας διάταξης, καθώς η συμμετοχή του στην επεξεργασία του θέματος από το όργανο διαμορφώνει και την τοποθέτηση των υπολοίπων μελών.