1. Τα μέλη του διοικητικού συμβουλίου και κάθε τρίτο πρόσωπο, στο οποίο έχουν ανατεθεί από αυτό εξουσίες σύμφωνα με το άρθρο 87, οφείλουν κατά την άσκηση των καθηκόντων τους και των αρμοδιοτήτων τους να τηρούν το νόμο, το καταστατικό και τις νόμιμες αποφάσεις της γενικής συνέλευσης. Οφείλουν να διαχειρίζονται τις εταιρικές υποθέσεις με σκοπό την προαγωγή του εταιρικού συμφέροντος, να εποπτεύουν την εκτέλεση των αποφάσεων του διοικητικού συμβουλίου και της γενικής συνέλευσης και να ενημερώνουν τα άλλα μέλη του διοικητικού συμβουλίου για τις εταιρικές υποθέσεις.
2. Τα μέλη του διοικητικού συμβουλίου οφείλουν να τηρούν τα κατά το νόμο αρχεία, βιβλία και στοιχεία. Έχουν επίσης το συλλογικό καθήκον να εξασφαλίζουν ότι οι ετήσιες χρηματοοικονομικές καταστάσεις, η ετήσια έκθεση διαχείρισης και, όταν προβλέπεται σύμφωνα με το άρθρο 152, η δήλωση εταιρικής διακυβέρνησης, οι ενοποιημένες χρηματοοικονομικές καταστάσεις, οι ενοποιημένες εκθέσεις διαχείρισης και η τυχόν ενοποιημένη δήλωση εταιρικής διακυβέρνησης, καθώς και η έκθεση αποδοχών του άρθρου 112 συντάσσονται και δημοσιεύονται σύμφωνα με τις διατάξεις του νόμου ή, κατά περίπτωση, σύμφωνα με τα διεθνή λογιστικά πρότυπα που έχουν υιοθετηθεί με τον Κανονισμό ΕΚ 1606/2002.
Άρθρο 96 – Καθήκοντα διοικητικού συμβουλίου (άρθρο 33 Οδηγίας 2013/34/ΕΕ σε ό,τι αφορά την παρ. 2 του εν λόγω άρθρου)
Σύμφωνα με το σημείο 1 του άρθρου αυτού, τα μέλη του διοικητικού συμβουλίου και κάθε τρίτο πρόσωπο, στο οποίο έχουν ανατεθεί από αυτό εξουσίες σύμφωνα με το άρθρο 87, οφείλουν κατά την άσκηση των καθηκόντων τους και των αρμοδιοτήτων τους να τηρούν το νόμο, το καταστατικό και τις νόμιμες αποφάσεις της γενικής συνέλευσης. Οφείλουν να διαχειρίζονται τις εταιρικές υποθέσεις με σκοπό την προαγωγή του εταιρικού συμφέροντος, να εποπτεύουν την εκτέλεση των αποφάσεων του διοικητικού συμβουλίου και της γενικής συνέλευσης και να ενημερώνουν τα άλλα μέλη του διοικητικού συμβουλίου για τις εταιρικές υποθέσεις.
Η ευθύνη των μελών του ΔΣ μιας ανώνυμης εταιρίας να διαχειρίζονται τις εταιρικές υποθέσεις με σκοπό την προαγωγή του εταιρικού συμφέροντος είναι βασική υποχρέωση των καθηκόντων τους.
Στην περίπτωση μας, όμως, οι αρμόδιοι της Cardfactory AG, οι οποίοι ήσαν μέλη του ΔΣ της ΕΒΕΚ ΑΕ και μέλη του ΔΣ της Cardfactory AG, ενεργούσαν, όπως θα εξηγήσουμε παρακάτω, και προωθούσαν τα συμφέροντα της μητρικής και όχι της θυγατρικής.
Ως μέτοχος μειοψηφίας, ο γράφων, χαιρέτησα την εξαγορά της Cardfactory AG από την Ventizz αφού η εταιρία αυτή ήταν ένα ισχυρό επενδυτικό κεφάλαιο, το οποίο είχε μεγάλη οικονομική ευχέρεια (η Ventizz διαχειρίζονταν κεφάλαια πολλών εκατομμυρίων ευρώ) να επενδύσει και στην ΕΒΕΚ ΑΕ και να εξασφαλίσει το μέλλον της. Διαπίστωσα, όμως, αμέσως μετά την εξαγορά μεγάλη μυστικοπάθεια στα άλλα μέλη του ΔΣ, τα οποία με εμπόδιζαν ως μέτοχο μειοψηφίας και διευθύνοντα σύμβουλο να αποφασίσουμε και να προχωρήσουμε στην διεκπεραίωση επειγόντων επιχειρηματικών θεμάτων.
Από τον Ιανουάριο του 2006, η ΕΒΕΚ ΑΕ εμφάνιζε μηνιαίο αποτέλεσμα αρνητικό της τάξεως των 70.000 ευρώ, πράγμα το οποίο υπαγόρευε να ληφθούν επειγόντως αποφάσεις για την αντιμετώπιση του. Τα άλλα δύο μέλη του ΔΣ ανεξήγητος δεν αντιδρούσαν. Το μόνο που τους ενδιέφερε, όπως αποδείχτηκε, ήταν να απομακρύνουν τον γράφοντα από την διοίκηση και να οδηγήσουν την ΕΒΕΚ ΑΕ σε απαξίωση.
Εγείρεται λοιπόν το ερώτημα, πως είναι δυνατόν ένα επιχειρηματικό κεφάλαιο να μην επιθυμεί την προαγωγή του εταιρικού συμφέροντος της θυγατρικής της, να προωθεί σχέδια για αποεπένδυση από την Ελλάδα, και να αποφασίζει την λύση της θυγατρικής αντί να αναζητήσει άλλες λύσεις, όπως η πώληση της συμμετοχής της σε κάποιον ενδιαφερόμενο επενδυτή.
Η απάντηση στο ερώτημα αυτό μπορεί να δοθεί, όταν κανείς εξετάσει τα σχέδια και την τακτική τα οποία εφαρμόζουν τα ιδιωτικά επιχειρηματικά κεφάλαια, που στην περίπτωση μας ήταν η εταιρία VENTIZZ.
Τα ιδιωτικά επιχειρηματικά κεφάλαια (private equity) εξαγοράζουν υφιστάμενες επιχειρήσεις, χρηματοδοτούν την ανάπτυξή τους και στοχεύουν στην επίτευξη σημαντικού κέρδους με την πώληση σε νέους μετόχους ή σε άλλο όμιλο ή την εισαγωγή τους στο Χρηματιστήριο. Αντίθετα, δεν ενδιαφέρονται να παραμείνουν μέτοχοι για μεγάλο χρονικό διάστημα και για αυτό επιδιώκουν πάντα να έχουν την απαραίτητη πλειοψηφία, ώστε να πωλούν το μερίδιο τους ανά πάσα στιγμή ή μέρος αυτού χωρίς τη συναίνεση των μετόχων μειοψηφίας εάν υπάρχουν. Η πώληση (απαλλαγή) των μετοχών τους γίνεται τις περισσότερες φορές με την εισαγωγή της εταιρίας στο Χρηματιστήριο.
Ενόψει τούτου, τα ιδιωτικά επιχειρηματικά κεφάλαια (private equity) επιδιώκουν να κατέχουν το 100% των μετοχών ή τουλάχιστον την καταστατική πλειοψηφία στις εταιρίες που αποκτούν. Εάν στην προς εξαγορά εταιρία υπάρχουν μέτοχοι που συμμετέχουν στη διοίκηση (managers) επιδιώκουν ειδική συμφωνία με αυτούς η οποία προβλέπει την υποχρεωτική προσφορά των μετοχών τους στον βασικό μέτοχο (private equity) εάν αποχωρήσουν.
Αυτό ακριβώς συνέβη κατά την εξαγορά της Cardfactory AG από την VENTIZZ CAPITAL FUND III.L.P. Αρχικά (Ιανουάριο του 2006) η VENTIZZ CAPITAL FUND III.L.P. απέκτησε το 83,2% των μετοχών της Cardfactory AG (καταστατική πλειοψηφία κατά το γερμανικό δίκαιο είναι το 75%). Στη συνέχεια έλαβαν χώρα αυξήσεις μετοχικού κεφαλαίου, στις οποίες, βάσει της οικείας συμφωνίας την οποία υποχρεώθηκαν να κάνουν («Aktionaervereinbarung»), οι μέτοχοι-managers της Cardfactory AG δεν μπορούσαν να λάβουν μέρος με αποτέλεσμα η VENTIZZ CAPITAL FUND III.L.P. να αυξήσει τη συμμετοχή της σε ποσοστό πέραν του 90%.
Η τακτική αυτή των private equity είναι γνωστή. Αγοράζουν, πωλούν και θέτουν σε λύση και εκκαθάριση τις εταιρίες, ανάλογα με τα εκάστοτε επιχειρηματικά τους συμφέροντα. Όπως προαναφέρθηκε, δεν τους ενδιαφέρει να παραμείνουν μέτοχοι σε μία εταιρία για μεγάλο χρονικό διάστημα. Στην πορεία της πραγματοποίησης των επιχειρηματικών τους σχεδίων, εξαγοράζουν και ομοειδείς τους επιχειρήσεις όταν κρίνουν ότι η νέα εξαγορά έχει καλύτερες δυνατότητες ανάπτυξης και θα αποδώσει μεγαλύτερα οφέλη προς το συμφέρον τους. Εδώ δηλαδή έχουμε το φαινόμενο των «συγκοινωνούντων δοχείων»: Ό,τι χάνουν από μία εταιρία το κερδίζουν από άλλες. Στην περίπτωση αγορών ομοειδών επιχειρήσεων, εφόσον δε βρουν αγοραστή για την προηγούμενη εξαγορά και επειδή τους ενδιαφέρει η ταχύτητα, προχωρούν σε λύση και εκκαθάριση της εταιρίας (ίδε παράδειγμα ΕΒΕΚ). Συνεπώς, τα επιχειρηματικά συμφέροντα των εταιριών private equity δεν περιορίζονται στα οφέλη ή ζημία μιας συγκεκριμένης εταιρίας αλλά εκτείνονται στο σύνολο των εταιριών τις οποίες διοικούν (συγκεκριμένα η VENTIZZ CAPITAL FUND III.L.P. κατέχει το χαρτοφυλάκιο 39 εταιριών αξίας επένδυσης τουλάχιστον 500 εκατ. Ευρώ, στις οποίες έχει τουλάχιστον την καταστατική πλειοψηφία). Δηλαδή εν προκειμένω μία ενδεχόμενη ζημία από τη λύση και θέση σε εκκαθάριση μιας εταιρίας εξισορροπείται ευκολότατα από το όφελος άλλης ή άλλων.
Σχετικά με το θέμα αυτό σημειώνουμε ότι, ορκωτός λογιστής ο οποίος λειτούργησε ως μάρτυρας της εναγόμενης Cardfactory AG αναφέρει ότι, για το ποσό των απαιτήσεων της Cardfactory AG από την ΕΒΕΚ ΑΕ και για το ποσό της απόκτησης των μετοχών της ΕΒΕΚ ΑΕ, έγινε λογιστική διαγραφή με την 31/12/2005 στο ενοποιημένο ισολογισμό της Cardfactory AG. Δηλαδή εν προκειμένω η ζημία της ΕΒΕΚ ΑΕ με την 31/12/2005 και το ποσό της απόκτησης των μετοχών εξαφανίστηκε στα πλαίσια των δυνατοτήτων που έχουν οι εταιρίες Holding.
Δεν γνωρίζουμε το ύψος της πραγματικής ζημίας την οποία τελικά υπέστη ο βασικός μέτοχος της ΕΒΕΚ ΑΕ, δηλαδή η Cardfactory AG. Γνωρίζουμε όμως ότι, όπως προαναφέραμε, είχε την δυνατότητα της απόσβεσης. Εγώ όμως ως μέτοχος μειοψηφίας απώλεσα όλα τα χρήματα τα οποία είχα καταβάλει για την συμμετοχή μου, αλλά και καταστράφηκαν όλες οι υπεραξίες της ΕΒΕΚ ΑΕ που δημιουργήθηκαν στα 6½ χρόνια της διοίκησης μου.
Έχοντας υπόψη τα παραπάνω θα πρέπει στο άρθρο αυτό να προβλεφθεί όρος σύμφωνα με τον οποίον εάν το εταιρικό συμφέρον μιας μητρικής εταιρίας δεν συμπίπτει με το εταιρικό συμφέρον της θυγατρικής της, στην οποία υπάρχει και μέτοχος μειοψηφίας, θα πρέπει ο μέτοχος μειοψηφίας να έχει το δικαίωμα της απευθείας αξίωσης αποζημίωσης, τόσο από τον βασικό μέτοχο, όσο και από τα μέλη του ΔΣ.
Το πρώτο εδάφιο της παρ. 2 θα πρέπει να αναδιατυπωθεί ώστε να είναι σαφές ότι τα μέλη του Δ.Σ. εξασφαλίζουν ότι η εταιρεία (και όχι τα ίδια) τηρεί τα κατά νόμο βιβλία, κλπ.