1. Αποφάσεις του διοικητικού συμβουλίου, το περιεχόμενο των οποίων αντίκειται στο νόμο ή το καταστατικό είναι άκυρες.
2. Αποφάσεις που λήφθηκαν με τρόπο που δεν είναι σύμφωνος με το νόμο ή το καταστατικό είναι επίσης άκυρες, εκτός αν λήφθηκαν ομοφώνως από όλα τα μέλη του διοικητικού συμβουλίου, παρόντα ή νομίμως εκπροσωπούμενα.
3. Την ακυρότητα μπορούν να επικαλεσθούν, εντός έξι μηνών από την καταχώριση της απόφασης στο Γ.Ε.ΜΗ., σύμφωνα με το άρθρο 12, ή από την καταχώρισή της στο βιβλίο πρακτικών, σύμφωνα με το άρθρο 93, τα μέλη του διοικητικού συμβουλίου, τρίτοι δε, μέτοχοι ή μη, αν έχουν προσωπικό και ειδικό έννομο συμφέρον. Αν από την απόφαση προκύπτει διαρκής παραβίαση διατάξεων αναγκαστικού δικαίου, η δυνατότητα επίκλησης δεν υπόκειται σε προθεσμία. Στην περίπτωση αυτή η ακυρότητα μπορεί να προταθεί και από τους μετόχους και να ληφθεί υπόψη και αυτεπάγγελτα από το δικαστήριο.
4. Αποφάσεις του διοικητικού συμβουλίου που αφορούν ζητήματα, αναγραφόμενα στα άρθρα 27 παρ. 4, 56 παρ. 2, 71 παρ. 1 και 117 παρ. 2 περ. α’, β’ και ε’ του παρόντος νόμου είναι άκυρες ή ακυρώσιμες, με ανάλογη εφαρμογή των άρθρων 137 και 138. Η περίπτ. β’ της παρ. 2 του άρθρου 137 δεν εφαρμόζεται.
5. Η δικαστική απόφαση που αναγνωρίζει την ακυρότητα απόφασης του διοικητικού συμβουλίου υποβάλλεται σε δημοσιότητα, αν και η τελευταία ήταν καταχωριστέα στο Γ.Ε.ΜΗ.
6. Το παρόν άρθρο δεν επηρεάζει την εφαρμογή των παρ. 2 και 3 του άρθρου 86.