1. Δεν γίνεται καμία καταβολή στους μετόχους από το αποδεσμευόμενο με τη μείωση ενεργητικό της εταιρείας, εάν οι δανειστές της εταιρείας, των οποίων οι απαιτήσεις γεννήθηκαν πριν από τη δημοσιότητα της απόφασης για τη μείωση σύμφωνα με το πρώτο εδάφιο της παρ. 4 του προηγούμενο άρθρου και είναι ληξιπρόθεσμες, υποβάλουν στην εταιρεία αντιρρήσεις κατά της πραγματοποίησης των παραπάνω καταβολών εντός προθεσμίας εξήντα (60) ημερών από την παραπάνω δημοσιότητα και δεν ικανοποιηθούν πλήρως ή δεν διακανονίσουν με την εταιρεία τις απαιτήσεις τους.
2. Οι δανειστές των μη ληξιπρόθεσμων απαιτήσεων μπορούν, εφόσον θεωρούν ότι με τις παραπάνω καταβολές τίθεται σε κίνδυνο η ικανοποίηση των απαιτήσεών τους, να υποβάλουν στην εταιρεία αντιρρήσεις κατά της πραγματοποίησης των παραπάνω καταβολών εντός της αυτής προθεσμίας.
3. Επί του βασίμου των αντιρρήσεων των δανειστών μη ληξιπρόθεσμων απαιτήσεων κατά την παρ. 2, συμπεριλαμβανομένων εκείνων που αφορούν στην επάρκεια των προσφερόμενων από την εταιρεία ασφαλειών, αποφαίνεται το δικαστήριο, το οποίο κρίνει κατά τη διαδικασία της εκούσιας δικαιοδοσίας, μετά από αίτηση της εταιρείας. Εάν υποβληθούν αντιρρήσεις από περισσότερους δανειστές μη ληξιπρόθεσμων απαιτήσεων, εκδίδεται μία απόφαση ως προς όλες. Εάν οι δανειστές των μη ληξιπρόθεσμων απαιτήσεων αποδείξουν, ότι η πραγματοποίηση των καταβολών ενόψει της εταιρικής περιουσίας, που θα απομείνει μετά την πραγματοποίηση της μείωσης, λαμβανομένων υπόψη και των τυχόν ασφαλειών, που ήδη διαθέτουν, θέτει σε κίνδυνο την ικανοποίηση των απαιτήσεών τους, το δικαστήριο επιτρέπει την καταβολή των αποδεσμευόμενων με τη μείωση ποσών μόνο υπό τον όρο της τήρησης όρων ή της παροχής επαρκών ασφαλειών, το είδος και την έκταση των οποίων καθορίζει το δικαστήριο. Καταβολές στους μετόχους που γίνονται κατά παράβαση των παραπάνω διατάξεων είναι άκυρες.
4. Το παρόν άρθρο εφαρμόζεται και όταν η μείωση του κεφαλαίου γίνεται με ολική ή μερική απαλλαγή των μετόχων από την υποχρέωση καταβολής καλυφθέντος και μη καταβληθέντος κεφαλαίου.
παρ. 3: Θα πρέπει να υπάρξει κάποιος άλλος τρόπος για την εξακρίβωση της βασιμότητας των αντιρρήσεων των πιστωτών από την προσφυγή της εταιρείας στο Δικαστήριο. Ενδεχομένως θα μπορούσε η εταιρεία να προχωρήσει στη μείωση αν η επάρκεια των περιουσιακών της στοιχείων και/ή των ήδη υφισταμένων εγγυήσεων προς τους εναντιούμενους πιστωτές προκύπτει από πρόσφατες, ηλεγμένες οικονομικές καταστάσεις ή έκθεση ελεγκτικού ή χρηματοπιστωτικού οίκου. Σε αυτή την περίπτωση οι πιστωτές θα δικαιούνται να προσφύγουν κατά της αύξησης και να ζητήσουν προσωρινή δικαστική προστασία.
Εναλλακτικά, θα μπορούσε να προβλεφθεί ότι στην περίπτωση που η εταιρεία καταδείξει ότι οι αντιρρήσεις των πιστωτών είναι αβάσιμες, να καταπίπτει εις βάρος τους χρηματική ποινή ή ποινική ρήτρα υπέρ της εταιρείας ίση (ή και διπλάσια) του ποσού της μείωσης. Προϋπόθεση δε του παραδεκτού των αντιρρήσεων να είναι η κατάθεση εγγυοδοσίας από τους πιστωτές ίση προς το 50% του εν λόγω ποσού.
παρ. 1 : Δεν ξέρω αν οι 60 ημέρες για τις αντιρρήσεις των πιστωτών προβλέπονται από ενωσιακό δίκαιο προς το οποίο προσαρμόστηκε ο εθνικός νομοθέτης. Αν όμως κάτι τέτοιο δεν ισχύει θεωρώ ότι είναι υπερβολικά μεγάλος χρόνος. Θα πρέπει να συντμηθεί στο μισό.