1. Η ανώνυμη εταιρεία είναι κεφαλαιουχική εταιρεία με νομική προσωπικότητα, για τα χρέη της οποίας ευθύνεται μόνο η ίδια με την περιουσία της. Το κεφάλαιό της διαιρείται σε μετοχές.
2. Κάθε ανώνυμη εταιρεία είναι εμπορική, έστω και αν ο σκοπός της δεν είναι η άσκηση εμπορικής επιχείρησης.
3. Με την επιφύλαξη ειδικότερων ρυθμίσεων για τις ανώνυμες εταιρείες με μετοχές ή άλλους τίτλους εισηγμένους σε ρυθμιζόμενη αγορά, ο παρών νόμος εφαρμόζεται σε όλες τις ανώνυμες εταιρείες. Οι διατάξεις για τις ανώνυμες εταιρείες με μετοχές ή άλλους τίτλους εισηγμένους σε ρυθμιζόμενη αγορά εφαρμόζονται και σε εταιρείες με μετοχές εισηγμένες προς διαπραγμάτευση σε πολυμερή μηχανισμό διαπραγμάτευσης (ΠΜΔ), μόνο όταν αυτό προβλέπεται ρητά.
Σύμφωνα με την αιτιολογική έκθεση του νόμου, με το προτεινόμενο νομοσχέδιο επιδιώκεται η αναμόρφωση του δικαίου της ανώνυμης εταιρείας με νέο νομοθέτημα λόγω παρέλευσης σχεδόν εκατονταετίας από την εισαγωγή του νόμου 2190/1920. Ωστόσο, ο Ν. 2190/1920 δεν είναι ένας «παλιός» νόμος καθώς τα βασικά άρθρα του είχαν ήδη «κωδικοποιηθεί» με την ενσωμάτωση σε αυτά όλων των ευρωπαϊκών οδηγιών μέχρι σήμερα. Είναι γεγονός ότι κάποιες διατάξεις παρέμειναν άτακτα τοποθετημένες, ασυστηματοποίητες, ότι στο ίδιο άρθρο ρυθμίζονται ετερόκλητα θέματα, ότι η χρησιμοποιούμενη ορολογία δεν είναι ενιαία, ότι υπάρχουν διατάξεις που παραμένουν στην καθαρεύουσα ενώ οι νεότερες διατάξεις είναι στη δημοτική, ότι ορισμένες διατάξεις δεν ισχύουν πλέον ή ότι έχουν απλώς ιστορική αξία, αλλά όλα αυτά είναι αποτέλεσμα των τροποποιήσεων που έγιναν, επιμέρους και αποσπασματικά, κατά καιρούς. Αυτό λύνεται εύκολα και απλά με μία νέα κωδικοποίηση του Ν. 2190/1920.
Επίσης, είναι γεγονός ότι ένα μεγάλο μέρος του νόμου (ολόκληρο το λογιστικό δίκαιο, το ελεγκτικό δίκαιο, το σύστημα δημοσιότητας, προσεχώς δε και το δίκαιο των μετασχηματισμών) έχει ήδη αποχωριστεί ή πρόκειται να αποχωριστεί από το νόμο για τις ανώνυμες εταιρείες, με τη λογική ότι δεν αφορά μόνο αυτές, αλλά κι άλλες εταιρικές μορφές. Ωστόσο, αυτός ο διαχωρισμός έχει δημιουργήσει περισσότερη γραφειοκρατία και δυσλειτουργία στις ανώνυμες εταιρείες καθώς έχει περιπλέξει τις αρμοδιότητες μεταξύ Περιφερειών, Γ.Ε.ΜΗ. και φορολογικής διοίκησης, με αποτέλεσμα τα στελέχη των εταιρειών, δικηγόροι και οι λογιστές, να απευθύνονται στις Υπηρεσίες της Περιφέρειας για διευκρινίσεις, αναπολώντας την εποχή που ο Ν. 2190/1920 ρύθμιζε συνολικά τα θέματα των Α.Ε.
Είναι αλήθεια ότι, αντιλαμβανομένης της σημασίας του παγκόσμιου ανταγωνισμού των δικαίων, πρέπει να φροντίσουμε να εκσυγχρονίσουμε τη νομοθεσία μας για τις ανώνυμες εταιρείες, ώστε με τον τρόπο αυτό να διαφημίσουμε την εγχώρια αγορά και να την καταστήσουμε φιλικότερη προς τις ξένες επενδύσεις. Ταυτόχρονα όμως, πρέπει να ληφθούν υπόψη οι ιδιαιτερότητες της ελληνικής οικονομίας και επιχειρηματικότητας, ιδίως σ’ αυτήν την περίοδο της συνεχιζόμενης κρίσης. Η κατάργηση της υποχρέωσης κατάθεσης του μετοχικού κεφαλαίου σε πιστωτικό ίδρυμα στην Ελλάδα είναι σίγουρο ότι θα αποδυναμώσει τις δοκιμαζόμενες ελληνικές τράπεζες.
Επισημαίνεται ότι, ενώ αναφέρεται ότι πρότυπα για τις νέες διατάξεις αποτέλεσαν αντίστοιχες διατάξεις αλλοδαπών δικαίων ή προήλθαν από την ελληνική εμπειρία, δεν ζητήθηκε η συνδρομή των στελεχών των Περιφερειών της χώρας που έχουν πολύχρονη εμπειρία σε ζητήματα Α.Ε.. Κατά καιρούς προτείνονταν συγκεκριμένες τροποποιήσεις του Ν. 2190/1920 από τα στελέχη της Περιφέρειας, τα οποία δεν εισακούγονταν. Αντιθέτως, εξακολουθεί και απαξιώνεται η γνώση και η εμπειρία της Δημόσιας Διοίκησης, και με πρόσχημα την καταπολέμηση της γραφειοκρατίας αποκλείεται η Περιφέρεια από την άσκηση της κρατικής εποπτείας.
Αναφέρεται επίσης ότι η κρατική εποπτεία δεν υπάρχει σε καμιά άλλη εταιρική μορφή και άρα δημιουργεί ζητήματα ίσης μεταχείρισης των επιχειρήσεων. Ωστόσο είναι ευρέως παραδεκτό ότι κατά την υποχρέωση απογραφής των Ε.Π.Ε. στο Γ.Ε.ΜΗ. διαπιστώθηκαν ελλείψεις που οφείλονταν στην πλημμελή εποπτεία των Ε.Π.Ε. από τα Πρωτοδικεία.
Επιπλέον, θεωρείται από τον νέο νόμο ότι ο έλεγχος πρέπει να είναι απλούστερος στις κοινές επιχειρήσεις, ενώ να παραμείνει πιο λεπτομερής κατά τη σύσταση και την τροποποίηση του καταστατικού ορισμένων εταιρειών, που έχουν ιδιαίτερη σημασία για την οικονομία και την κοινωνία (τράπεζες, ασφαλιστικές επιχειρήσεις κλπ.). Ωστόσο, η θέση αυτή δεν φαίνεται να λαμβάνεται υπόψη για περιπτώσεις επιχειρήσεων μεγάλου οικονομικού μεγέθους, που έχουν συσταθεί από πολυεθνικές εταιρείες, αλλά ανήκουν σε άλλες εταιρικές μορφές (π.χ. Ο.Ε.), και στις οποίες δεν επιβάλλεται η κρατική εποπτεία, αλλά επηρεάζουν σημαντικά την εγχώρια αγορά.
Στην αιτιολογική έκθεση αναφέρεται ότι, ενώ η κρατική εποπτεία είχε απομειωθεί ήδη με το Ν. 3604/2007, η πείρα έχει δείξει ότι, ακόμη και μειωμένη, δεν έχει να παρουσιάσει κάποιο χειροπιαστό όφελος και περισσότερο δημιουργεί γραφειοκρατικά εμπόδια. Επιπλέον, κατηγορείται η κρατική εποπτεία ότι αφορούσε πάντοτε την τήρηση του εταιρικού δικαίου και μόνο, ενώ η εποπτεία της τήρησης άλλων διατάξεων (π.χ. της εργατικής νομοθεσίας, της κεφαλαιαγοράς, της προστασίας του περιβάλλοντος, της τήρησης των νόμων για το ξέπλυμα βρώμικου χρήματος, και όποιας άλλης), είναι πιο σημαντική. Αφενός, είναι άσκοπο να συγκρίνονται τα διάφορα νομοθετήματα καθώς, κάθε νομοθέτημα δημιουργείται για να ρυθμίσει διαφορετικά πράγματα και εξυπηρετεί διαφορετικούς σκοπούς, με στόχο πάντα την προστασία του δημοσίου συμφέροντος. Αφετέρου, ενώ αναφέρεται ότι ο νέος νόμος καταπολεμά τη γραφειοκρατία και προσδοκά την ανάπτυξη, η εποπτεία των μεγάλων οντοτήτων μεταφέρεται από τις Περιφέρειες στο Υπουργείο, ακυρώνοντας με τον τρόπο αυτό την πολιτική απόφαση για αποκέντρωση των Υπηρεσιών, και οδηγώντας στην συγκέντρωση εκ νέου στην κεντρική δομή του Κράτους.
Επιπλέον, η πολυετής λειτουργία των πρώην Διευθύνσεων Α.Ε., νυν Ανάπτυξης, της Τοπικής Αυτοδιοίκησης έχει δείξει, σε αντίθεση με την εντύπωση που έχει δημιουργηθεί, ότι η κρατική εποπτεία έχει προλάβει προβλήματα που μπορεί να προκύψουν από την λειτουργία ανωνύμων εταιρειών. Ενδεικτικά αναφέρονται οι κάτωθι περιπτώσεις:
1) Κατά τον έλεγχο αύξησης του κεφαλαίου, ενώ οι καταθέσεις των μετόχων είχαν ληφθεί υπόψη στον υπολογισμό της καθαρής θέσης οι ίδιες καταθέσεις να χρησιμοποιούνται για αύξηση του κεφαλαίου.
2) Σε συνεδρίαση Διοικητικού Συμβουλίου με παρόντα δύο μέλη οριζόταν εκπρόσωπος της εταιρείας.
3) Αρχικό μετοχικό κεφάλαιο 50.000,00€ καταβλήθηκε με επαναλαμβανόμενες καταθέσεις και αναλήψεις 10.000,00€.
4) Κατά τον έλεγχο να διαπιστώνεται ότι το κεφάλαιο δεν καταβλήθηκε σύμφωνα με το καταστατικό ή την απόφαση της Γενικής Συνέλευσης των μετόχων.
5) Κατά τον έλεγχο αύξησης του κεφαλαίου με εισφορά σε είδος, δεν είχαν μεταγραφεί στο υποθηκοφυλακείο τα ακίνητα, ενώ ταυτόχρονα εμφανιζόταν στον ισολογισμό της χρήσης αυξημένο κεφάλαιο.
Με αφορμή τα προαναφερόμενα προβλήματα στην καταβολή του κεφαλαίου ανωνύμων εταιρειών να σημειωθεί ότι, με δεδομένο ότι στην πλειονότητα των πολύ μικρών και μικρών οντοτήτων οι μέτοχοι είναι και μέλη του Δ.Σ., η κατάργηση του διοικητικού ελέγχου της καταβολής του κεφαλαίου δημιουργεί τον κίνδυνο να οδηγηθούμε σε ανώνυμες εταιρίες με εικονικά κεφάλαια, αφού οι ίδιοι που υποχρεούνται να καταθέτουν θα πιστοποιούν την καταβολή. Αυτό θα έχει άμεσες συνέπειες στις τράπεζες που δανείζουν, μεταξύ άλλων, και βάσει του κεφαλαίου, στις κρατικές επιδοτήσεις, στις συναλλαγές με προμηθευτές, αλλά και σε όλους τους συναλλασσόμενους, γεγονός που αναπόφευκτα θα επιφέρει μεγάλο πλήγμα στην ασφάλεια των συναλλαγών.
Από τα ανωτέρω συνάγεται ότι, η κατάργηση της κρατικής εποπτείας θα οδηγήσει στην ασυδοσία της αγοράς και στην δημιουργία αθέμιτου ανταγωνισμού, μεταξύ των εταιρειών που θα εφαρμόζουν τον νέο νόμο και αυτών που δεν θα τον εφαρμόζουν, αφού δεν προβλέπεται η Υπηρεσία που θα διαπιστώνει τις παραβάσεις και θα επιβάλει τις διοικητικές κυρώσεις. Αντιθέτως όλα παραπέμπονται στις δικαστικές καλένδες, επιβαρύνοντας τα ελληνικά δικαστήρια και τους επιχειρηματίες με τεράστιο κόστος σε χρήμα και χρόνο. Με αυτήν την έννοια ο νέος νόμος δεν συμβαδίζει με τις τροποποιήσεις άλλων νόμων όπου η σύγχρονη τάση είναι η αποσυμφόρηση των δικαστηρίων.
Προς επίρρωση της θέσης ότι η κατάργηση της κρατικής εποπτείας θα επιβαρύνει τα ελληνικά δικαστήρια, σημειώνεται ότι, πριν τον Ν.3604/2007 προβλεπόταν η ανάκληση της άδειας σύστασης της εταιρείας, σε περίπτωση που οι μέτοχοι δεν κατέβαλαν το αρχικό μετοχικό κεφάλαιο ή δεν υπέβαλαν ισολογισμούς για τρεις συνεχόμενες χρήσεις ή είχαν κεφάλαια μικρότερα από το 1/10 του μετοχικού κεφαλαίου. Η μείωση της κρατικής εποπτείας και η κατάργηση αυτής της διάταξης, οδήγησε στην σώρευση ανενεργών εταιρειών στις Νομικές Υπηρεσίες των κατά τόπους Περιφερειών, προκειμένου να διαβιβαστούν στα Πρωτοδικεία για δικαστική λύση, επιβαρύνοντας το ελληνικό δημόσιο και οδηγώντας σε καταστάσεις όπως αυτή του πρόσφατου παρελθόντος, όπου χρεοκοπημένη εταιρεία συνέχιζε να λειτουργεί «περιμένοντας» την δικαστική της λύση, θέτοντας σε κίνδυνο όλη την αγορά. Ακόμα και σήμερα εκκρεμεί η δικαστική λύση εταιρειών που ούτε καν έχουν απογραφεί στο Γ.Ε.ΜΗ. και ζητείται από τις υπηρεσίες των Περιφερειών να τις απογράψουν για να διαβιβαστούν στα Πρωτοδικεία.
Ο εισηγητής του νόμου παραδέχεται την ανάγκη εποπτείας και ελέγχου που ασκείται κατά την καταχώριση εταιρικών πράξεων (σύστασης της εταιρείας και τροποποίησης του καταστατικού). Όμως επισημαίνει ότι ο έλεγχος αυτός πρέπει να είναι απλός και ταχύς, προκειμένου το Γ.Ε.ΜΗ. να μην αποτελεί πρόσκομμα στη λειτουργία των επιχειρήσεων. Αφενός να σημειωθεί ότι η ανάθεση του ελέγχου στις Υπηρεσίες Γ.Ε.ΜΗ. δημιουργεί ασυμβίβαστο καθώς οι επιχειρήσεις που είναι μέλη των Επιμελητηρίων θα είναι ταυτόχρονα ελεγκτές και ελεγχόμενοι. Αφετέρου, ο έλεγχος αυτός ήταν ταχύτερος πριν την λειτουργία του Γ.Ε.ΜΗ. καθώς υπήρχε μόνο ένας φορέας υποδοχής των αιτήσεων των επιχειρήσεων, η τότε Νομαρχία. Με την εισαγωγή του Γ.Ε.ΜΗ. και της Υπηρεσίας μια Στάσης άρχισαν οι καθυστερήσεις, καθώς διαχωρίστηκε, λανθασμένα εκ του αποτελέσματος, ο έλεγχος των πράξεων από την καταχώρησή τους. Ακόμα και η ηλεκτρονική υποβολή των αιτήσεων, που βοήθησε τις επιχειρήσεις, είχε δρομολογηθεί από την δημιουργία του Ολοκληρωμένου Πληροφοριακού Συστήματος των Νομαρχιών (www.emporioae.gov.gr), το οποίο ουδέποτε αξιοποιήθηκε πλήρως, παρά τα ποσά που δαπανήθηκαν για την δημιουργία του. Αντιθέτως δαπανήθηκαν εκ νέου ποσά για την δημιουργία του portal του Γ.Ε.ΜΗ..
Είναι κοινός τόπος ότι οι Υπηρεσίες της Νομαρχίας, νυν Περιφέρειας, με την τεχνογνωσία που διαθέτουν, επισημαίνουν λάθη που γίνονται από τους συμβολαιογράφους και από το Γ.Ε.ΜΗ. όπως για παράδειγμα:
1) Κατά την σύσταση εταιρείας με εισφορά ακινήτου, ως αρχικό μετοχικό κεφάλαιο να καταχωρείται η αντικειμενική αξία της εφορίας (2.000.000,00€) αντί της αξίας που έχει προσδιοριστεί στην έκθεση εκτίμησης, η οποία ήταν μικρότερη (1.600.000,00€).
2) Η πράξη σύστασης της εταιρείας να αποστέλλεται στην Περιφέρεια δύο χρόνια μετά την ημερομηνία σύστασης. Αυτό σημαίνει ότι η εταιρεία δεν είχε υποβάλει στοιχεία που αφορούσαν αυτό το διάστημα, π.χ. πιστοποίηση καταβολής του αρχικού μετοχικού κεφαλαίου ή εκπροσώπηση.
3) Κατά την σύσταση να ορίζεται ονομαστική αξία μετοχής 1.000,00€ ή 600€ όταν από το νόμο ορίζεται ως ανώτατη ονομαστική αξία μετοχής 100,00€.
4) Συμβολαιογραφικές πράξεις σύστασης Α.Ε. με διατάξεις που ίσχυαν πριν τον Ν. 2339/1995 ο οποίος νόμος είχε επιφέρει αρκετές μεταβολές στον Κ. Ν. 2190/1920.
5) Συμβολαιογραφική πράξη σύστασης με εισφορά ακινήτου ενώ η έκθεση εκτίμησης δεν έχει δημοσιευτεί ή δεν είναι σύμφωνη με το νόμο καθώς δεν έχουν ληφθεί υπόψη τα βάρη του ακινήτου.
6) Τροποποίηση καταστατικού που αφορά την αύξηση του μετοχικού κεφαλαίου και εμπίπτει στην αυθημερόν καταχώρηση, καταχωρείται ενώ εκκρεμεί προηγούμενη αυθημερόν καταχώριση τροποποίησης και ενώ δεν έχει υποβληθεί πρακτικό ΔΣ πιστοποίησης καταβολής της προηγούμενης αύξησης.
7) Αυθημερόν καταχώριση χωρίς να έχει υποβληθεί το τέλος υπέρ της επιτροπής ανταγωνισμού.
8) Σύσταση εταιρείας που καταχωρήθηκε στο Γ.Ε.ΜΗ. ενώ δεν είχε γίνει από την Υπηρεσία μιας στάσης, και το παραστατικό καταβολής υπέρ της Επιτροπής Ανταγωνισμού είχε πλαστογραφηθεί και φαινόταν να έχουν καταβληθεί 50.000,00€ ενώ στην πραγματικότητα είχαν καταβληθεί 5,00€.
Συμπεραίνεται από τα ανωτέρω, ότι η Δημόσια Διοίκηση επιτελεί το έργο της που είναι η προστασία του δημοσίου συμφέροντος. Η καταπολέμηση της γραφειοκρατίας επιτυγχάνεται με την συγκέντρωση των αρμοδιοτήτων σε έναν και μόνο φορέα, αυτόν που έχει την εμπειρία και την γνώση, που είναι οι Διευθύνσεις Ανάπτυξης των Περιφερειών της χώρας. Άλλωστε, στον νέο νόμο προτείνεται οι συγχωνεύσεις και οι διασπάσεις των εταιρειών να παραμείνουν στις Περιφέρειες ακριβώς διότι αναγνωρίζεται η τεχνογνωσία τους. Όσον αφορά τα διοικητικά βάρη των εταιρειών (πρόστιμα, τέλη, αμοιβές) μπορούν να προσαρμοστούν στα σημερινά δεδομένα των επιχειρήσεων, αν προβλεφθεί ο υπολογισμός τους αναλογικά με το μέγεθος της επιχείρησης.
Τέλος, ενώ γίνεται παραδεκτό ότι η αναμόρφωση ενός δικαιικού κλάδου και η αντικατάσταση ενός νόμου με ένα νεότερο δεν είναι χωρίς συνέπειες, προωθείται η αλλαγή αυτή βιαστικά, χωρίς επαρκή χρόνο για διαβούλευση, σε μια δύσκολη περίοδο για τους Έλληνες επιχειρηματίες. Ήδη, μετά από 5 χρόνια λειτουργίας του Γ.Ε.ΜΗ., διαπιστώνεται ότι οι επιχειρηματίες δεν έχουν ακόμη εξοικειωθεί με την αλλαγή αυτή, η οποία δημιούργησε περισσότερα προβλήματα από όσα έλυσε.
Υπήρξα μέτοχος μειοψηφίας κατέχοντας το 30% των μετοχών της Ελληνικής Βιομηχανίας Έξυπνων Καρτών (ΕΒΕΚ ΑΕ) από τον Αύγουστο του 1999 μέχρι τον Δεκέμβριο του 2007. Ακόμη υπήρξα ιδρυτής της ΕΒΕΚ ΑΕ, με βασικό μέτοχο τη Γερμανική εταιρία Cardfactory ΑG, και Πρόεδρος και Διευθύνων Σύμβουλος από τον Αύγουστο του 1999 μέχρι τον Αύγουστο του 2006.
Τον Ιανουάριο του 2006 οι μέτοχοι της Cardfactory ΑG μεταβίβασαν τα ποσοστά τους στο επιχειρηματικό κεφάλαιο VENTIZZ .
Η VENTIZZ που εξαγόρασε την Cardfactory ΑG απαίτησε όπως τα μέλη των Δ.Σ. της μητρικής και των θυγατρικών, οι οποίοι ήσαν και μέτοχοι, να μην πουλήσουν τις μετοχές τους αλλά να παραμείνουν στην διοίκηση της μητρικής και των θυγατρικών ως μέτοχοι μειοψηφίας.
Για να είναι κατανοητές οι σχέσεις Γερμανικής μητρικής εταιρίας με την θυγατρική της στην Ελλάδα θα πρέπει να εξεταστεί το πώς λειτουργούν οι Ανώνυμες Εταιρίες στην Ελλάδα και πως στην Γερμανία.
Η ΕΒΕΚ ΑΕ λειτουργούσε σαν εγκατεστημένη επιχείρηση στην Ελλάδα, σύμφωνα με τις ισχύουσες διατάξεις της ελληνικής νομοθεσίας περί Ανωνύμων Εταιριών. (Ν.2190/1920 με τις αναθεωρήσεις) Η Cardfactory AG η οποία ήταν μέτοχος πλειοψηφίας στην ΕΒΕΚ ΑΕ και η οποία κατείχε την καταστατική πλειοψηφία του 70%, είναι εγκατεστημένη στην Γερμανία και λειτουργεί σύμφωνα με την ισχύουσα γερμανική νομοθεσία περί Ανώνυμων Εταιριών.
Το κυρίαρχο όργανο της Ανώνυμης Εταιρίας, στην Ελλάδα είναι, ως γνωστόν, η Γενική Συνέλευση, η οποία και εκλέγει τα μέλη του Διοικητικού Συμβουλίου. Στην συνέχεια τα μέλη του ΔΣ συγκροτούνται σε σώμα και εκλέγουν τον Πρόεδρο και τον Διευθύνοντα σύμβουλο. Ο Πρόεδρος, ως μέλος του ΔΣ, εκλέγεται από την Γενική Συνέλευση. Ο Διευθύνων Σύμβουλος μπορεί να είναι μέλος του ΔΣ μπορεί και όχι, αλλά εκλέγεται από το ΔΣ και λογοδοτεί σε αυτό.
Σύμφωνα με τα ισχύοντα στην Γερμανία, η Γενική Συνέλευση των μέτοχων μιας Ανωνύμου Εταιρίας δεν εκλέγει το ΔΣ, αλλά το Εποπτικό Συμβούλιο, το οποίο σύμφωνα με το καταστατικό λογοδοτεί στην Γενική Συνέλευση των Μετόχων. Το Εποπτικό Συμβούλιο εκλέγει τον Πρόεδρο του και στην συνέχεια διορίζει το ΔΣ. Τα μέλη του ΔΣ μπορεί να είναι και μέτοχοι ή και όχι. Όλες οι ενέργειες του ΔΣ συζητούνται και εγκρίνονται από το Εποπτικό Συμβούλιο.
Στην περίπτωση μας, μετά την εξαγορά της Cardfactory AG, η Ventizz, η οποία είναι και βασικός μέτοχος αφού κατείχε πέραν από το 85% της Cardfactory AG, ήταν βασικός κυρίαρχος και επέλεξε το Εποπτικό Συμβούλιο το οποίον και εκπροσωπούσε τα συμφέροντά του. (Το Εποπτικό Συμβούλιο ήταν τριμελές)
Η εταιρία Ventizz ήταν επενδυτής και τα μέλη του Εποπτικού Συμβουλίου, τα οποία επέλεξε, δεν είχαν εξειδικευμένες γνώσεις για την λειτουργία εταιριών με δραστηριότητα την παραγωγή και εμπορεία καρτών, αντικείμενο των εταιριών Cardfactory AG και ΕΒΕΚ ΑΕ και γι’ αυτό υποχρέωσε, βάσει της σχετικής συμφωνίας, τα μέλη του ΔΣ της Cardfactory AG που είχαν διοριστεί πριν την εξαγορά, οι οποίοι ήσαν και μέτοχοι μειοψηφίας, να παραμείνουν στην εταιρία με τον ίδιο αριθμό μετοχών και μετά την εξαγορά.
Στην περίπτωση αυτή ανήκουν δύο μέλη. Με αυτούς το Εποπτικό Συμβούλιο υπέγραψε τετραετή συμβόλαια συνεργασίας. Εάν αποχωρούσαν από την εταιρία, βάσει την συμφωνίας, θα έπρεπε υποχρεωτικά να μεταβιβάζουν τις μετοχές τους στον βασικό μέτοχο.
Διαπιστώνουμε, λοιπόν, ότι τα δύο μέλη του ΔΣ της Cardfactory AG, τα οποία ήσαν και μέλη του ΔΣ της ΕΒΕΚ ΑΕ, είχαν άμεση εξάρτηση από τον βασικό μέτοχο. Αργότερα σε αυτούς προστέθηκε τρίτο μέλος το οποίο εξαγόρασε τις μετοχές άλλου μετόχου ο οποίος δεν ήταν μέλος του ΔΣ της προηγουμένης διοίκησης πριν την εξαγορά και έγινε μέλος του ΔΣ της Cardfactory AG και του ΔΣ της ΕΒΕΚ ΑΕ.
Πριν την εξαγορά, δηλαδή τον Ιανουάριο του 2006, της Cardfactory AG από την Ventizz, η ΕΒΕΚ ΑΕ λειτουργούσε κανονικά με Διευθύνοντα Σύμβουλο τον γράφοντα και με επιχειρηματική επιτυχία. Μετά την εξαγορά προέκυψαν διενέξεις του γράφοντος, ως μετόχου μειοψηφίας και Διευθύνοντος Συμβούλου, οι οποίες αφορούσαν βασικά την εκπόνηση επιχειρηματικού πλάνου για την ΕΒΕΚ ΑΕ, μεταξύ αυτού και των δύο μελών οι οποίοι ήσαν μέλη του ΔΣ της Cardfactory AG και μέλη του ΔΣ της ΕΒΕΚ ΑΕ. Οι διενέξεις αυτές είχαν σαν αποτέλεσμα οι αρμόδιοι της Cardfactory AG που ήταν και μέλη του ΔΣ της ΕΒΕΚ ΑΕ και την εκπροσωπούσαν στην Γενική Συνέλευση να ανακαλέσουν τον Αύγουστο του 2006 τον γράφοντα από Διευθύνοντα Σύμβουλο και μέλος του Δ.Σ. , να αναλάβουν με ευθύνη τους την διοίκηση της ΕΒΕΚ ΑΕ και να αποφασίσουν μονομερώς, τον Απρίλιο του 2007, την λύση και εκκαθάριση της ΕΒΕΚ ΑΕ.
Ο γράφων και μέτοχος μειοψηφίας πίστευε ότι η εταιρία είχε μέλλον και επέτυχε να βρει αγοραστή, παρόλο ότι η ΕΒΕΚ ΑΕ είχε τεθεί σε λύση και εκκαθάριση, ο οποίος μετά την αναβίωση της εταιρίας τον Ιούλιο του 2007 εξαγόρασε τις μετοχές της Cardfactory AG και τον Δεκέμβριο του 2007 εξαγόρασε και τις μετοχές του γράφοντος.
Ενώ η ΕΒΕΚ ΑΕ μέχρι τον Ιανουάριο του 2006 είχε επιτυχή επιχειρηματική πορεία, στην συνέχεια οδηγήθηκε σε αρνητικά αποτελέσματα με ευθύνη των αρμοδίων της Cardfactory AG.
Επειδή η ΕΒΕΚ ΑΕ απαξιώθηκε, ο γράφων προχώρησε σε Αγωγή στο Πολυμελές Πρωτοδικείο και διεκδίκησε ποσό το οποίον βάσει της Αγωγής ανέρχεται σε 503.293,30€.
Ο Νόμος 2190/1920, άρθρο 22β προβλέπει, ως γνωστόν, ότι μόνο η εταιρία νομιμοποιείται να εγείρει Αγωγή κατά των μελών της Διοίκησης και όχι κατ’ ιδίαν οι μέτοχοι της Ανώνυμης Εταιρίας, οι οποίοι υφίστανται έμμεση ζημία (για το θέμα αυτό θα επανέλθουμε).
Το Πολυμελές Πρωτοδικείο διεύρυνε την ερμηνεία του Ν. 2190/1920, άρθρο 22β, και αποδέχτηκε ότι και οι μέτοχοι έχουν αυτοτελή αξίωση, εφόσον παραβιάζονται οι διατάξεις του Α.Κ. 914 και Α.Κ. 919 , σύμφωνα με τα οποία υφίστανται θέμα πράξεων και συμπεριφοράς οι οποίες είναι αντίθετες προς τα Χρηστά ήθη.
Ενώ, λοιπόν, το Πρωτοδικείο αποδέχτηκε την διευρυμένη ερμηνεία, δεν αποδέχτηκε την παραβίαση των χρηστών ηθών και της υποχρέωσης πίστης και απέρριψε την αγωγή, αποδεχόμενο ότι οι αντίδικοι ενήργησαν στα πλαίσια επιχειρηματικών επιλογών και μόνο.
Ο γράφων προσέφυγε στο Εφετείο, το οποίο όμως με απόφαση του εμμένει στην στενή ερμηνεία του νόμου 2190/1920, άρθρο 22Β και αποδέχεται ότι ο ενάγων δεν είχε ενεργητική νομιμοποίηση να αξιώσει αποζημίωση. Το Εφετείο προχωρεί ακόμη παραπέρα και εξαφανίζει την εκκαλουμένη απόφαση και απορρίπτει την αγωγή.
Η όλη υπόθεση αυτή την στιγμή βρίσκεται, κατόπιν αιτήσεως του γράφοντος, στον Άρειο Πάγο, η εκδίκαση της οποίας προβλέπεται να γίνει τον Φεβρουάριο του 2019. Σύμφωνα με την αίτηση μου, αιτούμαι την αναίρεση της προσβαλλόμενης απόφασης κατά το άρθρο 599 αρ. 1 ΚΠολΔ για εσφαλμένη ερμηνεία και εφαρμογή των άρθρων 914 και 919 Αστικού Κώδικος σε συνδυασμό με τα άρθρα 22α και 22β κ.ν. 2190/1920 και μη εφαρμογή των άρθρων 17 του Συντάγματος και 1 του πρώτου πρόσθετου πρωτοκόλλου της Σύμβασης της Ρώμης, επί τω τέλει α] αποδοχής ουσία τής εφέσεώς μου κατά της απόφασης 1037/2014 του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Αθηνών, β] εξαφάνισης της τελευταίας και γ] αποδοχής της εφ’ ης αύτη αγωγής μου. Την καταδίκη των αναιρεσιβλήτων στα δικαστικά έξοδά μου.
Στο άρθρο αυτό του νέου Νόμου αναφέρεται ότι η Ανώνυμη Εταιρία είναι κεφαλαιουχική εταιρία με νομική προσωπικότητα, για τα χρέη της οποίας ευθύνεται μόνο η ίδια με την περιουσία της. Το κεφάλαιο της διαιρείται σε μετοχές.
Διαπιστώνουμε, λοιπόν, ότι και στον νέο Νόμο δεν προβλέπεται όπως οι μέτοχοι να έχουν δικαίωμα αυτοτελούς αξίωσης αποζημίωσης κατά των μελών της διοίκησης της εταιρείας, όταν η ζημιογόνος πράξη των τελευταίων, αυτοτελώς θεωρούμενη, συνιστά συγχρόνως και παράνομη επέμβαση στην υπόσταση του μετοχικού δικαιώματος, συνιστά δηλαδή και ως προς τους μετόχους αδικοπραξία, από την οποία απορρέει άμεση και αυτοτελής υποχρέωση προς αποζημίωση (ΑΠ 1298/2006 ΕΕμπΔ 2006.597 , ΕφΑθ 4457/2007 ΑλλΔνη 2010.207).
Επιπλέον, κατά τη διάταξη του άρθρου 919 ΑΚ. όποιος με πρόθεση ζημιώνει άλλον κατά τρόπο αντίθετο προς τα χρηστά ήθη έχει υποχρέωση να τον αποζημιώσει. Με τη διάταξη αυτή, που αποτελεί απαραίτητο συμπλήρωμα της διάταξης του άρθρου 914 ΑΚ, ανάγεται σε αυτοτελή αδικοπραξία, που γεννά υποχρέωση προς αποζημίωση, καθώς επίσης και προς καταβολή χρηματικής ικανοποίησης λόγω ηθικής βλάβης, η κατά τρόπο αντίθετο προς τα χρηστά ήθη συμπεριφορά του υπαίτιου προσώπου, εφόσον αυτή έγινε με πρόθεση επαγωγής ζημίας. Ως κριτήριο των χρηστών ηθών, η έννοια των οποίων είναι νομική, χρησιμεύουν οι ιδέες του εκάστοτε κατά τη γενική αντίληψη χρηστά και με φρόνηση σκεπτόμενου μέσου κοινωνικού ανθρώπου. Στην περίπτωση που η κρινόμενη συμπεριφορά σχετίζεται με ορισμένη κατηγορία συναλλαγών και συναλλασσομένων, οι αντίστοιχες στην κατηγορία αυτή των συναλλασσομένων κρατούσες αντιλήψεις λαμβάνονται υπόψη, εκτός αν κατά το κοινό συναίσθημα του πιο πάνω κοινωνικού ανθρώπου δεν συμβιβάζονται με την κοινωνική ηθική. Προκειμένου να κριθεί, αν στη συγκεκριμένη περίπτωση συμπεριφοράς υπάρχει αντικειμενική αντίθεση, με την πιο πάνω έννοια, προς τα χρηστά ήθη, συνεκτιμώνται τα κίνητρα, ο σκοπός του υποκειμένου της συμπεριφοράς, το είδος των μέσων που χρησιμοποιήθηκαν για την επίτευξη του σκοπού, έστω και θεμιτού, καθώς και όλες οι λοιπές περιστάσεις πραγμάτωσης της συμπεριφοράς, θετικής ή αρνητικής (ΑΠ 1298/2006 ό.π., ΕφΑθ 4457/2009 ό.π. ).
Στην Αγωγή μου γίνεται αναλυτική παρουσίαση των γεγονότων, βάσει των οποίων αποδεικνύεται ότι οι αντίδικοι, δηλαδή ο μέτοχος πλειοψηφίας (Cardfactory AG) και τα μέλη του ΔΣ της ΕΒΕΚ ΑΕ, τα οποία είχαν διοριστεί από τον μέτοχο πλειοψηφίας, προχωρούσαν σε επιχειρηματικές επιλογές, οι οποίες ήταν αντίθετες με το εταιρικό συμφέρον της εταιρίας και ως εκ τούτου και της μειοψηφίας. Οι επιχειρηματικές επιλογές αυτές ήταν αντίθετες προς τα χρηστά ήθη, όπως αποδεικνύεται με σειρά ισχυρών και ακλόνητων επιχειρημάτων τα οποία παρουσιάζονται στην Αγωγή μας. Για το θέμα της υποχρέωσης πίστης θα επανέλθουμε.
Υφίσταται, λοιπόν, το ερώτημα: Πώς είναι δυνατόν τα μέλη του ΔΣ, οι οποίοι εκπροσωπούν και τον βασικό μέτοχο, να προβαίνουν σε πράξεις οι οποίες ζημιώνουν την εταιρία; Αυτό, εξηγείται από το γεγονός ότι ο βασικός μέτοχος Ventizz είχε αποφασίσει να αποεπένδυσει την ΕΒΕΚ ΑΕ από την Ελλάδα για λόγους που ήταν προς το συμφέρον του, δηλαδή ήθελε να επενδύσει αλλού και όχι στην Ελλάδα, αδιαφορώντας για την ζημία που προκαλούνταν στην ΕΒΕΚ ΑΕ. Για το θέμα αυτό θα επανέλθουμε.
Το αίτημα μας, λοιπόν, είναι όπως στο άρθρο αυτό να προβλέπεται ότι και οι μέτοχοι έχουν αυτοτελή αξίωση αποζημίωσης κατά των μελών της διοίκησης της εταιρίας, εφόσον συντρέχουν οι λόγοι που αναφέραμε παραπάνω.
Στο Άρθρο 1: Με την επιφύλαξη αν μια τέτοια νομοθετική ρύθμιση δύναται να εισαχθεί στο παρόν νομοσχέδιο, προτείνουμε να υπάρχει στους μετόχους των Α.Ε. με ποσοστό άνω του 10% του Μ.Κ., και οικονομική ευθύνη σε ποσοστό 20% της προσωπικής τους περιουσίας.