1. Η διάσπαση που συντελέσθηκε σύμφωνα με την παράγραφο 1 του άρθρου 70 κηρύσσεται άκυρη με δικαστική απόφαση σύμφωνα με τις ακόλουθες διατάξεις:
α) εφόσον παραλείφθηκε η έγκριση της διάσπασης από έστω μία από τις εταιρείες που μετέχουν σε αυτή, με απόφαση της γενικής συνέλευσης ή των εταίρων, συμπεριλαμβανομένης και της περίπτωσης των μετόχων ή εταίρων που αποφασίζουν σύμφωνα με την παράγραφο 2 του άρθρου 66, ή η απόφαση με την οποία εγκρίθηκε η διάσπαση είναι ανυπόστατη,
β) εφόσον έστω μία από τις αποφάσεις της προηγούμενης περίπτωσης είναι άκυρη ή ακυρώσιμη.
2. Εφόσον το ελάττωμα της προηγούμενης παραγράφου εξαλειφθεί ή ιαθεί με οποιονδήποτε τρόπο μέχρι τη συζήτηση της αίτησης για την κήρυξη της ακυρότητας της διάσπασης, η διάσπαση δεν κηρύσσεται άκυρη. Επιπλέον, το δικαστήριο παρέχει προθεσμία για την άρση των λόγων ακυρότητας της διάσπασης, εφόσον η άρση είναι εφικτή. Εφόσον παρασχεθεί η ανωτέρω προθεσμία, το δικαστήριο μπορεί να διατάξει μέτρα για την προσωρινή ρύθμιση των εταιρικών υποθέσεων.
3. Η αίτηση για την κήρυξη της ακυρότητας της διάσπασης μπορεί να υποβληθεί από κάθε μέτοχο ή εταίρο εταιρείας που μετείχε στη διάσπαση, εφόσον δεν έλαβε μέρος στη λήψη της απόφασης για την έγκριση της διάσπασης ή αντιτάχθηκε στη λήψη της. Ειδικά στην περίπτωση β΄ της παραγράφου 1, η αίτηση μπορεί να υποβληθεί μόνον από μέτοχο ή μετόχους ή από εταίρο ή εταίρους που εκπροσωπούν συνολικά το ένα εικοστό (1/20) τουλάχιστον του κεφαλαίου ή των δικαιωμάτων ψήφου μίας από τις εταιρείες που συμμετείχαν στη διάσπαση, εφόσον δεν έλαβαν μέρος στη λήψη της απόφασης για την έγκριση της διάσπασης ή αντιτάχθηκαν στη λήψη της. Η αίτηση ασκείται εντός τριών (3) μηνών από τη καταχώριση στο Γ.Ε.ΜΗ. σύμφωνα με την παράγραφο 1 του άρθρου 70.
4. Όπου συντρέχει περίπτωση σύμφωνα με την παράγραφο 1, η ακυρότητα ή η ακυρωσία ή το ανυπόστατο της απόφασης της γενικής συνέλευσης ή των εταίρων κρίνεται αποκλειστικά από το δικαστήριο που δικάζει την αίτηση της προηγούμενης παραγράφου.
5. Στην περίπτωση β΄ της παραγράφου 1, το δικαστήριο δύναται να μην κηρύξει την ακυρότητα της διάσπασης, εφόσον κρίνει ότι αυτή είναι δυσανάλογη σε σχέση με το ελάττωμα της απόφασης της γενικής συνέλευσης των μετόχων ή των εταίρων. Σε αυτή την περίπτωση, όταν πρόκειται για κοινή διάσπαση ή μερική διάσπαση, ο αιτών έχει χρηματική αξίωση κατά της εταιρείας, της οποίας είναι μέτοχος ή εταίρος μετά τη συντέλεση της διάσπασης, προς αποκατάσταση της ζημίας που του προκάλεσε το συγκεκριμένο ελάττωμα, η οποία πρέπει να ασκηθεί εντός αποκλειστικής προθεσμίας ενός (1) έτους από το αμετάκλητο της δικαστικής απόφασης. Την ίδια αξίωση έχουν μέτοχοι ή εταίροι που δεν μπορούν να ζητήσουν την κήρυξη της ακυρότητας της διάσπασης, επειδή δεν διαθέτουν το απαιτούμενο ποσοστό μετοχών ή δικαιωμάτων ψήφου σύμφωνα με την παράγραφο 3. Στην περίπτωση των δύο προηγούμενων εδαφίων, περισσότερες υπόχρεες εταιρείες ευθύνονται ανάλογα με την κατανομή που προβλέπεται στη σύμβαση κοινής διάσπασης ή μερικής διάσπασης για τις εταιρικές συμμετοχές του δικαιούχου.
6. Εφόσον η επωφελούμενη εταιρεία είναι ανώνυμη εταιρεία με μετοχές εισηγμένες σε ρυθμιζόμενη αγορά, δεν κηρύσσεται ακυρότητα της διάσπασης στην περίπτωση β΄ της παραγράφου 1, αλλά εφαρμόζεται ανάλογα το δεύτερο εδάφιο της προηγούμενης παραγράφου όταν πρόκειται για κοινή διάσπαση ή μερική διάσπαση και η αξίωση που αναφέρεται σε αυτό μπορεί να ασκηθεί από κάθε μέτοχο ή εταίρο που δεν έλαβε μέρος στη λήψη της απόφασης ή αντιτάχθηκε σε αυτήν, εντός προθεσμίας ενός (1) έτους που αρχίζει από την καταχώριση της διάσπασης στο Γ.Ε.ΜΗ. σύμφωνα με την παράγραφο 1 του άρθρου 70.
7. Στις περιπτώσεις του πρώτου εδαφίου της παραγράφου 5 και του πρώτου εδαφίου της παραγράφου 6, καθώς και όταν πρόκειται για απόσχιση κλάδου, δεν θίγονται αξιώσεις κατά το κοινό δίκαιο μεταξύ της διασπώμενης εταιρείας και της επωφελούμενης ή των επωφελούμενων εταιρειών.
8. Ακύρωση, με δικαστική απόφαση, της διοικητικής πράξης, με την οποία εγκρίθηκε η διάσπαση σύμφωνα με τις παραγράφους 3 και 5 του άρθρου 68, δεν επιφέρει ανατροπή των αποτελεσμάτων της διάσπασης ούτε αποτελεί λόγο κήρυξης της ακυρότητάς της. Αξιώσεις αποζημίωσης κατά τις γενικές διατάξεις ή τις διατάξεις του παρόντος νόμου δεν θίγονται.
9. Η αίτηση για την κήρυξη της ακυρότητας της διάσπασης και η απόφαση που κηρύσσει την ακυρότητα δημοσιεύονται στο Γ.Ε.ΜΗ. Στην απόφαση αυτή δεν εφαρμόζεται το άρθρο 763 του Κώδικα Πολιτικής Δικονομίας. Με την ίδια απόφαση το δικαστήριο λαμβάνει, ύστερα από σχετικό αίτημα ή και αυτεπαγγέλτως, όλα τα αναγκαία κατά την κρίση του μέτρα για την προστασία των συμφερόντων που τίθενται σε διακινδύνευση.
10. Τριτανακοπή κατά της απόφασης που κηρύσσει την ακυρότητα της διάσπασης, μπορεί να ασκηθεί εντός τριών (3) μηνών από τη δημοσίευση σύμφωνα με την προηγούμενη παράγραφο.
11. Η απόφαση που κηρύσσει την ακυρότητα της διάσπασης δεν θίγει το κύρος των συναλλαγών των επωφελούμενων εταιρειών που έγιναν μετά την καταχώριση της διάσπασης στο Γ.Ε.ΜΗ. σύμφωνα με την παράγραφο 1 του άρθρου 70 και πριν από τη δημοσίευση της απόφασης σύμφωνα με την παράγραφο 9 του παρόντος άρθρου. Για τις υποχρεώσεις των επωφελούμενων εταιρειών από συναλλαγές του προηγούμενου εδαφίου ευθύνεται εις ολόκληρον η διασπώμενη εταιρεία.