1. Μέσα σε τριάντα (30) ημέρες από την ολοκλήρωση των διατυπώσεων δημοσιότητας του άρθρου 60, οι πιστωτές των εταιρειών που μετέχουν στη διάσπαση, των οποίων οι απαιτήσεις είχαν γεννηθεί πριν από τον χρόνο αυτό χωρίς να έχουν καταστεί ληξιπρόθεσμες, έχουν το δικαίωμα να ζητήσουν κατάλληλες εγγυήσεις από τις εταιρείες, εφόσον αποδεικνύουν επαρκώς ότι η οικονομική κατάσταση των εταιρειών εξαιτίας της διάσπασης καθιστά απαραίτητη την παροχή τέτοιων εγγυήσεων και εφόσον δεν έχουν ήδη λάβει τέτοιες εγγυήσεις.
2. Οι εγγυήσεις που θα χορηγηθούν στους πιστωτές της διασπώμενης εταιρείας μπορεί να είναι διαφορετικές από αυτές που θα χορηγηθούν στους πιστωτές της επωφελούμενης ή των επωφελούμενων εταιρειών.
3. Κάθε διαφορά που θα προκύψει από την εφαρμογή της παραγράφου 1 επιλύεται από το Μονομελές Πρωτοδικείο της έδρας οποιασδήποτε από τις εταιρείες που μετέχουν στη διάσπαση το οποίο στην περίπτωση αυτή δικάζει κατά τη διαδικασία των άρθρων 682 επ. του Κώδικα Πολιτικής Δικονομίας, ύστερα από αίτηση του ενδιαφερόμενου πιστωτή. Η αίτηση κατατίθεται μέσα σε προθεσμία τριάντα (30) ημερών, η οποία αρχίζει από την ολοκλήρωση των διατυπώσεων δημοσιότητας που προβλέπεται από το άρθρο 60. Με την απόφασή του το δικαστήριο δύναται να λάβει τα κατά την κρίση του επαρκή και πρόσφορα μέτρα για την εξασφάλιση της απαίτησης του αιτούντος.
4. Εφόσον δεν ικανοποιήθηκε απαίτηση πιστωτή της διασπώμενης εταιρείας που μεταβιβάστηκε σε επωφελούμενη εταιρεία, ιδίως σε περίπτωση άκαρπης αναγκαστικής εκτέλεσης ή κήρυξης σε πτώχευση, για την απαίτηση αυτή ευθύνονται εις ολόκληρον και οι λοιπές επωφελούμενες εταιρείες, μέχρι του ύψους της καθαρής θέσης της περιουσίας που εισφέρθηκε από τη διασπώμενη εταιρεία σε καθεμία από τις εταιρείες αυτές, ή, στις περιπτώσεις μερικής διάσπασης ή απόσχισης κλάδου και η ίδια η διασπώμενη εταιρεία. Απαιτήσεις κατά των εις ολόκληρον ευθυνόμενων εταιρειών του προηγούμενου εδαφίου παραγράφονται μετά την παρέλευση πενταετίας από την συντέλεση της διάσπασης ή της απόσχισης κλάδου σύμφωνα με το άρθρο 70.