1. Η συγχώνευση που συντελέσθηκε σύμφωνα με την παράγραφο 1 του άρθρου 18 κηρύσσεται άκυρη με δικαστική απόφαση σύμφωνα με τις ακόλουθες διατάξεις:
α) εφόσον παραλείφθηκε η έγκριση της συγχώνευσης έστω από μία από τις εταιρείες που μετέχουν σε αυτή, με απόφαση της γενικής συνέλευσης ή των εταίρων, ή η απόφαση με την οποία εγκρίθηκε η συγχώνευση είναι ανυπόστατη,
β) εφόσον έστω μία από τις αποφάσεις της προηγούμενης περίπτωσης είναι άκυρη ή ακυρώσιμη.
2. Εφόσον το ελάττωμα της προηγούμενης παραγράφου εξαλειφθεί ή ιαθεί με οποιονδήποτε τρόπο μέχρι τη συζήτηση της αίτησης για την κήρυξη της ακυρότητας της συγχώνευσης, η συγχώνευση δεν κηρύσσεται άκυρη. Επιπλέον, το δικαστήριο παρέχει προθεσμία για την άρση των λόγων ακυρότητας της συγχώνευσης, εφόσον η άρση είναι εφικτή. Εφόσον παρασχεθεί η ανωτέρω προθεσμία, το δικαστήριο μπορεί να διατάξει μέτρα για την προσωρινή ρύθμιση των εταιρικών υποθέσεων.
3. Η αίτηση για την κήρυξη της ακυρότητας της συγχώνευσης μπορεί να υποβληθεί από κάθε μέτοχο ή εταίρο εταιρείας που συγχωνεύθηκε, εφόσον δεν έλαβε μέρος στη λήψη της απόφασης της εταιρείας αυτής για την έγκριση της συγχώνευσης ή αντιτάχθηκε στη λήψη της. Ειδικά στην περίπτωση β΄ της παραγράφου 1, η αίτηση μπορεί να υποβληθεί μόνο από μέτοχο ή μετόχους ή από εταίρο ή εταίρους που εκπροσωπούν συνολικά το ένα εικοστό (1/20) τουλάχιστον του κεφαλαίου ή των δικαιωμάτων ψήφου εταιρείας που συγχωνεύθηκε, εφόσον δεν έλαβαν μέρος στη λήψη της απόφασης για την έγκριση της συγχώνευσης ή αντιτάχθηκαν στη λήψη της. Η αίτηση ασκείται εντός τριών (3) μηνών από την καταχώριση στο Γ.Ε.ΜΗ. σύμφωνα με την παράγραφο 1 του άρθρου 18.
4. Όπου συντρέχει περίπτωση σύμφωνα με την παράγραφο 1, η ακυρότητα ή η ακυρωσία ή το ανυπόστατο της απόφασης της γενικής συνέλευσης ή των εταίρων κρίνεται αποκλειστικά από το δικαστήριο που δικάζει την αίτηση της προηγούμενης παραγράφου.
5. Στην περίπτωση β΄ της παραγράφου 1, το δικαστήριο δύναται να μην κηρύξει την ακυρότητα της συγχώνευσης, εφόσον κρίνει ότι αυτή είναι δυσανάλογη σε σχέση με το ελάττωμα της απόφασης της γενικής συνέλευσης των μετόχων ή των εταίρων. Σε αυτή την περίπτωση, ο αιτών έχει χρηματική αξίωση κατά της απορροφώσας εταιρείας προς αποκατάσταση της ζημίας που του προκάλεσε το συγκεκριμένο ελάττωμα, η οποία πρέπει να ασκηθεί εντός αποκλειστικής προθεσμίας ενός (1) έτους από το αμετάκλητο της δικαστικής απόφασης. Την ίδια αξίωση έχουν μέτοχοι ή εταίροι που δεν μπορούν να ζητήσουν την κήρυξη της ακυρότητας της συγχώνευσης, επειδή δεν διαθέτουν το απαιτούμενο ποσοστό μετοχών ή δικαιωμάτων ψήφου σύμφωνα με την παράγραφο 3. Εφόσον η απορροφώσα είναι ανώνυμη εταιρεία με μετοχές εισηγμένες σε ρυθμιζόμενη αγορά, δεν κηρύσσεται ακυρότητα της συγχώνευσης στην περίπτωση β΄ της παραγράφου 1, αλλά εφαρμόζεται αναλογικά το εδάφιο β της παρούσας παραγράφου και η αξίωση που αναφέρεται σε αυτό μπορεί να ασκηθεί από κάθε μέτοχο που δεν έλαβε μέρος στη λήψη της απόφασης ή αντιτάχθηκε σε αυτήν, εντός προθεσμίας ενός (1) έτους από την καταχώριση της συγχώνευσης στο Γ.Ε.ΜΗ. σύμφωνα με την παράγραφο 1 του άρθρου 18.
6. Ακύρωση, με δικαστική απόφαση, της διοικητικής πράξης, με την οποία εγκρίθηκε η συγχώνευση σύμφωνα με τις παραγράφους 3 και 5 του άρθρου 16, δεν επιφέρει ανατροπή των αποτελεσμάτων της συγχώνευσης ούτε αποτελεί λόγο κήρυξης της ακυρότητάς της. Αξιώσεις αποζημίωσης κατά τις γενικές διατάξεις ή τις διατάξεις του παρόντος νόμου δεν θίγονται.
7. Η αίτηση για την κήρυξη της ακυρότητας της συγχώνευσης και η απόφαση που κηρύσσει την ακυρότητα δημοσιεύονται στο Γ.Ε.ΜΗ. Στην απόφαση αυτή δεν εφαρμόζεται το άρθρο 763 του Κώδικα Πολιτικής Δικονομίας. Με την ίδια απόφαση το δικαστήριο λαμβάνει, ύστερα από σχετικό αίτημα ή και αυτεπαγγέλτως, όλα τα αναγκαία κατά την κρίση του μέτρα για την προστασία των συμφερόντων που τίθενται σε διακινδύνευση.
8. Τριτανακοπή κατά της απόφασης που κηρύσσει την ακυρότητα της συγχώνευσης, μπορεί να ασκηθεί εντός τριών (3) μηνών από τη δημοσίευση σύμφωνα με την προηγούμενη παράγραφο.
9. Η απόφαση που κηρύσσει την ακυρότητα της συγχώνευσης δεν θίγει το κύρος των συναλλαγών της απορροφώσας εταιρείας που έγιναν μετά την καταχώριση της συγχώνευσης στο Γ.Ε.ΜΗ. σύμφωνα με την παράγραφο 1 του άρθρου 18 και πριν από τη δημοσίευση της απόφασης σύμφωνα με την παράγραφο 7 του παρόντος άρθρου. Για τις υποχρεώσεις της απορροφώσας εταιρείας από συναλλαγές του προηγούμενου εδαφίου ευθύνονται εις ολόκληρον οι απορροφώμενες εταιρείες.