1. Μετά από αίτημα του δικαιούχου του σήματος του οποίου ζητείται η διαγραφή λόγω ακυρότητας, ο δικαιούχος προγενέστερου σήματος που αιτείται τη διαγραφή οφείλει να αποδείξει ότι κατά τη διάρκεια των πέντε (5) ετών που προηγήθηκαν της ημερομηνίας κατάθεσης της αίτησης διαγραφής λόγω ακυρότητας, είχε γίνει ουσιαστική χρήση του προγενέστερου σήματος για τα προϊόντα ή τις υπηρεσίες για τα οποία είχε καταχωρισθεί και τα οποία επικαλείται προς δικαιολόγηση της αίτησης διαγραφής, ή ότι υπάρχει εύλογη αιτία για τη μη χρήση αυτού, εφόσον κατά την ημερομηνία αυτή το προγενέστερο σήμα ήταν από πενταετίας τουλάχιστον καταχωρισμένο.
2. Εάν, κατά την ημερομηνία που κατατέθηκε η μεταγενέστερη δήλωση σήματος, ή κατά την ημερομηνία προτεραιότητας αυτής, το προγενέστερο σήμα, στο οποίο στηρίζεται η αίτηση ακυρότητας, ήταν καταχωρισμένο πέντε (5) έτη, ο δικαιούχος αυτού, επιπλέον της απόδειξης χρήσης βάσει της παραγράφου 1, οφείλει να αποδείξει ότι είχε γίνει ουσιαστική χρήση του σήματός του κατά τη διάρκεια των πέντε (5) ετών που προηγήθηκαν της ημερομηνίας κατάθεσης της μεταγενέστερης δήλωσης, ή ότι υπήρχε εύλογη αιτία για τη μη χρήση.
3. Αν δεν αποδειχθούν τα ανωτέρω, η αίτηση ακυρότητας απορρίπτεται.
4. Εάν το προγενέστερο σήμα χρησιμοποιήθηκε για μέρος μόνον των προϊόντων ή των υπηρεσιών για τις οποίες καταχωρίσθηκε, τότε, για τους σκοπούς της εξέτασης της αίτησης ακυρότητας, θεωρείται καταχωρισμένο μόνον για το μέρος αυτό των προϊόντων ή των υπηρεσιών.
5. Όταν η αίτηση ακυρότητας βασίζεται σε προγενέστερο σήμα της Ευρωπαϊκής Ένωσης, η ουσιαστική χρήση αυτού προσδιορίζεται σύμφωνα με το άρθρο 18 του Κανονισμού (ΕΕ) 2017/1001.
6. Η παράγραφος 2 του άρθρου 28 εφαρμόζεται αναλογικά.