1. Η Διεύθυνση Σημάτων, η Διοικητική Επιτροπή Σημάτων και τα Διοικητικά Δικαστήρια έχουν δικαιοδοσία για την αποδοχή ή μη των δηλώσεων σημάτων, για την ακυρότητα και την έκπτωση από καταχωρισμένο σήμα, καθώς και για κάθε διαφορά που ανακύπτει μεταξύ της ∆ιεύθυνσης Σημάτων και των καταθετών ή δικαιούχων σήματος ή τρίτων κατά την εφαρμογή του παρόντος νόμου.
2.Τα πολιτικά δικαστήρια έχουν δικαιοδοσία για διαφορές σχετικές με την προσβολή σήματος.
Further to the comments submitted in relation to Article 38, in our opinion, the practice of some Courts that suspend hearings until the later trademark application has either been registered or rejected is not correct. For this reason, it should be emphasized that Civil Courts are exclusively competent in deciding trademark infringement cases as well as for ruling on the scope of use of trademarks. INTA therefore recommends that the wording of paragraph 2 be amended as follows:
“Civil courts have exclusive jurisdiction for disputes concerning infringements of trademark applications and/or registrations, as well as for disputes concerning their use and/or the scope of use”.
For the sake of clarity, we suggest a third paragraph be introduced, specifying which decisions of the Administrative Trademark Commission or the Administrative Courts are binding for Civil Courts. This way, Civil Courts will not be able to suspend hearings until the registration or invalidation procedures have been concluded. We recommend that the following wording be introduced:
“Decisions of the Administrative Trademark Commission or of the Administrative Courts that have ruled on matters mentioned in paragraph 1 and on the condition that they have become final, are binding for the Civil Courts only as of the moment they become final”.
ΜΕΤΑΦΡΑΣΗ ΣΤΗΝ ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΓΛΩΣΣΑ
Σε συνέχεια των παρατηρήσεων που υποβλήθηκαν σχετικά με το άρθρο 38, κατά την άποψή μας, η πρακτική ορισμένων δικαστηρίων, τα οποία αναστέλλουν τη δίκη, έως ότου καταχωριστεί ή απορριφθεί η αίτηση καταχώρισης μεταγενέστερου σήματος είναι λανθασμένη. Για το λόγο αυτό, θα πρέπει να τονιστεί ότι τα Πολιτικά δικαστήρια είναι αποκλειστικά αρμόδια για να αποφασίζουν επί υποθέσεων προσβολής σήματος όπως επίσης και να αποφασίζουν επί του εύρους της χρήσης των σημάτων. Η ΙΝΤΑ επομένως προτείνει να τροποποιηθεί η διατύπωση της παραγράφου 2 ως εξής:
«Τα Πολιτικά Δικαστήρια έχουν αποκλειστική αρμοδιότητα για την εκδίκαση διαφορών που αφορούν προσβολές καταχωρισμένων σημάτων ή αιτήσεων καταχώρισης σημάτων, καθώς και για την εκδίκαση διαφορών σχετικές με τη χρήση ή/και το εύρος της χρήσης αυτών».
Για λόγους σαφήνειας, θα προτείναμε να προστεθεί μια τρίτη παρ. που θα καθορίζει ποιες αποφάσεις της Δοικητικής Επιτροπής Σημάτων ή των Διοικητικών Δικαστηρίων είναι δεσμευτικές για τα Πολιτικά Δικαστήρια. Με τον τρόπο αυτό, τα Πολιτικά Δικαστήρια δεν θα μπορούν να αναστείλουν τις εκκρεμείς ενώπιόν τους δίκες, έως ότου ολοκληρωθούν οι διαδικασίες καταχώρισης ή διαγραφής σήματος. Προτείνουμε την ακόλουθη διατύπωση:
«Οι αποφάσεις της Διοικητικής Επιτροπής Σημάτων ή των Διοικητικών Δικαστηρίων που έχουν αποφανθεί επί των θεμάτων που αναφέρονται στην παρ. 1 και υπό την προϋπόθεση ότι έχουν καταστεί τελεσίδικες, δεσμεύουν τα Πολιτικά Δικαστήρια μόνο από το χρόνο της τελεσιδικίας τους».
Σχετικά με το ζήτημα προβολής ισχυρισμού περί ακυρότητας καταχωρημένου σήματος στα πλαίσια ανταγωγής ή κατ’ ένσταση, σκόπιμο είναι να αντιπαραβληθεί το νομικό κλαθεστώς των διπλωμάτων ευρεσιτεχνίας. Ειδικότερα, το τεκμήριο νομιμότητας του διπλώματος ευρεσιτεχνίας ως διοικητικής πράξης ανατρέπεται και το δίπλωμα ευρεσιτεχνίας μπορεί να κηρυχθεί άκυρο με δικαστική απόφαση του αρμόδιου δικαστηρίου, είτε διότι έλειπε μία από τις ουσιαστικές θετικές προϋποθέσεις χορήγησής του είτε για κάποιον από τους λοιπούς λόγους, που περιοριστικά αναφέρονται στο άρθρο 15 του ν. 1733/87 Η ακυρότητα δε αυτή μπορεί να προβληθεί όχι μόνο με αγωγή ή ανταγωγή, αλλά και με ένσταση (ΑΠ 1589/17).
Και ναι μεν ο ν. 1733/87 αναθέτει, δυνάμει του άρθρου 15, αρχήθεν στα πολιτικά δικαστήρια αποκλειστική δικαιοδοσία επί του κύρους διπλώματος ευρεσιτεχνίας, πλην όμως, σε κάθε περίπτωση, από τα παραπάνω συνάγεται ότι, υπό μόνη την επιφύλαξη του άρθρου 197 του Κώδικα Διοικητικής Δικονομίας περί δεδικασμένου, το τεκμήριο νομιμότητας της πράξης καταχώρησης ενός σήματος δεν δημιουργεί συνταγματικό ή άλλο εμπόδιο στην απονομή δικαιοδοσίας στα πολιτικά δικαστήρια επί ανταγωγής ή ένστασης ακυρότητας του καταχωρημένου σήματος.
Φαίνεται ότι διαμορφώνεται ένα consensus περί του ότι το προγενέστερο καθεστώς που επιβίωσε μέχρι και τον ν. 4072/12, συνιστάμενο σε αδυναμία ελέγχου του κύρους καταχωρημένου σήματος στα πλαίσια της πολιτικής δίκης περί προσβολής των εξ αυτού δικαιωμάτων, είναι προβληματικό. Η εγκυρότητα καταχώρησης σήματος που αποτελεί τη βάση της αγωγής πρέπει να μπορεί να ελεγχθεί στα πλαίσια της ίδιας δίκης, όπως ακριβώς προβλέπουν τα άρθρα 124 υπό δ) και 128 του Κανονισμού 2017/1001.
Για κάποιον που είναι πεπεισμένος σχετικά με την ανάγκη εναρμόνισης του status εθνικών και ευρωπαϊκών σημάτων ως προς τον έλεγχο αυτόν, η ερμηνεία του νέο άρθρου 47§2 ίσως να μην εγείρει ιδιαίτερα ζητήματα. Η ανατιθέμενη στα πολιτικά δικαστήρια δικαιοδοσία είναι πλήρης υπό την έννοια ότι αφορά κάθε ζήτημα, κύριο ή παρεμπίπτον, από το οποίο πρέπει να διέλθει ο συλλογισμός ώστε να αχθεί το δικαστήριο σε τελική κρίση περί την προσβολή των δικαιωμάτων που απορρέουν από το σήμα. Η δε εγκυρότητα του τελευταίου αποτελεί ένα τέτοιο ζήτημα, εφόσον προβάλλεται σχετικός ισχυρισμός του εναγομένου.
Πλην όμως, η διάταξη ως έχει παρουσιάζει σημαντικά προβλήματα:
α) Η έννοια της «προσβολής σήματος» είναι εξαιρετικά ευρεία. Ορθότερο θα ήταν να γίνει αναφορά σε «προσβολή των δικαιωμάτων που απορρέουν από το σήμα».
β) Κατά το άρθρο 94§3 του Συντάγματος «Σε ειδικές περιπτώσεις και προκειμένου να επιτυγχάνεται η ενιαία εφαρμογή της αυτής νομοθεσίας μπορεί να ανατεθεί με νόμο η εκδίκαση κατηγοριών ιδιωτικών διαφορών στα διοικητικά δικαστήρια ή κατηγοριών διοικητικών διαφορών ουσίας στα πολιτικά δικαστήρια.»
Ένα προκαταρκτικό ζήτημα που αξίζει να τεθεί είναι κατά πόσον πρέπει να επιτρέπεται η προβολή ισχυρισμού ακυρότητας του σήματος όχι μόνο με ανταγωγή αλλά και κατ’ ένσταση. Η επ’ αυτού επιλογή είναι σκόπιμο να αποτυπωθεί ρητά, τόσο για λόγους στοιχειώδους σαφήνειας περί την εφαρμογή του νόμου όσο και επειδή οι διαφορές στον τύπο και τις συνέπειες μεταξύ ένστασης και ανταγωγής είναι σημαντικές. Ο Κανονισμός 2017/1001 φαίνεται να αναγνωρίζει μόνο την ανταγωγή ως μέσο άμυνας σε αγωγή βάσει ευρωπαϊκού σήματος (άρθρο 127§1). Αν προβλεφθεί μόνο η κατ’ απλή ένσταση προβολή του ισχυρισμού περί ακυρότητας -ή θεωρηθεί ότι το άρθρο 47§2 την επιτρέπει ήδη- τότε δεν τίθεται ζήτημα σχετικό με το άρθρο 94§3 του Συντάγματος. Η εξέταση μιας τέτοιας ένστασης δεν αποτελεί παρά ειδική έκφανση του άρθρου 2 ΚΠολΔ, το οποίο επιτρέπει την παρεμπίπτουσα εξέταση ζητήματος που εμπίπτει στη δικαιοδοσία των διοικητικών δικαστηρίων (εδώ το άρθρο 47§2 βοηθάει υπό την έννοια ότι πρέπει να ερμηνευθεί ως επιτρέπον την παρεμπίπτουσα εξέταση της εσωτερικής νομιμότητας πράξης καταχώρησης του σήματος). Τους λόγους ασφάλειας δικαίου, που ορθώς προβάλλονται υπέρ της αναγνώρισης μόνο της ανταγωγής ως μέσου άμυνας – αντεπίθεσης, δεν φαίνεται να τους συμμερίζεται ο νομοθέτης της Ένωσης. Επ’ αυτού, το άρθρο 18 της οδηγίας 2015/2436 στην πραγματικότητα περιγράφει ένσταση ακυρότητας του σήματος που αποτελεί βάση της αγωγής. Υπάρχει λόγος διαφοροποίησης των συμπερασμάτων υπό το φως της ασφάλειας δικαίου ως προς το κύρος του καταχωρημένου σήματος που αποτελεί τη βάση της αγωγής ανάλογα με το αν ζητείται η απαγόρευση χρήσης σήματος καταχωρημένου (μεταγενεστέρως) ή μη καταχωρημένου; Εν πάση περιπτώσει, αυτό αποτελεί ζήτημα πολιτικής επιλογής με τα υπέρ και τα κατά της.
Αντιθέτως, ζήτημα σχετικό με το άρθρο 94§3 του Συντάγματος τίθεται εφόσον επιτραπεί η ανταγωγή με αίτημα την ακύρωση του σήματος που αποτελεί βάση της αγωγής. Πληροί το άρθρο 47§2 τις προϋποθέσεις του άρθρου 94§3 του Συντάγματος, ώστε να θεωρηθεί ότι απονέμει στα πολιτικά δικαστήρια δικαιοδοσία να ακυρώνουν καταχωρημένο σήμα κατόπιν ανταγωγής; Με τη σημερινή του διατύπωση, το άρθρο 47§2 δεν φαίνεται να κάνει οποιαδήποτε σαφή αναφορά σε «κατηγορία διοικητικών διαφορών ουσίας» που αναθέτει στα πολιτικά δικαστήρια. Αντίθετα, οι μοναδικές διαφορές στις οποίες αναφέρεται είναι διαφορές «σχετικές με την προσβολή σήματος» δηλαδή διαφορές προεχόντως αστικές στην φύση τους. Επ’ αυτού, διατυπώνεται η επιπλέον αντίρρηση εκ της διατύπωσης του άρθρου 94§3 του Συντάγματος, σύμφωνα με την οποία η ανάθεση δικαιοδοσίας πρέπει να γίνεται «προκειμένου να επιτυγχάνεται η ενιαία εφαρμογή της αυτής νομοθεσίας». Από την διατύπωση αυτή συνάγουν ορισμένοι ερμηνευτές ότι η ανάθεση δικαιοδοσίας πρέπει να οδηγεί σε αποκλειστική και όχι σε συντρέχουσα δικαιοδοσία πολιτικών και διοικητικών δικαστηρίων. Στο επιχείρημα αυτό μπορεί, και μάλλον πρέπει, να αντιταχθεί η ιδιαίτερη φύση των διαφορών εκ προσβολής δικαιωμάτων που απορρέουν από το σήμα. Οι διαφορές αυτές είναι αστικές στη ουσία τους. Η παρεμβολή της διοίκησης είναι αναγκαία προκειμένου να δημιουργηθεί ένα αξιόπιστο σύστημα καταχώρησης δικαιωμάτων αρνητικών στη φύση τους, υπό την έννοια ότι συνίστανται αποκλειστικά και μόνο στον περιορισμό των επιλογών που θα είχαν οι τρίτοι ως προς το εύρος των σημείων που μπορούν να χρησιμοποιήσουν για σκοπό εμπορικό. Συνεπώς, η «ενιαία εφαρμογή της αυτής νομοθεσίας» μπορεί και πρέπει να ερμηνευθεί υπό αυτό το ειδικό πρίσμα. Πρακτικά αυτό σημαίνει ότι η νομοθεσία περί σημάτων πρέπει να εφαρμοστεί με τρόπο ενιαίο και ολοκληρωμένο σε κάθε συγκεκριμένη υπόθεση στην οποία τίθενται ζητήματα που συνδέονται με δεσμούς άμεσης νομικής αλληλουχίας, όπως είναι το κύρος σήματος επί τη βάσει του οποίου ο ενάγων επιδιώκει να απαγορεύσει σε τρίτον τη χρήση σημείου λόγω κινδύνου σύγχυσης. Δεν σημαίνει ότι πρέπει το σύνολο της σχετικής δικαιοδοσίας να απονεμηθεί στα πολιτικά δικαστήρια.
Είναι λοιπόν απολύτως αναγκαίο να προσδιοριστεί ρητώς ότι τα πολιτικά δικαστήρια έχουν δικαιοδοσία εξέτασης του κύρους του σήματος που αποτελεί τη βάση της αγωγής στα πλαίσια ανταγωγής (ή και ένστασης). Εφόσον προβλεφθεί ρητώς η δυνατότητα ανταγωγής, θα ήταν στη συνέχεια εξίσου αναγκαίο να εισαχθεί διάταξη αντίστοιχη του άρθρου 128 του Κανονισμού 2017/1001.
Από τα σχόλια των εγκρίτων συναδέλφων που ακολουθούν φαίνεται να προκύπτει ότι, παρά την αγαθή πρόθεση των συντακτών της, η διάταξη του Άρθρου 47 παραμένει ασαφής τόσο σχετικά με την ύπαρξη ή μη δικαιοδοσίας των πολιτικών Δικαστηρίων για την άσκηση παρεμπιπτόντως ελέγχου εγκυρότητας του σήματος, όσο και σχετικά με την έκτασή της.
Όντως, η απλή διαγραφή της παραγράφου 2 του Άρθρου 158 φαίνεται να δημιουργεί ερμηνευτικές δυσκολίες, των οποίων η επίλυση αν επαφεθεί στη νομολογία θα χρειαστούν χρόνια για να εξαχθεί σαφές συμπέρασμα σχετικά με τον ακριβή καταμερισμό αρμοδιοτήτων μεταξύ του πολιτικού και του διοικητικού κλάδου.
Η επαναφορα της προηγουμενης ρύθμισης δεν είναι λύση διότι αντιβαίνει στη νομολογία του ΔΕΚ που αναφέρθηκε στα πλαισια του Αρθρου 7, σύμφωνα με την οποία η καταχώριση του σήματος δεν μπορεί να αποτελέσει ένσταση καταλυτική της αξίωσης προγενέστερου δικαιουχου για παύση της χρήσης και παράλειψή της στο μέλλον και άρα δεν δεσμεύει τον πολιτικό Δικαστή. Πρέπει, συνεπώς, να αναζητηθεί διαφορετική λύση.
Μεταξύ των δύο επιλογών που απομένουν (παρεμπίπτων έλεγχος ή πληρης ακυρωτική αρμοδιότητα), η πρώτη δεν είναι η προσφορότερη, στο μέτρο που ο απλός παρεμπίπτων έλεγχος μπορεί να οδηγήσει στην έκδοση αντιφατικών ή ανακόλουθων αποφάσεων σχετικά με τη διακριτική δύναμη, και άρα την έκταση προστασίας, του ίδιου σήματος. Επιπλέον, σήματα τα για τα οποία τα πολιτικά Δικαστήρια έχουν αποφανθεί ότι κακώς καταχωρίστηκαν θα παραμένουν στο μητρώο, αφού ο απλός παρεμπίπτων έλεγχος δεν οδηγεί σε διαγραφή του δικαιώματος.
Αντίθετα, η αναγνώριση πλήρους ακυρωτικής αρμοδιότητας στα πολιτικά Δικαστήρια σε περιορισμένες, ειδικά προβλεπόμενες περιπτώσεις, κατά τα πρότυπα του Κανονισμού 1001/2017, δηλαδή μόνο σε περιπτώσεις αντίθετης αγωγής στα πλαίσια αγωγής προσβολής, φαίνεται να λύνει το ζήτημα με απλό και ικανοποιητικό τρόπο.
Η λύση αυτή εξασφαλίζει το ενιαίο της κρίσης, δεν αφαιρεί την παράλληλη ακυρωτική δικαιοδοσία της ΔΕΣ και των Διοικητικών Δικαστηρίων (απλά τη συμπληρώνει όπου αυτό δικαιολογείται από λόγους χρηστής διοίκησης και ασφάλειας δικαίου) και λειτουργεί σαν αντίβαρο στην άσκηση καταχρηστικών αγωγών.
Επίσης, η λύση αυτή είναι η μόνη που εγγυάται την ίση μεταχείριση Ελληνικών και Ευρωπαϊκών σημάτων και αποφεύγει το παράλογο όταν ασκείται αγωγή με βάση τόσο Ελληνικό όσο και Ευρωπαϊκό σήμα, να μπορεί να ζητείται η ακύρωση του δευτέρου αλλά όχι του πρώτου. Η ίση μεταχείριση φαίνεται να επιβάλλεται και από τη νομολογία του ΔΕΣ (C-234/17, EU:C:2018:853, §22, C-268/06, Impact, EU:C:2008:223, §47, C-326/96, B.S. Levez, EU:C:1998:577, §41).
Τέλος, η ευθυγράμμιση με τον Κανονισμό δεν φαίνεται να προσκρούει στις σχετικές διατάξεις του Συντάγματος. Πράγματι, το Άρθρο 94 του Συντάγματος, στις παραγράφους 3 και 4, προβλέπει ότι σε ειδικές περιπτώσεις ο νομοθέτης μπορεί να αναθέσει την εκδίκαση διοικητικών διαφορών στην πολιτική δικαιοσύνη, εφόσον συντρέχει ουσιαστικός λόγος. Από το γράμμα της διάταξης αυτής δεν προκύπτει ότι η αρμοδιότητα αυτή πρέπει να είναι αποκλειστική, δηλαδή να αποκλείεται η αναγνώριση διπλής αρμοδιότητας, όπως εν προκειμένω.
Ακολούθως, προτείνεται το Άρθρο 47 να ευθυγραμμιστεί με τις σχετικές διατάξεις του Κανονισμού, προς πλήρη εναρμόνιση των δύο συστημάτων.
Η παροχή στα πολιτικά δικαστήρια, με την προτεινόμενη ρύθμιση του νομοσχεδίου, δυνατότητας προς παρεμπίπτοντα έλεγχο είναι σημαντικό σημείο του και επιτυχής από συστηματική άποψη, διότι:
(α) έτσι εναρμονίζεται το καθεστώς του εθνικού σήματος με εκείνο του Ευρωπαϊκού και αποφεύγονται ασυνέπειες που μάλλον σύγχυση προκαλούν,
(β) ο παρεμπίπτων έλεγχος συμβάλλει, ώστε να επιτυγχάνεται το ωφέλιμο αποτέλεσμα ενωσιακών κανόνων για το εθνικό σήμα, και δη του κανόνα της χρονικής προτεραιότητας. Ειδικότερα, καθώς το ΔικΕΕ έχει κρίνει (βλ. C-491/14 Rosa) ότι ο δικαιούχος προγενέστερου σήματος μπορεί να ασκήσει τα δικαιώματά του κατά του δικαιούχου μεταγενέστερου σήματος που προσβάλλει το δικό του, χωρίς να απαιτείται το δεύτερο να έχει προηγουμένως ακυρωθεί, είναι ορθό να μπορούν τα πολιτικά δικαστήρια να απαγορεύσουν τη χρήση του μεταγενέστερου έχοντας κρίνει παρεμπιπτόντως το ζήτημα της σύγκρουσης μεταξύ των δύο.
Εάν η βούληση του Έλληνα Νομοθέτη είναι πράγματι να χορηγήσει στα Πολιτικά Δικαστήρια δικαιοδοσία παρεμπίπτουσας εξέτασης λόγων ακυρότητας και έκπτωσης των ελληνικών σημάτων (συμφώνως προς την αντίστοιχη από μακρού διατυπωμένη βούληση του Ευρωπαίου Νομοθέτη), ερμηνεία που θα μπορούσε ενδεχομένως να βρει ερμηνευτικό έρεισμα στα προτεινόμενα Άρθρα 40 και 48, τότε προτείνεται η εξέταση της χρησιμότητας αναδιατύπωσης της παρ. 2 -χάριν νομοτεχνικής σαφήνειας- προς την ακόλουθη κατεύθυνση [παρεμπίπτουσα inter partes δικαιοδοσία]:
«2.Τα πολιτικά δικαστήρια έχουν δικαιοδοσία για όλες τις διαφορές σχετικές με την προσβολή σήματος, περιλαμβανομένης της εξέτασης λόγων ακυρότητας και έκπτωσης του σήματος στις περιπτώσεις όπου ο παρών Νόμος ρητά προβλέπει τέτοια δυνατότητα άμυνας του εναγομένου σε εκκρεμή δίκη προσβολής. Η παρεμπίπτουσα διαπίστωση της ακυρότητας ή έκπτωσης του σήματος από το πολιτικό δικαστήριο ενεργεί μόνο μεταξύ των διαδίκων και δεν επηρεάζει την κατάσταση του σήματος στο Μητρώο Σημάτων».
Άρθρο 47: Δικαιοδοσία.
Η νέα διάταξη έχει εντελώς διαφορετική διατύπωση από την παλαιά.
Συγκεκριμένα, ορίζει τι υπάγεται στη δικαιοδοσία της Διεύθυνσης σημάτων, της Διοικητικής Επιτροπής Σημάτων και των Διοικητικών Δικαστηρίων, καθώς και ότι τα πολιτικά δικαστήρια έχουν δικαιοδοσία προσβολής σήματος.
Επειδή παρατηρείται το φαινόμενο πολλές φορές τα πολιτικά δικαστήρια σε υποθέσεις προσβολής σήματος να εισέρχονται και σε θέματα κύρους των σημάτων, καλό θα ήταν στο άρθρο 47 να προστεθεί τρίτη παράγραφος, η οποία υπήρχε στο ν. 4072/2012 ως εξής:
«3: Οι αποφάσεις της Διεύθυνσης σημάτων, της Διοικητικής Επιτροπής Σημάτων, κατά των οποίων δεν χωρεί προσφυγή ενώπιον των Διοικητικών Δικαστηρίων, καθώς και οι τελεσίδικες αποφάσεις των Διοικητικών Δικαστηρίων, που εκδίδονται κατά τον παρόντα νόμο είναι υποχρεωτικές για τα πολιτικά δικαστήρια και κάθε άλλη αρχή.»
Εξυπακούεται, ότι και στην περίπτωση αυτή η λέξη «τελεσίδικες» θα πρέπει να αντικατασταθεί με τη λέξη «αμετάκλητες» για τους λόγους που αναφέρονται ανωτέρω υπό (3) για τα άρθρα 33 παρ. 3, 51 παρ. 5 και 52 παρ. 7.
Άρθρο 47 του Νομοσχεδίου (Δικαιοδοσία).
Σύμφωνα με το άρθρο 158 του ισχύοντος νόμου 4072/2012:
«1. Τα πολιτικά δικαστήρια ουδεμία έχουν αρμοδιότητα, όπου καθίστανται κατά τον παρόντα νόμο αρμόδια η Υπηρεσία Σημάτων, η Διοικητική Επιτροπή Σημάτων και τα Διοικητικά Δικαστήρια.
2.Οι αποφάσεις της Υπηρεσίας Σημάτων και της Διοικητικής Επιτροπής Σημάτων, κατά των οποίων δεν χωρείς προσφυγή και οι τελεσίδικες αποφάσεις των διοικητικών δικαστηρίων, που εκδίδονται κατά τον παρόντα νόμο, είναι υποχρεωτικές για τα πολιτικά δικαστήρια και κάθε άλλη αρχή.»
Η προτεινόμενη διάταξη του άρθρου 47 του νομοσχεδίου καταργεί αυτή τη διάταξη και την αντικαθιστά με μια γενική αναφορά αρμοδιοτήτων, χωρίς συγκεκριμένη οριοθέτηση του συσχετισμού μεταξύ τους, όπως ανέφερε το άρθρο 158 του ν. 4072/2012. Η νέα ρύθμιση εντείνει την αβεβαιότητα και μπορεί ενδεχομένως να οδηγήσει σε παρελκυστικές και καταχρηστικές πρακτικές εκ μέρους των προσβολέων του σήματος.
Προτείνεται να επανέλθει η σαφής διατύπωση του άρθρου 158 του ν. 4072/2012.
Άρθρο 47
Δικαιοδοσία
Σε συνέχεια των παρατηρήσεων που υποβλήθηκαν σχετικά με τα άρθρα 7 και 38, προκειμένου να σταματήσει η πρακτική ορισμένων δικαστηρίων, τα οποία αναστέλλουν τη δίκη, έως ότου καταχωριστεί ή απορριφθεί η αίτηση καταχώρισης μεταγενέστερου σήματος, θα πρέπει να διευκρινιστεί/τονιστεί ότι τα Πολιτικά δικαστήρια είναι αποκλειστικά αρμόδια για να αποφασίζουν επί υποθέσεων προσβολής σήματος όπως επίσης και να αποφασίζουν επί του εύρους της χρήσης των σημάτων. Προτείνουμε την εξής δαιτύπωση:
«Τα Πολιτικά Δικαστήρια έχουν αποκλειστική αρμοδιότητα για την εκδίκαση διαφορών που αφορούν προσβολές καταχωρισμένων σημάτων ή αιτήσεων καταχώρισης σημάτων, καθώς και για την εκδίκδαση διαφορών σχετικές με τη χρήση ή/και το εύρος της χρήσης αυτών».
Για λόγους σαφήνειας, θα προτείναμε να προστεθεί μια τρίτη παράγραφος που θα καθορίζει ποιες αποφάσεις της Δοικητικής Επιτροπής Σημάτων ή των Διοικητικών Δικαστηρίων είναι δεσμευτικές για τα Πολιτικά Δικαστήρια. Με τον τρόπο αυτό, τα Πολιτικά Δικαστήρια δεν θα μπορούν να αναστείλουν τις εκκρεμείς ενώπιόν τους δίκες, έως ότου ολοκληρωθούν οι διαδικασίες καταχώρισης ή διαγραφής σήματος (άλλωστε αποτελεί κοινό τόπο, ότι το σήμα παράγει όλες τις έννομες συνέπειές του, μέχρι τη τελεσίδικη διαγραφή του). Κατ’ αυτόν τον τρόπο θα αποκλείεται η κατάθεση αίτησης διαγραφής κατά του προγενέστερου σήματος, από τον εναγόμενο, με αποκλειστικό σκοπό την παρέλκυση της πολιτικής δίκης. Συνεπώς, προτείνουμε την ακόλουθη διατύπωση:
«Οι αποφάσεις της Διοικητικής Επιτροπής Σημάτων ή των Διοικητικών Δικαστηρίων που έχουν αποφανθεί επί των θεμάτων που αναφέρονται στην παράγραφο 1 και υπό την προϋπόθεση ότι έχουν καταστεί τελεσίδικες, δεσμεύουν τα Πολιτικά Δικαστήρια μόνο από το χρόνο της τελεσιδικίας τους».
Η διατήρηση της αυστηρής διάκρισης της δικαιοδοσίας μεταξύ διοικητικών και πολιτικών δικαστηρίων άγει σε σύστημα απονομής δικαιοσύνης δύο ταχυτήτων:
(1) ως προς την ακυρότητα των Σημάτων της ΕΕ, τα πολιτικά δικαστήρια έχουν πλήρη δικαιοδοσία επί ζητημάτων ακυρότητας (βάσει του Κανονισμού ΣΕΕ), ενώ
(2) ως προς τα ελληνικά σήματα δεν έχουν καμία απολύτως δικαιοδοσία (ούτε παρεμπίπτουσα) επί ζητημάτων ακυρότητας.
Το εν λόγω σύστημα δύο ταχυτήτων συναρτάται και προς την διαφορετική ταχύτητα προόδου της πολιτικής έναντι της διοικητικής δίκης (η αστική δίκη είναι συνήθως πολύ ταχύτερη).
Προτείνεται η επανεξέταση της δικαιοπολιτικής χρησιμότητας διατήρησης του εν λόγω θεσμού διάκρισης, ιδίως ενόψει της αναγκαιότητας προστασίας των δικαιωμάτων άμυνας του εναγόμενου σε αστική δίκη προσβολής ελληνικού σήματος (όπου η ένσταση ακυρότητας του σήματος είναι νόμω αβάσιμη).