1. Ο καταθέτης ή ο δικαιούχος σήµατος ή οποιοσδήποτε διάδικος σε διαδικασία ενώπιον της Διεύθυνσης Σηµάτων ή της ∆ιοικητικής Επιτροπής Σηµάτων, ο οποίος, παρότι επέδειξε όλη την επιµέλεια που επιβάλλουν οι περιστάσεις, δεν µπόρεσε να τηρήσει µια προθεσµία έναντι της Διεύθυνσης Σηµάτων ή της ∆ιοικητικής Επιτροπής Σηµάτων λόγω ανωτέρας βίας, τυχηρού ή άλλου σπουδαίου λόγου που εκφεύγει της ευθύνης του, µπορεί να ζητήσει την επαναφορά των πραγµάτων στην προτέρα κατάσταση και την αποκατάσταση στα δικαιώµατά του, εάν το κώλυµα είχε ως άµεση συνέπεια την απώλεια δικαιώµατος ή ενδίκου βοηθήµατος.
2. Η παράγραφος 1 δεν εφαρµόζεται στις προθεσµίες άσκησης ανακοπής, καθώς και στην προθεσµία διεκδίκησης προτεραιότητας σύµφωνα µε την παράγραφο 2 του άρθρου 85.
3. Η αίτηση επαναφοράς των πραγµάτων στην προτέρα κατάσταση υποβάλλεται κατά περίπτωση ενώπιον της Διεύθυνσης Σηµάτων ή της ∆ιοικητικής Επιτροπής Σηµάτων µέσα σε προθεσµία δύο (2) µηνών από την παύση του κωλύµατος και σε κάθε περίπτωση το αργότερο µέσα σε ένα (1) έτος από τη λήξη της προθεσµίας που δεν τηρήθηκε.
4. Η αίτηση υπόκειται στην καταβολή τέλους.
5. Ο αιτών που πέτυχε την αποκατάσταση των δικαιωµάτων του, µετά από αίτηση επαναφοράς των πραγµάτων στην προτέρα κατάσταση, δεν µπορεί να τα επικαλεσθεί έναντι τρίτων που τυχόν απέκτησαν καλόπιστα δικαίωµα κατά το διάστηµα που µεσολάβησε από τη λήξη της προθεσµίας που δεν τηρήθηκε µέχρι την έκδοση απόφασης της ∆ιοικητικής Επιτροπής Σηµάτων για την επαναφορά.
6. Σε περίπτωση απώλειας της προθεσµίας ανανέωσης σήµατος, η εξάµηνη περίοδος χάριτος, κατά τις διατάξεις της παράγραφος 3 του άρθρου 36, δεν προσµετράται στην προθεσµία του έτους κατά την παράγραφο 3.