1. Μετά από αίτηση του καταθέτη της ανακοπτόμενης δήλωσης, ο ανακόπτων, δικαιούχος προγενέστερου σήµατος κατά την έννοια της παραγράφου 2 του άρθρου 5, οφείλει να αποδείξει, είτε ότι κατά τη διάρκεια των πέντε (5) ετών που προηγήθηκαν της ημερομηνίας κατάθεσης της ανακοπτόμενης δήλωσης ή της ημερομηνίας της προτεραιότητάς της, είχε γίνει ουσιαστική χρήση του προγενέστερου σήµατος για τα προϊόντα ή τις υπηρεσίες για τα οποία καταχωρίσθηκε και στα οποία βασίζεται η ανακοπή, είτε ότι υπάρχει εύλογη αιτία για τη µη χρήση, εφόσον, κατά την ημερομηνία αυτή, δηλαδή την ημερομηνία κατάθεσης της ανακοπτόμενης δήλωσης ή την ημερομηνία της προτεραιότητάς της, το προγενέστερο σήµα ήταν καταχωρισµένο τουλάχιστον για πέντε (5) έτη. Όταν η ανακοπή βασίζεται σε προγενέστερο σήμα της Ευρωπαϊκής Ένωσης, η ουσιαστική του χρήση προσδιορίζεται σύμφωνα με το άρθρο 18 του Κανονισμού (ΕΕ) 2017/1001.
2. Η αίτηση για απόδειξη ουσιαστικής χρήσης υποβάλλεται, επί ποινή απαραδέκτου, κατά την εξέταση της ανακοπής ενώπιον της ∆ιοικητικής Επιτροπής Σημάτων. Στην περίπτωση αυτή, ο πρόεδρος της Επιτροπής χορηγεί προθεσµία τουλάχιστον τριάντα (30) πλήρων ηµερών από την ηµέρα συζήτησης στον ανακόπτοντα, προκειµένου αυτός να παράσχει αποδεικτικό υλικό για την αιτούµενη χρήση και τους ισχυρισμούς του επί της ανακοπής, υποβάλλοντας το υπόμνημά του. Μετά την παρέλευση της προθεσµίας αυτής, ο καταθέτης του σήµατος ενηµερώνεται για το αποδεικτικό υλικό προκειµένου να υποβάλει το υπόμνημά του και τυχόν αποδεικτικό υλικό, εντός προθεσµίας εικοσιπέντε (25) πλήρων ηµερών. Εντός τριών (3) πλήρων ημερών μετά την παρέλευση της ως άνω προθεσμίας, οι διάδικοι υποβάλλουν προσθήκη-αντίκρουση. Η Επιτροπή εξετάζει την υπόθεση βάσει των αποδεικτικών στοιχείων που προσκοµίστηκαν και των ισχυρισµών που προβλήθηκαν από τους διαδίκους.
3. Εάν το προγενέστερο σήµα χρησιµοποιήθηκε για µέρος µόνον των προϊόντων ή υπηρεσιών για τα οποία καταχωρίσθηκε, τότε, για τους σκοπούς της εξέτασης της ανακοπής, θεωρείται καταχωρισµένο µόνον για το µέρος αυτό των προϊόντων ή υπηρεσιών.
4. Εάν ο ανακόπτων δεν αποδείξει την ουσιαστική χρήση του σήµατός του ή ότι υπάρχει εύλογη αιτία για τη µη χρήση αυτού, η ανακοπή απορρίπτεται χωρίς να εξετάζεται η ουσία της υπόθεσης.