1. Η καταχώριση του σήματος παρέχει στο δικαιούχο αποκλειστικό δικαίωμα. Ιδίως παρέχει το δικαίωμα της χρήσης αυτού, το δικαίωμα να επιθέτει αυτό στα προϊόντα, τα οποία προορίζεται να διακρίνει, να χαρακτηρίζει τις παρεχόμενες υπηρεσίες, να επιθέτει αυτό στα περικαλύµµατα και τις συσκευασίες των εμπορευμάτων, στο χαρτί αλληλογραφίας, στα τιμολόγια, τους τιμοκαταλόγους, τις αγγελίες, τις κάθε είδους διαφημίσεις, ως και σε άλλο έντυπο υλικό και να το χρησιμοποιεί σε ηλεκτρονικά ή οπτικοακουστικά μέσα ή μέσα κοινωνικής δικτύωσης.
2. Ως χρήση του σήματος θεωρείται επίσης:
α) η χρήση του σήματος υπό μορφή που διαφέρει ως προς στοιχεία τα οποία δεν μεταβάλλουν τον διακριτικό χαρακτήρα του σήματος στην καταχωρισμένη του μορφή, ανεξαρτήτως αν το σήμα στη μορφή που χρησιμοποιείται είναι επίσης καταχωρισμένο επ’ ονόματι του δικαιούχου ή όχι,
β) η επίθεση του σήματος σε προϊόντα ή στη συσκευασία αποκλειστικά με προορισμό την εξαγωγή,
γ) η χρήση του σήματος με τη συγκατάθεση του δικαιούχου, καθώς και η χρήση συλλογικού σήματος, ή σήματος πιστοποίησης από δικαιούμενα προς τούτο πρόσωπα, που θεωρείται ως χρήση από τον ίδιο τον δικαιούχο του σήματος.
3.Με την επιφύλαξη των δικαιωμάτων των δικαιούχων που έχουν αποκτηθεί πριν από την ημερομηνία κατάθεσης της αίτησης ή την ημερομηνία προτεραιότητας του καταχωρισμένου σήματος, ο δικαιούχος του εν λόγω καταχωρισμένου σήματος δικαιούται να απαγορεύει σε κάθε τρίτο να χρησιμοποιεί στις συναλλαγές, χωρίς τη συγκατάθεσή του, σημείο για προϊόντα ή υπηρεσίες, όταν:
α) το σημείο είναι ταυτόσημο με το σήμα και χρησιμοποιείται για προϊόντα ή υπηρεσίες ταυτόσημα με εκείνα για τα οποία έχει καταχωρισθεί το σήμα,
β) το σημείο είναι ταυτόσημο ή παρόμοιο με το σήμα και χρησιμοποιείται για προϊόντα ή υπηρεσίες που είναι ταυτόσημα ή παρόμοια με τα προϊόντα ή τις υπηρεσίες για τα οποία έχει καταχωρισθεί το σήμα, εάν υπάρχει κίνδυνος σύγχυσης του κοινού. Ο κίνδυνος σύγχυσης περιλαμβάνει τον κίνδυνο συσχέτισης του σημείου με το σήμα,
γ) το σημείο είναι ταυτόσημο ή παρόμοιο με το σήμα, ανεξαρτήτως του αν χρησιμοποιείται για προϊόντα ή υπηρεσίες ταυτόσημα, παρόμοια, ή μη παρόμοια με εκείνα για τα οποία έχει καταχωριστεί το σήμα, εάν αυτό χαίρει φήμης εντός της Ελλάδος και η χρησιμοποίηση του σημείου, χωρίς εύλογη αιτία, θα προσπόριζε αθέμιτο όφελος από τον διακριτικό χαρακτήρα ή τη φήμη του σήματος ή θα ήταν βλαπτική για τον εν λόγω διακριτικό χαρακτήρα ή τη φήμη.
4. Εάν πληρούνται οι όροι της παραγράφου 3, μπορεί ιδίως, να απαγορεύεται:
α) η επίθεση του σημείου επί των προϊόντων ή της συσκευασίας τους,
β) η επίθεση του σήματος σε γνήσια προϊόντα παραγωγής του σηματούχου, που προόριζε να τα κυκλοφορήσει ως ανώνυμα ή με άλλο σήμα,
γ) η αφαίρεση του σήματος από γνήσια προϊόντα του σηματούχου και η διάθεσή τους στην αγορά ως ανώνυμα ή με άλλο σήμα,
δ) η προσφορά ή εμπορία των προϊόντων ή η κατοχή τους προς εμπορία ή η προσφορά ή παροχή των υπηρεσιών με τη χρήση του σημείου,
ε) η εισαγωγή ή η εξαγωγή των προϊόντων με τη χρήση του σημείου,
στ) η χρησιμοποίηση του σημείου ως εμπορικής ή εταιρικής επωνυμίας ή ως μέρους εμπορικής ή εταιρικής επωνυμίας,
ζ) η χρησιμοποίηση του σημείου σε επαγγελματικό έντυπο υλικό και στη διαφήμιση συμπεριλαμβανομένων των μέσων κοινωνικής δικτύωσης,
η) η χρησιμοποίηση του σημείου σε συγκριτική διαφήμιση κατά τρόπο που αντίκειται στη νομοθεσία για τη συγκριτική διαφήμιση.
5. Με την επιφύλαξη των δικαιωμάτων των δικαιούχων που έχουν αποκτηθεί πριν από την ημερομηνία κατάθεσης της δήλωσης ή την ημερομηνία προτεραιότητας του εν λόγω καταχωρισμένου σήματος, ο δικαιούχος καταχωρισμένου σήματος, που προστατεύεται στην Ελλάδα, δικαιούται επίσης να εμποδίζει όλους τους τρίτους να φέρνουν στην Ελλάδα, στο πλαίσιο εμπορικών συναλλαγών, προϊόντα, χωρίς τα προϊόντα αυτά να έχουν τεθεί σε ελεύθερη κυκλοφορία στην ελληνική επικράτεια, όταν τα προϊόντα αυτά, συμπεριλαμβανομένης της συσκευασίας, προέρχονται από τρίτες χώρες και φέρουν, χωρίς άδεια, σήμα το οποίο είναι ταυτόσημο με το καταχωρισμένο σήμα για τα εν λόγω προϊόντα, ή το οποίο δεν δύναται να διακριθεί κατά τα ουσιώδη σημεία του από το εν λόγω καταχωρισμένο σήμα. Η απαγόρευση αυτή ισχύει για οποιοδήποτε τελωνειακό καθεστώς κι αν υπαχθούν τα ως άνω προϊόντα, συμπεριλαμβανομένης της διαμετακόμισης, μεταφόρτωσης, τελωνειακής αποταμίευσης, προσωρινής εναπόθεσης, της τελειοποίησης προς επανεξαγωγή ή της προσωρινής εισαγωγής, ακόμα και αν τα προϊόντα δεν προορίζονται να διατεθούν στην αγορά της Ελλάδος. Το δικαίωμα του δικαιούχου του σήματος σύμφωνα με το προηγούμενο εδάφιο παύει να υφίσταται σε περίπτωση που, στο πλαίσιο της διαδικασίας που κινείται, σύμφωνα με τον Κανονισμό (ΕΕ) 608/2013, προκειμένου να διαπιστωθεί αν το καταχωρισμένο σήμα έχει προσβληθεί, ο διασαφιστής ή ο κάτοχος των προϊόντων παράσχει στοιχεία που αποδεικνύουν ότι ο δικαιούχος του καταχωρισμένου σήματος δεν δικαιούται να απαγορεύει τη διάθεση των προϊόντων στην αγορά της χώρας τελικού προορισμού.
Είναι σκόπιμο να διευκρινιστεί ρητά ότι ο δικαιούχος καταχωρισμένου σήματος μπορεί να απαγορεύσει τη χρησιμοποίηση του επίμαχου σημείου ως εμπορικής επωνυμίας, μόνο στις περιπτώσεις που η εμπορική επωνυμία χρησιμοποιείται για να διακρίνει προϊόντα ή υπηρεσίες.
Ναι μεν το συμπέρασμα αυτό μπορεί να συναχθεί άμεσα από το γράμμα του άρθρου 7, παρ.3 («σημείο για προϊόντα ή υπηρεσίες»), η διατύπωση όμως του άρθρου 7, παρ.4, περ. στ, ενδέχεται να δημιουργήσει αμφιβολία στις περιπτώσεις όπου η εμπορική επωνυμία, σύμφωνα και με την παραδοσιακή συστηματική κατάταξη της στα διακριτικά γνωρίσματα επιχειρήσεως, χρησιμοποιείται μόνο για να διακρίνει την ίδια την επιχείρηση και όχι τα προϊόντα ή τις υπηρεσίες που παρέχει.
Αντίθετα, τέτοια αμφιβολία είναι αδύνατον να προκληθεί στον αναγνώστη-ερμηνευτή της ενωσιακής οδηγίας λόγω του σημείου 19 του προοιμίου της οδηγίας σύμφωνα με το οποίο «Η έννοια της προσβολής σήματος θα πρέπει επίσης να περιλαμβάνει τη χρήση του σημείου ως εμπορικής επωνυμίας ή παρόμοιας ένδειξης εφόσον η χρήση αυτή γίνεται για σκοπούς διάκρισης προϊόντων ή υπηρεσιών.»
Η αναφορά αυτή αποτελεί ρητή πλέον ενσωμάτωση της νομολογίας του ΔΕΕ στην υπόθεση Celine (C-17/06), με την οποία το Δικαστήριο εισήγαγε το χαμηλό αλλά υπαρκτό και υπό το φως της νέας οδηγίας, ελάχιστο κατώφλι της συνειρμικής διασύνδεσης εκ μέρους του καταναλωτικού κοινού, μεταξύ της επωνυμίας μιας επιχείρησης και των προϊόντων ή υπηρεσιών που αυτή παρέχει.
Είναι σκόπιμο να διευκρινιστεί ρητά ότι ο δικαιούχος καταχωρισμένου σήματος μπορεί να απαγορεύσει τη χρησιμοποίηση του επίμαχου σημείου ως εμπορικής επωνυμίας, μόνο στις περιπτώσεις που η εμπορική επωνυμία χρησιμοποιείται για να διακρίνει προϊόντα ή υπηρεσίες.
Ναι μεν το συμπέρασμα αυτό μπορεί να συναχθεί άμεσα από το γράμμα του άρθρου 7, παρ.3 («σημείο για προϊόντα ή υπηρεσίες»), η διατύπωση όμως του άρθρου 7, παρ.4, περ. στ, ενδέχεται να δημιουργήσει αμφιβολία στις περιπτώσεις όπου η εμπορική επωνυμία, σύμφωνα και με την παραδοσιακή συστηματική κατάταξη της στα διακριτικά γνωρίσματα επιχειρήσεως, χρησιμοποιείται μόνο για να διακρίνει την ίδια την επιχείρηση και όχι τα προϊόντα ή τις υπηρεσίες που παρέχει.
Αντίθετα, τέτοια αμφιβολία είναι αδύνατον να προκληθεί στον αναγνώστη-ερμηνευτή της ενωσιακής οδηγίας λόγω του σημείου 19 του προοιμίου της οδηγίας σύμφωνα με το οποίο «Η έννοια της προσβολής σήματος θα πρέπει επίσης να περιλαμβάνει τη χρήση του σημείου ως εμπορικής επωνυμίας ή παρόμοιας ένδειξης εφόσον η χρήση αυτή γίνεται για σκοπούς διάκρισης προϊόντων ή υπηρεσιών.»
Η αναφορά αυτή αποτελεί ρητή πλέον ενσωμάτωση της νομολογίας του ΔΕΕ στην υπόθεση Celine (C-17/06), με την οποία το Δικαστήριο εισήγαγε το χαμηλό αλλά υπαρκτό και υπό το φως της νέας οδηγίας, ελάχιστο κατώφλι της συνειρμικής διασύνδεσης εκ μέρους του καταναλωτικού κοινού, μεταξύ της επωνυμίας μιας επιχείρησης και των προϊόντων ή υπηρεσιών που αυτή παρέχει.
Παρ. 2γ
Είναι σκόπιμο να διευκρινιστεί αν η διάταξη θα ισχύει ανεξαρτήτως έγγραφης ή/και καταχωρησθείσας άδειας χρήσης στο μητρώο.
Το Άρθρο 7 θεσπίζει διφυές δικαίωμα στο σήμα: θετικό & αποθετικό, δηλ. [1] δικαίωμα ίδιας χρήσης & [2] δικαίωμα απαγόρευσης της χρήσης τρίτων.
Το θετικό δικαίωμα χρήσης αντίκειται στον κανόνα της χρονικής προτεραιότητας (prior in tempore potior in jure), ενώ δεν συμβαδίζει με την Οδηγία (η οποία θεσπίζει μόνον αποθετικό δικαίωμα απαγόρευσης τρίτων). Επίσης αποκλίνει από την πάγια νομολογία του ΔΕΕ C-561/11 Fédération Cynologique Internationale και C-491/14 Rosa dels Vents Assessoria SL , σύμφωνα με την οποία το σήμα αποτελεί μέσο επίθεσης όχι άμυνας (δηλ. καίτοι καταχωρισμένο, το σήμα δεν παρέχει έγκυρη ένσταση καταλυτική της αξίωσης προσβολής προγενέστερου σήματος).
Προτείνεται η διαγραφή του θετικού δικαιώματος και η εναρμόνιση με την Οδηγία και τη Νομολογία.
Η παράγραφος 1 που αναγνωρίζει αυτοτελές δικαίωμα χρήσης στο σήμα αποκλίνει τόσο από το άρθρο 16 TRIPS, όσο και από τη διατύπωση της αντίστοιχης διάταξης της οδηγίας, αλλά και από αυτήν του άρθρου 9 του Κανονισμού 1001/2017.
Επιπλέον, το ΔΕΣ στην υπόθεση C‑561/11, Fédération Cynologique Internationale, διευκρίνισε ότι οι διατάξεις αυτές παρέχουν απλώς αποκλειστικό δικαίωμα στο δικαιούχο του σήματος να απαγορεύει τη μεταγενέστερη χρήση του από κάθε τρίτο, ακόμη και εάν αυτός έχει ίδιο καταχωρημένο δικαίωμα. Από την τελευταία αυτή σκέψη συνάγεται ότι η καταχώριση από μόνη της δεν δημιουργεί απόλυτο ή θετικό δικαίωμα χρήσης.
Συνεπώς, η ανωτέρω διάταξη μπορεί να θεωρηθεί ότι είναι ασύμβατη τόσο με το γράμμα όσο και με το πνεύμα της Οδηγίας.
Επίσης, ο κίνδυνος αυτός επιτείνεται από το ότι οι παράγραφοι 1 και 2 μπορούν να θεωρηθούν ως μη εμπίπτουσες στο πεδίο εφαρμογής της παραγράφου 3 στο μέτρο που εισάγουν ίδιο δικαίωμα, δηλαδή να θεωρηθούν ως εξαιρέσεις.