Ο ΟΣΔ ΑΘΗΝΑ είναι αστικός μη κερδοσκοπικός συνεταιρισμός περιορισμένης ευθύνης και λειτουργεί ως γνωστόν, κατόπιν σχετικής έγκρισης της λειτουργίας του από το Υπουργείο Πολιτισμού και Τουρισμού, με αποκλειστικό σκοπό τη συλλογική διαχείριση και προστασία των πνευματικών δικαιωμάτων των μελών του, τα οποία είναι σκηνοθέτες, σεναριογράφοι, θεατρικοί συγγραφείς και δημιουργοί πρωτότυπων μουσικών συνθέσεων και στίχων για το θέατρο, καθώς και κληρονόμοι δημιουργών, που ανήκαν στις παραπάνω κατηγορίες δικαιούχων. Ο Οργανισμός μας τοποθετείται με το παρόν επί των ζητημάτων, που έχουν τεθεί προς δημόσια διαβούλευση κατόπιν της πρόσφατης πρωτοβουλίας του Υπουργείου Πολιτισμού και Τουρισμού, με σκοπό – σύμφωνα με τις σχετικές εξαγγελίες του ΥΠΠΟΤ - τη δημιουργία νέου νομοθετικού πλαισίου για τα πνευματικά δικαιώματα και για τον τρόπο λειτουργίας των Οργανισμών Συλλογικής Διαχείρισης (ΟΣΔ). Στο πλαίσιο αυτό εκφράζουμε πάντως σοβαρές επιφυλάξεις καταρχήν ως προς τη χρονική στιγμή κατά την οποία αναλαμβάνεται η σχετική πρωτοβουλία, ενόσω είναι γνωστό ότι εκκρεμεί εντός των επομένων μηνών η έκδοση σχετικής με τα παραπάνω ζητήματα και κατ’ ανάγκη δεσμευτικής για τη χώρα μας κοινοτικής οδηγίας.
Ευθύς εξ αρχής διευκρινίζεται ότι ο ΟΣΔ ΑΘΗΝΑ είναι μη κερδοσκοπικός ΟΣΔ, ο οποίος αποτελείται, διοικείται και ελέγχεται αποκλειστικά από τους ίδιους τους δημιουργούς, που του έχουν αναθέσει τη συλλογική διαχείριση και προστασία των δικαιωμάτων της πνευματικής τους ιδιοκτησίας. Η δράση του συνεταιρισμού μας υπήρξε πάντοτε από της ιδρύσεώς του μέχρι σήμερα απολύτως διαφανής τόσο σε σχέση με τους χρήστες των έργων του ρεπερτορίου μας, όσο και σε σχέση με τα μέλη μας και επομένως τα σκέλη της διαβούλευσης, που αφορούν στα ζητήματα αυτά ουδόλως μας αφορούν.
Αυτό όμως που αφορά τον ΟΣΔ ΑΘΗΝΑ και τα μέλη του, είναι το γεγονός ότι είκοσι σχεδόν χρόνια από τη θέση σε ισχύ του νόμου 2121/1993, η μέχρι σήμερα εφαρμογή του συγκεκριμένου νόμου ανέδειξε πέραν πάσης αμφισβητήσεως, ότι με τις διατάξεις του ενάτου κεφαλαίου ουδόλως διασφαλίσθηκε η είσπραξη των δικαιωμάτων πνευματικής ιδιοκτησίας στο πλαίσιο ενός "μοντέλου" πραγματικής συλλογικής διαχείρισης, όπως αυτή υλοποιείται εδώ και πολλές δεκαετίες στις περισσότερες ευρωπαϊκές χώρες. Ειδικότερα:
1. Η συλλογική διαχείριση των πνευματικών και συγγενικών δικαιωμάτων για να είναι άξια του ονόματός της πρέπει, όπως συμβαίνει εδώ και πολλές δεκαετίες στις σημαντικότερες ευρωπαϊκές χώρες, να συνδέεται με ευρύτατη εφαρμογή συλλογικών διαπραγματεύσεων προς σύναψη συλλογικών συμβάσεων (τέτοια συλλογική σύμβαση κατάρτισε πρόσφατα ο ΟΣΔ ΑΘΗΝΑ με το Ξενοδοχειακό Επιμελητήριο της Ελλάδος με αντικείμενο τον καθορισμό των αμοιβών μας για τη χρήση των έργων του ρεπερτορίου μας, που συνίσταται στην με οποιονδήποτε τρόπο αναμετάδοση/δημόσια παρουσίαση των ραδιοτηλεοπτικών εκπομπών των έργων αυτών στα δωμάτια ξενοδοχείων, που ανήκουν σε μέλη του ΞΕΕ) και με την κεντρική επίλυση των διαφορών μεταξύ ΟΣΔ και χρηστών. Το υπάρχον νομοθετικό πλαίσιο σιωπά ως γνωστόν για όλα τα παραπάνω: το άρθρο 56 §3 δεν προσθέτει απολύτως τίποτε στα ούτως ή άλλως ισχύοντα με βάση τις υφιστάμενες γενικές διατάξεις, εκτός από την δυνατότητα των μερών να συμφωνήσουν εγγράφως τον ορισμό διαιτητή, ο οποίος μπορεί κατά το εδάφιο γ της ίδιας παραγράφου "να διατάξει την προκαταβολή ποσού μέχρις ότου ορίσει το οριστικό ύψος της οφειλόμενης αμοιβής" (η διάταξη αυτή είναι αναμενόμενο να παραμένει ανεφάρμοστη, αφού με δεδομένη την δυνητικότητα της εφαρμογής της οι χρήστες δεν θα αποδέχονται ποτέ - ακριβώς λόγω αυτής της εξουσίας του διαιτητή να διατάξει την προκαταβολή - να υποβληθούν στην προβλεπόμενη από το άρθρο 56 §3 διαιτησία).
2. Παρά λοιπόν τη ύπαρξη των διατάξεων του άρθρου 56 Ν. 2121/1993, αποτελεί κοινή διαπίστωση ότι στη χώρα μας εξακολουθεί να διαιωνίζεται το απαράδεκτο από κάθε άποψη καθεστώς των χιλιάδων ανά τη χώρα δικών κατά μεμονωμένων χρηστών, οι οποίες ανοίγονται κάθε χρόνο από το σύνολο σχεδόν των ΟΣΔ της χώρας, δηλαδή τόσο από την ήδη υφιστάμενη κατά την ψήφιση του νέου νόμου ιδιωτική ανώνυμη εταιρεία, που απλά συνέχισε να πράττει ό,τι έπραττε και πριν από τη θέση σε ισχύ του νόμου, όσο και από τους έχοντες συσταθεί μετά το 1993 νέους ΟΣΔ πνευματικών και συγγενικών δικαιωμάτων. Θεωρούμε ως εκ τούτου επιβεβλημένη τη νομοθετική θέσπιση επιτέλους και στην Ελλάδα των όσων εφαρμόζονται στις περισσότερες και πάντως στις σημαντικότερες ευρωπαϊκές χώρες, όπου σε αντάλλαγμα των μειωμένων αμοιβών (σε σχέση με τα δημοσιευμένα από τους ΟΣΔ αμοιβολόγια), οι οποίες κατοχυρώνονται μέσω συλλογικών συμβάσεων μεταξύ των ΟΣΔ και των αντιπροσωπευτικών οργανώσεων των χρηστών, οι ΟΣΔ διασφαλίζουν την παρέμβαση των ανωτέρω αντιπροσωπευτικών οργανώσεων α) για την προσχώρηση όσο το δυνατόν περισσοτέρων μελών τους στη σύμβαση πλαίσιο, που συμφωνήθηκε με τις αντιπροσωπευτικές οργανώσεις, β) την παροχή στους ΟΣΔ των στοιχείων, που είναι κατά κανόνα απαραίτητα για τον υπολογισμό των οφειλόμενων δικαιωμάτων και κυρίως για την διανομή των καταβληθέντων στους δικαιούχους, καθώς και γ) για την επίλυση των τυχόν προβλημάτων, που θα ανακύπτουν κατά την εκτέλεση των καταρτιζόμενων από τα μέλη της αντιπροσωπευτικής οργάνωσης ατομικών συμβάσεων. Υπό το πρίσμα αυτό, θα πρέπει επομένως η συλλογική διαχείριση των πνευματικών και συγγενικών δικαιωμάτων να συνδέεται θεσμικά με την υποχρεωτική σύναψη συλλογικών συμβάσεων μεταξύ ΟΣΔ και των αντιπροσωπευτικών οργανώσεων των χρηστών για όποια επαγγελματική κατηγορία διαθέτει επαγγελματική οργάνωση. Ακόμα όμως και στις περιπτώσεις, όπου δεν υπάρχουν τέτοιες επαγγελματικές οργανώσεις των χρηστών, θα ήταν σκόπιμο να παρέχεται από το νόμο ισχυρό κίνητρο για τη δημιουργία τους, έστω και με μοναδικό σκοπό τους τη σύναψη των προαναφερόμενων συλλογικών συμβάσεων για τον καθορισμό των όρων εκμετάλλευσης των έργων και των οφειλόμενων αμοιβών, με ταυτόχρονη πρόβλεψη ότι το επίπεδο των αμοιβών, που αξιώνονται από τους ΟΣΔ με βάση το καταρτιζόμενο από αυτούς αμοιβολόγιο, θα δύναται εκ του νόμου να είναι ευλόγως ανώτερο του επιπέδου των αμοιβών, που καθορίζονται στο πλαίσιο των εν λόγω συλλογικών συμβάσεων.
3. Το σημαντικότερο όμως κενό της υφιστάμενης νομοθεσίας είναι ότι δεν μας παρέχει ικανοποιητική προστασία στα ζητήματα της επίλυσης των διαφορών των ΟΣΔ με τους χρήστες, αφού θεωρούμε αδιανόητο να εναποτίθεται στους αδύναμους ώμους του προέδρου πρωτοδικών η επίλυση συγκρούσεων συμφερόντων τόσο μεγάλης έντασης, σημασίας και εξειδίκευσης, όπως είναι οι κλαδικές διαφορές μεταξύ των ΟΣΔ πνευματικών/συγγενικών δικαιωμάτων και των ανηκόντων στις διάφορες επαγγελματικές κατηγορίες χρηστών. Σε αντίθεση προς όσα συμβαίνουν σε πολλές άλλες ευρωπαϊκές χώρες, ο νόμος 2121 δεν δίνει έτσι απαντήσεις ούτε για την ταχεία και εξειδικευμένη επίλυση των διαφορών μας με τους χρήστες, αλλά και ούτε για την προσωρινή ρύθμιση της κατάστασης ως προς τις διεκδικούμενες αμοιβές μας κατά την διάρκεια της εκκρεμοδικίας, η οποία είναι ως γνωστόν ιδιαιτέρως μακρά στη χώρα μας. Όλοι γνωρίζουμε ότι καμία επιχείρηση, που κάνει χωρίς άδεια χρήση προστατευόμενων έργων, δεν περιμένει να λήξει πρώτα η εκκρεμοδικία και έπειτα να προχωρήσει στην χρήση, για την οποία ο νόμος προβλέπει προηγούμενη άδεια. Θεωρούμε ως εκ τούτου επιβεβλημένη την αναβάθμιση της "δραστικότητας" της παρεχόμενης σήμερα με το άρθρο 908 ΚΠολΔ (δυνητικής) προσωρινής εκτελεστότητας, με τη θέσπιση του μέτρου της προσωρινής επιδίκασης των αμοιβών που οι ΟΣΔ αξιώνουν από τους χρήστες, ώστε να αποτραπεί επιτέλους το απαράδεκτο φαινόμενο της μαζικής, όσο και συστηματικής κλοπής πνευματικής ιδιοκτησίας με διάφορα προσχήματα, κυρίως αυτό της διαφοράς ως προς το ύψος του καταβλητέου ανταλλάγματος, με συνέπεια οι παραβάτες να επωφελούνται από τη γνωστή βραδύτητα απονομής της δικαιοσύνης, την ίδια στιγμή που οι δικαιούχοι αποστερούνται σημαντικών πόρων επιβίωσης και οι ΟΣΔ που τους εκπροσωπούν (τουλάχιστον όσοι εξ αυτών είναι μη κερδοσκοπικοί) να αδυνατούν να εμπεδώσουν μία σταθερή βάση εκκίνησης αναγκαία για την διασφάλιση της αποτελεσματικής προστασίας των δικαιωμάτων, που τους έχουν ανατεθεί προς συλλογική διαχείριση. Ο δικαιοπολιτικός λόγος της θέσπισης του προαναφερόμενου μέτρου της προσωρινής επιδίκασης ανιχνεύεται, πέρα από τον ρητά αναγνωρισμένο από τις περισσότερες ευρωπαϊκές νομοθεσίες διατροφικό χαρακτήρα των πνευματικών και συγγενικών δικαιωμάτων, στη διαπίστωση ότι με την προσωρινή επιδίκαση αντιμετωπίζονται δραστικά οι κίνδυνοι που συνέχονται με το εξαιρετικά ευπρόσβλητο των πνευματικών/συγγενικών δικαιωμάτων, αφού συνεπεία της ταχύτητας της αντίδρασης της έννομης τάξης εκλείπει ουσιαστικά το οικονομικό κίνητρο του χρήστη για την προσβολή των ανωτέρω δικαιωμάτων. Δεν πρέπει ταυτόχρονα να παραγνωρίζεται, ότι με την προτεινόμενη προσωρινή επιδίκαση παρέχεται στους σχετικά νέους ακόμα ΟΣΔ, που ιδρύθηκαν στη χώρα μας μετά τη θέση σε ισχύ του νόμου 2121/1993, η προαναφερόμενη βάση εκκίνησης για τη διασφάλιση της βιωσιμότητάς τους και της αποτελεσματικής προστασίας των δικαιωμάτων, που τους έχουν ανατεθεί κατά τα ανωτέρω προς συλλογική διαχείριση.
4. Τα όσα προαναφέρθηκαν για τις υποχρεωτικές συλλογικές συμβάσεις συνδέονται επομένως άρρηκτα με την κεντρική επίλυση των διαφορών μεταξύ ΟΣΔ και χρηστών, οι οποίες γεννώνται σε συλλογικό επίπεδο από την αμφισβήτηση της νομιμότητας των υπό διαπραγμάτευση αμοιβών ή οποιουδήποτε άλλου όρου συναλλαγής, που ο οργανισμός αξιώνει κατά τις συλλογικές διαπραγματεύσεις από μια συγκεκριμένη κατηγορία χρηστών. Τέτοιου είδους λύσεις με τις οποίες επιδιώκεται η εξασφάλιση τόσο της ταχύτητας όσο και της ποιότητας μέσω της κεντρικής επίλυσης των προαναφερόμενων διαφορών έχουν άλλωστε υιοθετηθεί και εφαρμόζονται εδώ και δεκαετίες στις περισσότερες ευρωπαϊκές χώρες, όπως είναι η Αγγλία, η Γερμανία, η Αυστρία, η Ελβετία, η Ισπανία κλπ., όπου η δικαιοπολιτική στόχευση είναι πάντοτε ενιαία: να παρέχονται δηλαδή όλες οι απαιτούμενες εγγυήσεις για την όσο το δυνατό ταχύτερη και ορθότερη απονομή της δικαιοσύνης σε διαφορές που απαιτούν εξειδικευμένη γνώση και δεν αφορούν ατομικές περιπτώσεις, αλλά αντιθέτως ολόκληρους κλάδους σε εθνικό, αλλά πλέον και σε ευρωπαϊκό επίπεδο. Ενδεικτικά αναφέρονται εδώ το μοντέλο της διοικητικής έγκρισης των αμοιβολογίων, που επελέγη στην Ελβετία, καθώς και το ορθότερο κατά την άποψή μας μοντέλο της προβλεπόμενης στην Γερμανία υποχρεωτικής απόπειρας εξωδικαστικής επίλυσης της διαφοράς ενώπιον ειδικής διαιτητικής επιτροπής (Urheberschiedstelle) επί ποινή απαραδέκτου της αγωγής, που θα ασκηθεί στη συνέχεια από τον ΟΣΔ.
5. Σε αντίθεση προς όσα διαλαμβάνονται στην πρόσκληση για την δημόσια διαβούλευση, περί αμοιβολογίων τα οποία τάχα «θα πρέπει να καταρτίζονται μετά από συμφωνία με τις αντιπροσωπευτικές ενώσεις των χρηστών», η υποστηριζόμενη εδώ αδιαπραγμάτευτη θέση μας είναι ότι η κατάστρωση των αμοιβολογίων αποτελεί, σύμφωνα με όσα ορίζει ρητά και η ισχύουσα νομοθεσία, αποκλειστική αρμοδιότητα των ΟΣΔ και ελέγχεται απλώς ως προς τη νομιμότητά της από τα αρμόδια για την επίλυση των διαφορών αυτών δικαστήρια. Επιπλέον, μετά τις πρόσφατες τρεις συλλογικές συμφωνίες, που κατάρτισε μετά από επιτυχείς διαπραγματεύσεις το Ξενοδοχειακό Επιμελητήριο της Ελλάδος με την ΑΕΠΙ, τον ΟΣΔ ΑΘΗΝΑ και τους ΟΣΔ ΔΙΟΝΥΣΟ, ΑΠΟΛΛΩΝΑ, ΕΡΑΤΩ και GRAMMO, έχουν χάσει πλέον οποιοδήποτε δικαιοπολιτικό έρεισμα διάφορα αιτήματα, τα οποία έχουν κατά καιρούς διατυπωθεί από οργανώσεις των χρηστών, για υποχρεωτική από κοινού άσκηση του δικαιώματος της δημόσιας εκτέλεσης ή επιβολή ενιαίας αμοιβής για περισσότερες κατηγορίες δικαιούχων του ίδιου δικαιώματος κλπ. και περιλαμβάνονται - άγνωστο γιατί - και στην πρόσκληση για την δημόσια διαβούλευση.
6. Οποιαδήποτε μελλοντική ρύθμιση του ζητήματος θα πρέπει, σύμφωνα με όσα προαναφέρονται, να διασφαλίζει την ταχύτητα όσο και την ποιότητα της επίλυσης των εν προκειμένω διαφορών, χωρίς όμως να καταργεί τα ελληνικά δικαστήρια ως μέσο επίλυσης των διαφορών αυτών. Υπό το πρίσμα αυτό, όλες οι διαφορές μεταξύ ΟΣΔ και αντιπροσωπευτικών οργανώσεων των χρηστών, οι οποίες θα γεννώνται σε κατηγοριακό επίπεδο περί την αμοιβή ή οποιονδήποτε άλλο όρο συναλλαγής, θα πρέπει να επιλύονται σε πρώτο και τελευταίο βαθμό αποκλειστικά από το ειδικό τμήμα του Εφετείου Αθηνών κατά τη διαδικασία των άρθρων 741επ. ΚΠολΔ. Κατά την επίλυση των διαφορών του προηγουμένου εδαφίου, το δικαστήριο θα οφείλει να προσδιορίζει ποιο ύψος αμοιβής είναι νόμιμο ή να διατυπώνει τον όρο συναλλαγής έτσι ώστε αυτός να είναι νόμιμος. Στο πλαίσιο αυτό θα ήταν σκόπιμο να προβλέπεται ότι της ασκήσεως της αγωγής ενώπιον του ειδικού τμήματος του Εφετείου Αθηνών προηγείται επί ποινή απαραδέκτου αυτής απόπειρα συμβιβαστικής επίλυσης της διαφοράς ενώπιον του Οργανισμού Πνευματικής Ιδιοκτησίας, ο οποίος σε περίπτωση αποτυχίας της απόπειράς του, θα εκφέρει τη Γνώμη του για την κατά νόμο πλέον λύση της διαφοράς. Μέχρι την έκδοση της απόφασης του Εφετείου Αθηνών, είναι απαραίτητο οι ΟΣΔ πνευματικών δικαιωμάτων να δικαιούνται να ζητήσουν την προσωρινή επιδίκαση των απαιτήσεών τους, ώστε να αποτραπεί επιτέλους το μη αποδεκτό πλέον φαινόμενο να συνεχίζουν οι χρήστες χωρίς καμία απολύτως οικονομική επιβάρυνσή τους την άνευ αδείας χρήση των έργων καθ’ όλο το χρονικό διάστημα μέχρι την έκδοση της τέμνουσας την διαφορά τελεσίδικης δικαστικής απόφασης. Στο πλαίσιο αυτό θα ήταν σκόπιμο να προβλέπεται ότι κατά την προσωρινή επιδίκαση των απαιτήσεων των ΟΣΔ πνευματικών δικαιωμάτων ο δικαστής των ασφαλιστικών μέτρων θα υποχρεούται να λάβει την ως άνω Γνώμη του ΟΠΙ προτού καθορίσει το προσωρινά επιδικαστέο ποσό, έτσι ώστε να αντιμετωπίζεται κατά τρόπο ικανοποιητικό και η πρώτη βασική αντίρρηση, που θα μπορούσε να εγερθεί κατά της θέσπισης του μέτρου της προσωρινής επιδίκασης, δηλαδή του κινδύνου εσφαλμένης δικαστικής κρίσης κατά τη διαδικασία των ασφαλιστικών μέτρων, που θα οφείλεται στην έλλειψη (σε σύγκριση με την τακτική διαδικασία) των στοιχειωδών εχεγγύων σχηματισμού ορθής δικαστικής κρίσης. Είναι προφανές ότι δια της υποχρεωτικής προηγούμενης γνώμης του ΟΠΙ θα παρέχονταν υπέρ των θεμιτών συμφερόντων και των δύο μερών όλα τα απαιτούμενα εχέγγυα για την ορθή επίλυση των εν προκειμένω διαφορών, εις τρόπον ώστε το δικαστήριο να προβαίνει στην προσωρινή επιδίκαση χωρίς τους εύλογους δισταγμούς που θα είχε διαφορετικά. Πράγματι το θεσμικό κύρος και η μεγάλη εμπειρία του ΟΠΙ παρέχουν αυξημένες προσδοκίες για την επίτευξη της επιδιωκόμενης ταχείας και ορθής συμβιβαστικής επίλυσης της διαφοράς ή εν τέλει την υπόδειξη της ορθής κατά νόμο λύσης της. Ούτε ζήτημα αφερεγγυότητας του αιτούμενου την προσωρινή επιδίκαση οργανισμού συλλογικής διαχείρισης θα μπορούσε άλλωστε να εγερθεί, δεδομένης της κατά κανόνα συνεχούς και επαναλαμβανόμενης από τους χρήστες εκμετάλλευσης των έργων του ρεπερτορίου του ΟΣΔ, με συνέπεια σε κάθε τέτοια περίπτωση να υπάρχει πάντοτε η δυνατότητα συμψηφισμού με τα δικαιώματα που θα οφείλουν οι χρήστες και για τις μελλοντικές χρήσεις των έργων. Σε οριακές δε περιπτώσεις, ο δικαστής των ασφαλιστικών θα είχε πάντοτε κατά τις γενικές δικονομικές διατάξεις το δικαίωμα να υποχρεώσει σε εγγυοδοσία τον αιτούντα οργανισμό προκειμένου να διασφαλίσει τα συμφέροντα του χρήστη κατά του οποίου στρέφεται το αίτημα της προσωρινής επιδίκασης.
7. Παρά το γεγονός ότι οι δύο βασικές αντιρρήσεις για την προσωρινή επιδίκαση αντιμετωπίζονται με το σχήμα που σε γενικές γραμμές παρατίθεται στον προηγούμενο αριθμό, μία δεύτερη – εναλλακτικά προτεινόμενη – λύση θα μπορούσε και αυτή από την πλευρά της να διασφαλίσει την απαιτούμενη αναβάθμιση της δραστικότητας στο επίπεδο των ασφαλιστικών μέτρων. Ως γνωστόν, με τα ασφαλιστικά μέτρα διατάσσεται ο καθ’ ού να παραλείπει την προσβολή των πνευματικών δικαιωμάτων του αιτούντος, όταν η χρήση γίνεται χωρίς την άδεια του τελευταίου. Στην περίπτωση αυτή το μόνο πρόβλημα εντοπίζεται στα προδήλως ανεπαρκή επίπεδα των χρηματικών ποινών. Θα αρκούσε λοιπόν μία νομοθετική παρέμβαση που θα ανέβαζε τα επίπεδα αυτά τουλάχιστον στο ύψος των δικαιωμάτων, που θα έπρεπε να είχε καταβάλει ο καθ’ ού για να συμμορφωθεί προς το νόμο και να πάρει τη απαιτούμενη άδεια. Είναι προφανές ότι και αυτή η λύση προϋποθέτει βεβαίως να είναι σε θέση ο με πιθανολόγηση αποφασίζων δικαστής των ασφαλιστικών μέτρων να προσδιορίζει το ποσό που θα περιέρχεται στους ΟΣΔ με τη μεγαλύτερη δυνατή ασφάλεια για τα συμφέροντα του καθ’ ού. Τις εγγυήσεις αυτές θα μπορούσε και πάλι να τις παρέχει κατά τρόπο ικανοποιητικό η προαναφερόμενη παρεμβολή του ΟΠΙ κατά την εξωδικαστική επίλυση των εν προκειμένω διαφορών, ώστε τα απαιτούμενα εχέγγυα ορθής δικαστικής κρίσης να παρέχονται και στην περίπτωση αυτή πριν από τη δίκη των ασφαλιστικών μέτρων.
8. Τέλος, ως προς το συναφές ζήτημα της απόδειξης της εκπροσώπησης – νομιμοποίησης των οργανισμών συλλογικής διαχείρισης, υπενθυμίζεται ότι ο Οργανισμός μας έχει τοποθετηθεί σταθερά υπέρ της καθιέρωσης ενός τεκμηρίου εκπροσώπησης δημιουργών από ΟΣΔ τουλάχιστον στις περιπτώσεις, όπου ο νόμος προβλέπει την υποχρεωτική άσκηση δικαιωμάτων μέσω οργανισμών συλλογικής διαχείρισης, κατά τρόπον ώστε κάθε ασκών τα δικαιώματα αυτά ΟΣΔ να τεκμαίρεται ότι εκπροσωπεί όλους τους δημιουργούς, που ανήκουν στις καλυπτόμενες από αυτόν κατηγορίες, εκτός από όσους δηλώνουν ρητά ότι δεν επιθυμούν να εκπροσωπούνται από τον συγκεκριμένο ΟΣΔ.
Ο ΟΣΔ ΑΘΗΝΑ είναι αστικός μη κερδοσκοπικός συνεταιρισμός περιορισμένης ευθύνης και λειτουργεί ως γνωστόν, κατόπιν σχετικής έγκρισης της λειτουργίας του από το Υπουργείο Πολιτισμού και Τουρισμού, με αποκλειστικό σκοπό τη συλλογική διαχείριση και προστασία των πνευματικών δικαιωμάτων των μελών του, τα οποία είναι σκηνοθέτες, σεναριογράφοι, θεατρικοί συγγραφείς και δημιουργοί πρωτότυπων μουσικών συνθέσεων και στίχων για το θέατρο, καθώς και κληρονόμοι δημιουργών, που ανήκαν στις παραπάνω κατηγορίες δικαιούχων. Ο Οργανισμός μας τοποθετείται με το παρόν επί των ζητημάτων, που έχουν τεθεί προς δημόσια διαβούλευση κατόπιν της πρόσφατης πρωτοβουλίας του Υπουργείου Πολιτισμού και Τουρισμού, με σκοπό – σύμφωνα με τις σχετικές εξαγγελίες του ΥΠΠΟΤ - τη δημιουργία νέου νομοθετικού πλαισίου για τα πνευματικά δικαιώματα και για τον τρόπο λειτουργίας των Οργανισμών Συλλογικής Διαχείρισης (ΟΣΔ). Στο πλαίσιο αυτό εκφράζουμε πάντως σοβαρές επιφυλάξεις καταρχήν ως προς τη χρονική στιγμή κατά την οποία αναλαμβάνεται η σχετική πρωτοβουλία, ενόσω είναι γνωστό ότι εκκρεμεί εντός των επομένων μηνών η έκδοση σχετικής με τα παραπάνω ζητήματα και κατ’ ανάγκη δεσμευτικής για τη χώρα μας κοινοτικής οδηγίας. Ευθύς εξ αρχής διευκρινίζεται ότι ο ΟΣΔ ΑΘΗΝΑ είναι μη κερδοσκοπικός ΟΣΔ, ο οποίος αποτελείται, διοικείται και ελέγχεται αποκλειστικά από τους ίδιους τους δημιουργούς, που του έχουν αναθέσει τη συλλογική διαχείριση και προστασία των δικαιωμάτων της πνευματικής τους ιδιοκτησίας. Η δράση του συνεταιρισμού μας υπήρξε πάντοτε από της ιδρύσεώς του μέχρι σήμερα απολύτως διαφανής τόσο σε σχέση με τους χρήστες των έργων του ρεπερτορίου μας, όσο και σε σχέση με τα μέλη μας και επομένως τα σκέλη της διαβούλευσης, που αφορούν στα ζητήματα αυτά ουδόλως μας αφορούν. Αυτό όμως που αφορά τον ΟΣΔ ΑΘΗΝΑ και τα μέλη του, είναι το γεγονός ότι είκοσι σχεδόν χρόνια από τη θέση σε ισχύ του νόμου 2121/1993, η μέχρι σήμερα εφαρμογή του συγκεκριμένου νόμου ανέδειξε πέραν πάσης αμφισβητήσεως, ότι με τις διατάξεις του ενάτου κεφαλαίου ουδόλως διασφαλίσθηκε η είσπραξη των δικαιωμάτων πνευματικής ιδιοκτησίας στο πλαίσιο ενός "μοντέλου" πραγματικής συλλογικής διαχείρισης, όπως αυτή υλοποιείται εδώ και πολλές δεκαετίες στις περισσότερες ευρωπαϊκές χώρες. Ειδικότερα: 1. Η συλλογική διαχείριση των πνευματικών και συγγενικών δικαιωμάτων για να είναι άξια του ονόματός της πρέπει, όπως συμβαίνει εδώ και πολλές δεκαετίες στις σημαντικότερες ευρωπαϊκές χώρες, να συνδέεται με ευρύτατη εφαρμογή συλλογικών διαπραγματεύσεων προς σύναψη συλλογικών συμβάσεων (τέτοια συλλογική σύμβαση κατάρτισε πρόσφατα ο ΟΣΔ ΑΘΗΝΑ με το Ξενοδοχειακό Επιμελητήριο της Ελλάδος με αντικείμενο τον καθορισμό των αμοιβών μας για τη χρήση των έργων του ρεπερτορίου μας, που συνίσταται στην με οποιονδήποτε τρόπο αναμετάδοση/δημόσια παρουσίαση των ραδιοτηλεοπτικών εκπομπών των έργων αυτών στα δωμάτια ξενοδοχείων, που ανήκουν σε μέλη του ΞΕΕ) και με την κεντρική επίλυση των διαφορών μεταξύ ΟΣΔ και χρηστών. Το υπάρχον νομοθετικό πλαίσιο σιωπά ως γνωστόν για όλα τα παραπάνω: το άρθρο 56 §3 δεν προσθέτει απολύτως τίποτε στα ούτως ή άλλως ισχύοντα με βάση τις υφιστάμενες γενικές διατάξεις, εκτός από την δυνατότητα των μερών να συμφωνήσουν εγγράφως τον ορισμό διαιτητή, ο οποίος μπορεί κατά το εδάφιο γ της ίδιας παραγράφου "να διατάξει την προκαταβολή ποσού μέχρις ότου ορίσει το οριστικό ύψος της οφειλόμενης αμοιβής" (η διάταξη αυτή είναι αναμενόμενο να παραμένει ανεφάρμοστη, αφού με δεδομένη την δυνητικότητα της εφαρμογής της οι χρήστες δεν θα αποδέχονται ποτέ - ακριβώς λόγω αυτής της εξουσίας του διαιτητή να διατάξει την προκαταβολή - να υποβληθούν στην προβλεπόμενη από το άρθρο 56 §3 διαιτησία). 2. Παρά λοιπόν τη ύπαρξη των διατάξεων του άρθρου 56 Ν. 2121/1993, αποτελεί κοινή διαπίστωση ότι στη χώρα μας εξακολουθεί να διαιωνίζεται το απαράδεκτο από κάθε άποψη καθεστώς των χιλιάδων ανά τη χώρα δικών κατά μεμονωμένων χρηστών, οι οποίες ανοίγονται κάθε χρόνο από το σύνολο σχεδόν των ΟΣΔ της χώρας, δηλαδή τόσο από την ήδη υφιστάμενη κατά την ψήφιση του νέου νόμου ιδιωτική ανώνυμη εταιρεία, που απλά συνέχισε να πράττει ό,τι έπραττε και πριν από τη θέση σε ισχύ του νόμου, όσο και από τους έχοντες συσταθεί μετά το 1993 νέους ΟΣΔ πνευματικών και συγγενικών δικαιωμάτων. Θεωρούμε ως εκ τούτου επιβεβλημένη τη νομοθετική θέσπιση επιτέλους και στην Ελλάδα των όσων εφαρμόζονται στις περισσότερες και πάντως στις σημαντικότερες ευρωπαϊκές χώρες, όπου σε αντάλλαγμα των μειωμένων αμοιβών (σε σχέση με τα δημοσιευμένα από τους ΟΣΔ αμοιβολόγια), οι οποίες κατοχυρώνονται μέσω συλλογικών συμβάσεων μεταξύ των ΟΣΔ και των αντιπροσωπευτικών οργανώσεων των χρηστών, οι ΟΣΔ διασφαλίζουν την παρέμβαση των ανωτέρω αντιπροσωπευτικών οργανώσεων α) για την προσχώρηση όσο το δυνατόν περισσοτέρων μελών τους στη σύμβαση πλαίσιο, που συμφωνήθηκε με τις αντιπροσωπευτικές οργανώσεις, β) την παροχή στους ΟΣΔ των στοιχείων, που είναι κατά κανόνα απαραίτητα για τον υπολογισμό των οφειλόμενων δικαιωμάτων και κυρίως για την διανομή των καταβληθέντων στους δικαιούχους, καθώς και γ) για την επίλυση των τυχόν προβλημάτων, που θα ανακύπτουν κατά την εκτέλεση των καταρτιζόμενων από τα μέλη της αντιπροσωπευτικής οργάνωσης ατομικών συμβάσεων. Υπό το πρίσμα αυτό, θα πρέπει επομένως η συλλογική διαχείριση των πνευματικών και συγγενικών δικαιωμάτων να συνδέεται θεσμικά με την υποχρεωτική σύναψη συλλογικών συμβάσεων μεταξύ ΟΣΔ και των αντιπροσωπευτικών οργανώσεων των χρηστών για όποια επαγγελματική κατηγορία διαθέτει επαγγελματική οργάνωση. Ακόμα όμως και στις περιπτώσεις, όπου δεν υπάρχουν τέτοιες επαγγελματικές οργανώσεις των χρηστών, θα ήταν σκόπιμο να παρέχεται από το νόμο ισχυρό κίνητρο για τη δημιουργία τους, έστω και με μοναδικό σκοπό τους τη σύναψη των προαναφερόμενων συλλογικών συμβάσεων για τον καθορισμό των όρων εκμετάλλευσης των έργων και των οφειλόμενων αμοιβών, με ταυτόχρονη πρόβλεψη ότι το επίπεδο των αμοιβών, που αξιώνονται από τους ΟΣΔ με βάση το καταρτιζόμενο από αυτούς αμοιβολόγιο, θα δύναται εκ του νόμου να είναι ευλόγως ανώτερο του επιπέδου των αμοιβών, που καθορίζονται στο πλαίσιο των εν λόγω συλλογικών συμβάσεων. 3. Το σημαντικότερο όμως κενό της υφιστάμενης νομοθεσίας είναι ότι δεν μας παρέχει ικανοποιητική προστασία στα ζητήματα της επίλυσης των διαφορών των ΟΣΔ με τους χρήστες, αφού θεωρούμε αδιανόητο να εναποτίθεται στους αδύναμους ώμους του προέδρου πρωτοδικών η επίλυση συγκρούσεων συμφερόντων τόσο μεγάλης έντασης, σημασίας και εξειδίκευσης, όπως είναι οι κλαδικές διαφορές μεταξύ των ΟΣΔ πνευματικών/συγγενικών δικαιωμάτων και των ανηκόντων στις διάφορες επαγγελματικές κατηγορίες χρηστών. Σε αντίθεση προς όσα συμβαίνουν σε πολλές άλλες ευρωπαϊκές χώρες, ο νόμος 2121 δεν δίνει έτσι απαντήσεις ούτε για την ταχεία και εξειδικευμένη επίλυση των διαφορών μας με τους χρήστες, αλλά και ούτε για την προσωρινή ρύθμιση της κατάστασης ως προς τις διεκδικούμενες αμοιβές μας κατά την διάρκεια της εκκρεμοδικίας, η οποία είναι ως γνωστόν ιδιαιτέρως μακρά στη χώρα μας. Όλοι γνωρίζουμε ότι καμία επιχείρηση, που κάνει χωρίς άδεια χρήση προστατευόμενων έργων, δεν περιμένει να λήξει πρώτα η εκκρεμοδικία και έπειτα να προχωρήσει στην χρήση, για την οποία ο νόμος προβλέπει προηγούμενη άδεια. Θεωρούμε ως εκ τούτου επιβεβλημένη την αναβάθμιση της "δραστικότητας" της παρεχόμενης σήμερα με το άρθρο 908 ΚΠολΔ (δυνητικής) προσωρινής εκτελεστότητας, με τη θέσπιση του μέτρου της προσωρινής επιδίκασης των αμοιβών που οι ΟΣΔ αξιώνουν από τους χρήστες, ώστε να αποτραπεί επιτέλους το απαράδεκτο φαινόμενο της μαζικής, όσο και συστηματικής κλοπής πνευματικής ιδιοκτησίας με διάφορα προσχήματα, κυρίως αυτό της διαφοράς ως προς το ύψος του καταβλητέου ανταλλάγματος, με συνέπεια οι παραβάτες να επωφελούνται από τη γνωστή βραδύτητα απονομής της δικαιοσύνης, την ίδια στιγμή που οι δικαιούχοι αποστερούνται σημαντικών πόρων επιβίωσης και οι ΟΣΔ που τους εκπροσωπούν (τουλάχιστον όσοι εξ αυτών είναι μη κερδοσκοπικοί) να αδυνατούν να εμπεδώσουν μία σταθερή βάση εκκίνησης αναγκαία για την διασφάλιση της αποτελεσματικής προστασίας των δικαιωμάτων, που τους έχουν ανατεθεί προς συλλογική διαχείριση. Ο δικαιοπολιτικός λόγος της θέσπισης του προαναφερόμενου μέτρου της προσωρινής επιδίκασης ανιχνεύεται, πέρα από τον ρητά αναγνωρισμένο από τις περισσότερες ευρωπαϊκές νομοθεσίες διατροφικό χαρακτήρα των πνευματικών και συγγενικών δικαιωμάτων, στη διαπίστωση ότι με την προσωρινή επιδίκαση αντιμετωπίζονται δραστικά οι κίνδυνοι που συνέχονται με το εξαιρετικά ευπρόσβλητο των πνευματικών/συγγενικών δικαιωμάτων, αφού συνεπεία της ταχύτητας της αντίδρασης της έννομης τάξης εκλείπει ουσιαστικά το οικονομικό κίνητρο του χρήστη για την προσβολή των ανωτέρω δικαιωμάτων. Δεν πρέπει ταυτόχρονα να παραγνωρίζεται, ότι με την προτεινόμενη προσωρινή επιδίκαση παρέχεται στους σχετικά νέους ακόμα ΟΣΔ, που ιδρύθηκαν στη χώρα μας μετά τη θέση σε ισχύ του νόμου 2121/1993, η προαναφερόμενη βάση εκκίνησης για τη διασφάλιση της βιωσιμότητάς τους και της αποτελεσματικής προστασίας των δικαιωμάτων, που τους έχουν ανατεθεί κατά τα ανωτέρω προς συλλογική διαχείριση. 4. Τα όσα προαναφέρθηκαν για τις υποχρεωτικές συλλογικές συμβάσεις συνδέονται επομένως άρρηκτα με την κεντρική επίλυση των διαφορών μεταξύ ΟΣΔ και χρηστών, οι οποίες γεννώνται σε συλλογικό επίπεδο από την αμφισβήτηση της νομιμότητας των υπό διαπραγμάτευση αμοιβών ή οποιουδήποτε άλλου όρου συναλλαγής, που ο οργανισμός αξιώνει κατά τις συλλογικές διαπραγματεύσεις από μια συγκεκριμένη κατηγορία χρηστών. Τέτοιου είδους λύσεις με τις οποίες επιδιώκεται η εξασφάλιση τόσο της ταχύτητας όσο και της ποιότητας μέσω της κεντρικής επίλυσης των προαναφερόμενων διαφορών έχουν άλλωστε υιοθετηθεί και εφαρμόζονται εδώ και δεκαετίες στις περισσότερες ευρωπαϊκές χώρες, όπως είναι η Αγγλία, η Γερμανία, η Αυστρία, η Ελβετία, η Ισπανία κλπ., όπου η δικαιοπολιτική στόχευση είναι πάντοτε ενιαία: να παρέχονται δηλαδή όλες οι απαιτούμενες εγγυήσεις για την όσο το δυνατό ταχύτερη και ορθότερη απονομή της δικαιοσύνης σε διαφορές που απαιτούν εξειδικευμένη γνώση και δεν αφορούν ατομικές περιπτώσεις, αλλά αντιθέτως ολόκληρους κλάδους σε εθνικό, αλλά πλέον και σε ευρωπαϊκό επίπεδο. Ενδεικτικά αναφέρονται εδώ το μοντέλο της διοικητικής έγκρισης των αμοιβολογίων, που επελέγη στην Ελβετία, καθώς και το ορθότερο κατά την άποψή μας μοντέλο της προβλεπόμενης στην Γερμανία υποχρεωτικής απόπειρας εξωδικαστικής επίλυσης της διαφοράς ενώπιον ειδικής διαιτητικής επιτροπής (Urheberschiedstelle) επί ποινή απαραδέκτου της αγωγής, που θα ασκηθεί στη συνέχεια από τον ΟΣΔ. 5. Σε αντίθεση προς όσα διαλαμβάνονται στην πρόσκληση για την δημόσια διαβούλευση, περί αμοιβολογίων τα οποία τάχα «θα πρέπει να καταρτίζονται μετά από συμφωνία με τις αντιπροσωπευτικές ενώσεις των χρηστών», η υποστηριζόμενη εδώ αδιαπραγμάτευτη θέση μας είναι ότι η κατάστρωση των αμοιβολογίων αποτελεί, σύμφωνα με όσα ορίζει ρητά και η ισχύουσα νομοθεσία, αποκλειστική αρμοδιότητα των ΟΣΔ και ελέγχεται απλώς ως προς τη νομιμότητά της από τα αρμόδια για την επίλυση των διαφορών αυτών δικαστήρια. Επιπλέον, μετά τις πρόσφατες τρεις συλλογικές συμφωνίες, που κατάρτισε μετά από επιτυχείς διαπραγματεύσεις το Ξενοδοχειακό Επιμελητήριο της Ελλάδος με την ΑΕΠΙ, τον ΟΣΔ ΑΘΗΝΑ και τους ΟΣΔ ΔΙΟΝΥΣΟ, ΑΠΟΛΛΩΝΑ, ΕΡΑΤΩ και GRAMMO, έχουν χάσει πλέον οποιοδήποτε δικαιοπολιτικό έρεισμα διάφορα αιτήματα, τα οποία έχουν κατά καιρούς διατυπωθεί από οργανώσεις των χρηστών, για υποχρεωτική από κοινού άσκηση του δικαιώματος της δημόσιας εκτέλεσης ή επιβολή ενιαίας αμοιβής για περισσότερες κατηγορίες δικαιούχων του ίδιου δικαιώματος κλπ. και περιλαμβάνονται - άγνωστο γιατί - και στην πρόσκληση για την δημόσια διαβούλευση. 6. Οποιαδήποτε μελλοντική ρύθμιση του ζητήματος θα πρέπει, σύμφωνα με όσα προαναφέρονται, να διασφαλίζει την ταχύτητα όσο και την ποιότητα της επίλυσης των εν προκειμένω διαφορών, χωρίς όμως να καταργεί τα ελληνικά δικαστήρια ως μέσο επίλυσης των διαφορών αυτών. Υπό το πρίσμα αυτό, όλες οι διαφορές μεταξύ ΟΣΔ και αντιπροσωπευτικών οργανώσεων των χρηστών, οι οποίες θα γεννώνται σε κατηγοριακό επίπεδο περί την αμοιβή ή οποιονδήποτε άλλο όρο συναλλαγής, θα πρέπει να επιλύονται σε πρώτο και τελευταίο βαθμό αποκλειστικά από το ειδικό τμήμα του Εφετείου Αθηνών κατά τη διαδικασία των άρθρων 741επ. ΚΠολΔ. Κατά την επίλυση των διαφορών του προηγουμένου εδαφίου, το δικαστήριο θα οφείλει να προσδιορίζει ποιο ύψος αμοιβής είναι νόμιμο ή να διατυπώνει τον όρο συναλλαγής έτσι ώστε αυτός να είναι νόμιμος. Στο πλαίσιο αυτό θα ήταν σκόπιμο να προβλέπεται ότι της ασκήσεως της αγωγής ενώπιον του ειδικού τμήματος του Εφετείου Αθηνών προηγείται επί ποινή απαραδέκτου αυτής απόπειρα συμβιβαστικής επίλυσης της διαφοράς ενώπιον του Οργανισμού Πνευματικής Ιδιοκτησίας, ο οποίος σε περίπτωση αποτυχίας της απόπειράς του, θα εκφέρει τη Γνώμη του για την κατά νόμο πλέον λύση της διαφοράς. Μέχρι την έκδοση της απόφασης του Εφετείου Αθηνών, είναι απαραίτητο οι ΟΣΔ πνευματικών δικαιωμάτων να δικαιούνται να ζητήσουν την προσωρινή επιδίκαση των απαιτήσεών τους, ώστε να αποτραπεί επιτέλους το μη αποδεκτό πλέον φαινόμενο να συνεχίζουν οι χρήστες χωρίς καμία απολύτως οικονομική επιβάρυνσή τους την άνευ αδείας χρήση των έργων καθ’ όλο το χρονικό διάστημα μέχρι την έκδοση της τέμνουσας την διαφορά τελεσίδικης δικαστικής απόφασης. Στο πλαίσιο αυτό θα ήταν σκόπιμο να προβλέπεται ότι κατά την προσωρινή επιδίκαση των απαιτήσεων των ΟΣΔ πνευματικών δικαιωμάτων ο δικαστής των ασφαλιστικών μέτρων θα υποχρεούται να λάβει την ως άνω Γνώμη του ΟΠΙ προτού καθορίσει το προσωρινά επιδικαστέο ποσό, έτσι ώστε να αντιμετωπίζεται κατά τρόπο ικανοποιητικό και η πρώτη βασική αντίρρηση, που θα μπορούσε να εγερθεί κατά της θέσπισης του μέτρου της προσωρινής επιδίκασης, δηλαδή του κινδύνου εσφαλμένης δικαστικής κρίσης κατά τη διαδικασία των ασφαλιστικών μέτρων, που θα οφείλεται στην έλλειψη (σε σύγκριση με την τακτική διαδικασία) των στοιχειωδών εχεγγύων σχηματισμού ορθής δικαστικής κρίσης. Είναι προφανές ότι δια της υποχρεωτικής προηγούμενης γνώμης του ΟΠΙ θα παρέχονταν υπέρ των θεμιτών συμφερόντων και των δύο μερών όλα τα απαιτούμενα εχέγγυα για την ορθή επίλυση των εν προκειμένω διαφορών, εις τρόπον ώστε το δικαστήριο να προβαίνει στην προσωρινή επιδίκαση χωρίς τους εύλογους δισταγμούς που θα είχε διαφορετικά. Πράγματι το θεσμικό κύρος και η μεγάλη εμπειρία του ΟΠΙ παρέχουν αυξημένες προσδοκίες για την επίτευξη της επιδιωκόμενης ταχείας και ορθής συμβιβαστικής επίλυσης της διαφοράς ή εν τέλει την υπόδειξη της ορθής κατά νόμο λύσης της. Ούτε ζήτημα αφερεγγυότητας του αιτούμενου την προσωρινή επιδίκαση οργανισμού συλλογικής διαχείρισης θα μπορούσε άλλωστε να εγερθεί, δεδομένης της κατά κανόνα συνεχούς και επαναλαμβανόμενης από τους χρήστες εκμετάλλευσης των έργων του ρεπερτορίου του ΟΣΔ, με συνέπεια σε κάθε τέτοια περίπτωση να υπάρχει πάντοτε η δυνατότητα συμψηφισμού με τα δικαιώματα που θα οφείλουν οι χρήστες και για τις μελλοντικές χρήσεις των έργων. Σε οριακές δε περιπτώσεις, ο δικαστής των ασφαλιστικών θα είχε πάντοτε κατά τις γενικές δικονομικές διατάξεις το δικαίωμα να υποχρεώσει σε εγγυοδοσία τον αιτούντα οργανισμό προκειμένου να διασφαλίσει τα συμφέροντα του χρήστη κατά του οποίου στρέφεται το αίτημα της προσωρινής επιδίκασης. 7. Παρά το γεγονός ότι οι δύο βασικές αντιρρήσεις για την προσωρινή επιδίκαση αντιμετωπίζονται με το σχήμα που σε γενικές γραμμές παρατίθεται στον προηγούμενο αριθμό, μία δεύτερη – εναλλακτικά προτεινόμενη – λύση θα μπορούσε και αυτή από την πλευρά της να διασφαλίσει την απαιτούμενη αναβάθμιση της δραστικότητας στο επίπεδο των ασφαλιστικών μέτρων. Ως γνωστόν, με τα ασφαλιστικά μέτρα διατάσσεται ο καθ’ ού να παραλείπει την προσβολή των πνευματικών δικαιωμάτων του αιτούντος, όταν η χρήση γίνεται χωρίς την άδεια του τελευταίου. Στην περίπτωση αυτή το μόνο πρόβλημα εντοπίζεται στα προδήλως ανεπαρκή επίπεδα των χρηματικών ποινών. Θα αρκούσε λοιπόν μία νομοθετική παρέμβαση που θα ανέβαζε τα επίπεδα αυτά τουλάχιστον στο ύψος των δικαιωμάτων, που θα έπρεπε να είχε καταβάλει ο καθ’ ού για να συμμορφωθεί προς το νόμο και να πάρει τη απαιτούμενη άδεια. Είναι προφανές ότι και αυτή η λύση προϋποθέτει βεβαίως να είναι σε θέση ο με πιθανολόγηση αποφασίζων δικαστής των ασφαλιστικών μέτρων να προσδιορίζει το ποσό που θα περιέρχεται στους ΟΣΔ με τη μεγαλύτερη δυνατή ασφάλεια για τα συμφέροντα του καθ’ ού. Τις εγγυήσεις αυτές θα μπορούσε και πάλι να τις παρέχει κατά τρόπο ικανοποιητικό η προαναφερόμενη παρεμβολή του ΟΠΙ κατά την εξωδικαστική επίλυση των εν προκειμένω διαφορών, ώστε τα απαιτούμενα εχέγγυα ορθής δικαστικής κρίσης να παρέχονται και στην περίπτωση αυτή πριν από τη δίκη των ασφαλιστικών μέτρων. 8. Τέλος, ως προς το συναφές ζήτημα της απόδειξης της εκπροσώπησης – νομιμοποίησης των οργανισμών συλλογικής διαχείρισης, υπενθυμίζεται ότι ο Οργανισμός μας έχει τοποθετηθεί σταθερά υπέρ της καθιέρωσης ενός τεκμηρίου εκπροσώπησης δημιουργών από ΟΣΔ τουλάχιστον στις περιπτώσεις, όπου ο νόμος προβλέπει την υποχρεωτική άσκηση δικαιωμάτων μέσω οργανισμών συλλογικής διαχείρισης, κατά τρόπον ώστε κάθε ασκών τα δικαιώματα αυτά ΟΣΔ να τεκμαίρεται ότι εκπροσωπεί όλους τους δημιουργούς, που ανήκουν στις καλυπτόμενες από αυτόν κατηγορίες, εκτός από όσους δηλώνουν ρητά ότι δεν επιθυμούν να εκπροσωπούνται από τον συγκεκριμένο ΟΣΔ.