Οι παρεχόμενες με το άρθρο 46 του Ν. 3905/2010 διευκολύνσεις υπέρ των ΟΣΔ συγγενικών δικαιωμάτων - και μόνον - όσον αφορά την διεκδίκηση της προβλεπόμενης στο άρθρο 49 παρ. 1 του Ν. 2121/1993 «εύλογης αμοιβής», είναι όχι μόνον υπερβολικές αλλά και ανεπίτρεπτες ως ευθέως αντισυνταγματικές και αντικείμενες στην Οδηγία της 92/100 ΕΕ. Οι διατάξεις αυτές αντίκεινται, πρωτίστως, στην καθιερούμενη με το αυξημένης τυπικής ισχύος άρθρο 4 παρ. 1 του Συντάγματος «αρχή της ισότητας των πολιτών ενώπιον του νόμου» και τούτο διότι οδηγούν σε ανεπίτρεπτη διακριτική νομοθετική μεταχείριση των ΟΣΔ συγγενικών δικαιωμάτων έναντι αφενός των χρηστών μουσικής και αφετέρου των λοιπών ΟΣΔ (όπως των οργανισμών συλλογικής διαχείρισης πνευματικών δικαιωμάτων). Οι ρυθμίσεις οδηγούν στο παράλογο και συνταγματικά ανεπίτρεπτο αποτέλεσμα οι οργανισμοί συλλογικής διαχείρισης συγγενικών δικαιωμάτων – και μόνον αυτοί από το σύνολο των οργανισμών συλλογικής διαχείρισης που έχουν συσταθεί σύμφωνα με τις διατάξεις του Ν. 2121/1993 - να τεκμαίρεται ότι εκπροσωπούν όλους ανεξαιρέτους τους δικαιούχους, ημεδαπούς και αλλοδαπούς ενώ στην πράξη, αποδεδειγμένα, δεν εκπροσωπούν παρά ένα ποσοστό της αντίστοιχης κατηγορίας δικαιούχων.
Οι ρυθμίσεις αυτές, επιπλέον, ενέχουν παραβίαση και της κατ’ άρθρο 6 παρ. 1 της ΕΣΔΑ «αρχή της δίκαιης δίκης» και της ειδικότερης έκφανσης αυτής της «αρχής της ισότητας των όπλων» καθώς συνιστούν ανεπίτρεπτη παρέμβαση σε εκκρεμείς δικαστικές υποθέσεις αφού αναστρέφουν την αναμενόμενη έκβαση της δίκης (δεδομένου ότι όσες αιτήσεις/ αγωγές των εν λόγω ΟΣΔ κατά χρηστών έχουν απορριφθεί από τα δικαστήρια, απερρίφθησαν λόγω αοριστίας στην ενεργητική νομιμοποίηση των ΟΣΔ συγγενικών δικαιωμάτων) και, επιπλέον, θέτουν σε ουσιαστικά μειονεκτικότερη (δικονομική) θέση τον διάδικο/ χρήστη έναντι του αντιδίκου ΟΣΔ.
Το προβλεπόμενο στην παρ. 3 του άρθρου 46 του Ν. 3905/2010 τεκμήριο το οποίο ιδρύεται για πρώτη φορά στον νόμο – σε ενίσχυση του τεκμηρίου της παρ. 2 του άρθρου 55 του Ν. 2121/1993, το οποίο ήταν μαχητό, υπό την έννοια ότι ο αντίδικος μπορούσε να αποδείξει ότι η πραγματική κατάσταση είναι αντίθετη από την τεκμαιρόμενη - μετατρέπεται, στην ουσία, σε «αμάχητο» τεκμήριο το οποίο καθίσταται αδύνατο να ανατραπεί στην πράξη από τους αντιδίκους των ΟΣΔ/ χρήστες οι οποίοι στερούνται των αναγκαίων μέσων και πληροφοριών για την ανταπόδειξή του (είναι αυτονόητο ότι οι εκάστοτε χρήστες, όπως π.χ. οι ραδιοφωνικοί σταθμοί, δεν είναι σε θέση να γνωρίζουν αναγκαίες πληροφορίες για την ανατροπή του εν λόγω τεκμηρίου, όπως π.χ. πόσοι και ποιοι οι δικαιούχοι συγγενικών δικαιωμάτων στην Ελλάδα, πόσοι και ποιοι οι αλλοδαποί οργανισμοί συλλογικής διαχείρισης σε κάθε χώρα, ποια τα μέλη των αλλοδαπών οργανισμών συλλογικής διαχείρισης, με ποιους εκ των αλλοδαπών οργανισμών συλλογικής διαχείρισης έχουν συμβληθεί οι ελληνικοί οργανισμοί κλπ) αλλά και εάν ακόμη καταφέρουν να αποδείξουν σε κάποια περίπτωση ότι οι ημεδαποί ΟΣΔ ΔΕΝ εκπροσωπούν κάποιους δικαιούχους κάτι τέτοιο στερείται έννομων συνεπειών διότι κατά το Νόμο και αντίθετα με ό,τι πραγματικά συμβαίνει τεκμαίρεται ότι εκπροσωπούν το σύνολο των δικαιούχων.
Στο σημείο αυτό δέον να ληφθεί υπόψη ότι υφίσταται πλήθος αλλοδαπών ΟΣΔ οι οποίοι ΔΕΝ συνδέονται με συμβάσεις αμοιβαιότητας με τους εγχώριους ΟΣΔ συγγενικών δικαιωμάτων (Grammo, Απόλλων, Ερατώ -GEA), οι οποίοι διατηρούν αυτοτελές δικαίωμα διεκδίκησης και είσπραξης ποσοστού/ τμήματος της προβλεπόμενης στο άρθρο 49 παρ. 1 του Ν. 2121/1993 «εύλογης αμοιβής», για φωνογραφήματα που ανήκουν στο εκπροσωπούμενο ρεπερτόριό τους και μεταδίδονται ραδιοτηλεοπτικώς ή παρουσιάζονται στο κοινό από χρήστες στην Ελλάδα. Την θέση αυτή πλήρως έχει αποδεχθεί πρόσφατα η Ευρωπαϊκή Ένωση και το ΔΕΚ με την ad hoc επί του θέματος νομολογία τους. Ειδικότερα, η Ευρωπαϊκή Επιτροπή στην ad hoc από 16.7.2008 απόφαση της στη γνωστή υπόθεση CISAC ΙΙΙ έκρινε ότι αντίκειται στο κοινοτικό δίκαιο οιαδήποτε ερμηνεία και/ή διάταξη βάσει της οποίας περιορίζεται καθ’ οποιονδήποτε τρόπο, νόμιμο ή συμβατικό, το δικαίωμα αλλοδαπού οργανισμού συλλογικής διαχείρισης που εδρεύει σε άλλη χώρα – μέλος της ΕΕ, να χορηγεί απευθείας την άδεια του και / ή να εισπράττει την προβλεπόμενη στο άρθρο 49 παρ. 1 του Ν. 2121/1993 «εύλογη αμοιβή». Ομοίως, η σύσταση 2005/737/ΕΕ ενθαρρύνει την κατάργηση των φραγμών του ανταγωνισμού που δεν επιτρέπουν στους δικαιούχους να επιλέγουν ελεύθερα τις εταιρίες συλλογικής διαχείρισης και στους διαχειριστές δικαιωμάτων να εκδίδουν πολυεδαφικές άδειες. Το γεγονός ότι οι εθνικές νομοθεσίες ορίζουν το δικαίωμα πνευματικής ιδιοκτησίας, καθώς και το εύρος της προστασίας του και τις επιπτώσεις των παραβιάσεων, δεν σημαίνει ότι οι άδειες εκμετάλλευσης σε μια συγκεκριμένη χώρα πρέπει να παραχωρούνται από την κατεστημένη εταιρεία συλλογικής διαχείρισης. Αυτό εξάλλου γίνεται δεκτό και στο ίδιο το κείμενο της διαβούλευσης (σημείο 6) στο οποίο απερίφραστα ομολογείται ότι αλλοδαποί ΟΣΔ δραστηριοποιούνται ήδη ,ως έχουν δικαίωμα εξάλλου, στην Ελλάδα
Συνεπώς, αφού υπάρχουν περισσότεροι του ενός οργανισμοί συλλογικής διαχείρισης (ελληνικοί ή εντός ΕΕ) ανά κατηγορία δικαιούχων, οι οποίοι δύνανται να διεκδικήσουν την προβλεπόμενη στο άρθρο 49 παρ. 1 του Ν. 2121/1993 «εύλογη αμοιβή», το θεσπισθέν με το άρθρο 46 παρ. 3 του Ν. 3905/2010 «αμάχητο» τεκμήριο αίρεται αυτομάτως και είναι ανεφάρμοστο στην πράξη. Άλλωστε ο Ελληνικός Νόμος, σε αντίθεση με άλλες νομοθεσίες, δεν περιέχει ρύθμιση που να απαλλάσσει τον χρήστη έναντι παντός τρίτου δικαιούχου στην περίπτωση της αχρεώστητης καταβολής του συνόλου της αμοιβής σε έναν ελληνικό ΟΣΔ, της συγκεκριμένης κατηγορίας, καθώς κάτι τέτοιο θα ήταν αντισυνταγματικό και ευθέως αντικείμενο σε θεμελιώδεις διατάξεις της Συνθήκης της ΕΟΚ για την ελευθερία εγκαταστάσεως, κινήσεως κεφαλαίων και, πρωτίστως, παροχής υπηρεσιών, αφού έτσι θα αποκλείονταν ήδη υπαρκτοί ή μελλοντικοί δυνητικοί ανταγωνιστές, δηλαδή αλλοδαποί ΟΣΔ ή υπό σύσταση ΟΣΔ και/ή ,όπως σήμερα συμβαίνει, θα εξαναγκάζονταν οι δικαιούχοι να ενταχθούν σε έναν ήδη υφιστάμενο ΟΣΔ διότι σε αντίθεση με όσα κατά καιρούς ισχυρίζονται οι ημεδαποί ΟΣΔ τα μη μέλη τους τα οποία εκ των υστέρων εισέπραξαν την εύλογη αμοιβή τους είναι απειροελάχιστα. Εξάλλου υπό το υφιστάμενο νομοθετικό καθεστώς η έγερση μίας τέτοιας αξίωσης έναντι του ΟΣΔ θα ήταν μη νόμιμη ως αντικείμενη στην απαγόρευση ατομικής άσκησης του δικαιώματος αυτού την οποία καθιερώνει το άρθρο 49 παρ.2 του ν 2121/93εισάγει
Πλην των ανωτέρω, οι ως άνω διατάξεις όχι μόνον δεν βρίσκουν αντίκρισμα στον εφαρμοστέο κανόνα του κοινοτικού δικαίου αλλά και αποτελούν αυτοτελή παράβαση της ορθής μεταφοράς των αντίστοιχων Οδηγιών στο ελληνικό δίκαιο (ενδεικτικώς αναφερόμαστε σε πλήθος σχετικών αποφάσεων του ΔΕΕ, όπως η από 15.04.2010, C-64/09, Ευρωπαϊκή Επιτροπή κατά Γαλλίας, η από 20.05.2010, C- 158/09 Ευρωπαϊκή Επιτροπή κατά Ισπανίας, η από 14.01.2010, C- 343/08 Ευρωπαϊκή Επιτροπή κατά Τσεχικής Δημοκρατίας), αφού η βούληση του Κοινοτικού νομοθέτη δεν ήταν σε καμία περίπτωση να χορηγήσει στους ΟΣΔ συγγενικών δικαιωμάτων, στα πλαίσια διεκδίκησης της εν λόγω «εύλογης αμοιβής», το δικαίωμα εκπροσωπήσεως περιουσιακών δικαιωμάτων και μη μελών τους.
Η καταβαλλόμενη στους ΟΣΔ εύλογη αμοιβή θα πρέπει να υπόκειται στην αρχή της αναλογικότητας, υπό την έννοια ότι οι ΟΣΔ θα πρέπει να εισπράττουν μόνον για το εκπροσωπούμενο από αυτούς μουσικό ρεπερτόριο το οποίο πράγματι (αποδεδειγμένα) μεταδόθηκε από τους εκάστοτε χρήστες. Η θέση αυτή έχει άλλωστε επικυρωθεί και από το ΔΕΚ στην ad hoc επί του θέματος αυτού απόφασή του στην υπόθεση C52/07 «Kanal 5 Ltd, TV 4 AB κατά Foreningen Svenska Tonsattares Internationella Musikbyra (STIM) upa», στην οποία έγινε δεκτό ότι οι ΟΣΔ δικαιούνται να εισπράττουν αμοιβή μόνον για όσα έργα πράγματι μεταδίδονται από τον εκάστοτε χρήστη (όπως π.χ. ραδιοφωνικό σταθμό) και μόνον εάν ο δικαιούχος της εύλογης αυτής αμοιβής εκπροσωπείται από τους αιτούντες ΟΣΔ. Στα ίδια ακριβώς συμπεράσματα με το ΔΕΚ έχουν καταλήξει ι) η Ισπανική Επιτροπή Ανταγωνισμού (CNC) με τις ad hoc υπ’ αριθ. 2785/2007 και 651/08 αποφάσεις της και με την σχετική Εισήγησή της για την συλλογική διαχείριση των πνευματικών δικαιωμάτων αλλά και ιι) ο Ισπανικός Άρειος Πάγος, με την ad hoc υπ’ αριθ. 55/2009 απόφασή του στην υπόθεση TELECINCO v AIE, με την οποία επέβαλε στον Ισπανικό Οργανισμό Συλλογικής Διαχείρισης ΑΙΕ βαρύτατα πρόστιμα, εκατομμυρίων Ευρώ, για κατάχρηση δεσπόζουσας θέσης, λόγω του ότι αξίωνε δικαστικά να του καταβάλλεται το σύνολο της εύλογης αμοιβής (του αντίστοιχου άρθρου 49 του Ν. 2121/1993) για τη ραδιοφωνική μετάδοση φωνογραφημάτων, χωρίς να τηρείται η αρχή της αναλογικότητας (δηλαδή αξίωνε αμοιβή όχι μόνον για όσα φωνογραφήματα πράγματι μεταδόθηκαν και ανήκαν στο ρεπερτόριο του εν λόγω ΟΣΔ).
Οι παρεχόμενες με το άρθρο 46 του Ν. 3905/2010 διευκολύνσεις υπέρ των ΟΣΔ συγγενικών δικαιωμάτων - και μόνον - όσον αφορά την διεκδίκηση της προβλεπόμενης στο άρθρο 49 παρ. 1 του Ν. 2121/1993 «εύλογης αμοιβής», είναι όχι μόνον υπερβολικές αλλά και ανεπίτρεπτες ως ευθέως αντισυνταγματικές και αντικείμενες στην Οδηγία της 92/100 ΕΕ. Οι διατάξεις αυτές αντίκεινται, πρωτίστως, στην καθιερούμενη με το αυξημένης τυπικής ισχύος άρθρο 4 παρ. 1 του Συντάγματος «αρχή της ισότητας των πολιτών ενώπιον του νόμου» και τούτο διότι οδηγούν σε ανεπίτρεπτη διακριτική νομοθετική μεταχείριση των ΟΣΔ συγγενικών δικαιωμάτων έναντι αφενός των χρηστών μουσικής και αφετέρου των λοιπών ΟΣΔ (όπως των οργανισμών συλλογικής διαχείρισης πνευματικών δικαιωμάτων). Οι ρυθμίσεις οδηγούν στο παράλογο και συνταγματικά ανεπίτρεπτο αποτέλεσμα οι οργανισμοί συλλογικής διαχείρισης συγγενικών δικαιωμάτων – και μόνον αυτοί από το σύνολο των οργανισμών συλλογικής διαχείρισης που έχουν συσταθεί σύμφωνα με τις διατάξεις του Ν. 2121/1993 - να τεκμαίρεται ότι εκπροσωπούν όλους ανεξαιρέτους τους δικαιούχους, ημεδαπούς και αλλοδαπούς ενώ στην πράξη, αποδεδειγμένα, δεν εκπροσωπούν παρά ένα ποσοστό της αντίστοιχης κατηγορίας δικαιούχων. Οι ρυθμίσεις αυτές, επιπλέον, ενέχουν παραβίαση και της κατ’ άρθρο 6 παρ. 1 της ΕΣΔΑ «αρχή της δίκαιης δίκης» και της ειδικότερης έκφανσης αυτής της «αρχής της ισότητας των όπλων» καθώς συνιστούν ανεπίτρεπτη παρέμβαση σε εκκρεμείς δικαστικές υποθέσεις αφού αναστρέφουν την αναμενόμενη έκβαση της δίκης (δεδομένου ότι όσες αιτήσεις/ αγωγές των εν λόγω ΟΣΔ κατά χρηστών έχουν απορριφθεί από τα δικαστήρια, απερρίφθησαν λόγω αοριστίας στην ενεργητική νομιμοποίηση των ΟΣΔ συγγενικών δικαιωμάτων) και, επιπλέον, θέτουν σε ουσιαστικά μειονεκτικότερη (δικονομική) θέση τον διάδικο/ χρήστη έναντι του αντιδίκου ΟΣΔ. Το προβλεπόμενο στην παρ. 3 του άρθρου 46 του Ν. 3905/2010 τεκμήριο το οποίο ιδρύεται για πρώτη φορά στον νόμο – σε ενίσχυση του τεκμηρίου της παρ. 2 του άρθρου 55 του Ν. 2121/1993, το οποίο ήταν μαχητό, υπό την έννοια ότι ο αντίδικος μπορούσε να αποδείξει ότι η πραγματική κατάσταση είναι αντίθετη από την τεκμαιρόμενη - μετατρέπεται, στην ουσία, σε «αμάχητο» τεκμήριο το οποίο καθίσταται αδύνατο να ανατραπεί στην πράξη από τους αντιδίκους των ΟΣΔ/ χρήστες οι οποίοι στερούνται των αναγκαίων μέσων και πληροφοριών για την ανταπόδειξή του (είναι αυτονόητο ότι οι εκάστοτε χρήστες, όπως π.χ. οι ραδιοφωνικοί σταθμοί, δεν είναι σε θέση να γνωρίζουν αναγκαίες πληροφορίες για την ανατροπή του εν λόγω τεκμηρίου, όπως π.χ. πόσοι και ποιοι οι δικαιούχοι συγγενικών δικαιωμάτων στην Ελλάδα, πόσοι και ποιοι οι αλλοδαποί οργανισμοί συλλογικής διαχείρισης σε κάθε χώρα, ποια τα μέλη των αλλοδαπών οργανισμών συλλογικής διαχείρισης, με ποιους εκ των αλλοδαπών οργανισμών συλλογικής διαχείρισης έχουν συμβληθεί οι ελληνικοί οργανισμοί κλπ) αλλά και εάν ακόμη καταφέρουν να αποδείξουν σε κάποια περίπτωση ότι οι ημεδαποί ΟΣΔ ΔΕΝ εκπροσωπούν κάποιους δικαιούχους κάτι τέτοιο στερείται έννομων συνεπειών διότι κατά το Νόμο και αντίθετα με ό,τι πραγματικά συμβαίνει τεκμαίρεται ότι εκπροσωπούν το σύνολο των δικαιούχων. Στο σημείο αυτό δέον να ληφθεί υπόψη ότι υφίσταται πλήθος αλλοδαπών ΟΣΔ οι οποίοι ΔΕΝ συνδέονται με συμβάσεις αμοιβαιότητας με τους εγχώριους ΟΣΔ συγγενικών δικαιωμάτων (Grammo, Απόλλων, Ερατώ -GEA), οι οποίοι διατηρούν αυτοτελές δικαίωμα διεκδίκησης και είσπραξης ποσοστού/ τμήματος της προβλεπόμενης στο άρθρο 49 παρ. 1 του Ν. 2121/1993 «εύλογης αμοιβής», για φωνογραφήματα που ανήκουν στο εκπροσωπούμενο ρεπερτόριό τους και μεταδίδονται ραδιοτηλεοπτικώς ή παρουσιάζονται στο κοινό από χρήστες στην Ελλάδα. Την θέση αυτή πλήρως έχει αποδεχθεί πρόσφατα η Ευρωπαϊκή Ένωση και το ΔΕΚ με την ad hoc επί του θέματος νομολογία τους. Ειδικότερα, η Ευρωπαϊκή Επιτροπή στην ad hoc από 16.7.2008 απόφαση της στη γνωστή υπόθεση CISAC ΙΙΙ έκρινε ότι αντίκειται στο κοινοτικό δίκαιο οιαδήποτε ερμηνεία και/ή διάταξη βάσει της οποίας περιορίζεται καθ’ οποιονδήποτε τρόπο, νόμιμο ή συμβατικό, το δικαίωμα αλλοδαπού οργανισμού συλλογικής διαχείρισης που εδρεύει σε άλλη χώρα – μέλος της ΕΕ, να χορηγεί απευθείας την άδεια του και / ή να εισπράττει την προβλεπόμενη στο άρθρο 49 παρ. 1 του Ν. 2121/1993 «εύλογη αμοιβή». Ομοίως, η σύσταση 2005/737/ΕΕ ενθαρρύνει την κατάργηση των φραγμών του ανταγωνισμού που δεν επιτρέπουν στους δικαιούχους να επιλέγουν ελεύθερα τις εταιρίες συλλογικής διαχείρισης και στους διαχειριστές δικαιωμάτων να εκδίδουν πολυεδαφικές άδειες. Το γεγονός ότι οι εθνικές νομοθεσίες ορίζουν το δικαίωμα πνευματικής ιδιοκτησίας, καθώς και το εύρος της προστασίας του και τις επιπτώσεις των παραβιάσεων, δεν σημαίνει ότι οι άδειες εκμετάλλευσης σε μια συγκεκριμένη χώρα πρέπει να παραχωρούνται από την κατεστημένη εταιρεία συλλογικής διαχείρισης. Αυτό εξάλλου γίνεται δεκτό και στο ίδιο το κείμενο της διαβούλευσης (σημείο 6) στο οποίο απερίφραστα ομολογείται ότι αλλοδαποί ΟΣΔ δραστηριοποιούνται ήδη ,ως έχουν δικαίωμα εξάλλου, στην Ελλάδα Συνεπώς, αφού υπάρχουν περισσότεροι του ενός οργανισμοί συλλογικής διαχείρισης (ελληνικοί ή εντός ΕΕ) ανά κατηγορία δικαιούχων, οι οποίοι δύνανται να διεκδικήσουν την προβλεπόμενη στο άρθρο 49 παρ. 1 του Ν. 2121/1993 «εύλογη αμοιβή», το θεσπισθέν με το άρθρο 46 παρ. 3 του Ν. 3905/2010 «αμάχητο» τεκμήριο αίρεται αυτομάτως και είναι ανεφάρμοστο στην πράξη. Άλλωστε ο Ελληνικός Νόμος, σε αντίθεση με άλλες νομοθεσίες, δεν περιέχει ρύθμιση που να απαλλάσσει τον χρήστη έναντι παντός τρίτου δικαιούχου στην περίπτωση της αχρεώστητης καταβολής του συνόλου της αμοιβής σε έναν ελληνικό ΟΣΔ, της συγκεκριμένης κατηγορίας, καθώς κάτι τέτοιο θα ήταν αντισυνταγματικό και ευθέως αντικείμενο σε θεμελιώδεις διατάξεις της Συνθήκης της ΕΟΚ για την ελευθερία εγκαταστάσεως, κινήσεως κεφαλαίων και, πρωτίστως, παροχής υπηρεσιών, αφού έτσι θα αποκλείονταν ήδη υπαρκτοί ή μελλοντικοί δυνητικοί ανταγωνιστές, δηλαδή αλλοδαποί ΟΣΔ ή υπό σύσταση ΟΣΔ και/ή ,όπως σήμερα συμβαίνει, θα εξαναγκάζονταν οι δικαιούχοι να ενταχθούν σε έναν ήδη υφιστάμενο ΟΣΔ διότι σε αντίθεση με όσα κατά καιρούς ισχυρίζονται οι ημεδαποί ΟΣΔ τα μη μέλη τους τα οποία εκ των υστέρων εισέπραξαν την εύλογη αμοιβή τους είναι απειροελάχιστα. Εξάλλου υπό το υφιστάμενο νομοθετικό καθεστώς η έγερση μίας τέτοιας αξίωσης έναντι του ΟΣΔ θα ήταν μη νόμιμη ως αντικείμενη στην απαγόρευση ατομικής άσκησης του δικαιώματος αυτού την οποία καθιερώνει το άρθρο 49 παρ.2 του ν 2121/93εισάγει Πλην των ανωτέρω, οι ως άνω διατάξεις όχι μόνον δεν βρίσκουν αντίκρισμα στον εφαρμοστέο κανόνα του κοινοτικού δικαίου αλλά και αποτελούν αυτοτελή παράβαση της ορθής μεταφοράς των αντίστοιχων Οδηγιών στο ελληνικό δίκαιο (ενδεικτικώς αναφερόμαστε σε πλήθος σχετικών αποφάσεων του ΔΕΕ, όπως η από 15.04.2010, C-64/09, Ευρωπαϊκή Επιτροπή κατά Γαλλίας, η από 20.05.2010, C- 158/09 Ευρωπαϊκή Επιτροπή κατά Ισπανίας, η από 14.01.2010, C- 343/08 Ευρωπαϊκή Επιτροπή κατά Τσεχικής Δημοκρατίας), αφού η βούληση του Κοινοτικού νομοθέτη δεν ήταν σε καμία περίπτωση να χορηγήσει στους ΟΣΔ συγγενικών δικαιωμάτων, στα πλαίσια διεκδίκησης της εν λόγω «εύλογης αμοιβής», το δικαίωμα εκπροσωπήσεως περιουσιακών δικαιωμάτων και μη μελών τους. Η καταβαλλόμενη στους ΟΣΔ εύλογη αμοιβή θα πρέπει να υπόκειται στην αρχή της αναλογικότητας, υπό την έννοια ότι οι ΟΣΔ θα πρέπει να εισπράττουν μόνον για το εκπροσωπούμενο από αυτούς μουσικό ρεπερτόριο το οποίο πράγματι (αποδεδειγμένα) μεταδόθηκε από τους εκάστοτε χρήστες. Η θέση αυτή έχει άλλωστε επικυρωθεί και από το ΔΕΚ στην ad hoc επί του θέματος αυτού απόφασή του στην υπόθεση C52/07 «Kanal 5 Ltd, TV 4 AB κατά Foreningen Svenska Tonsattares Internationella Musikbyra (STIM) upa», στην οποία έγινε δεκτό ότι οι ΟΣΔ δικαιούνται να εισπράττουν αμοιβή μόνον για όσα έργα πράγματι μεταδίδονται από τον εκάστοτε χρήστη (όπως π.χ. ραδιοφωνικό σταθμό) και μόνον εάν ο δικαιούχος της εύλογης αυτής αμοιβής εκπροσωπείται από τους αιτούντες ΟΣΔ. Στα ίδια ακριβώς συμπεράσματα με το ΔΕΚ έχουν καταλήξει ι) η Ισπανική Επιτροπή Ανταγωνισμού (CNC) με τις ad hoc υπ’ αριθ. 2785/2007 και 651/08 αποφάσεις της και με την σχετική Εισήγησή της για την συλλογική διαχείριση των πνευματικών δικαιωμάτων αλλά και ιι) ο Ισπανικός Άρειος Πάγος, με την ad hoc υπ’ αριθ. 55/2009 απόφασή του στην υπόθεση TELECINCO v AIE, με την οποία επέβαλε στον Ισπανικό Οργανισμό Συλλογικής Διαχείρισης ΑΙΕ βαρύτατα πρόστιμα, εκατομμυρίων Ευρώ, για κατάχρηση δεσπόζουσας θέσης, λόγω του ότι αξίωνε δικαστικά να του καταβάλλεται το σύνολο της εύλογης αμοιβής (του αντίστοιχου άρθρου 49 του Ν. 2121/1993) για τη ραδιοφωνική μετάδοση φωνογραφημάτων, χωρίς να τηρείται η αρχή της αναλογικότητας (δηλαδή αξίωνε αμοιβή όχι μόνον για όσα φωνογραφήματα πράγματι μεταδόθηκαν και ανήκαν στο ρεπερτόριο του εν λόγω ΟΣΔ).