α) Είναι αυτονόητο ότι κάθε κατηγορία δικαιούχων/καλλιτεχνών πρέπει να εκπροσωπείται από χωριστό Οργανισμό, ακόμη και εάν αυτό έχει ως συνέπεια τον αυξημένο αριθμό τους. Έκαστος δε αυτών, θα έπρεπε να έχει καταρτίσει συμβάσεις αμοιβαιότητας με τους αντίστοιχους αλλοδαπούς οργανισμούς. Είναι δε προφανές ότι δεν είναι δυνατό όλοι οι Οργανισμοί να εμπλέκονται στην Δημόσια εκτέλεση. Για το λόγο αυτό, ενδεχομένως, να πρέπει να υπάρξει μία επαναξιολόγηση του ζητήματος της έγκρισης, με γνώμονα την μορφή της δημόσιας εκτέλεσης και το είδος του έργου/δικαιώματος.
β) η υποχρεωτική κοινή άσκηση του δικαιώματος δημόσιας εκτέλεσης, θα προκαλέσει προβλήματα στην λειτουργία των οργανισμών. Όπως προαναφέρθηκε, ήδη παρέχεται η δυνατότητα συνεργασιών και συμπράξεων των ΟΣΔ και μέχρι σήμερα έχει εφαρμοστεί με ικανοποιητικά αποτελέσματα.
Σύμφωνα με τον ισχύοντα Νόμο, οι καλλιτέχνες, αναφορικά με την δημόσια εκτέλεση, αναγκαστικά αναθέτουν την διαχείριση των δικαιωμάτων τους στους αντίστοιχους ΟΣΔ. Έχουμε, δηλαδή, έναν κατ’ αρχήν περιορισμό στον τρόπο που ο δικαιούχος διαχειρίζεται το δικαίωμά του. Ο περιορισμος αυτός, είναι εύλογος και αποσκοπεί στην καλύτερη εξυπηρέτηση του δικαιώματος. Η αναγκαστική σύμπραξη των ΟΣΔ, ουσιαστικά αποτελεί περαιτέρω περιορισμό, στην διαχείριση των δικαιωμάτων των καλλιτεχνών από τους ίδιους. Μία τέτοια αναγκαστική σύμπραξη, είναι προφανώς αντισυνταγματική, είναι πλήρως αντίθετη με την ίδια την λογική του 2121/1993 (καθώς δεν βοηθά αλλά αντιθέτως προκαλεί εμπόδια στην είσπραξη των δικαιωμάτων από τους τελικούς δικαιούχους καλλιτέχνες) ενώ, ακόμα και από πρακτική άποψη, είναι σαφές ότι θα δημιουργήσει τεράστια προβλήματα.
γ) η επιβολή ενιαίας αμοιβής για περισσότερες κατηγορίες δικαιούχων, δεν προσφέρει καμία λύση το πρόβλημα της παρουσίας πολλών ΟΣΔ και θα προκαλέσει πολύ μεγάλα προβλήματα τόσο στην είσπραξη, κυρίως δε στην διανομή των εισπραττομένων ποσών στους δικαιούχους (σε εκείνους, δηλαδή, που ο νόμος θέλει να προστατεύσει). Είναι δε γνωστά τα προβλήματα που είχαν προκληθεί παλαιότερα σε αντίστοιχη περίπτωση (άρθρο 18), κατά την οποία, ποσά που είχαν εισπραχθεί από τους χρήστες δεν μπορούσαν για μεγάλο χρονικό διάστημα να διανεμηθούν.
α) Είναι αυτονόητο ότι κάθε κατηγορία δικαιούχων/καλλιτεχνών πρέπει να εκπροσωπείται από χωριστό Οργανισμό, ακόμη και εάν αυτό έχει ως συνέπεια τον αυξημένο αριθμό τους. Έκαστος δε αυτών, θα έπρεπε να έχει καταρτίσει συμβάσεις αμοιβαιότητας με τους αντίστοιχους αλλοδαπούς οργανισμούς. Είναι δε προφανές ότι δεν είναι δυνατό όλοι οι Οργανισμοί να εμπλέκονται στην Δημόσια εκτέλεση. Για το λόγο αυτό, ενδεχομένως, να πρέπει να υπάρξει μία επαναξιολόγηση του ζητήματος της έγκρισης, με γνώμονα την μορφή της δημόσιας εκτέλεσης και το είδος του έργου/δικαιώματος. β) η υποχρεωτική κοινή άσκηση του δικαιώματος δημόσιας εκτέλεσης, θα προκαλέσει προβλήματα στην λειτουργία των οργανισμών. Όπως προαναφέρθηκε, ήδη παρέχεται η δυνατότητα συνεργασιών και συμπράξεων των ΟΣΔ και μέχρι σήμερα έχει εφαρμοστεί με ικανοποιητικά αποτελέσματα. Σύμφωνα με τον ισχύοντα Νόμο, οι καλλιτέχνες, αναφορικά με την δημόσια εκτέλεση, αναγκαστικά αναθέτουν την διαχείριση των δικαιωμάτων τους στους αντίστοιχους ΟΣΔ. Έχουμε, δηλαδή, έναν κατ’ αρχήν περιορισμό στον τρόπο που ο δικαιούχος διαχειρίζεται το δικαίωμά του. Ο περιορισμος αυτός, είναι εύλογος και αποσκοπεί στην καλύτερη εξυπηρέτηση του δικαιώματος. Η αναγκαστική σύμπραξη των ΟΣΔ, ουσιαστικά αποτελεί περαιτέρω περιορισμό, στην διαχείριση των δικαιωμάτων των καλλιτεχνών από τους ίδιους. Μία τέτοια αναγκαστική σύμπραξη, είναι προφανώς αντισυνταγματική, είναι πλήρως αντίθετη με την ίδια την λογική του 2121/1993 (καθώς δεν βοηθά αλλά αντιθέτως προκαλεί εμπόδια στην είσπραξη των δικαιωμάτων από τους τελικούς δικαιούχους καλλιτέχνες) ενώ, ακόμα και από πρακτική άποψη, είναι σαφές ότι θα δημιουργήσει τεράστια προβλήματα. γ) η επιβολή ενιαίας αμοιβής για περισσότερες κατηγορίες δικαιούχων, δεν προσφέρει καμία λύση το πρόβλημα της παρουσίας πολλών ΟΣΔ και θα προκαλέσει πολύ μεγάλα προβλήματα τόσο στην είσπραξη, κυρίως δε στην διανομή των εισπραττομένων ποσών στους δικαιούχους (σε εκείνους, δηλαδή, που ο νόμος θέλει να προστατεύσει). Είναι δε γνωστά τα προβλήματα που είχαν προκληθεί παλαιότερα σε αντίστοιχη περίπτωση (άρθρο 18), κατά την οποία, ποσά που είχαν εισπραχθεί από τους χρήστες δεν μπορούσαν για μεγάλο χρονικό διάστημα να διανεμηθούν.