Παρατηρήσεις σχετικά με την σκοπιμότητα των ρυθμίσεων για τον τουρισμό της υπαίθρου.
Το Ξενοδοχειακό Επιμελητήριο της Ελλάδος στηρίζει κάθε προσπάθεια ανάπτυξης του τουρισμού σε τοπικό επίπεδο, καθώς και σύζευξης του πρωτογενούς τομέα με τον τουρισμό. Όμως, από την πολύχρονη εμπειρία του στην παρακολούθηση της τουριστικής δραστηριότητας σε εθνικό και διεθνές επίπεδο έχει καταλήξει ότι δεν πρέπει αφενός μεν να τίθενται εμπόδια στην ανάπτυξη της επιχειρηματικότητας και αφετέρου να δημιουργούνται μέσω της νομοθεσίας «τεχνητές» μορφές τουριστικής δραστηριότητας, γιατί στην πραγματικότητα δεν ευδοκιμούν.
Το νομοσχέδιο για τον τουρισμό της υπαίθρου είναι το πολλοστό νομοσχέδιο που επιχειρεί να ρυθμίσει με γενικόλογες διατάξεις και αμφιλεγόμενους ορισμούς δράσεις που μπορούν να αναπτυχθούν εκτός των μεγάλων αστικών κέντρων. Ο ορισμός που δίνεται παραδείγματος χάριν για τον τουρισμό της υπαίθρου και εξειδικεύεται για τα καταλύματα ως «παροχή υπηρεσιών φιλοξενίας και εστίασης, οι οποίες δεν αλλοιώνουν το φυσικό περιβάλλον και τα ιδιαίτερα πολιτισμικά στοιχεία του κάθε τόπου», είναι τόσο ευρύς που περιλαμβάνει όλα τα μικρά ξενοδοχεία εκτός των μεγάλων πόλεων και φυσικά όλα τα παραδοσιακά καταλύματα που όχι μόνο δεν αλλοιώνουν αλλά αναδεικνύουν τον πολιτιστικό πλούτο μιας περιοχής. Ο περιορισμός στον αριθμό των κλινών, που με το άρθρο 4 του νομοσχεδίου ορίζεται σε 40 κλίνες, δηλαδή 20 δωμάτια είναι εντελώς αυθαίρετος, διότι εξαρτάται κατά κύριο λόγο από τις δραστηριότητες της μονάδας και όχι από τον όγκο της αν θα πρέπει να λάβει ένα επιπλέον σήμα επιχείρησης τουρισμού υπαίθρου.
Σημειωτέον ότι ήδη αρκετά ξενοδοχεία, ανεξαρτήτως δυναμικότητας παρέχουν ελληνικό πρωινό με προϊόντα της περιοχής τους και ακόμα περισσότερα έχουν εκδηλώσει ενδιαφέρον συμμετοχής στο Πρόγραμμα του Ξ.Ε.Ε. για το «Ελληνικό Πρωινό», ενώ άλλα ξενοδοχεία προάγουν με τις δραστηριότητές τους τον τοπικό πολιτισμό ή αναδεικνύουν το φυσικό περιβάλλον. Οπότε, θα αποτελεί περίπτωση αθέμιτου ανταγωνισμού να λαμβάνει ένα νέο ξενοδοχειακό κατάλυμα, τον τίτλο της επιχείρησης τουρισμού υπαίθρου, επειδή θα διαθέτει μέχρι 40 κλίνες, ενώ ένα υφιστάμενο ξενοδοχειακό κατάλυμα με μεγαλύτερη δυναμικότητα και παροχή τοπικών προϊόντων ή άλλων πολιτιστικών υπηρεσιών, που μπορεί να ανήκει και σε αγρότη, δεν θα μπορεί να λάβει το ειδικό σήμα της επιχείρησης τουρισμού υπαίθρου.
Το παράδοξο είναι ότι σύμφωνα με το νομοσχέδιο κάθε κατάλυμα που χαρακτηρίζεται επιχείρηση τουρισμού υπαίθρου που ανήκει σε αγρότη ή το κεφάλαιό της ανήκει κατά 50% σε αγρότη, το εισόδημα από την ενλόγω επιχείρηση δηλώνεται και φορολογείται ως αγροτικό και ο ίδιος ασφαλίζεται στον Ο.Γ.Α., ενώ σήμερα όλοι οι ξενοδόχοι συλλήβδην υποχρεώθηκαν να εγγραφούν στον Ο.Α.Ε.Ε., χωρίς να λαμβάνεται υπόψη το γεγονός ότι πολλοί από αυτούς είναι αγρότες και ήταν ήδη ασφαλισμένοι στον Ο.Γ.Α.
Θεωρούμε ότι με την αδειοδότηση της επιχείρησης τουρισμού υπαίθρου θα δημιουργηθεί μεγάλη σύγχυση στον καταναλωτή και αθέμιτος ανταγωνισμός στις ήδη λειτουργούσες επιχειρήσεις, αφού καταλύματα, εστιατόρια, εργαστήρια, παραγωγικές μονάδες, αλιευτικά σκάφη θα συνωθούνται κάτω από την ίδια ταμπέλα της επιχείρησης τουρισμού υπαίθρου. Δεν κατανοούμε επομένως, γιατί πρέπει να υπάρχει αυτή η ειδική αδειοδότηση, όταν με πολύ απλό τρόπο θα μπορούσαν να πιστοποιηθούν κατάλληλα επιχειρήσεις διαμονής, εστίασης, τουριστικά γραφεία, σωματεία και φυσικά πρόσωπα που παρέχουν εξειδικευμένες υπηρεσίες προαγωγής της τοπικής οικονομίας, της γαστρονομίας της παράδοσης, της εξερεύνησης κοκ., χωρίς να απαιτείται αυτού του είδους η αδειοδότηση.
Κατά συνέπεια επειδή με το σύνολο των προωθούμενων ρυθμίσεων δημιουργούνται συνθήκες αθέμιτου ανταγωνισμού και άνισης μεταχείρισης απέναντι σε όλες τις νόμιμα λειτουργούσες τουριστικές επιχειρήσεις είτε πρόκειται για τουριστικά καταλύματα, είτε για τουριστικά γραφεία ή επιχειρήσεις εστίασης και αναψυχής κ.ο.κ. Γι’ αυτούς τους λόγους προτείνουμε να προωθηθεί η δημιουργία προτύπου για αδειοδοτημένες, σύμφωνα με την ισχύουσα νομοθεσία, επιχειρήσεις που θα παρέχουν εξειδικευμένα προϊόντα υπηρεσίες ή δράσεις και να προβλεφθεί η πιστοποίησή τους από διαπιστευμένες στο Εθνικό Σύστημα Διαπίστευσης (ΕΣΥΔ) εταιρείες. Όπου κρίνεται αναγκαίο για την προώθηση των μορφών αυτών μπορεί να τροποποιηθούν οι ισχύουσες τεχνικές και λειτουργικές προδιαγραφές, προκειμένου να ενταχθούν και άλλες χρήσεις ή υπηρεσίες.
Παρατηρήσεις σχετικά με την σκοπιμότητα των ρυθμίσεων για τον τουρισμό της υπαίθρου. Το Ξενοδοχειακό Επιμελητήριο της Ελλάδος στηρίζει κάθε προσπάθεια ανάπτυξης του τουρισμού σε τοπικό επίπεδο, καθώς και σύζευξης του πρωτογενούς τομέα με τον τουρισμό. Όμως, από την πολύχρονη εμπειρία του στην παρακολούθηση της τουριστικής δραστηριότητας σε εθνικό και διεθνές επίπεδο έχει καταλήξει ότι δεν πρέπει αφενός μεν να τίθενται εμπόδια στην ανάπτυξη της επιχειρηματικότητας και αφετέρου να δημιουργούνται μέσω της νομοθεσίας «τεχνητές» μορφές τουριστικής δραστηριότητας, γιατί στην πραγματικότητα δεν ευδοκιμούν. Το νομοσχέδιο για τον τουρισμό της υπαίθρου είναι το πολλοστό νομοσχέδιο που επιχειρεί να ρυθμίσει με γενικόλογες διατάξεις και αμφιλεγόμενους ορισμούς δράσεις που μπορούν να αναπτυχθούν εκτός των μεγάλων αστικών κέντρων. Ο ορισμός που δίνεται παραδείγματος χάριν για τον τουρισμό της υπαίθρου και εξειδικεύεται για τα καταλύματα ως «παροχή υπηρεσιών φιλοξενίας και εστίασης, οι οποίες δεν αλλοιώνουν το φυσικό περιβάλλον και τα ιδιαίτερα πολιτισμικά στοιχεία του κάθε τόπου», είναι τόσο ευρύς που περιλαμβάνει όλα τα μικρά ξενοδοχεία εκτός των μεγάλων πόλεων και φυσικά όλα τα παραδοσιακά καταλύματα που όχι μόνο δεν αλλοιώνουν αλλά αναδεικνύουν τον πολιτιστικό πλούτο μιας περιοχής. Ο περιορισμός στον αριθμό των κλινών, που με το άρθρο 4 του νομοσχεδίου ορίζεται σε 40 κλίνες, δηλαδή 20 δωμάτια είναι εντελώς αυθαίρετος, διότι εξαρτάται κατά κύριο λόγο από τις δραστηριότητες της μονάδας και όχι από τον όγκο της αν θα πρέπει να λάβει ένα επιπλέον σήμα επιχείρησης τουρισμού υπαίθρου. Σημειωτέον ότι ήδη αρκετά ξενοδοχεία, ανεξαρτήτως δυναμικότητας παρέχουν ελληνικό πρωινό με προϊόντα της περιοχής τους και ακόμα περισσότερα έχουν εκδηλώσει ενδιαφέρον συμμετοχής στο Πρόγραμμα του Ξ.Ε.Ε. για το «Ελληνικό Πρωινό», ενώ άλλα ξενοδοχεία προάγουν με τις δραστηριότητές τους τον τοπικό πολιτισμό ή αναδεικνύουν το φυσικό περιβάλλον. Οπότε, θα αποτελεί περίπτωση αθέμιτου ανταγωνισμού να λαμβάνει ένα νέο ξενοδοχειακό κατάλυμα, τον τίτλο της επιχείρησης τουρισμού υπαίθρου, επειδή θα διαθέτει μέχρι 40 κλίνες, ενώ ένα υφιστάμενο ξενοδοχειακό κατάλυμα με μεγαλύτερη δυναμικότητα και παροχή τοπικών προϊόντων ή άλλων πολιτιστικών υπηρεσιών, που μπορεί να ανήκει και σε αγρότη, δεν θα μπορεί να λάβει το ειδικό σήμα της επιχείρησης τουρισμού υπαίθρου. Το παράδοξο είναι ότι σύμφωνα με το νομοσχέδιο κάθε κατάλυμα που χαρακτηρίζεται επιχείρηση τουρισμού υπαίθρου που ανήκει σε αγρότη ή το κεφάλαιό της ανήκει κατά 50% σε αγρότη, το εισόδημα από την ενλόγω επιχείρηση δηλώνεται και φορολογείται ως αγροτικό και ο ίδιος ασφαλίζεται στον Ο.Γ.Α., ενώ σήμερα όλοι οι ξενοδόχοι συλλήβδην υποχρεώθηκαν να εγγραφούν στον Ο.Α.Ε.Ε., χωρίς να λαμβάνεται υπόψη το γεγονός ότι πολλοί από αυτούς είναι αγρότες και ήταν ήδη ασφαλισμένοι στον Ο.Γ.Α. Θεωρούμε ότι με την αδειοδότηση της επιχείρησης τουρισμού υπαίθρου θα δημιουργηθεί μεγάλη σύγχυση στον καταναλωτή και αθέμιτος ανταγωνισμός στις ήδη λειτουργούσες επιχειρήσεις, αφού καταλύματα, εστιατόρια, εργαστήρια, παραγωγικές μονάδες, αλιευτικά σκάφη θα συνωθούνται κάτω από την ίδια ταμπέλα της επιχείρησης τουρισμού υπαίθρου. Δεν κατανοούμε επομένως, γιατί πρέπει να υπάρχει αυτή η ειδική αδειοδότηση, όταν με πολύ απλό τρόπο θα μπορούσαν να πιστοποιηθούν κατάλληλα επιχειρήσεις διαμονής, εστίασης, τουριστικά γραφεία, σωματεία και φυσικά πρόσωπα που παρέχουν εξειδικευμένες υπηρεσίες προαγωγής της τοπικής οικονομίας, της γαστρονομίας της παράδοσης, της εξερεύνησης κοκ., χωρίς να απαιτείται αυτού του είδους η αδειοδότηση. Κατά συνέπεια επειδή με το σύνολο των προωθούμενων ρυθμίσεων δημιουργούνται συνθήκες αθέμιτου ανταγωνισμού και άνισης μεταχείρισης απέναντι σε όλες τις νόμιμα λειτουργούσες τουριστικές επιχειρήσεις είτε πρόκειται για τουριστικά καταλύματα, είτε για τουριστικά γραφεία ή επιχειρήσεις εστίασης και αναψυχής κ.ο.κ. Γι’ αυτούς τους λόγους προτείνουμε να προωθηθεί η δημιουργία προτύπου για αδειοδοτημένες, σύμφωνα με την ισχύουσα νομοθεσία, επιχειρήσεις που θα παρέχουν εξειδικευμένα προϊόντα υπηρεσίες ή δράσεις και να προβλεφθεί η πιστοποίησή τους από διαπιστευμένες στο Εθνικό Σύστημα Διαπίστευσης (ΕΣΥΔ) εταιρείες. Όπου κρίνεται αναγκαίο για την προώθηση των μορφών αυτών μπορεί να τροποποιηθούν οι ισχύουσες τεχνικές και λειτουργικές προδιαγραφές, προκειμένου να ενταχθούν και άλλες χρήσεις ή υπηρεσίες.