Για ένα σινεμά... «βίντεο γκέιμ»
Φθηνούς, «ευέλικτους» υπαλλήλους - κατασκευαστές οπτικοακουστικών προϊόντων «ποπ - κορν» και ηλεκτρονικών παιχνιδιών στη «γαλέρα» του πολιτιστικού ιμπεριαλισμού θέλει τους δημιουργούς η κυβέρνηση
«(...) μπορεί να φαίνεται πολυτέλεια να ασχολούμαστε με τις τέχνες, όταν η οικονομία κινδυνεύει. Εγώ θα έλεγα το αντίστροφο, ότι είναι ένας ακόμα τομέας, πολύ σημαντικός (...) ένας τομέας, που (...) δίνει υπεραξία στα προϊόντα μας και, βεβαίως, συνδυάζεται άριστα και με την τουριστική βιομηχανία (...) Κάθε ταινία είναι μια μικρή ή μεγάλη επιχείρηση, με θέσεις εργασίας, έσοδα και έξοδα, κέρδη και ζημιές, είναι μέρος μιας ολόκληρης βιομηχανίας, της βιομηχανίας του πολιτισμού, αν θέλετε, που σήμερα καταγράφεται στην Ευρώπη, ως η πιο γρήγορα ανερχόμενη ευρωπαϊκή οικονομική δραστηριότητα».
Δύσκολα θα βρισκόταν μια περισσότερο αποκαλυπτική αναφορά για τον αντιδραστικό και επικίνδυνο προσανατολισμό της πολιτιστικής πολιτικής της ΕΕ γενικότερα, της πολιτικής για τον κινηματογράφο ειδικότερα και της αξιοσημείωτης προθυμίας της ελληνικής κυβέρνησης να την εφαρμόσουν, από το παραπάνω απόσπασμα της ομιλίας του Γ. Παπανδρέου στο Υπουργικό Συμβούλιο της περασμένης Δευτέρας, όπου παρουσιάστηκε το νομοσχέδιο για τον κινηματογράφο, υπό τον τίτλο «Ενίσχυση και ανάπτυξη της κινηματογραφικής τέχνης και άλλες διατάξεις», από τον υπουργό Πολιτισμού, Π. Γερουλάνο.
Ο πρωθυπουργός ουσιαστικά «κωδικοποίησε» το στρατηγικό στόχο του κεφαλαίου για πλήρη εμπορευματοποίηση του πολιτισμού, μετατροπή του δημιουργού σε υπάλληλο των πολυεθνικών της «πολιτιστικής βιομηχανίας», ενίσχυση της διαδικασίας συγκέντρωσης και συγκεντροποίησης του κεφαλαίου στον οπτικοακουστικό τομέα και απόλυτο έλεγχο των πολιτιστικών δομών του αστικού κράτους από τις κυβερνήσεις, με αποκλεισμό των συλλογικών φορέων των δημιουργών.
Απροσχημάτιστη επίθεση στην κινηματογραφική τέχνη
Οντως, η καπιταλιστική οικονομία κινδυνεύει και η απάντηση των αστών είναι η ακόμη πιο απροσχημάτιστη επίθεση στην εργατική τάξη και τα καταπιεζόμενα λαϊκά στρώματα. Οι καπιταλιστικές αναδιαρθρώσεις, με αιχμή την πλήρη αποδιάρθρωση των εργασιακών σχέσεων και των κατακτημένων δικαιωμάτων στην παραγωγή, επιχειρείται να επιβληθούν και σε τομείς όπως ο πολιτισμός ήδη με τη «Στρατηγική της Λισαβόνας» για την ανταγωνιστικότητα του κεφαλαίου. Στρατηγική, η οποία αντιμετωπίζει τον πολιτισμό ως έναν «ακόμη» κλάδο για τις κερδοσκοπικές διαθέσεις του.
Ο κινηματογράφος είναι η κατεξοχήν τέχνη που ο καπιταλισμός «βιομηχανοποίησε» σχεδόν εξαρχής. Ωστόσο, στο βαθμό που οι κάθε φορά ανάγκες του συστήματος ήταν διαφορετικές, σε συνδυασμό με τη δράση και την πίεση του προοδευτικού κινήματος των δημιουργών, ο κινηματογράφος, ειδικά σε καπιταλιστικές χώρες όπως η Ελλάδα όπου ποτέ δεν ξεπέρασε το επίπεδο μιας μεγάλης «βιοτεχνίας», αλλά και στην Ευρώπη γενικότερα για ιστορικούς λόγους (ανάπτυξη εθνικών κινηματογραφιών, καταλυτική επίδραση του σοβιετικού κινηματογράφου και της σοσιαλιστικής αντίληψης για την τέχνη) περιβλήθηκε από ένα θεσμικό πλαίσιο, που αν μη τι άλλο «αναγνώριζε» τον κινηματογράφο ως τέχνη και τους συντελεστές του ως δημιουργούς.
Αυτό το στοιχείο είναι πλέον παρελθόν. Ο καπιταλισμός δεν το έχει ανάγκη, ενώ ο πολιτιστικός ιμπεριαλισμός, πέρα από την ιδεολογική χειραγώγηση και την «τομεακή» κερδοφορία του, αναδεικνύεται σε πολλές περιπτώσεις και ως η «ατμομηχανή» για τη διέξοδο από την κρίση. Σε αυτό το πλαίσιο, εντάσσεται το νομοσχέδιο για τον κινηματογράφο της κυβέρνησης, η οποία μάλιστα δεν κάνει και κανέναν κόπο να το κρύψει.
Στην ομιλία του ο πρωθυπουργός επιβεβαίωσε ότι το νομοσχέδιο «έρχεται σε μια σημαντική στιγμή, που έχουμε βαθύτατα αναπτυξιακά ζητήματα (...)» καθώς και την «τεχνοκρατική» προσέγγιση του «κλάδου»: «(...) η τέχνη του κινηματογράφου, είναι μια τέχνη που εμπλέκει μια ολόκληρη κοινωνία, σε ό,τι αφορά και τα επαγγέλματα - επενδυτές, παραγωγούς, manager, εργαζόμενους, καλλιτέχνες, σκηνοθέτες, ηθοποιούς, σεναριογράφους, τεχνικούς - τα οποία είναι και σύγχρονα επαγγέλματα, αν σκεφτούμε την ψηφιακή και τη διαδικτυακή εποχή, όπου ήχος, εικόνα, αλλά και λόγος, συνδυάζονται με την επικοινωνία».
Επίσης: «Αποτελεί (σ.σ. ο κινηματογράφος) σήμερα ήδη το 3% του ευρωπαϊκού ΑΕΠ και θα πρέπει να δούμε χώρες, όπως τις Ηνωμένες Πολιτείες ή την Ινδία, όπου ο κινηματογράφος αποτελεί πολύ μεγάλο μέρος των εξαγωγών τους και, βεβαίως, πολύ σημαντικό μέρος της ανάπτυξής τους».
Το «όραμα» του δικομματισμού για την... «ανάπτυξη» του «ελληνικού» κινηματογράφου: «Μάμμα Μία», χολιγουντιανό μιούζικαλ στη Σκόπελο...
Και η σύγκριση του κινηματογράφου... με τα ηλεκτρονικά παιχνίδια (σ.σ. πριν μερικά χρόνια ο ίδιος είχε συγκρίνει τον πολιτισμό με τις εξαγωγές χάλυβα της Βρετανίας): «(...) τα ηλεκτρονικά παιχνίδια, που όλοι μας βλέπουμε τους νέους να ασχολούνται με αυτά, είναι από τις μεγαλύτερες βιομηχανίες αυτή τη στιγμή παγκοσμίως. Μόνο μία εταιρεία στην Αμερική βγάζει 80 δισ. το χρόνο από τα ηλεκτρονικά παιχνίδια. Δεν μιλάμε για τα τυχερά παιχνίδια, μιλάμε για ηλεκτρονικά παιχνίδια - έχει διαφορά. Και βεβαίως, οι παραγωγές αυτές μοιάζουν πάρα πολύ και με τον κινηματογράφο. Γιατί έχουν σκηνοθεσία, έχουν σενάρια, έχουν εικονολήπτες, έχουν καλλιτέχνες και ούτω καθ' εξής (...)».
Ο στόχος μάλιστα του νομοσχεδίου όπως τον έθεσε ο πρωθυπουργός, είναι «να απελευθερώσουμε τις επιχειρήσεις και την καινοτομία παντού, είτε είναι στις παραδοσιακές και συμβατικές βιομηχανίες, είτε στο χώρο της τέχνης»...
Από τη στιγμή που η ίδια η κυβέρνηση θέτει ως στόχο του νομοσχεδίου την πλήρη ασυδοσία της οπτικοακουστικής αγοράς (σ.σ. ο όρος «απελευθέρωση» είναι χαρακτηριστικός του συνόλου των καπιταλιστικών αναδιαρθρώσεων) οι δημιουργοί δε χρειάζονται περισσότερα για να το θεωρήσουν «αιτία πολέμου». Αλλωστε, το νομοσχέδιο αυτό δεν αποτελεί απλώς μια «επιτομή» των προηγούμενων προσπαθειών των κυβερνήσεων του δικομματισμού να «τακτοποιήσουν» την εγχώρια κινηματογραφία προς όφελος του κεφαλαίου (π.χ. το νομοσχέδιο επί υφυπουργίας Τατούλη που αποσύρθηκε άρον - άρον μετά την ολική αντίδραση του χώρου), αλλά και το πρώτο ολοκληρωμένο βήμα του αστικού κράτους για την υπαγωγή του κινηματογράφου στην αγορά, μετά τον ν. 1597 του 1986 (γνωστού και ως «νόμου Μελίνας») και του ν. 2557 του 1997 (με τον οποίο «προσαρμόστηκαν» σε πιο αγοραία κατεύθυνση φορείς όπως το Φεστιβάλ Κινηματογράφου Θεσσαλονίκης και το Ελληνικό Κέντρο Κινηματογράφου).
Ακόμη πιο συγκεκριμένα, διαμορφώνει σαφές πλαίσιο, θέτει και διασφαλίζει τους όρους για την «ολοκλήρωση» της κυριαρχίας των μονοπωλίων και των μεγάλων επιχειρήσεων σε ό,τι έχει απομείνει ή μπορεί να εννοηθεί ως «εθνική κινηματογραφία».
Από την προστασία στην αγοραία ανάπτυξη
Ο προσανατολισμός του γίνεται ξεκάθαρος εξαρχής: Από το «Η προστασία της κινηματογραφικής τέχνης αποτελεί υποχρέωση του Κράτους που μεριμνά για την ανάπτυξή της. Το Κράτος οφείλει να παίρνει τα αναγκαία μέτρα για την ηθική και υλική ενίσχυση της παραγωγής, της διανομής και της προώθησης των ελληνικών κινηματογραφικών ταινιών και για τη βελτίωση της κινηματογραφικής παιδείας του λαού» που προβλέπεται στον ν. 1597, φτάνουμε με το νομοσχέδιο στο: «Η ανάπτυξη της κινηματογραφικής τέχνης αποτελεί υποχρέωση του Κράτους. Το Κράτος οφείλει να λαμβάνει τα αναγκαία μέτρα για την ενίσχυση της παραγωγής και προώθησης των κινηματογραφικών έργων».
Τέρμα! Ούτε περί κινηματογραφικής Παιδείας, ούτε περί προστασίας, έστω ηθικής. Απλά, «ανάπτυξη» με αγοραίους, όπως αναδεικνύεται στη συνέχεια, όρους, ενίσχυση και προώθηση της ιδιωτικής παραγωγής.
Να ξεκαθαριστεί ότι οι αναφορές στο νόμο της «Μελίνας» γίνονται πάντα με κριτήριο την ανάδειξη των προσαρμογών του αστικού κράτους στις εκάστοτε κεφαλαιοκρατικές ανάγκες. Το ΚΚΕ είχε καταψηφίσει και εκείνο το νόμο, ακριβώς διότι άφηνε ανέγγιχτο από τον κρατικό έλεγχο το πεδίο της διανομής για ευνόητους λόγους.
Από το νομοσχέδιο έχει εξαφανιστεί η ισχύουσα νομοθετική πρόβλεψη για την ελευθερία της κινηματογραφικής τέχνης και την απαγόρευση της λογοκρισίας. Αυτό δε σημαίνει φυσικά ότι στον καπιταλισμό μπορεί να υπάρξει ελευθερία της τέχνης και του καλλιτέχνη, αλλά το γεγονός ότι πλέον το κράτος δεν έχει ανάγκη να το δηλώνει καν είναι σίγουρα ενδεικτικό για τις προθέσεις του.
Ο κινηματογράφος παύει ουσιαστικά να αντιμετωπίζεται ως μορφή τέχνης. Η απουσία διάκρισης ανάμεσα στο κινηματογραφικό έργο και την κινηματογραφική ταινία δεν είναι τυχαία. Ενώ στον 1397/86 υπήρχε η έννοια του κινηματογραφικού έργου σε διάκριση με την έννοια της κινηματογραφικής ταινίας, τώρα, αυτή η διαφορά εξαφανίζεται ως απαραίτητη προϋπόθεση για τη «γέννηση» του «παραγωγού οπτικοακουστικού έργου» γενικώς και όχι «κινηματογραφικού έργου» ειδικώς. Με αυτόν τον τρόπο ισοπεδώνεται η έννοια της καλλιτεχνικής δημιουργίας στο επίπεδο του «προϊόντος», ανοίγοντας διάπλατα την πόρτα στις εταιρείες παραγωγής του οπτικοακουστικού να αλώσουν το χώρο του κινηματογράφου.
Η πρόθεση του νομοσχεδίου να ενισχύσει τη διαδικασία συγκέντρωσης και συγκεντροποίησης του κεφαλαίου «περνά» και από την επιβολή των εργασιακών «νόμων» της καπιταλιστικής «ζούγκλας» στην κινηματογραφική παραγωγή. Πώς αλλιώς να ερμηνευτεί η «ανάγκη» του νομοθέτη να ξεκαθαρίσει (άρθρο 3) ότι «η σχέση των τεχνικών κινηματογράφου με τις αντίστοιχες επιχειρήσεις παραγωγής είναι σχέση εργασίας ιδιωτικού δικαίου με όλες τις συνέπειες που απορρέουν από το χαρακτηρισμό αυτό»;
Η πρόθεση εξαφάνισης του δημιουργού προκύπτει και από την πρόβλεψη μοριοδότησης της ταινίας για την ένταξή της στα «μέτρα ενίσχυσης» του νομοσχεδίου. Η μοριοδότηση αυτή ενισχύει ουσιαστικά τους μεγάλους επιχειρηματίες, οι οποίοι μπορούν αντικειμενικά να καλύπτουν όλους τους συντελεστές μοριοδότησης και να συγκεντρώνει το σύνολο των 18 μορίων που προβλέπει το νομοσχέδιο, σε αντίθεση με τον νέο ή ανεξάρτητο σκηνοθέτη - παραγωγό, ο οποίος μην έχοντας τις οικονομικές δυνατότητες μπορεί να περιορίζεται στον ελάχιστο αριθμό των 14 μορίων που σημαίνει μικρότερο ποσοστό από την επιστροφή του φόρου, ή να μένει εντελώς εκτός «ενισχύσεων».
Επιπλέον, η κυβέρνηση (στο «πνεύμα» Τατούλη) αντιλαμβάνεται την εγχώρια μικρομεσαία ιδιωτική παραγωγή ως προϋπόθεση για «τη δημιουργία ενός πλέγματος παροχής υπηρεσιών με την απαραίτητη ποιότητα και το κατάλληλο εύρος και εξειδίκευση για την προσέλκυση και την εξυπηρέτηση ξένων παραγωγών» (σ.σ. «Σημείωμα επί των αρχών» του νομοσχεδίου)! Πρόκειται για σαφή δήλωση του «οράματος» της κυβέρνησης για μια πλήρως εξαρτημένη εγχώρια κινηματογραφία, για τη μετατροπή της Ελλάδας σε ένα χαμηλού κόστους υπαίθριο «στούντιο». «Μοντέλο» το οποίο κυριαρχεί κυρίως στις πρώην σοσιαλιστικές χώρες και που σε καμία περίπτωση δεν συνδέεται με οποιαδήποτε «άνοδο» των εθνικών κινηματογραφιών. Το αντίθετο ακριβώς συμβαίνει.
Αντιδραστικό ως έχει
Ο σκηνοθέτης, ως ιδιότητα, αναφέρεται στο νομοσχέδιο μόνο ως συντελεστής της ταινίας για τη μοριοδότηση. Πουθενά αλλού. Η υποβάθμιση του ρόλου του σχετίζεται και με τις διεργασίες σε επίπεδο ΕΕ για τα πνευματικά δικαιώματα και τη μετατροπή τους σε πνευματική ιδιοκτησία, κάτι που θα επιτρέψει και τη μετατροπή τους σε εμπόρευμα. Ταυτόχρονα, η θεσμική απαξίωση του ρόλου του αποτελεί την εφαρμογή του στόχου για μετατροπή του δημιουργού σε υπάλληλο των μονοπωλίων.
Το νομοσχέδιο καθιερώνει το μητρώο παραγωγών και διανομέων, χωρίς όμως να προσδιορίζει τις προϋποθέσεις εγγραφής σε αυτό και εκχωρώντας τη σχετική αρμοδιότητα στο Ελληνικό Κέντρο Κινηματογράφου. Ομως, το νομοσχέδιο σκοπίμως αφήνει θολές τις προϋποθέσεις βάσει των οποίων μια κινηματογραφική παραγωγή θα εντάσσεται στα προγράμματά του. Ταυτόχρονα, η «HELLAS FILM» (η αρμόδια για την προώθηση και διανομή Διεύθυνση του ΕΚΚ) για να ενισχύσει τη διανομή μιας ταινίας πρέπει η ταινία αυτή να πληροί τις προϋποθέσεις της μοριοδότησης. Οπως όμως είδαμε, αυτή η μοριοδότηση ενισχύει τους μεγάλους. Συνεπώς, οι ανεξάρτητοι σκηνοθέτες παραγωγοί και οι νέοι σκηνοθέτες δεν έχουν καμιά ελπίδα προώθησης από το ΕΚΚ.
Αποκλείει πλέον τη συμμετοχή των συλλογικών και συνδικαλιστικών φορέων των δημιουργών, τόσο από τη διοίκηση του ΕΚΚ, όσο και από το Φεστιβάλ Θεσσαλονίκης, καθιστώντας μάλιστα ως «ασυμβίβαστη» τη συνδικαλιστική δράση με τις θέσεις των διοικήσεων. Το Ελληνικό Τμήμα του Φεστιβάλ Θεσσαλονίκης παύει να υπάρχει. Οπως και τα κρατικά βραβεία. Αλλάζει προς το χειρότερο και ο σκοπός του Φεστιβάλ: Η φράση: «... και η διαπαιδαγώγηση, ψυχαγωγία και πνευματική καλλιέργεια του ελληνικού κοινού με την προβολή ελληνικών και ξένων ταινιών» αντικαθίσταται από τη «...η διάδοση της κινηματογραφικής τέχνης και η ανάδειξη της πόλης της Θεσσαλονίκης ως τόπου συνάντησης Ελλήνων και ξένων δημιουργών με το ελληνικό κοινό και συγχρόνως η ανάδειξή της ως τόπου αγοράς και διάθεσης ταινιών».
Το νομοσχέδιο αυτό αποτελεί τον τελικό «οδοστρωτήρα» σε ό,τι θετικό απέμεινε στο θεσμικό πλαίσιο για τον κινηματογράφο. Η απάντηση είναι μόνο μία: Ολική απόρριψή του και πάλη για την ανάπτυξη μιας κινηματογραφίας που στόχο θα έχει αντί για το κέρδος, την αισθητική και πνευματική ανύψωση του λαού, με αποφασιστικό ρόλο σ' αυτή θα έχουν οι άνθρωποί της και η ίδια η κοινωνία. Για να απαγκιστρωθεί η κινηματογραφική τέχνη από τα πλοκάμια της εμπορευματοποίησης και να αποδεσμευτεί από τα οικονομικά και ιδεολογικοπολιτικά συμφέροντα των μεγάλων επιχειρήσεων που τη χειραγωγούν και την ελέγχουν για να μπορέσει να αναπνεύσει και να αναπτυχθεί ελεύθερα...
Για ένα σινεμά... «βίντεο γκέιμ» Φθηνούς, «ευέλικτους» υπαλλήλους - κατασκευαστές οπτικοακουστικών προϊόντων «ποπ - κορν» και ηλεκτρονικών παιχνιδιών στη «γαλέρα» του πολιτιστικού ιμπεριαλισμού θέλει τους δημιουργούς η κυβέρνηση «(...) μπορεί να φαίνεται πολυτέλεια να ασχολούμαστε με τις τέχνες, όταν η οικονομία κινδυνεύει. Εγώ θα έλεγα το αντίστροφο, ότι είναι ένας ακόμα τομέας, πολύ σημαντικός (...) ένας τομέας, που (...) δίνει υπεραξία στα προϊόντα μας και, βεβαίως, συνδυάζεται άριστα και με την τουριστική βιομηχανία (...) Κάθε ταινία είναι μια μικρή ή μεγάλη επιχείρηση, με θέσεις εργασίας, έσοδα και έξοδα, κέρδη και ζημιές, είναι μέρος μιας ολόκληρης βιομηχανίας, της βιομηχανίας του πολιτισμού, αν θέλετε, που σήμερα καταγράφεται στην Ευρώπη, ως η πιο γρήγορα ανερχόμενη ευρωπαϊκή οικονομική δραστηριότητα». Δύσκολα θα βρισκόταν μια περισσότερο αποκαλυπτική αναφορά για τον αντιδραστικό και επικίνδυνο προσανατολισμό της πολιτιστικής πολιτικής της ΕΕ γενικότερα, της πολιτικής για τον κινηματογράφο ειδικότερα και της αξιοσημείωτης προθυμίας της ελληνικής κυβέρνησης να την εφαρμόσουν, από το παραπάνω απόσπασμα της ομιλίας του Γ. Παπανδρέου στο Υπουργικό Συμβούλιο της περασμένης Δευτέρας, όπου παρουσιάστηκε το νομοσχέδιο για τον κινηματογράφο, υπό τον τίτλο «Ενίσχυση και ανάπτυξη της κινηματογραφικής τέχνης και άλλες διατάξεις», από τον υπουργό Πολιτισμού, Π. Γερουλάνο. Ο πρωθυπουργός ουσιαστικά «κωδικοποίησε» το στρατηγικό στόχο του κεφαλαίου για πλήρη εμπορευματοποίηση του πολιτισμού, μετατροπή του δημιουργού σε υπάλληλο των πολυεθνικών της «πολιτιστικής βιομηχανίας», ενίσχυση της διαδικασίας συγκέντρωσης και συγκεντροποίησης του κεφαλαίου στον οπτικοακουστικό τομέα και απόλυτο έλεγχο των πολιτιστικών δομών του αστικού κράτους από τις κυβερνήσεις, με αποκλεισμό των συλλογικών φορέων των δημιουργών. Απροσχημάτιστη επίθεση στην κινηματογραφική τέχνη Οντως, η καπιταλιστική οικονομία κινδυνεύει και η απάντηση των αστών είναι η ακόμη πιο απροσχημάτιστη επίθεση στην εργατική τάξη και τα καταπιεζόμενα λαϊκά στρώματα. Οι καπιταλιστικές αναδιαρθρώσεις, με αιχμή την πλήρη αποδιάρθρωση των εργασιακών σχέσεων και των κατακτημένων δικαιωμάτων στην παραγωγή, επιχειρείται να επιβληθούν και σε τομείς όπως ο πολιτισμός ήδη με τη «Στρατηγική της Λισαβόνας» για την ανταγωνιστικότητα του κεφαλαίου. Στρατηγική, η οποία αντιμετωπίζει τον πολιτισμό ως έναν «ακόμη» κλάδο για τις κερδοσκοπικές διαθέσεις του. Ο κινηματογράφος είναι η κατεξοχήν τέχνη που ο καπιταλισμός «βιομηχανοποίησε» σχεδόν εξαρχής. Ωστόσο, στο βαθμό που οι κάθε φορά ανάγκες του συστήματος ήταν διαφορετικές, σε συνδυασμό με τη δράση και την πίεση του προοδευτικού κινήματος των δημιουργών, ο κινηματογράφος, ειδικά σε καπιταλιστικές χώρες όπως η Ελλάδα όπου ποτέ δεν ξεπέρασε το επίπεδο μιας μεγάλης «βιοτεχνίας», αλλά και στην Ευρώπη γενικότερα για ιστορικούς λόγους (ανάπτυξη εθνικών κινηματογραφιών, καταλυτική επίδραση του σοβιετικού κινηματογράφου και της σοσιαλιστικής αντίληψης για την τέχνη) περιβλήθηκε από ένα θεσμικό πλαίσιο, που αν μη τι άλλο «αναγνώριζε» τον κινηματογράφο ως τέχνη και τους συντελεστές του ως δημιουργούς. Αυτό το στοιχείο είναι πλέον παρελθόν. Ο καπιταλισμός δεν το έχει ανάγκη, ενώ ο πολιτιστικός ιμπεριαλισμός, πέρα από την ιδεολογική χειραγώγηση και την «τομεακή» κερδοφορία του, αναδεικνύεται σε πολλές περιπτώσεις και ως η «ατμομηχανή» για τη διέξοδο από την κρίση. Σε αυτό το πλαίσιο, εντάσσεται το νομοσχέδιο για τον κινηματογράφο της κυβέρνησης, η οποία μάλιστα δεν κάνει και κανέναν κόπο να το κρύψει. Στην ομιλία του ο πρωθυπουργός επιβεβαίωσε ότι το νομοσχέδιο «έρχεται σε μια σημαντική στιγμή, που έχουμε βαθύτατα αναπτυξιακά ζητήματα (...)» καθώς και την «τεχνοκρατική» προσέγγιση του «κλάδου»: «(...) η τέχνη του κινηματογράφου, είναι μια τέχνη που εμπλέκει μια ολόκληρη κοινωνία, σε ό,τι αφορά και τα επαγγέλματα - επενδυτές, παραγωγούς, manager, εργαζόμενους, καλλιτέχνες, σκηνοθέτες, ηθοποιούς, σεναριογράφους, τεχνικούς - τα οποία είναι και σύγχρονα επαγγέλματα, αν σκεφτούμε την ψηφιακή και τη διαδικτυακή εποχή, όπου ήχος, εικόνα, αλλά και λόγος, συνδυάζονται με την επικοινωνία». Επίσης: «Αποτελεί (σ.σ. ο κινηματογράφος) σήμερα ήδη το 3% του ευρωπαϊκού ΑΕΠ και θα πρέπει να δούμε χώρες, όπως τις Ηνωμένες Πολιτείες ή την Ινδία, όπου ο κινηματογράφος αποτελεί πολύ μεγάλο μέρος των εξαγωγών τους και, βεβαίως, πολύ σημαντικό μέρος της ανάπτυξής τους». Το «όραμα» του δικομματισμού για την... «ανάπτυξη» του «ελληνικού» κινηματογράφου: «Μάμμα Μία», χολιγουντιανό μιούζικαλ στη Σκόπελο... Και η σύγκριση του κινηματογράφου... με τα ηλεκτρονικά παιχνίδια (σ.σ. πριν μερικά χρόνια ο ίδιος είχε συγκρίνει τον πολιτισμό με τις εξαγωγές χάλυβα της Βρετανίας): «(...) τα ηλεκτρονικά παιχνίδια, που όλοι μας βλέπουμε τους νέους να ασχολούνται με αυτά, είναι από τις μεγαλύτερες βιομηχανίες αυτή τη στιγμή παγκοσμίως. Μόνο μία εταιρεία στην Αμερική βγάζει 80 δισ. το χρόνο από τα ηλεκτρονικά παιχνίδια. Δεν μιλάμε για τα τυχερά παιχνίδια, μιλάμε για ηλεκτρονικά παιχνίδια - έχει διαφορά. Και βεβαίως, οι παραγωγές αυτές μοιάζουν πάρα πολύ και με τον κινηματογράφο. Γιατί έχουν σκηνοθεσία, έχουν σενάρια, έχουν εικονολήπτες, έχουν καλλιτέχνες και ούτω καθ' εξής (...)». Ο στόχος μάλιστα του νομοσχεδίου όπως τον έθεσε ο πρωθυπουργός, είναι «να απελευθερώσουμε τις επιχειρήσεις και την καινοτομία παντού, είτε είναι στις παραδοσιακές και συμβατικές βιομηχανίες, είτε στο χώρο της τέχνης»... Από τη στιγμή που η ίδια η κυβέρνηση θέτει ως στόχο του νομοσχεδίου την πλήρη ασυδοσία της οπτικοακουστικής αγοράς (σ.σ. ο όρος «απελευθέρωση» είναι χαρακτηριστικός του συνόλου των καπιταλιστικών αναδιαρθρώσεων) οι δημιουργοί δε χρειάζονται περισσότερα για να το θεωρήσουν «αιτία πολέμου». Αλλωστε, το νομοσχέδιο αυτό δεν αποτελεί απλώς μια «επιτομή» των προηγούμενων προσπαθειών των κυβερνήσεων του δικομματισμού να «τακτοποιήσουν» την εγχώρια κινηματογραφία προς όφελος του κεφαλαίου (π.χ. το νομοσχέδιο επί υφυπουργίας Τατούλη που αποσύρθηκε άρον - άρον μετά την ολική αντίδραση του χώρου), αλλά και το πρώτο ολοκληρωμένο βήμα του αστικού κράτους για την υπαγωγή του κινηματογράφου στην αγορά, μετά τον ν. 1597 του 1986 (γνωστού και ως «νόμου Μελίνας») και του ν. 2557 του 1997 (με τον οποίο «προσαρμόστηκαν» σε πιο αγοραία κατεύθυνση φορείς όπως το Φεστιβάλ Κινηματογράφου Θεσσαλονίκης και το Ελληνικό Κέντρο Κινηματογράφου). Ακόμη πιο συγκεκριμένα, διαμορφώνει σαφές πλαίσιο, θέτει και διασφαλίζει τους όρους για την «ολοκλήρωση» της κυριαρχίας των μονοπωλίων και των μεγάλων επιχειρήσεων σε ό,τι έχει απομείνει ή μπορεί να εννοηθεί ως «εθνική κινηματογραφία». Από την προστασία στην αγοραία ανάπτυξη Ο προσανατολισμός του γίνεται ξεκάθαρος εξαρχής: Από το «Η προστασία της κινηματογραφικής τέχνης αποτελεί υποχρέωση του Κράτους που μεριμνά για την ανάπτυξή της. Το Κράτος οφείλει να παίρνει τα αναγκαία μέτρα για την ηθική και υλική ενίσχυση της παραγωγής, της διανομής και της προώθησης των ελληνικών κινηματογραφικών ταινιών και για τη βελτίωση της κινηματογραφικής παιδείας του λαού» που προβλέπεται στον ν. 1597, φτάνουμε με το νομοσχέδιο στο: «Η ανάπτυξη της κινηματογραφικής τέχνης αποτελεί υποχρέωση του Κράτους. Το Κράτος οφείλει να λαμβάνει τα αναγκαία μέτρα για την ενίσχυση της παραγωγής και προώθησης των κινηματογραφικών έργων». Τέρμα! Ούτε περί κινηματογραφικής Παιδείας, ούτε περί προστασίας, έστω ηθικής. Απλά, «ανάπτυξη» με αγοραίους, όπως αναδεικνύεται στη συνέχεια, όρους, ενίσχυση και προώθηση της ιδιωτικής παραγωγής. Να ξεκαθαριστεί ότι οι αναφορές στο νόμο της «Μελίνας» γίνονται πάντα με κριτήριο την ανάδειξη των προσαρμογών του αστικού κράτους στις εκάστοτε κεφαλαιοκρατικές ανάγκες. Το ΚΚΕ είχε καταψηφίσει και εκείνο το νόμο, ακριβώς διότι άφηνε ανέγγιχτο από τον κρατικό έλεγχο το πεδίο της διανομής για ευνόητους λόγους. Από το νομοσχέδιο έχει εξαφανιστεί η ισχύουσα νομοθετική πρόβλεψη για την ελευθερία της κινηματογραφικής τέχνης και την απαγόρευση της λογοκρισίας. Αυτό δε σημαίνει φυσικά ότι στον καπιταλισμό μπορεί να υπάρξει ελευθερία της τέχνης και του καλλιτέχνη, αλλά το γεγονός ότι πλέον το κράτος δεν έχει ανάγκη να το δηλώνει καν είναι σίγουρα ενδεικτικό για τις προθέσεις του. Ο κινηματογράφος παύει ουσιαστικά να αντιμετωπίζεται ως μορφή τέχνης. Η απουσία διάκρισης ανάμεσα στο κινηματογραφικό έργο και την κινηματογραφική ταινία δεν είναι τυχαία. Ενώ στον 1397/86 υπήρχε η έννοια του κινηματογραφικού έργου σε διάκριση με την έννοια της κινηματογραφικής ταινίας, τώρα, αυτή η διαφορά εξαφανίζεται ως απαραίτητη προϋπόθεση για τη «γέννηση» του «παραγωγού οπτικοακουστικού έργου» γενικώς και όχι «κινηματογραφικού έργου» ειδικώς. Με αυτόν τον τρόπο ισοπεδώνεται η έννοια της καλλιτεχνικής δημιουργίας στο επίπεδο του «προϊόντος», ανοίγοντας διάπλατα την πόρτα στις εταιρείες παραγωγής του οπτικοακουστικού να αλώσουν το χώρο του κινηματογράφου. Η πρόθεση του νομοσχεδίου να ενισχύσει τη διαδικασία συγκέντρωσης και συγκεντροποίησης του κεφαλαίου «περνά» και από την επιβολή των εργασιακών «νόμων» της καπιταλιστικής «ζούγκλας» στην κινηματογραφική παραγωγή. Πώς αλλιώς να ερμηνευτεί η «ανάγκη» του νομοθέτη να ξεκαθαρίσει (άρθρο 3) ότι «η σχέση των τεχνικών κινηματογράφου με τις αντίστοιχες επιχειρήσεις παραγωγής είναι σχέση εργασίας ιδιωτικού δικαίου με όλες τις συνέπειες που απορρέουν από το χαρακτηρισμό αυτό»; Η πρόθεση εξαφάνισης του δημιουργού προκύπτει και από την πρόβλεψη μοριοδότησης της ταινίας για την ένταξή της στα «μέτρα ενίσχυσης» του νομοσχεδίου. Η μοριοδότηση αυτή ενισχύει ουσιαστικά τους μεγάλους επιχειρηματίες, οι οποίοι μπορούν αντικειμενικά να καλύπτουν όλους τους συντελεστές μοριοδότησης και να συγκεντρώνει το σύνολο των 18 μορίων που προβλέπει το νομοσχέδιο, σε αντίθεση με τον νέο ή ανεξάρτητο σκηνοθέτη - παραγωγό, ο οποίος μην έχοντας τις οικονομικές δυνατότητες μπορεί να περιορίζεται στον ελάχιστο αριθμό των 14 μορίων που σημαίνει μικρότερο ποσοστό από την επιστροφή του φόρου, ή να μένει εντελώς εκτός «ενισχύσεων». Επιπλέον, η κυβέρνηση (στο «πνεύμα» Τατούλη) αντιλαμβάνεται την εγχώρια μικρομεσαία ιδιωτική παραγωγή ως προϋπόθεση για «τη δημιουργία ενός πλέγματος παροχής υπηρεσιών με την απαραίτητη ποιότητα και το κατάλληλο εύρος και εξειδίκευση για την προσέλκυση και την εξυπηρέτηση ξένων παραγωγών» (σ.σ. «Σημείωμα επί των αρχών» του νομοσχεδίου)! Πρόκειται για σαφή δήλωση του «οράματος» της κυβέρνησης για μια πλήρως εξαρτημένη εγχώρια κινηματογραφία, για τη μετατροπή της Ελλάδας σε ένα χαμηλού κόστους υπαίθριο «στούντιο». «Μοντέλο» το οποίο κυριαρχεί κυρίως στις πρώην σοσιαλιστικές χώρες και που σε καμία περίπτωση δεν συνδέεται με οποιαδήποτε «άνοδο» των εθνικών κινηματογραφιών. Το αντίθετο ακριβώς συμβαίνει. Αντιδραστικό ως έχει Ο σκηνοθέτης, ως ιδιότητα, αναφέρεται στο νομοσχέδιο μόνο ως συντελεστής της ταινίας για τη μοριοδότηση. Πουθενά αλλού. Η υποβάθμιση του ρόλου του σχετίζεται και με τις διεργασίες σε επίπεδο ΕΕ για τα πνευματικά δικαιώματα και τη μετατροπή τους σε πνευματική ιδιοκτησία, κάτι που θα επιτρέψει και τη μετατροπή τους σε εμπόρευμα. Ταυτόχρονα, η θεσμική απαξίωση του ρόλου του αποτελεί την εφαρμογή του στόχου για μετατροπή του δημιουργού σε υπάλληλο των μονοπωλίων. Το νομοσχέδιο καθιερώνει το μητρώο παραγωγών και διανομέων, χωρίς όμως να προσδιορίζει τις προϋποθέσεις εγγραφής σε αυτό και εκχωρώντας τη σχετική αρμοδιότητα στο Ελληνικό Κέντρο Κινηματογράφου. Ομως, το νομοσχέδιο σκοπίμως αφήνει θολές τις προϋποθέσεις βάσει των οποίων μια κινηματογραφική παραγωγή θα εντάσσεται στα προγράμματά του. Ταυτόχρονα, η «HELLAS FILM» (η αρμόδια για την προώθηση και διανομή Διεύθυνση του ΕΚΚ) για να ενισχύσει τη διανομή μιας ταινίας πρέπει η ταινία αυτή να πληροί τις προϋποθέσεις της μοριοδότησης. Οπως όμως είδαμε, αυτή η μοριοδότηση ενισχύει τους μεγάλους. Συνεπώς, οι ανεξάρτητοι σκηνοθέτες παραγωγοί και οι νέοι σκηνοθέτες δεν έχουν καμιά ελπίδα προώθησης από το ΕΚΚ. Αποκλείει πλέον τη συμμετοχή των συλλογικών και συνδικαλιστικών φορέων των δημιουργών, τόσο από τη διοίκηση του ΕΚΚ, όσο και από το Φεστιβάλ Θεσσαλονίκης, καθιστώντας μάλιστα ως «ασυμβίβαστη» τη συνδικαλιστική δράση με τις θέσεις των διοικήσεων. Το Ελληνικό Τμήμα του Φεστιβάλ Θεσσαλονίκης παύει να υπάρχει. Οπως και τα κρατικά βραβεία. Αλλάζει προς το χειρότερο και ο σκοπός του Φεστιβάλ: Η φράση: «... και η διαπαιδαγώγηση, ψυχαγωγία και πνευματική καλλιέργεια του ελληνικού κοινού με την προβολή ελληνικών και ξένων ταινιών» αντικαθίσταται από τη «...η διάδοση της κινηματογραφικής τέχνης και η ανάδειξη της πόλης της Θεσσαλονίκης ως τόπου συνάντησης Ελλήνων και ξένων δημιουργών με το ελληνικό κοινό και συγχρόνως η ανάδειξή της ως τόπου αγοράς και διάθεσης ταινιών». Το νομοσχέδιο αυτό αποτελεί τον τελικό «οδοστρωτήρα» σε ό,τι θετικό απέμεινε στο θεσμικό πλαίσιο για τον κινηματογράφο. Η απάντηση είναι μόνο μία: Ολική απόρριψή του και πάλη για την ανάπτυξη μιας κινηματογραφίας που στόχο θα έχει αντί για το κέρδος, την αισθητική και πνευματική ανύψωση του λαού, με αποφασιστικό ρόλο σ' αυτή θα έχουν οι άνθρωποί της και η ίδια η κοινωνία. Για να απαγκιστρωθεί η κινηματογραφική τέχνη από τα πλοκάμια της εμπορευματοποίησης και να αποδεσμευτεί από τα οικονομικά και ιδεολογικοπολιτικά συμφέροντα των μεγάλων επιχειρήσεων που τη χειραγωγούν και την ελέγχουν για να μπορέσει να αναπνεύσει και να αναπτυχθεί ελεύθερα...