Πολύ συζήτηση έχει γίνει, επί σειρά ετών, γύρω από το θέμα των επικαλύψεων αρμοδιοτήτων μεταξύ του ΕΟΤ και του Υπουργείου Τουρισμού. Κι ενώ όλοι στη θεωρία συμφωνούν ότι ο ρόλος του Υπουργείου είναι επιτελικός, καθορίζει την πολιτική για τον τουρισμό, νομοθετεί και συντονίζει, με τον ΕΟΤ να αποτελεί τον εκτελεστικό του βραχίονα, στην πράξη βλέπουμε ότι τα πράγματα κάπως «θολώνουν».
Σχετικά πρόσφατα υπήρξαν δημόσιες δηλώσεις ότι ο ΕΟΤ «αποτελεί ένα μεγάλο και πολύτιμο κεφάλαιο του Ελληνικού Τουρισμού» και εξαγγελίες για τη δημιουργία ενός νέου ΕΟΤ «που θα ανταποκρίνεται στις αυξημένες ανάγκες των καιρών …που θα μπορεί να συνδυάζει την συσσωρευμένη πείρα και την τεχνογνωσία πολλών ετών με την φρεσκάδα και τη καινοτομία που έχει ανάγκη σήμερα ο Ελληνικός τουρισμός».
Και έτσι είναι. Ο ΕΟΤ είναι όντως ένα μεγάλο και πολύτιμο κεφάλαιο του Ελληνικού Τουρισμού. Με 60 χρόνια ζωής, είναι ο Οργανισμός που έθεσε τις βάσεις για την ανάπτυξη του τουρισμού στην Ελλάδα και όντως διαθέτει υπαλλήλους που είναι φορείς συσσωρευμένης εμπειρίας και εξειδικευμένων γνώσεων.
Κατά την άποψή μας , ο επικαλούμενος εκσυγχρονισμός στη δομή και τις λειτουργίες τόσο του ΕΟΤ, όσο και του Υπουργείου, δεν αποτυπώνεται στο παρόν σχέδιο νόμου, που εκ πρώτης όψεως, τουλάχιστον ως προς τις αρμοδιότητες που μεταφέρονται από τον ΕΟΤ στο Υπουργείο, μοιάζει να έχει συνταχθεί δια της μεθόδου «αποκοπή-επικόλληση».
Η διεθνής πρακτική έχει δείξει ότι μόνο σε ελάχιστες περιπτώσεις αρμοδιότητες που ασκούνται από νομικά πρόσωπα που λειτουργούν σαν εκτελεστικοί βραχίονες Υπουργείων έχουν αφομοιωθεί αποτελεσματικά στις δομές των Υπουργείων, τα οποία χαρακτηρίζονται από μεγαλύτερες γραφειοκρατικές αγκυλώσεις και δυσλειτουργίες. Ταυτόχρονα, στο άλλο άκρο, έχουν καταγραφεί προβληματισμοί και σε σχέση με την διάχυση αρμοδιοτήτων και ευθύνης σε νομικά πρόσωπα που η λειτουργία τους βρίσκεται εκτός της άμεσης εποπτείας ενός Υπουργείου και η οργανωτική δομή τους εξαρτάται από άλλους εμπλεκόμενους φορείς, οπότε οι πολιτικές που ακολουθούνται μπορεί να ξεφεύγουν των προτεραιοτήτων που επιτάσσει η κυβερνητική πολιτική και εν τέλει να ευνοούν τα συμφέροντα των λοιπών εμπλεκομένων φορέων. Πέρα από την τελικά αμφίβολη επίδοση και τις δυσκολίες που παρουσιάζονται στον πολιτικό έλεγχο, τίθενται και θέματα διαχείρισης πόρων και απόδοσης ευθυνών.
Επομένως, θεωρούμε ότι είναι σαφές πως η κάθε είδους αναδιοργάνωση θα πρέπει να γίνεται με μεγάλη προσοχή και συνεκτιμώντας τα πιθανά κόστη και τους κινδύνους για την λειτουργία της κυβέρνησης και την απόδοση του κυβερνητικού έργου στο συγκεκριμένο τομέα.
Πολύ συζήτηση έχει γίνει, επί σειρά ετών, γύρω από το θέμα των επικαλύψεων αρμοδιοτήτων μεταξύ του ΕΟΤ και του Υπουργείου Τουρισμού. Κι ενώ όλοι στη θεωρία συμφωνούν ότι ο ρόλος του Υπουργείου είναι επιτελικός, καθορίζει την πολιτική για τον τουρισμό, νομοθετεί και συντονίζει, με τον ΕΟΤ να αποτελεί τον εκτελεστικό του βραχίονα, στην πράξη βλέπουμε ότι τα πράγματα κάπως «θολώνουν». Σχετικά πρόσφατα υπήρξαν δημόσιες δηλώσεις ότι ο ΕΟΤ «αποτελεί ένα μεγάλο και πολύτιμο κεφάλαιο του Ελληνικού Τουρισμού» και εξαγγελίες για τη δημιουργία ενός νέου ΕΟΤ «που θα ανταποκρίνεται στις αυξημένες ανάγκες των καιρών …που θα μπορεί να συνδυάζει την συσσωρευμένη πείρα και την τεχνογνωσία πολλών ετών με την φρεσκάδα και τη καινοτομία που έχει ανάγκη σήμερα ο Ελληνικός τουρισμός». Και έτσι είναι. Ο ΕΟΤ είναι όντως ένα μεγάλο και πολύτιμο κεφάλαιο του Ελληνικού Τουρισμού. Με 60 χρόνια ζωής, είναι ο Οργανισμός που έθεσε τις βάσεις για την ανάπτυξη του τουρισμού στην Ελλάδα και όντως διαθέτει υπαλλήλους που είναι φορείς συσσωρευμένης εμπειρίας και εξειδικευμένων γνώσεων. Κατά την άποψή μας , ο επικαλούμενος εκσυγχρονισμός στη δομή και τις λειτουργίες τόσο του ΕΟΤ, όσο και του Υπουργείου, δεν αποτυπώνεται στο παρόν σχέδιο νόμου, που εκ πρώτης όψεως, τουλάχιστον ως προς τις αρμοδιότητες που μεταφέρονται από τον ΕΟΤ στο Υπουργείο, μοιάζει να έχει συνταχθεί δια της μεθόδου «αποκοπή-επικόλληση». Η διεθνής πρακτική έχει δείξει ότι μόνο σε ελάχιστες περιπτώσεις αρμοδιότητες που ασκούνται από νομικά πρόσωπα που λειτουργούν σαν εκτελεστικοί βραχίονες Υπουργείων έχουν αφομοιωθεί αποτελεσματικά στις δομές των Υπουργείων, τα οποία χαρακτηρίζονται από μεγαλύτερες γραφειοκρατικές αγκυλώσεις και δυσλειτουργίες. Ταυτόχρονα, στο άλλο άκρο, έχουν καταγραφεί προβληματισμοί και σε σχέση με την διάχυση αρμοδιοτήτων και ευθύνης σε νομικά πρόσωπα που η λειτουργία τους βρίσκεται εκτός της άμεσης εποπτείας ενός Υπουργείου και η οργανωτική δομή τους εξαρτάται από άλλους εμπλεκόμενους φορείς, οπότε οι πολιτικές που ακολουθούνται μπορεί να ξεφεύγουν των προτεραιοτήτων που επιτάσσει η κυβερνητική πολιτική και εν τέλει να ευνοούν τα συμφέροντα των λοιπών εμπλεκομένων φορέων. Πέρα από την τελικά αμφίβολη επίδοση και τις δυσκολίες που παρουσιάζονται στον πολιτικό έλεγχο, τίθενται και θέματα διαχείρισης πόρων και απόδοσης ευθυνών. Επομένως, θεωρούμε ότι είναι σαφές πως η κάθε είδους αναδιοργάνωση θα πρέπει να γίνεται με μεγάλη προσοχή και συνεκτιμώντας τα πιθανά κόστη και τους κινδύνους για την λειτουργία της κυβέρνησης και την απόδοση του κυβερνητικού έργου στο συγκεκριμένο τομέα.