Από την ανάγνωση του άρθρου 11 του προτεινόμενου σχεδίου νόμου προκύπτει ότι οι συντάκτες του παραβλέπουν το γεγονός ότι οι διαδικασίες έγκρισης, αναθεώρησης ή τροποποίησης των Πλαισίων Χωροταξικού Σχεδιασμού και Αειφόρου Ανάπτυξης (ΕΠΧΣΑΑ) ρυθμίζονται από τις οικείες διατάξεις του Κεφ. Γ΄ (άρθ. 6 επ.) του ν. 2742/1999 (Α΄ 207). Εν προκειμένω, σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθ. 7 του ν. 2742/1999, τυχόν τροποποίηση ή αναθεώρηση του Ειδικού Πλαισίου Χωροταξικού Σχεδιασμού και Αειφόρου Ανάπτυξης για τον Τουρισμό δεν μπορεί να πραγματοποιηθεί παρά μόνο με απόφαση της Επιτροπής Συντονισμού της Κυβερνητικής Πολιτικής στον Τομέα του Χωροταξικού Σχεδιασμού και της Αειφόρου Ανάπτυξης (αρθ. 3) κατόπιν γνώμης του Εθνικού Συμβουλίου (αρθ. 4). Κατά την διαδικασία αυτή διασφαλίζεται αφενός η συμμετοχή των κοινωνικών, παραγωγικών και επιστημονικών φορέων, της αυτοδιοίκησης, των περιβαλλοντικών οργανώσεων κ.λπ. και αφετέρου ο συντονισμός της κυβερνητικής πολιτικής, ο οποίος είναι απολύτως απαραίτητος και για τούτο βρίσκεται στον πυρήνα του χωροταξικού σχεδιασμού.
Εισάγοντας μονομερώς νέες ρυθμίσεις σε πολλές διατάξεις του ισχύοντος ΕΠΧΣΑΑ για τον Τουρισμό, το Υπουργείο Τουρισμού ενεργεί σαν να είναι το μόνο αρμόδιο και πάντως το επισπεύδον υπουργείο για τον σχεδιασμό του χώρου. Φαίνεται ότι οι συντάκτες του σχεδίου νόμου λησμονούν, ως προς τούτο, ότι οι διαδικασίες και τα αρμόδια όργανα του χωροταξικού σχεδιασμού έχουν νομοθετηθεί, με τρόπο που αντανακλά και ταυτόχρονα διασφαλίζει και εγγυάται τον συνολικό και ολοκληρωμένο χαρακτήρα του χωροταξικού σχεδιασμού, τον ρόλο αντιπροσωπευτικών οργάνων ευρείας συμμετοχής και κοινωνικής αντιπροσώπευσης, αντί μίας μονομερούς (κάποιοι θα έλεγαν «αυθαίρετης») και πάντως ευρισκόμενης εκτός του ευρύτερου θεσμοθετημένου πλαισίου του σχεδιασμού. Προωθούν, έτσι, αποσπασματικές και σημειακές ρυθμίσεις, με σημαντικές επιπτώσεις στον ολοκληρωμένο και ενιαίο χαρακτήρα του σχεδιασμού. Θα τροποποιήσει, λοιπόν, μονομερώς το Υπουργείο Τουρισμού διατάξεις του Χωροταξικού Σχεδίου για τον Τουρισμό, οι οποίες έχουν παραχθεί σύμφωνα με τις προβλεπόμενες από το νόμο διαδικασίες;
Περαιτέρω, οι συντάκτες του σχεδίου νόμου εμφανίζονται να παραβλέπουν την ύπαρξη της νομοθεσίας για την προστασία και διαχείριση του φυσικού περιβάλλοντος, για το εθνικό σύστημα προστατευόμενων περιοχών (ν. 1650/1986 και ν. 3937/ 2011) κ.λπ., και τις σχετικές αρμοδιότητες του Υπουργείου Περιβάλλοντος.
Φαίνεται, τέλος, ότι οι συντάκτες του νομοσχεδίου διαπνέονται από μία ιδιόμορφη, αλλά διαδεδομένη, αντίληψη σχετικά με τις μεθόδους «μείωσης των διοικητικών βαρών» και «απλούστευσης των διαδικασιών». Προφανώς, κατά το Υπουργείο Τουρισμού, οι «μέθοδοι» αυτές περιλαμβάνουν πρωτίστως εργαλεία για την αποδυνάμωση, απορρύθμιση και αποδιάρθρωση του νομικού πλαισίου προστασίας και διαχείρισης του περιβάλλοντος καθώς και του χωροταξικού σχεδιασμού, σαν να ευθύνεται αυτό για τις χρόνιες αδυναμίες, παθογένειες και παλινωδίες της Διοίκησης, τις δυσκίνητες, πολύπλοκες και αναποτελεσματικές γραφειοκρατικές διαδικασίες. καθώς και τις συνεχείς μεταβολές της νομοθεσίας για την τουριστική ανάπτυξη, που σηματοδοτούν την έλλειψη σταθερού επενδυτικού πλαισίου και τη μειωμένη αξιοπιστία της χώρας στον τομέα αυτό. Πρόκειται, αν μη τι άλλο, για μία εσφαλμένη και ανιστόρητη μεθοδολογική επιλογή.
Από την ανάγνωση του άρθρου 11 του προτεινόμενου σχεδίου νόμου προκύπτει ότι οι συντάκτες του παραβλέπουν το γεγονός ότι οι διαδικασίες έγκρισης, αναθεώρησης ή τροποποίησης των Πλαισίων Χωροταξικού Σχεδιασμού και Αειφόρου Ανάπτυξης (ΕΠΧΣΑΑ) ρυθμίζονται από τις οικείες διατάξεις του Κεφ. Γ΄ (άρθ. 6 επ.) του ν. 2742/1999 (Α΄ 207). Εν προκειμένω, σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθ. 7 του ν. 2742/1999, τυχόν τροποποίηση ή αναθεώρηση του Ειδικού Πλαισίου Χωροταξικού Σχεδιασμού και Αειφόρου Ανάπτυξης για τον Τουρισμό δεν μπορεί να πραγματοποιηθεί παρά μόνο με απόφαση της Επιτροπής Συντονισμού της Κυβερνητικής Πολιτικής στον Τομέα του Χωροταξικού Σχεδιασμού και της Αειφόρου Ανάπτυξης (αρθ. 3) κατόπιν γνώμης του Εθνικού Συμβουλίου (αρθ. 4). Κατά την διαδικασία αυτή διασφαλίζεται αφενός η συμμετοχή των κοινωνικών, παραγωγικών και επιστημονικών φορέων, της αυτοδιοίκησης, των περιβαλλοντικών οργανώσεων κ.λπ. και αφετέρου ο συντονισμός της κυβερνητικής πολιτικής, ο οποίος είναι απολύτως απαραίτητος και για τούτο βρίσκεται στον πυρήνα του χωροταξικού σχεδιασμού. Εισάγοντας μονομερώς νέες ρυθμίσεις σε πολλές διατάξεις του ισχύοντος ΕΠΧΣΑΑ για τον Τουρισμό, το Υπουργείο Τουρισμού ενεργεί σαν να είναι το μόνο αρμόδιο και πάντως το επισπεύδον υπουργείο για τον σχεδιασμό του χώρου. Φαίνεται ότι οι συντάκτες του σχεδίου νόμου λησμονούν, ως προς τούτο, ότι οι διαδικασίες και τα αρμόδια όργανα του χωροταξικού σχεδιασμού έχουν νομοθετηθεί, με τρόπο που αντανακλά και ταυτόχρονα διασφαλίζει και εγγυάται τον συνολικό και ολοκληρωμένο χαρακτήρα του χωροταξικού σχεδιασμού, τον ρόλο αντιπροσωπευτικών οργάνων ευρείας συμμετοχής και κοινωνικής αντιπροσώπευσης, αντί μίας μονομερούς (κάποιοι θα έλεγαν «αυθαίρετης») και πάντως ευρισκόμενης εκτός του ευρύτερου θεσμοθετημένου πλαισίου του σχεδιασμού. Προωθούν, έτσι, αποσπασματικές και σημειακές ρυθμίσεις, με σημαντικές επιπτώσεις στον ολοκληρωμένο και ενιαίο χαρακτήρα του σχεδιασμού. Θα τροποποιήσει, λοιπόν, μονομερώς το Υπουργείο Τουρισμού διατάξεις του Χωροταξικού Σχεδίου για τον Τουρισμό, οι οποίες έχουν παραχθεί σύμφωνα με τις προβλεπόμενες από το νόμο διαδικασίες; Περαιτέρω, οι συντάκτες του σχεδίου νόμου εμφανίζονται να παραβλέπουν την ύπαρξη της νομοθεσίας για την προστασία και διαχείριση του φυσικού περιβάλλοντος, για το εθνικό σύστημα προστατευόμενων περιοχών (ν. 1650/1986 και ν. 3937/ 2011) κ.λπ., και τις σχετικές αρμοδιότητες του Υπουργείου Περιβάλλοντος. Φαίνεται, τέλος, ότι οι συντάκτες του νομοσχεδίου διαπνέονται από μία ιδιόμορφη, αλλά διαδεδομένη, αντίληψη σχετικά με τις μεθόδους «μείωσης των διοικητικών βαρών» και «απλούστευσης των διαδικασιών». Προφανώς, κατά το Υπουργείο Τουρισμού, οι «μέθοδοι» αυτές περιλαμβάνουν πρωτίστως εργαλεία για την αποδυνάμωση, απορρύθμιση και αποδιάρθρωση του νομικού πλαισίου προστασίας και διαχείρισης του περιβάλλοντος καθώς και του χωροταξικού σχεδιασμού, σαν να ευθύνεται αυτό για τις χρόνιες αδυναμίες, παθογένειες και παλινωδίες της Διοίκησης, τις δυσκίνητες, πολύπλοκες και αναποτελεσματικές γραφειοκρατικές διαδικασίες. καθώς και τις συνεχείς μεταβολές της νομοθεσίας για την τουριστική ανάπτυξη, που σηματοδοτούν την έλλειψη σταθερού επενδυτικού πλαισίου και τη μειωμένη αξιοπιστία της χώρας στον τομέα αυτό. Πρόκειται, αν μη τι άλλο, για μία εσφαλμένη και ανιστόρητη μεθοδολογική επιλογή.