Αρχική Αναδιάρθρωση ΕΟΤΆρθρο 01: Μεταφορά αρμοδιοτήτων διεύθυνσης μελετών και επενδύσεων, και διεύθυνσης ποιοτικού ελέγχου και εποπτείας αγοράς του Ε.Ο.Τ. στο Υπουργείο ΤουρισμούΣχόλιο του χρήστη ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΕΤΑΙΡΕΙΑ ΠΕΡΙΒΑΛΛΟΝΤΟΣ ΚΑΙ ΠΟΛΙΤΙΣΜΟΥ, ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΕΤΑΙΡΕΙΑ ΠΡΟΣΤΑΣΙΑΣ ΤΗΣ ΦΥΣΗΣ | 29 Ιανουαρίου 2013, 13:06
1. Εισαγωγή Η ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΕΤΑΙΡΕΙΑ κρίνει ότι αποτελεί, όχι απλώς φυσιολογική, αλλά και δημιουργική αντίδραση στη σημερινή πολύπλευρη κρίση η επιδίωξη της χρησιμοποίησης του Τουρισμού ως πρωτεύοντος μοχλού ανάπτυξης, με τον απαραίτητο όμως όρο της βιώσιμης διαχείρισης των απαράμιλλων φυσικών, οικονομικών και αξιακών συγκριτικών πλεονεκτημάτων της χώρας, προς όφελος και των μελλοντικών γενεών Ελλήνων. Με αυτό το πνεύμα η ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΕΤΑΙΡΕΙΑ ασχολείται συστηματικά και υποστηρίζει κάθε πρωτοβουλία βελτίωσης του θεσμικού πλαισίου του Τουρισμού, πιστεύοντας ακράδαντα ότι δεν νοείται ανάπτυξη χωρίς προστασία του περιβάλλοντος και της πολιτισμικής κληρονομιάς και αντιστρόφως. Άλλωστε, άξιο ποιεί κυρίως την πλούσια σχετική εμπειρία της από την εφαρμογή του μεγάλου προγράμματος ΑΕΙΦΟΡΟ ΑΙΓΑΙΟ από το 2005 και γνωρίζει άριστα τις ευαίσθητες κλίμακες των νησιών του Αιγαίου. Επομένως, η συμμετοχή της στη Διαβούλευση ενός ν/σ του Υπουργείου Τουρισμού, έρχεται να συμβάλλει με μερικές νευραλγικές παρατηρήσεις, και με συγκεκριμένες βελτιωτικές προτάσεις, επιδιώκοντας τόσο την αποτελεσματικότητα των επιμέρους μέτρων, όσο και την αποφυγή τυχόν αρνητικών παρενεργειών. Ιδιαίτερη σημασία προσδίδεται σε μερικές αμφιβολίες ως προς την αποτελεσματικότητα του ν/σ και τη συμβατότητα μεταξύ των στόχων που θέτει και των μεθόδων και πρακτικών που προτείνει. Η άρση ορισμένων από αυτές θεωρούμε πως θα συμβάλει στον ορθολογικό καθορισμό των επιμέρους μέτρων. Και αυτό διότι πρέπει να παραδεχτούμε ότι μερικές από αυτές τις ρυθμίσεις επεμβαίνουν ίσως υπερβολικά στο υφιστάμενο θεσμικό πλαίσιο χωροταξικού και πολεοδομικού σχεδιασμού, επιδρώντας και σε ρυθμίσεις περιορισμών, τόσο ως προς την χωροθέτηση δραστηριοτήτων, όσο και τα επιτρεπόμενα μεγέθη τους, καθιστώντας το σε απλουστευμένο διαδικαστικό εργαλείο αδειοδότησης. Είναι απαραίτητο στην τρέχουσα οικονομική συγκυρία, οι κινήσεις που γίνονται για την οικονομική σωτηρία της χώρας να μην είναι αποσπασματικές, αλλά αντιθέτως να είναι βάσιμες και να στηρίζονται σε στοιχεία που να αποδεικνύουν την αποτελεσματικότητα τους, ειδικότερα όταν υπάρχουν σοβαρές προβλέψεις μη αναστρέψιμων επιπτώσεων σε όλα τα επίπεδα (όχι μόνο περιβαλλοντικά, αλλά και οικονομικά μέσα από την υποβάθμιση του τουριστικού προϊόντος κτλ). Θα πρέπει να τονιστεί ότι η ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΕΤΑΙΡΕΙΑ είναι πρόθυμη κα διαθέσιμη για κάθε περαιτέρω επεξήγηση και επεξεργασία των παρακάτω παρατηρήσεων και προτάσεων της, λαμβάνοντας υπόψη τη πολύ βραχεία προθεσμία της Διαβούλευσης για ένα τόσο σημαντικό ν/σ. Παρακάτω ακολουθούν σχόλια και προτάσεις επί του ν/σ. 2. ΕΠΙ ΤΗΣ ΑΡΧΗΣ Καταρχάς, διευκρινίζουμε ότι η παρέμβασή μας στη διαβούλευση δεν στοχεύει στην κριτική λεπτομερειακή ανάλυση του συνόλου του ν/σ και των διατάξεών του, αλλά κυρίως των σημείων εκείνων, τα οποία σχετίζονται με την προστασία του περιβάλλοντος και του πολιτισμού. Δηλαδή των παραγόντων που αποτελούν την «πρώτη ύλη» της τουριστικής βιομηχανίας, που ασφαλώς θα αποτελέσει τον κύριο μοχλό ανάκαμψης της οικονομίας και ιδίως της απασχόλησης. Ακριβώς γι’ αυτό το λόγο και ειδικότερα για την ανάπτυξη τουριστικών υπηρεσιών υψηλού επιπέδου και εναλλακτικού τουρισμού, επιβάλλεται οι εισαγόμενες ρυθμίσεις να στοχεύουν ακριβώς σ’ αυτό, να μην είναι αποσπασματικές και ιδίως να μην προκαλούν μη αναστρέψιμη υποβάθμιση του φυσικού και πολιτισμικού περιβάλλοντος και επομένως να υποβαθμίσουν το βασικό και μοναδικό αυτό συγκριτικό πλεονέκτημα της χώρας μας. Έτσι, δεν έχουμε βασικά σχόλια στο Μέρος Α΄ του Ν/σχεδίου, που αφορά στην αναδιάρθρωση της κατανομής αρμοδιοτήτων μεταξύ ΕΟΤ και Υπουργείου, εφ’ όσον έχει μελετηθεί επαρκώς και δεν θα προκαλέσει έστω μεταβατικά τέτοια αναστάτωση που θα επιφέρει το αντίθετο από το στοχευόμενο αποτέλεσμα, δηλαδή πτώση του επιπέδου των παρεχομένων κυβερνητικών υπηρεσιών. Θεωρούμε πως οι στόχοι των πολιτικών που μνημονεύονται στο Μέρος Α’, θα συμβάλλουν στην βελτίωση της τουριστικής πολιτικής της χώρας, κάτι που δεν έχει επιτευχθεί μέχρι σήμερα. Στο Μέρος Β’ αναπτύσσονται με συχνά αποσπασματικό τρόπο ένα πλήθος από ρυθμίσεις που τροποποιούν σποραδικά το υφιστάμενο θεσμικό πλαίσιο για τον Τουρισμό, που θα έπρεπε να αποτελέσουν ξεχωριστή θεσμική παρέμβαση μιας ολοκληρωμένα διατυπωμένης τουριστικής πολιτικής, και χωρίς μάλιστα να υπάρχουν επιστημονικά τεκμηριωμένα επιχειρήματα. Η αποσπασματική αυτή προσέγγιση επεκτείνεται και σε θέματα αρμοδιότητας άλλων φορέων της Διοίκησης με κύρια την παρέμβαση στο Ειδικό Πλαίσιο Χωροταξικού Σχεδιασμού και Αειφόρου Ανάπτυξης για τον Τουρισμό του ΥΠΕΚΑ, αλλά και έμμεσα στο γενικότερο θεσμικό πλαίσιο ρύθμισης του εθνική χώρου, μολονότι είναι υπό εξέλιξη η πρόταση του ΥΠΕΚΑ για την «Μεταρρύθμιση του συστήματος Χωροταξικού και Πολεοδομικού Σχεδιασμού». Είναι προφανές πως το υπό συζήτηση ν/σ δημιουργεί τετελεσμένο, προκαταβάλλοντας το τελικό αποτέλεσμα της όλης μεταρρύθμισης. Με τις προτεινόμενες ρυθμίσεις παραβλέπονται οι τελευταίες δικλείδες ασφαλείας που προβλέπει -το ήδη αδύναμο- ισχύον θεσμικό πλαίσιο για τις ευαίσθητες περιοχές της χώρας, όπως τα νησιά και ο ορεινός χώρος. Επιπλέον, αυτή η αποσπασματική προσέγγιση γεννά προβληματισμούς γύρω από νομικά και συνταγματικά ζητήματα. Ο τίτλος του σ/ν δε συμβαδίζει με το περιεχόμενο του σε όλη του την έκταση, καθώς περιλαμβάνει διατάξεις διαφορετικού χαρακτήρα, εκτός αν η έννοια «απλούστευση διαδικασιών» για το συντάκτη εμπεριέχει και απαλειψη βασικών αρχών χωροταξικής πολιτικής και προστασίας του φυσικού και πολιτιστικού περιβάλλοντος. Πιστεύουμε ότι το Υπουργείο θα πρέπει να σταθμίσει τα πρόσφατα σχετικά νομοθετημάτα, όπως του Ν. 4070/2012, του Υπουργείου Υποδομών ή την αναθεώρηση του Χωροταξικού Πλαισίου για τον Τουρισμό (Μάρτιος 2012), τα οποία όπως ήδη αναφέρθηκε, περιλάμβαναν παρόμοιες διατάξεις, με αποτέλεσμα την αντίδραση πολλών πολιτικών, των τοπικών κοινωνιών, των περιβαλλοντικών οργανώσεων και της κοινής γνώμης, με αποτέλεσμα την επανεξέταση τους. Η εύλογη αυτή αντίδραση στηρίζονταν στην αρνητική αξιολόγηση της οικονομικής αποτελεσματικότητας των επίμαχων διατάξεων και των επιπτώσεων τους στο περιβάλλον και την κοινωνία. Δεν είναι απλώς κοινός τόπος, αλλά αποδεδειγμένη διαπίστωση πως η υποβάθμιση του τοπίου, του φυσικού και πολιτιστικού περιβάλλοντος και η αλλοίωση της ταυτότητας ενός τουριστικού προορισμού υποβαθμίζει την ελκυστικότητα του και συνεπαγόμενα το επίπεδο της τουριστικής ζήτησης και άρα τους αντίστοιχους οικονομικούς δείκτες. Πειραματισμοί και μάλιστα πάνω σε παρωχημένα και αποτυχημένα πρότυπα –ειδικότερα όταν είναι εκτός κλίμακας και ασύμβατα με τον τόπο-, όπως εκείνα της ενθάρρυνσης μαζικής κατασκευής τουριστικών κατοικιών δεν επιτρέπονται ιδίως ενόψει της αδυναμίας μετέπειτα διορθωτικών κινήσεων. Είναι γνωστό σε όλους ότι το ξεπερασμένο αυτό πρότυπο αποτελεί την κύρια αιτία κατάρρευσης του ισπανικού τραπεζικού συστήματος και της σφοδρότατης οικονομικής κρίσης που περνάει η Ισπανία. Το χειρότερο είναι ότι για την Ισπανία έχει πλέον εξουδετερωθεί η δυνατότητα ανάκαμψης μέσω του παράκτιου τουρισμού, καθώς έχει καταστραφεί το παράκτιο περιβάλλον της. Το Σεπτέμβριο του 2011 το απόθεμα νέων σπιτιών που παρέμεναν απούλητα στην Ισπανία έφθαναν τα 818.000, χωρίς να υπολογίζονται και εκείνα που βρίσκονται στα χέρια των τραπεζών, ο αριθμός των οποίων εκτιμούνταν την ίδια εποχή σε επιπλέον 200.000. Σύμφωνα με την Τράπεζα της Ισπανίας, μόνο τα Ταμιευτήρια έχουν απούλητες κατοικίες αξίας 18 δισεκατομμυρίων ευρώ. Οι έντονες προσπάθειες της Ισπανίας τον περασμένο χρόνο να πουλήσει αυτό το απόθεμα κατοικιών στην Ευρώπη όσο-όσο, σημείωσε παταγώδη αποτυχία. Ακόμη και αν η ανάπτυξη αυτής της αγοράς ήταν ή καταστεί στο μέλον εφικτή, θα πρέπει να υπάρξει αποτελεσματική μέριμνα για την προστασία του ίδιου του τουρισμού. Αν εξαιρέσει κανείς τους κατασκευαστές που ευελπιστούν να «κινηθεί η αγορά» και προσδοκούν να αποσβέσουν άμεσα κάποιες από τις «επενδύσεις» τους, όπως επίσης και τους εργαζόμενους στον κατασκευαστικό τομέα που υποφέρουν από την οικονομική κρίση (οι οποίοι όμως θα ωφεληθούν μόνον βραχυπρόθεσμα, από κάποιες περιστασιακές θέσεις εργασίας), ο επαγγελματικός τουριστικός τομέας ήδη θίγεται από τον αθέμιτο ανταγωνισμό των παράνομα ενοικιαζόμενων παραθεριστικών κατοικιών. Σε αυτή την περίπτωση το γενικό συμφέρον του συνόλου συμβαδίζει με εκείνο των επαγγελματικών του τουρισμού, διότι η ημερήσια δαπάνη όσων διαμένουν σε τουριστικές κατοικίες είναι σαφώς μειωμένη σε σχέση με την αντίστοιχη δαπάνη των τουριστών που διαμένουν σε ξενοδοχεία. Το ίδιο ισχύει και για την απασχόληση. Επιπλέον, το κράτος θα χάνει σημαντικά έσοδα από έμμεση και άμεση φορολογία. Ακόμη και η υπό εξέλιξη πολυδιάστατη κρίση, οφείλεται σε μεγάλο βαθμό στο γεγονός ότι η αναπτυξιακή στρατηγική της χώρας στηριζόταν στην οικοδομική δραστηριότητα αντί στην ανάπτυξη ανταγωνιστικών επιχειρήσεων. Πιστεύουμε πως οι επίσημοι φορείς θα έπρεπε να έχουν διδαχθεί από τα λάθη του παρελθόντος και να μη θέλουν να τα επαναλάβουν, προσδοκώντας πρόσκαιρα οφέλη με τελικό χαμένο την ανάπτυξη ενός ανταγωνιστικού και βιώσιμου τουρισμού, που να βασίζεται στην απόκτηση εμπειρίας από τους τουρίστες με βάση την αξιοποίηση του φυσικού και πολιτιστικού αποθέματος.