Αγαπητοί κύριοι
Μελέτησα με προσοχή το σχέδιο νόμου για την αναδιάρθρωση του Υπουργείου Τουρισμού και του ΕΟΤ και με βάση την πολυετή εμπειρία μου ως επιχειρηματίας του ξενοδοχειακού κλάδου, αλλά και τη συμμετοχή μου σε τουριστικούς φορείς, έχω να καταθέσω δύο επισημάνσεις, μία πάνω σε ένα ειδικό θέμα και μία για το ευρύτερο πλαίσιο των άρθρων 3 και 5.
Η κατάργηση του γραφείου του ΕΟΤ στη Φθιώτιδα και η μεταγωγή των υπηρεσιών του στην Περιφερειακή Υπηρεσία Τουρισμού Θεσσαλίας – Στερεάς Ελλάδας με έδρα το Βόλο, θα επιφέρει μία σειρά προβλημάτων στην εξυπηρέτηση των επιχειρηματιών της περιοχής, αναλόγων με αυτά που περιγράφονται από συμμετέχοντες στη διαβούλευση, για άλλες περιοχές της χώρας.
Εξίσου μεγάλο ζήτημα όμως, προκύπτει κι από την επιλογή του Βόλου ως έδρα της νέας περιφερειακής υπηρεσίας, καθώς το τουριστικό «κέντρο βάρους» της περιοχής Θεσσαλία – Στερεά Ελλάδα εντοπίζεται στο νότιο και δυτικό τμήμα της ζώνης (Παρνασσός, Αράχοβα, Δελφοί, Καμένα Βούρλα, Άγιος Κωνσταντίνος, Καρπενήσι, κλπ).
Για τη συγκεκριμένη υπηρεσία, καταλληλότερη έδρα κρίνεται η πόλη της Λαμίας, η οποία για γεωγραφικούς και συγκοινωνιακούς λόγους καλύπτει καλύτερα και πιο ισορροπημένα την εν λόγω ζώνη.
Η ζώνη ευθύνης της Περιφερειακής Υπηρεσίας Θεσσαλίας – Στερεάς Ελλάδας είναι από τις μεγαλύτερες γεωγραφικά στη νέα διάρθρωση και η προσεκτική επιλογή της έδρας της, σαφώς και θα διευκολύνει υπαλλήλους και ιδιώτες στην άσκηση του έργου τους.
Η δεύτερη επισήμανσή μου έχει να κάνει με το πνεύμα της νέας δομής υπηρεσιών στο σύνολό της. Είναι, πιστεύω, κοινώς αποδεκτή η ανάγκη εξοικονόμησης πόρων στο δημόσιο τομέα της χώρας μας κι ο Τουρισμός δεν πρέπει να έχει ειδική αντιμετώπιση, παρόλο που συνεισφέρει περισσότερο από το 15% του Ελληνικού ΑΕΠ. Οι αλλαγές όμως που σχεδιάζονται, δε διακατέχονται από το πνεύμα μιας ολοκληρωμένης προσέγγισης, καθώς όποια κονδύλια εξοικονομηθούν από την υπερσυγκέντρωση υπηρεσιών και τον περιορισμό των τοπικών γραφείων, μεσοπρόθεσμα θα χαθούν από την ελαχιστοποίηση τόσο της υποστήριξης προς τον τουριστικό τομέα, αλλά και της μικρότερης εποπτικής παρουσίας των αρμοδίων υπαλλήλων. Με δυο λόγια, στο σκεπτικό του Υπουργείου θα πρέπει να ληφθεί υπ’ όψιν ότι εκτός από την περικοπή δαπανών, ο νέος σχεδιασμός θα έχει ως αποτέλεσμα και διαφυγή κερδών για το Ελληνικό Δημόσιο.
Ελπίζω ολόψυχα, ότι υπάρχει χρόνος για τροποποιητικές βελτιώσεις μικρής και μεγάλης κλίμακας, ώστε οι σχεδιαζόμενες αλλαγές να μην αποτελέσουν μία ακόμη τροχοπέδη για την Ελληνική, τουριστική βιομηχανία.
Αγαπητοί κύριοι Μελέτησα με προσοχή το σχέδιο νόμου για την αναδιάρθρωση του Υπουργείου Τουρισμού και του ΕΟΤ και με βάση την πολυετή εμπειρία μου ως επιχειρηματίας του ξενοδοχειακού κλάδου, αλλά και τη συμμετοχή μου σε τουριστικούς φορείς, έχω να καταθέσω δύο επισημάνσεις, μία πάνω σε ένα ειδικό θέμα και μία για το ευρύτερο πλαίσιο των άρθρων 3 και 5. Η κατάργηση του γραφείου του ΕΟΤ στη Φθιώτιδα και η μεταγωγή των υπηρεσιών του στην Περιφερειακή Υπηρεσία Τουρισμού Θεσσαλίας – Στερεάς Ελλάδας με έδρα το Βόλο, θα επιφέρει μία σειρά προβλημάτων στην εξυπηρέτηση των επιχειρηματιών της περιοχής, αναλόγων με αυτά που περιγράφονται από συμμετέχοντες στη διαβούλευση, για άλλες περιοχές της χώρας. Εξίσου μεγάλο ζήτημα όμως, προκύπτει κι από την επιλογή του Βόλου ως έδρα της νέας περιφερειακής υπηρεσίας, καθώς το τουριστικό «κέντρο βάρους» της περιοχής Θεσσαλία – Στερεά Ελλάδα εντοπίζεται στο νότιο και δυτικό τμήμα της ζώνης (Παρνασσός, Αράχοβα, Δελφοί, Καμένα Βούρλα, Άγιος Κωνσταντίνος, Καρπενήσι, κλπ). Για τη συγκεκριμένη υπηρεσία, καταλληλότερη έδρα κρίνεται η πόλη της Λαμίας, η οποία για γεωγραφικούς και συγκοινωνιακούς λόγους καλύπτει καλύτερα και πιο ισορροπημένα την εν λόγω ζώνη. Η ζώνη ευθύνης της Περιφερειακής Υπηρεσίας Θεσσαλίας – Στερεάς Ελλάδας είναι από τις μεγαλύτερες γεωγραφικά στη νέα διάρθρωση και η προσεκτική επιλογή της έδρας της, σαφώς και θα διευκολύνει υπαλλήλους και ιδιώτες στην άσκηση του έργου τους. Η δεύτερη επισήμανσή μου έχει να κάνει με το πνεύμα της νέας δομής υπηρεσιών στο σύνολό της. Είναι, πιστεύω, κοινώς αποδεκτή η ανάγκη εξοικονόμησης πόρων στο δημόσιο τομέα της χώρας μας κι ο Τουρισμός δεν πρέπει να έχει ειδική αντιμετώπιση, παρόλο που συνεισφέρει περισσότερο από το 15% του Ελληνικού ΑΕΠ. Οι αλλαγές όμως που σχεδιάζονται, δε διακατέχονται από το πνεύμα μιας ολοκληρωμένης προσέγγισης, καθώς όποια κονδύλια εξοικονομηθούν από την υπερσυγκέντρωση υπηρεσιών και τον περιορισμό των τοπικών γραφείων, μεσοπρόθεσμα θα χαθούν από την ελαχιστοποίηση τόσο της υποστήριξης προς τον τουριστικό τομέα, αλλά και της μικρότερης εποπτικής παρουσίας των αρμοδίων υπαλλήλων. Με δυο λόγια, στο σκεπτικό του Υπουργείου θα πρέπει να ληφθεί υπ’ όψιν ότι εκτός από την περικοπή δαπανών, ο νέος σχεδιασμός θα έχει ως αποτέλεσμα και διαφυγή κερδών για το Ελληνικό Δημόσιο. Ελπίζω ολόψυχα, ότι υπάρχει χρόνος για τροποποιητικές βελτιώσεις μικρής και μεγάλης κλίμακας, ώστε οι σχεδιαζόμενες αλλαγές να μην αποτελέσουν μία ακόμη τροχοπέδη για την Ελληνική, τουριστική βιομηχανία.