ΥΠΟΜΝΗΜΑ ΕΝΩΣΗΣ ΣΕΝΑΡΙΟΓΡΑΦΩΝ ΕΛΛΑΔΟΣ & ΕΝΩΣΗΣ ΜΟΥΣΙΚΟΣΥΝΘΕΤΩΝ ΣΤΙΧΟΥΡΓΩΝ ΕΛΛΑΔΟΣ ΟΠΤΙΚΟΑΚΟΥΣΤΙΚΑ ΕΡΓΑ ΚΑΙ ΤΟ ΤΕΚΜΗΡΙΟ ΤΟΥ ΔΗΜΙΟΥΡΓΟΥ Είναι καιρός πλέον να διορθώσουμε ένα λάθος ετών που υφίσταται από την ψήφιση του νόμου 2121/93, όπου ως κύριος δημιουργός του οπτικοακουστικού έργου τεκμαίρεται ο σκηνοθέτης και να εναρμονίσουμε την νομοθεσία μας με τις ευρωπαϊκές -πλην αγγλοσαξονικών- όπου ο σεναριογράφος, και ο συγγραφέας διαλόγων καθώς και ο συνθέτης πρωτότυπης μουσικής είναι συνδημιουργοί, μαζί με τον σκηνοθέτη του κινηματογραφικού έργου. Το έργο του σεναριογράφου αποτελεί την αφετηρία υλοποίησης κάθε οπτικοακουστικού και κινηματογραφικού έργου και η συμβολή του είναι μεγίστης σημασίας –όπως άλλωστε καταδεικνύει το γεγονός πως ουδεμία συμφωνία παραγωγής οπτικοακουστικού έργου μπορεί να συντελεστεί, αν πρώτα δεν μεταβιβαστούν στον παραγωγό εξουσίες που απορρέουν από τα περιουσιακά δικαιώματα του σεναριογράφου. Το οπτικοακουστικό έργο είναι έργο συνεργασίας, που για τους σεναριογράφους ήταν πάντοτε ξεκάθαρο, ενώ σταδιακά γίνεται αποδεκτό από το σύνολο του κινηματογραφικού και εν γένει οπτικοακουστικού κόσμου, τόσο εθιμικά όσο και νομοθετικά σε άλλα κράτη, ιδίως αυτά της Ευρωπαϊκής Ένωσης, για το ελληνικό δίκαιο φαίνεται πως δεν είναι. Η εικόνα του ελληνικού δικαίου μοιάζει με «τοπίο στην ομίχλη», εξαιτίας ασαφειών και αντιφάσεων της νομοθεσίας που χρειάζονται επειγόντως ξεκάθαρη νομοθετική ρύθμιση είτε με διάταξη στο νέο νόμο είτε με τροπολογία στον 2121/93. Αλλά ας πάρουμε τα πράγματα από την αρχή: Σύμφωνα με τον νόμο 1597/1986 (νόμος Μελίνας), ο σκηνοθέτης έχει «το δικαίωμα πνευματικής ιδιοκτησίας στο κινηματογραφικό έργο» (άρθρο 3 παρ. 1). Σύμφωνα με το άρθρο 9 του νόμου 2121/1993 ο σκηνοθέτης τεκμαίρεται ως δημιουργός του οπτικοακουστικού έργου (δημιουργώντας ήδη την πρώτη αντίφαση μεταξύ 2121 και 1597). Στο αμέσως επόμενο άρθρο του νόμου 2121, άρθρο 10, προσδιορίζεται η έννοια των τεκμηρίων, βάσει των οποίων αναγνωρίζεται ως δημιουργός του έργου και συνεπώς ως αρχικός δικαιούχος των δικαιωμάτων, που συνδέονται με την ιδιότητα αυτή , το πρόσωπο του οποίου το όνομα εμφανίζεται πάνω στον υλικό φορέα του έργου κατά τον τρόπο , που συνήθως χρησιμοποιείται για την ένδειξη του δημιουργού. Στην παράγραφο 3 του άρθρου 10 του ως άνω νόμου επισημαίνεται ότι τα τεκμήρια, που τίθενται από τον νόμο, όπως ήδη αναφέρθηκε, μπορούν να ανατραπούν με αντίθετη απόδειξη. Στη συνέχεια θα προσπαθήσουμε να παρουσιάσουμε την ερμηνευτική δυσχέρεια, που εμφανίζει ο νόμος στο εν λόγω άρθρο (άρθρο 9) σε σχέση με το έργο και τη θέση του σεναριογράφου αναφορικά με την αντιμετώπισή του στο πλαίσιο της πνευματικής ιδιοκτησίας και λαμβάνοντας υπόψη τη σχετική νομοθεσία, που εφαρμόζεται σε άλλες χώρες- μέλη της Ευρωπαϊκής Ένωσης (κυρίως στη Γαλλία), και τις νέες συνθήκες της καλλιτεχνικής δημιουργίας και της τεχνολογικής εξέλιξης. A. Έννοια του οπτικοακουστικού έργου και διάρκεια προστασίας Στις περιπτώσεις που παρατηρείται πλειονότητα δημιουργών, το άρθρο 7 του ν.2121/93 προβλέπει ορισμένους κανόνες βάσει των οποίων προσδιορίζεται το υποκείμενο των πνευματικών δικαιωμάτων επί του έργου. Στο πλαίσιο αυτό το οπτικοακουστικό έργο θεωρείται, κατά τον έλληνα νομοθέτη, ως έργο συλλογικό. Στην παράγραφο 2 του άρθρου 7 του νόμου ορίζεται ως συλλογικό έργο εκείνο το οποίο έχει δημιουργηθεί με τις αυτοτελείς συμβολές περισσότερων δημιουργών υπό την πνευματική εποπτεία και τον συντονισμό ενός φυσικού προσώπου. Το πρόσωπο αυτό αποτελεί τον αρχικό δικαιούχο του περιουσιακού και του ηθικού δικαιώματος επί του συλλογικού έργου (στην περίπτωση των οπτικοακουστικών έργων ο σκηνοθέτης, όπως τεκμαίρεται στο άρθρο 9), ενώ οι δημιουργοί των επιμέρους συμβολών είναι αρχικοί δικαιούχοι του περιουσιακού και του ηθικού δικαιώματος επί των συμβολών τους, εφόσον αυτές είναι δεκτικές χωριστής μεταβίβασης. Σε αντίθεση με τον ελληνικό νόμο, ο γαλλικός κώδικας πνευματικής ιδιοκτησίας στο άρθρο L. 112-2, 6Ο προσδιορίζοντας ως οπτικοακουστικό έργο «το κινηματογραφικό έργο και άλλα έργα, τα οποία αποτελούνται από μια σειρά διαδοχικών εικόνων, συνοδευόμενων από ήχο ή και όχι», αναγνωρίζει το παραπάνω ως έργο συνεργασίας, το οποίο όμως παρουσιάζει ορισμένες ιδιομορφίες λόγω της φύσης του σε σχέση με άλλα έργα συνεργασίας κατά τον γαλλικό νόμο. Ο ορισμός, που αποδίδεται από τη γαλλική νομοθεσία στα οπτικοακουστικά έργα φαίνεται ορθότερος, ειδικά εάν ληφθούν υπόψη τα εξής: Ως έργα συνεργασίας αποκαλούνται τα έργα εκείνα στη δημιουργία των οποίων συνετέλεσαν ουσιαστικά και αποτελεσματικά περισσότερα από ένα φυσικά πρόσωπα. Το έργο συνιστά «κοινό κτήμα» των συνδημιουργών του, οι οποίοι ασκούν τα δικαιώματά τους επί αυτού με κοινή συμφωνία, στρέφονται από κοινού κατά οποιουδήποτε τρίτου, που τυχόν τα προσβάλλει ενώ η προστασία των έργων εκτείνεται σε εβδομήντα χρόνια από το θάνατο του τελευταίου επιζώντα από τους συνδημιουργούς. Το άρθρο 30 του 2121/93 προέβλεπε ότι «Η πνευματική ιδιοκτησία σε έργα, που είναι προϊόν συνεργασίας, διαρκεί όσο η ζωή του τελευταίου επιζώντος δημιουργού και εβδομήντα χρόνια μετά το θάνατό του, που υπολογίζονται από το τέλος του έτους θανάτου». Όμως το 1997 ψηφίζεται ο νόμος 2557, ο οποίος προκειμένου να εναρμονίσει την ελληνική νομοθεσία με το Ευρωπαϊκό Κεκτημένο (Οδηγία 93/98 ΕΟΚ του Συμβουλίου 29/9/1993), εισάγει νέα εδάφια στο νόμο 2121/1993, ορίζοντας ότι: «η διάρκεια προστασίας ενός οπτικοακουστικού έργου λήγει εβδομήντα (70) έτη μετά το θάνατο του τελευταίου επιζώντος μεταξύ των ακόλουθων προσώπων: του κύριου σκηνοθέτη, του σεναριογράφου, του συγγραφέα διαλόγων και του συνθέτη μουσικής που γράφτηκε ειδικά για να χρησιμοποιηθεί στο οπτικοακουστικό έργο» (άρθρο 8). Πρόκειται σαφώς για την ίδια διατύπωση που χρησιμοποιείται (στο άρθρο 30 του Ν. 2121/1993 για τα έργα συνεργασίας,) με τη διαφορά πως εδώ προσδιορίζονται οι συνδημιουργοί. Από τη ρύθμιση αυτή, που είναι αναγκαστικής μορφής για όσες εθνικές νομοθεσίες δεν έχουν προχωρήσει ακόμα στην αναγνώριση του οπτικοακουστικού έργου ως έργου συνεργασίας, συνάγεται σαφώς ότι: α) το οπτικοακουστικό έργο είναι έργο συνεργασίας και, β) ο σεναριογράφος ορίζεται ρητώς ως ένας απ’ τους κύριους πνευματικούς δημιουργούς / κατόχους πνευματικών δικαιωμάτων επί του κινηματογραφικού και οπτικοακουστικού έργου, μαζί με τον συγγραφέα διαλόγων, τον μουσικοσυνθέτη και τον σκηνοθέτη. Έτσι, το ελληνικό δίκαιο στο ζήτημα της προστασίας παρουσιάζει την εξής αντίφαση: Ενώ στα συλλογικά έργα η πνευματική ιδιοκτησία διαρκεί όσο η ζωή του φυσικού προσώπου, που έχει την πνευματική διεύθυνση και τον συντονισμό των δημιουργών των επιμέρους συμβολών, καθώς και 70 χρόνια μετά το θάνατό του, τα οπτικοακουστικά έργα (τα οποία χαρακτηρίζει ωστόσο ο έλληνας νομοθέτης ως συλλογικά) διαχωρίζονται σαφώς από τη ρύθμιση αυτή και με το νέο άρθρο 31 του ν.2121 προβλέπεται ότι, όσον αφορά ειδικά τα οπτικοακουστικά έργα, τα 70 χρόνια υπολογίζονται μετά το θάνατο του τελευταίου επιζώντος μεταξύ του κύριου σκηνοθέτη, του σεναριογράφου, του συγγραφέα διαλόγων και του συνθέτη μουσικής, που γράφτηκε για χρήση στο οπτικοακουστικό έργο. Επομένως καταδεικνύεται ότι, αν και στο σημαντικό θέμα της προστασίας του έργου και της επιμήκυνσης της 70ετούς διάρκειας προστασίας του, κατ’ ακολουθία του χρόνου θανάτου του τελευταίου επιζώντος δημιουργού, αναγνωρίζεται σαφώς η ιδιαίτερη συμβολή του σεναριογράφου, ωστόσο στο σχετικό τεκμήριο αναγνώρισης του δημιουργού αναφέρεται μόνο ο σκηνοθέτης, ο οποίος, εάν πράγματι συνιστούσε και τον μοναδικό αρχικό δικαιούχο πνευματικής ιδιοκτησίας σύμφωνα άλλωστε και με τον ορισμό, που δίδεται στο οπτικοακουστικό έργο ως συλλογικό, θα έπρεπε χάριν αρμονίας του νόμου να αποτελεί και τη μόνη «βάση» υπολογισμού για την διάρκεια της προστασίας, όπως ήδη έγινε δεκτό για τα συλλογικά έργα εν γένει. Επιπροσθέτως, αναφορικά με τη σύμβαση οπτικοακουστικής παραγωγής και την ποσοστιαία αμοιβή, που καθιερώνεται στο άρθρο 34 του νόμου, γίνεται ευρέως δεκτό από τη νομολογία και τη θεωρία ότι δικαιούχοι της ποσοστιαίας αμοιβής δύνανται να θεωρηθούν όλα τα πρόσωπα, τα οποία συμβάλλουν στη δημιουργία του οπτικοακουστικού έργου, ιδιαιτέρως δε ο σεναριογράφος και ο μουσικοσυνθέτης, που αποτελούν και τους κύριους συντελεστές του οπτικοακουστικού έργου . Β. Δημιουργός του οπτικοακουστικού έργου Όπως προαναφέρθηκε, με το άρθρο 9 του νόμου περί πνευματικής ιδιοκτησίας έχει καθιερωθεί τεκμήριο του δημιουργού του οπτικοακουστικού έργου υπέρ του σκηνοθέτη. Το τεκμήριο αυτό είναι μαχητό, δηλαδή σε ορισμένες περιπτώσεις μπορεί να αποδειχθεί ότι και άλλα πρόσωπα συνέβαλαν στη δημιουργία του έργου, όπως, κυρίως, συμβαίνει με τον σεναριογράφο και τον μουσικοσυνθέτη. Πόσο περισσότερο δε όταν οι τελευταίοι συντόνισαν και αυτοί με τη σειρά τους και ο ρόλος τους στο τελικό αποτέλεσμα παρουσίασε ομοιότητες με το ρόλο του σκηνοθέτη . Ωστόσο η νομοθετική σύγχυση δεν σταματά εδώ. Καθ’ υπέρβαση της παραπάνω Οδηγίας, ο ίδιος νόμος 2557/1997 (άρθρο 8, παρ. 20) εισάγει ένα ακόμα εδάφιο στο νόμο 2121/1993 (άρθρο 34 παρ. 2) που, καθώς προβλέπει ότι «ως δημιουργοί των επιμέρους συμβολών θεωρούνται ιδίως ο σεναριογράφος, ο συγγραφέας διαλόγων, ο συνθέτης μουσικής, ο διευθυντής φωτογραφίας, ο σκηνογράφος, ο ενδυματολόγος, ο ηχολήπτης και ο επεξεργαστής τελικής σύνθεσης (Μοντέρ)», δημιουργεί μια χωρίς προηγούμενο νομοθετική αντίφαση: ο σεναριογράφος εξομοιώνεται με τεχνικούς συντελεστές επί μέρους συμβολών του οπτικοακουστικού έργου ( σε αντίθεση με τις νομοθεσίες του συνόλου των Ευρωπαϊκών κρατών), που σαφέστατα η συμβολή τους δεν μπορεί να παρουσιάσει το δημιουργικό ύψος και την απαραίτητη λειτουργία, που εμφανίζει η συμβολή ενός σεναριογράφου ή μουσικοσυνθέτη σε ένα λόγου χάρη κινηματογραφικό ή τηλεοπτικό έργο. Ας σημειωθεί εδώ ότι η νομοθετική αναγνώριση των τεχνικών συντελεστών του οπτικοακουστικού έργου (εικονολήπτης, μοντέρ, ενδυματολόγος, ηχολήπτης κ.α.) ως δημιουργών αποτελεί παγκόσμια ελληνική πρωτοτυπία! Επισημαίνουμε ιδιαίτερα ότι, ακόμα και στο ίδιο το κείμενο του προτεινόμενου από το ΥΠΠΟΤ νομοσχεδίου για τον κινηματογράφο, ο σκηνοθέτης, ο σεναριογράφος και ο συνθέτης αναφέρονται ως «δημιουργική ομάδα» της ταινίας, ενώ ο διευθυντής φωτογραφίας, ο μοντέρ, ο ηχολήπτης και ο σκηνογράφος/ενδυματολόγος αναφέρονται ως «ομάδα τεχνικής δημιουργίας», αναφορικά με τη μοριοδότηση της ταινίας για την ένταξή της στα μέτρα ενίσχυσης. Ακόμα και η μοριοδότησή τους είναι διαφορετική (βλ. Κεφάλαιο Δεύτερο, άρθρο 4, «Προυποθέσεις ένταξης της ταινίας στα μέτρα ενίσχυσης»). Σύμφωνα λοιπόν με το άρθρο 34, παρ. 1 του ν. 2121, για να θεωρηθεί το οπτικοακουστικό έργο περατωμένο, πρέπει να έχει εγκριθεί το πρότυπο παραγωγής αντιτύπων από τον πνευματικό δημιουργό, ενώ καμία παραμόρφωση, περικοπή ή άλλη τροποποίηση της οριστικής αυτής μορφής δεν μπορεί να γίνει χωρίς την άδειά του. Επομένως, σύμφωνα με τα όσα ισχύουν, ο σκηνοθέτης και μόνο αποφασίζει για την οριστική μορφή του έργου (final cut). Άρα το ηθικό δικαίωμα των δημιουργών των επιμέρους συμβολών δεν μπορεί να ασκηθεί παρά μόνο σε σχέση με την οριστική μορφή του έργου, όπως έχει εγκριθεί από το σκηνοθέτη. Αυτή η παραδοχή αποτελεί περιορισμό της δράσης των συνδημιουργών, όπως ο σεναριογράφος και ο μουσικοσυνθέτης, οι οποίοι, αν και αναγνωρίζονται σε άλλα σημεία του νόμου αλλά και από τη θεωρία και νομολογία ως δημιουργοί συχνά της ίδιας δυναμικής με τον σκηνοθέτη ως προς την οπτικοακουστική δημιουργία, ωστόσο στο παρόν σημείο περιορίζονται υπερβολικά στο να δράσουν κατά τυχόν προσβολής της συμβολής τους μετά από την έγκριση του σκηνοθέτη ως προς τη μορφή του έργου και κατά αυτόν τον τρόπο λειτουργούν ουσιαστικά υπό αίρεση (του final cut) με χρονοβόρες και επιζήμιες για τα πνευματικά τους δικαιώματα συνέπειες. Από την άλλη πλευρά ο παραγωγός μπορεί να αποκτήσει δευτερογενώς εξουσίες επί του έργου μόνο μετά τη μεταβίβαση τους από τον πνευματικό δημιουργό και από τους δημιουργούς των επιμέρους συμβολών, ήτοι σεναριογράφο, μουσικοσυνθέτη κ.λ.π. Για άλλη μια φορά ο ρόλος του σεναριογράφου και άλλων δημιουργών εξαίρεται, ενώ λίγο πριν αναφέρθηκε ότι ως προς την οριστική μορφή του έργου και την άσκηση των δικαιωμάτων του υποβιβάσθηκε από τον ίδιο νόμο. Ενδιαφέρον παρουσιάζει η γαλλική νομοθεσία σχετικά με το ζήτημα αυτό, η οποία συντελεί στη διαπίστωση ότι τουλάχιστον ως προς το άρθρο 9 επιβάλλεται μια διαφορετική τοποθέτηση του έλληνα νομοθέτη και ανανέωση, ώστε να ξεπεραστούν δυσχέρειες από ξεπερασμένα κριτήρια. Το άρθρο L. 113-7 C.propr.intell. (Κώδικας πνευματικής ιδιοκτησίας) ορίζει ότι θεωρούνται συνδημιουργοί, εκτός αντίθετης αποδείξεως, ενός οπτικοακουστικού έργου τα εξής πρόσωπα: o Ο σεναριογράφος o Ο συγγραφέας των διαλόγων o Ο συνθέτης της μουσικής, που δημιουργήθηκε ειδικά για το έργο o Ο σκηνοθέτης o Σε περίπτωση διασκευής ενός προγενέστερου έργου, ο συγγραφέας της διασκευής αυτής Προφανώς ο γαλλικός νόμος καθιερώνει μαχητό τεκμήριο δημιουργού και για άλλα πρόσωπα εκτός του σκηνοθέτη, ιδιομορφία άλλωστε του ελληνικού νόμου, η οποία δεν θεμελιώνεται και, παραδόξως, αν και ο γαλλικός νόμος στάθηκε το πρότυπο για την ελληνική νομοθεσία και μεγάλα τμήματα ενσωματώθηκαν σχεδόν αυτούσια στο εδώ κείμενο, το σημείο αυτό (και μόνο) διαφοροποιήθηκε . Ιδιαίτερο ενδιαφέρον παρουσιάζει μια σειρά αποφάσεων των γαλλικών δικαστηρίων, οι οποίες ενόψει και της πρακτικής, που ακολουθείται στα οπτικοακουστικά έργα εξαιτίας της τεχνολογικής εξέλιξης και της ιδιαιτερότητας κάθε μέσου επικοινωνίας, θέτουν σε αμφισβήτηση το δικαίωμα του σκηνοθέτη να διεκδικεί μόνο εκείνος τον τίτλο και τα απορρέοντα από αυτόν πνευματικά δικαιώματα σε βάρος άλλων συνδημιουργών. Ενδεικτικά αναφέρονται τα ακόλουθα παραδείγματα: Έχει κριθεί στην περίπτωση ενός σκηνοθέτη μιας τηλεοπτικής εκπομπής, ότι, αν και σε γενικές γραμμές ο σκηνοθέτης εμφανίζεται ως ο βασικός συνδημιουργός ενός οπτικοακουστικού έργου, συχνά στην πράξη αποδεικνύεται ότι ο τελευταίος απλώς εκτελεί ορισμένες τεχνικές κυρίως εργασίες κατά τη διάρκεια των οποίων δεν εξωτερικεύεται οποιαδήποτε προσωπική καλλιτεχνική συμβολή ή δημιουργικότητα, όπως συνήθως συμβαίνει με τους λεγόμενους σκηνοθέτες «του πλατώ» ( CA Paris 4 mars 1987, RIDA avril 1987, 71). Αντίστοιχα, έχει κριθεί ότι ειδικά στην περίπτωση των τηλεοπτικών εκπομπών, πρέπει συχνά να γίνεται διάκριση ανάμεσα στο στάδιο κατά το οποίο συμμετείχε επαγγελματίας (σεναριογράφος, σκηνοθέτης κ.λ.π.) στη δημιουργία αυτή καθαυτή και στο στάδιο, που απλώς ορισμένοι τεχνικοί ή μη «έδεσαν» τις επιμέρους συμβολές και τις ετοίμασαν για την παρουσίαση στο κοινό, δίχως να προσθέσουν το παραμικρό από τη δική τους έμπνευση ή αισθητική (περίπτωση ενός πολιτιστικού μαγκαζίνο CA Paris 16 mai 1994, RIDA octobre 1994, 474). Και με την ευκαιρία ας δούμε τι ισχύει σε μερικές ευρωπαϊκές χώρες: Γαλλία Ο σεναριογράφος θεωρείται ως δημιουργός του κινηματογραφικού έργου μαζί με τον διασκευαστή, τον συγγραφέα διαλόγων, τον μουσικοσυνθέτη και τον σκηνοθέτη. [Αrt. L. 113-7 (2) του γαλλικού νόμου] Βέλγιο Ο σεναριογράφος θεωρείται ως συν-δημιουργός του κινηματογραφικού έργου μαζί με τον διασκευαστή, τον συγγραφέα διαλόγων, τον δημιουργό γραφικών σε κινούμενα σχέδια και τον μουσικοσυνθέτη, εφόσον συνεργάζονται με τον σκηνοθέτη. [Loi relative au droit d’ auteur et aux droi voisins, 30 Juin 1994, Art. 14 (1)] Γερμανία Ο σεναριογράφος ως δημιουργός έχει τα πνευματικά δικαιώματα του σεναρίου του (pre-existing work) πάνω στο οποίο στηρίζεται η ταινία.. [Gesetz über Urheberrecht and verwandte Schutzrechte, 9 Sept. 1965, BGBGI.I 1273 / Art. 2 (1) (1)] Σκανδιναβικές χώρες Ο σεναριογράφος θεωρείται δημιουργός του κινηματογραφικού έργου μαζί με τον σκηνοθέτη και τον δημιουργό του story-board, στην κοινή βάση ότι αυτοί έχουν την αποφασιστική καλλιτεχνική συμβολή στη δημιουργία της κάθε κινηματογραφικής ταινίας ως σύνολο. [Δανία: Cf Udkast til lov on ophavsretten til litterature og kunsterinske Vaerker med tilhorende anmaerkinger og Bemerkonventionen af 1948, Kobenjavn 1951, p.79 Φινλανδία: Komiteanmietintö, 1953:5, pp 45f Σουηδία: SOU 1956: 25, pp 144ff.] (Πηγή: Ownership of rights in audiovisual productions : a comparative study by Marjut Salokannel, The Hague ; Boston : Kluwer Law International, ©1997.) ΣΥΜΠΕΡΑΣΜΑ Το άρθρο 9 του ν. 2121/1993 ενόψει και όσων ήδη εκτέθηκαν αντιτίθεται τόσο στην ίδια τη φύση του οπτικοακουστικού έργου, το οποίο εξ ορισμού παρουσιάζει πολυμορφία και συμμετοχή περισσότερων του ενός δημιουργών, οι οποίοι του προσδίδουν ανά περίπτωση τον ιδιαίτερο χαρακτήρα του και το πολύπλευρο περιεχόμενο, που σαφώς το διαφοροποιεί από άλλα έργα πνευματικής δημιουργίας, όσο και στις επικρατούσες αντιλήψεις και πρακτικές στο χώρο του οπτικοακουστικού. Ειδικότερα, ενώ γενικά ο ελληνικός νόμος προστατεύει επαρκώς τους δημιουργούς εν γένει, όσον αφορά όμως το οπτικοακουστικό έργο καθιερώνει διακρίσεις μεταξύ σκηνοθετών, σεναριογράφων, μουσικοσυνθετών, οι οποίες δεν εξυπηρετούν συγκεκριμένο σκοπό, διαταράσσουν την ομοιόμορφη αντιμετώπιση περιπτώσεων προσβολών ή μεταβιβάσεων εξουσιών ή συμμετοχής σε δικαιώματα από την ιδιωτική χρήση και αναπαραγωγή των έργων και έρχονται σε αντίθεση με νομοθεσίες και πρακτικές, που ακολουθούνται σε άλλες ευρωπαϊκές χώρες, οι οποίες έχουν επιτύχει να διαμορφώσουν ένα αποτελεσματικό μοντέλο προστασίας και συμμετοχής των δημιουργών οπτικοακουστικού στην οικονομική εκμετάλλευση του έργου. Συνοπτικά αναφέρεται το παράδειγμα, όσον αφορά το δικαίωμα εύλογής αμοιβής επί της άγραφης κασέτας, της Ισπανίας, Ιταλίας και Πορτογαλίας, οι οποίες προσδιορίζουν επακριβώς ως δικαιούχους του ως άνω δικαιώματος και κατ’ επέκταση όλων των σχετικών με το οπτικοακουστικό έργο δικαιωμάτων τον σκηνοθέτη, τους συγγραφείς (σενάριο, διάλογοι, διασκευή ή προσαρμογή) και τους συνθέτες. Αντίστοιχα η Ολλανδία παραχωρεί την αρχική «κυριότητα» του πνευματικού δικαιώματος στον σκηνοθέτη, σεναριογράφο, διαλογίστα και συνθέτη πρωτότυπης μουσικής, ενώ η Δανία, Φινλανδία και Σουηδία, ενώ δεν προσδιορίζουν ειδικά με νόμο την κατοχή οπτικοακουστικών δικαιωμάτων, στην πράξη αναγνωρίζουν ως δικαιούχους τους σκηνοθέτες, σεναριογράφους και υπό προϋποθέσεις τον συνθέτη και τον διευθυντή φωτογραφίας. Οι ασάφειες και αντιφάσεις της ελληνικής νομοθεσίας έχουν δημιουργήσει το έδαφος για κάθε λογής παρερμηνείες και αυθαιρεσίες και είναι μια καλή ευκαιρία σήμερα να ξεκαθαρισθούν όλα αυτά με τρόπο σύννομο και εναρμονισμένο με την ευρωπαϊκή νομοθεσία. Από το 1997, η ΕΣΕ έχει επανειλημμένα επισημάνει την αντίφαση του νόμου, ζητώντας την άρση της, με επιστολές και υπομνήματα προς τους εκάστοτε Υπουργούς Πολιτισμού και τα αρμόδια όργανα της Πολιτείας. Σήμερα, μια εποχή που οι τεχνολογικές και άλλες εξελίξεις στον οπτικοακουστικό τομέα είναι ραγδαίες, επανερχόμαστε θεωρώντας άμεσα επιβεβλημένη την νομοθετική ρύθμιση, δεδομένου μάλιστα ότι η σημερινή νομοθεσία έρχεται σε αντίθεση με την ισχύουσα νομοθεσία της Ευρωπαϊκής Ένωσης και των κρατών-μελών της και τις σύγχρονες επί του θέματος νομικές αντιλήψεις, που εκφράζονται από την πλειονότητα της σχετικής επιστημονικής βιβλιογραφίας και προτείνουμε: • Το οπτικοακουστικό έργο να χαρακτηρισθεί σαφώς από το Νόμο ως έργο συνεργασίας (υποκείμενο στη διάταξη του άρθρου 7 παρ. 1 Ν. 2121/1993), όπως άλλωστε προκύπτει από τη διάταξη του άρθρου 8, παρ. 7.3 του νόμου 2557/1997, για τη διάρκεια προστασίας του οπτικοακουστικού έργου (σύμφωνα με την Οδηγία 93/98 ΕΟΚ του Συμβουλίου 29ης Σεπτεμβρίου 1993), που ορίζει αρχικούς συνδικαιούχους του περιουσιακού και ηθικού δικαιώματος τον σκηνοθέτη, τον σεναριογράφο, τον συγγραφέα διαλόγων και τον συνθέτη μουσικής που γράφτηκε ειδικά για να χρησιμοποιηθεί σε αυτό. • Να απαλειφθεί η αναφορά της παρ. 20, άρθρο 8, του Ν. 2557/1997 (που προστέθηκε ως παρ. 2, του άρθρου 34 στο Ν. 2121/1993), η οποία συγκαταλέγει τον σεναριογράφο και τον συγγραφέα διαλόγων στους δημιουργούς των επί μέρους συμβολών, επειδή: α) Οι συντελεστές με την ιδιότητα των δημιουργών επί μέρους συμβολών, όπως τους ορίζει ο νόμος (διευθυντής φωτογραφίας, ενδυματολόγος, ηχολήπτης κ.ά.), πέραν του γεγονότος ότι δεν παράγουν έργο υποκείμενο σε πνευματικά δικαιώματα, αμείβονται με εφάπαξ αμοιβή (σε αντίθεση με τον σκηνοθέτη και τον σεναριογράφο που αμείβονται με ποσοστό), ενώ η συμβολή τους ενσωματώνεται στο οπτικοακουστικό έργο, χωρίς να είναι δεκτική χωριστής εκμετάλλευσης. β) Τα προβλήματα που δημιουργεί η ισχύουσα νομοθεσία, θα έχουν σοβαρές επιπτώσεις στη διανομή των αμοιβών που προέρχονται από την εκμετάλλευση των οπτικοακουστικών έργων μέσω νέων τεχνολογιών (διαδίκτυο, δορυφορική – καλωδιακή και ψηφιακή τηλεόραση, εφαρμογές multimedia κλπ), καθιστώντας τελικά ασύμφορη την παραγωγική επένδυση. • Να ενταχθεί ο σεναριογράφος και ο συνθέτης μουσικής για τον κινηματογράφο στις διατάξεις των παρ. 1, 3 και 4 του άρθρου 34 του Ν. 2121/1993, που αφορούν το δικαίωμα εύλογης και χωριστής αμοιβής που οφείλει να καταβάλλει ο αντισυμβαλλόμενος για δικαιοπραξίες που αφορούν τη μεταβίβαση περιουσιακού δικαιώματος, ή εξουσιών από αυτό, την ανάθεση άδειας εκμετάλλευσης και γενικότερα, για κάθε εκμετάλλευση του οπτικοακουστικού έργου. Η αμοιβή αυτή να συμφωνείται υποχρεωτικά σε ορισμένο ποσοστό, το ύψος του οποίου να καθορίζεται ελεύθερα μεταξύ των συμβαλλομένων. • Δεδομένου πως, σύμφωνα με τα μέχρι ώρας ισχύοντα, οι δημιουργοί (σκηνοθέτες-σεναριογράφοι ) υφίστανται σε πολλές περιπτώσεις την επιβολή αμοιβής σε μορφή «κεφαλαιοποίησης», η οποία τους αποκλείει στην πράξη από την εκμετάλλευση του έργου τους, να ρυθμιστεί από το νόμο πως «κεφαλαιοποίηση» μπορεί να επιτρέπεται μόνο μέχρι το ήμισυ (50%) του συνόλου της αμοιβής. • Δεδομένου ότι, οι σεναριογράφοι και οι συνθέτες μουσικής για τον κινηματογράφο αντιμετωπίζουν την εναρμονισμένη πρακτική των ιδιωτικών καναλιών, τα οποία, στις συμβάσεις για τη μεταβίβαση του περιουσιακού δικαιώματος τους, συμπεριλαμβάνουν στην αρχική αμοιβή και το δικαίωμα επαναληπτικής μετάδοσης ενός έργου, χωρίς συνεπώς να καταβάλλουν πρόσθετη αμοιβή για τις επαναλήψεις, σύμφωνα με τα οριζόμενα στο άρθρο 35 του Ν. 2121/1993, να καθορισθεί σαφώς στο Νόμο ότι δεν δύναται να συμπεριλαμβάνεται στην αρχική αμοιβή η πρόσθετη αμοιβή των επαναλήψεων. ΠΡΟΤΑΣΗ: Με γνώμονα το παραπάνω σκεπτικό και` τις επιμέρους αναφορές μας, προτείνουμε την τροποποίηση του άρθρου 2 παρ. 6 του υπό ψήφιση νομοσχεδίου με αντίστοιχη τροποποίηση του άρθρου 9 του Ν. 2121/1993, με βάση το ισχύον γαλλικό δίκαιο περί πνευματικής ιδιοκτησίας, ως ακολούθως: «Συνδημιουργοί, εκτός αντίθετης αποδείξεως, ενός οπτικοακουστικού έργου θεωρούνται τα εξής πρόσωπα: o Ο σκηνοθέτης o Ο σεναριογράφος o Ο συνθέτης της μουσικής, που δημιουργήθηκε ειδικά για το έργο»
ΥΠΟΜΝΗΜΑ ΕΝΩΣΗΣ ΣΕΝΑΡΙΟΓΡΑΦΩΝ ΕΛΛΑΔΟΣ & ΕΝΩΣΗΣ ΜΟΥΣΙΚΟΣΥΝΘΕΤΩΝ ΣΤΙΧΟΥΡΓΩΝ ΕΛΛΑΔΟΣ ΟΠΤΙΚΟΑΚΟΥΣΤΙΚΑ ΕΡΓΑ ΚΑΙ ΤΟ ΤΕΚΜΗΡΙΟ ΤΟΥ ΔΗΜΙΟΥΡΓΟΥ Είναι καιρός πλέον να διορθώσουμε ένα λάθος ετών που υφίσταται από την ψήφιση του νόμου 2121/93, όπου ως κύριος δημιουργός του οπτικοακουστικού έργου τεκμαίρεται ο σκηνοθέτης και να εναρμονίσουμε την νομοθεσία μας με τις ευρωπαϊκές -πλην αγγλοσαξονικών- όπου ο σεναριογράφος, και ο συγγραφέας διαλόγων καθώς και ο συνθέτης πρωτότυπης μουσικής είναι συνδημιουργοί, μαζί με τον σκηνοθέτη του κινηματογραφικού έργου. Το έργο του σεναριογράφου αποτελεί την αφετηρία υλοποίησης κάθε οπτικοακουστικού και κινηματογραφικού έργου και η συμβολή του είναι μεγίστης σημασίας –όπως άλλωστε καταδεικνύει το γεγονός πως ουδεμία συμφωνία παραγωγής οπτικοακουστικού έργου μπορεί να συντελεστεί, αν πρώτα δεν μεταβιβαστούν στον παραγωγό εξουσίες που απορρέουν από τα περιουσιακά δικαιώματα του σεναριογράφου. Το οπτικοακουστικό έργο είναι έργο συνεργασίας, που για τους σεναριογράφους ήταν πάντοτε ξεκάθαρο, ενώ σταδιακά γίνεται αποδεκτό από το σύνολο του κινηματογραφικού και εν γένει οπτικοακουστικού κόσμου, τόσο εθιμικά όσο και νομοθετικά σε άλλα κράτη, ιδίως αυτά της Ευρωπαϊκής Ένωσης, για το ελληνικό δίκαιο φαίνεται πως δεν είναι. Η εικόνα του ελληνικού δικαίου μοιάζει με «τοπίο στην ομίχλη», εξαιτίας ασαφειών και αντιφάσεων της νομοθεσίας που χρειάζονται επειγόντως ξεκάθαρη νομοθετική ρύθμιση είτε με διάταξη στο νέο νόμο είτε με τροπολογία στον 2121/93. Αλλά ας πάρουμε τα πράγματα από την αρχή: Σύμφωνα με τον νόμο 1597/1986 (νόμος Μελίνας), ο σκηνοθέτης έχει «το δικαίωμα πνευματικής ιδιοκτησίας στο κινηματογραφικό έργο» (άρθρο 3 παρ. 1). Σύμφωνα με το άρθρο 9 του νόμου 2121/1993 ο σκηνοθέτης τεκμαίρεται ως δημιουργός του οπτικοακουστικού έργου (δημιουργώντας ήδη την πρώτη αντίφαση μεταξύ 2121 και 1597). Στο αμέσως επόμενο άρθρο του νόμου 2121, άρθρο 10, προσδιορίζεται η έννοια των τεκμηρίων, βάσει των οποίων αναγνωρίζεται ως δημιουργός του έργου και συνεπώς ως αρχικός δικαιούχος των δικαιωμάτων, που συνδέονται με την ιδιότητα αυτή , το πρόσωπο του οποίου το όνομα εμφανίζεται πάνω στον υλικό φορέα του έργου κατά τον τρόπο , που συνήθως χρησιμοποιείται για την ένδειξη του δημιουργού. Στην παράγραφο 3 του άρθρου 10 του ως άνω νόμου επισημαίνεται ότι τα τεκμήρια, που τίθενται από τον νόμο, όπως ήδη αναφέρθηκε, μπορούν να ανατραπούν με αντίθετη απόδειξη. Στη συνέχεια θα προσπαθήσουμε να παρουσιάσουμε την ερμηνευτική δυσχέρεια, που εμφανίζει ο νόμος στο εν λόγω άρθρο (άρθρο 9) σε σχέση με το έργο και τη θέση του σεναριογράφου αναφορικά με την αντιμετώπισή του στο πλαίσιο της πνευματικής ιδιοκτησίας και λαμβάνοντας υπόψη τη σχετική νομοθεσία, που εφαρμόζεται σε άλλες χώρες- μέλη της Ευρωπαϊκής Ένωσης (κυρίως στη Γαλλία), και τις νέες συνθήκες της καλλιτεχνικής δημιουργίας και της τεχνολογικής εξέλιξης. A. Έννοια του οπτικοακουστικού έργου και διάρκεια προστασίας Στις περιπτώσεις που παρατηρείται πλειονότητα δημιουργών, το άρθρο 7 του ν.2121/93 προβλέπει ορισμένους κανόνες βάσει των οποίων προσδιορίζεται το υποκείμενο των πνευματικών δικαιωμάτων επί του έργου. Στο πλαίσιο αυτό το οπτικοακουστικό έργο θεωρείται, κατά τον έλληνα νομοθέτη, ως έργο συλλογικό. Στην παράγραφο 2 του άρθρου 7 του νόμου ορίζεται ως συλλογικό έργο εκείνο το οποίο έχει δημιουργηθεί με τις αυτοτελείς συμβολές περισσότερων δημιουργών υπό την πνευματική εποπτεία και τον συντονισμό ενός φυσικού προσώπου. Το πρόσωπο αυτό αποτελεί τον αρχικό δικαιούχο του περιουσιακού και του ηθικού δικαιώματος επί του συλλογικού έργου (στην περίπτωση των οπτικοακουστικών έργων ο σκηνοθέτης, όπως τεκμαίρεται στο άρθρο 9), ενώ οι δημιουργοί των επιμέρους συμβολών είναι αρχικοί δικαιούχοι του περιουσιακού και του ηθικού δικαιώματος επί των συμβολών τους, εφόσον αυτές είναι δεκτικές χωριστής μεταβίβασης. Σε αντίθεση με τον ελληνικό νόμο, ο γαλλικός κώδικας πνευματικής ιδιοκτησίας στο άρθρο L. 112-2, 6Ο προσδιορίζοντας ως οπτικοακουστικό έργο «το κινηματογραφικό έργο και άλλα έργα, τα οποία αποτελούνται από μια σειρά διαδοχικών εικόνων, συνοδευόμενων από ήχο ή και όχι», αναγνωρίζει το παραπάνω ως έργο συνεργασίας, το οποίο όμως παρουσιάζει ορισμένες ιδιομορφίες λόγω της φύσης του σε σχέση με άλλα έργα συνεργασίας κατά τον γαλλικό νόμο. Ο ορισμός, που αποδίδεται από τη γαλλική νομοθεσία στα οπτικοακουστικά έργα φαίνεται ορθότερος, ειδικά εάν ληφθούν υπόψη τα εξής: Ως έργα συνεργασίας αποκαλούνται τα έργα εκείνα στη δημιουργία των οποίων συνετέλεσαν ουσιαστικά και αποτελεσματικά περισσότερα από ένα φυσικά πρόσωπα. Το έργο συνιστά «κοινό κτήμα» των συνδημιουργών του, οι οποίοι ασκούν τα δικαιώματά τους επί αυτού με κοινή συμφωνία, στρέφονται από κοινού κατά οποιουδήποτε τρίτου, που τυχόν τα προσβάλλει ενώ η προστασία των έργων εκτείνεται σε εβδομήντα χρόνια από το θάνατο του τελευταίου επιζώντα από τους συνδημιουργούς. Το άρθρο 30 του 2121/93 προέβλεπε ότι «Η πνευματική ιδιοκτησία σε έργα, που είναι προϊόν συνεργασίας, διαρκεί όσο η ζωή του τελευταίου επιζώντος δημιουργού και εβδομήντα χρόνια μετά το θάνατό του, που υπολογίζονται από το τέλος του έτους θανάτου». Όμως το 1997 ψηφίζεται ο νόμος 2557, ο οποίος προκειμένου να εναρμονίσει την ελληνική νομοθεσία με το Ευρωπαϊκό Κεκτημένο (Οδηγία 93/98 ΕΟΚ του Συμβουλίου 29/9/1993), εισάγει νέα εδάφια στο νόμο 2121/1993, ορίζοντας ότι: «η διάρκεια προστασίας ενός οπτικοακουστικού έργου λήγει εβδομήντα (70) έτη μετά το θάνατο του τελευταίου επιζώντος μεταξύ των ακόλουθων προσώπων: του κύριου σκηνοθέτη, του σεναριογράφου, του συγγραφέα διαλόγων και του συνθέτη μουσικής που γράφτηκε ειδικά για να χρησιμοποιηθεί στο οπτικοακουστικό έργο» (άρθρο 8). Πρόκειται σαφώς για την ίδια διατύπωση που χρησιμοποιείται (στο άρθρο 30 του Ν. 2121/1993 για τα έργα συνεργασίας,) με τη διαφορά πως εδώ προσδιορίζονται οι συνδημιουργοί. Από τη ρύθμιση αυτή, που είναι αναγκαστικής μορφής για όσες εθνικές νομοθεσίες δεν έχουν προχωρήσει ακόμα στην αναγνώριση του οπτικοακουστικού έργου ως έργου συνεργασίας, συνάγεται σαφώς ότι: α) το οπτικοακουστικό έργο είναι έργο συνεργασίας και, β) ο σεναριογράφος ορίζεται ρητώς ως ένας απ’ τους κύριους πνευματικούς δημιουργούς / κατόχους πνευματικών δικαιωμάτων επί του κινηματογραφικού και οπτικοακουστικού έργου, μαζί με τον συγγραφέα διαλόγων, τον μουσικοσυνθέτη και τον σκηνοθέτη. Έτσι, το ελληνικό δίκαιο στο ζήτημα της προστασίας παρουσιάζει την εξής αντίφαση: Ενώ στα συλλογικά έργα η πνευματική ιδιοκτησία διαρκεί όσο η ζωή του φυσικού προσώπου, που έχει την πνευματική διεύθυνση και τον συντονισμό των δημιουργών των επιμέρους συμβολών, καθώς και 70 χρόνια μετά το θάνατό του, τα οπτικοακουστικά έργα (τα οποία χαρακτηρίζει ωστόσο ο έλληνας νομοθέτης ως συλλογικά) διαχωρίζονται σαφώς από τη ρύθμιση αυτή και με το νέο άρθρο 31 του ν.2121 προβλέπεται ότι, όσον αφορά ειδικά τα οπτικοακουστικά έργα, τα 70 χρόνια υπολογίζονται μετά το θάνατο του τελευταίου επιζώντος μεταξύ του κύριου σκηνοθέτη, του σεναριογράφου, του συγγραφέα διαλόγων και του συνθέτη μουσικής, που γράφτηκε για χρήση στο οπτικοακουστικό έργο. Επομένως καταδεικνύεται ότι, αν και στο σημαντικό θέμα της προστασίας του έργου και της επιμήκυνσης της 70ετούς διάρκειας προστασίας του, κατ’ ακολουθία του χρόνου θανάτου του τελευταίου επιζώντος δημιουργού, αναγνωρίζεται σαφώς η ιδιαίτερη συμβολή του σεναριογράφου, ωστόσο στο σχετικό τεκμήριο αναγνώρισης του δημιουργού αναφέρεται μόνο ο σκηνοθέτης, ο οποίος, εάν πράγματι συνιστούσε και τον μοναδικό αρχικό δικαιούχο πνευματικής ιδιοκτησίας σύμφωνα άλλωστε και με τον ορισμό, που δίδεται στο οπτικοακουστικό έργο ως συλλογικό, θα έπρεπε χάριν αρμονίας του νόμου να αποτελεί και τη μόνη «βάση» υπολογισμού για την διάρκεια της προστασίας, όπως ήδη έγινε δεκτό για τα συλλογικά έργα εν γένει. Επιπροσθέτως, αναφορικά με τη σύμβαση οπτικοακουστικής παραγωγής και την ποσοστιαία αμοιβή, που καθιερώνεται στο άρθρο 34 του νόμου, γίνεται ευρέως δεκτό από τη νομολογία και τη θεωρία ότι δικαιούχοι της ποσοστιαίας αμοιβής δύνανται να θεωρηθούν όλα τα πρόσωπα, τα οποία συμβάλλουν στη δημιουργία του οπτικοακουστικού έργου, ιδιαιτέρως δε ο σεναριογράφος και ο μουσικοσυνθέτης, που αποτελούν και τους κύριους συντελεστές του οπτικοακουστικού έργου . Β. Δημιουργός του οπτικοακουστικού έργου Όπως προαναφέρθηκε, με το άρθρο 9 του νόμου περί πνευματικής ιδιοκτησίας έχει καθιερωθεί τεκμήριο του δημιουργού του οπτικοακουστικού έργου υπέρ του σκηνοθέτη. Το τεκμήριο αυτό είναι μαχητό, δηλαδή σε ορισμένες περιπτώσεις μπορεί να αποδειχθεί ότι και άλλα πρόσωπα συνέβαλαν στη δημιουργία του έργου, όπως, κυρίως, συμβαίνει με τον σεναριογράφο και τον μουσικοσυνθέτη. Πόσο περισσότερο δε όταν οι τελευταίοι συντόνισαν και αυτοί με τη σειρά τους και ο ρόλος τους στο τελικό αποτέλεσμα παρουσίασε ομοιότητες με το ρόλο του σκηνοθέτη . Ωστόσο η νομοθετική σύγχυση δεν σταματά εδώ. Καθ’ υπέρβαση της παραπάνω Οδηγίας, ο ίδιος νόμος 2557/1997 (άρθρο 8, παρ. 20) εισάγει ένα ακόμα εδάφιο στο νόμο 2121/1993 (άρθρο 34 παρ. 2) που, καθώς προβλέπει ότι «ως δημιουργοί των επιμέρους συμβολών θεωρούνται ιδίως ο σεναριογράφος, ο συγγραφέας διαλόγων, ο συνθέτης μουσικής, ο διευθυντής φωτογραφίας, ο σκηνογράφος, ο ενδυματολόγος, ο ηχολήπτης και ο επεξεργαστής τελικής σύνθεσης (Μοντέρ)», δημιουργεί μια χωρίς προηγούμενο νομοθετική αντίφαση: ο σεναριογράφος εξομοιώνεται με τεχνικούς συντελεστές επί μέρους συμβολών του οπτικοακουστικού έργου ( σε αντίθεση με τις νομοθεσίες του συνόλου των Ευρωπαϊκών κρατών), που σαφέστατα η συμβολή τους δεν μπορεί να παρουσιάσει το δημιουργικό ύψος και την απαραίτητη λειτουργία, που εμφανίζει η συμβολή ενός σεναριογράφου ή μουσικοσυνθέτη σε ένα λόγου χάρη κινηματογραφικό ή τηλεοπτικό έργο. Ας σημειωθεί εδώ ότι η νομοθετική αναγνώριση των τεχνικών συντελεστών του οπτικοακουστικού έργου (εικονολήπτης, μοντέρ, ενδυματολόγος, ηχολήπτης κ.α.) ως δημιουργών αποτελεί παγκόσμια ελληνική πρωτοτυπία! Επισημαίνουμε ιδιαίτερα ότι, ακόμα και στο ίδιο το κείμενο του προτεινόμενου από το ΥΠΠΟΤ νομοσχεδίου για τον κινηματογράφο, ο σκηνοθέτης, ο σεναριογράφος και ο συνθέτης αναφέρονται ως «δημιουργική ομάδα» της ταινίας, ενώ ο διευθυντής φωτογραφίας, ο μοντέρ, ο ηχολήπτης και ο σκηνογράφος/ενδυματολόγος αναφέρονται ως «ομάδα τεχνικής δημιουργίας», αναφορικά με τη μοριοδότηση της ταινίας για την ένταξή της στα μέτρα ενίσχυσης. Ακόμα και η μοριοδότησή τους είναι διαφορετική (βλ. Κεφάλαιο Δεύτερο, άρθρο 4, «Προυποθέσεις ένταξης της ταινίας στα μέτρα ενίσχυσης»). Σύμφωνα λοιπόν με το άρθρο 34, παρ. 1 του ν. 2121, για να θεωρηθεί το οπτικοακουστικό έργο περατωμένο, πρέπει να έχει εγκριθεί το πρότυπο παραγωγής αντιτύπων από τον πνευματικό δημιουργό, ενώ καμία παραμόρφωση, περικοπή ή άλλη τροποποίηση της οριστικής αυτής μορφής δεν μπορεί να γίνει χωρίς την άδειά του. Επομένως, σύμφωνα με τα όσα ισχύουν, ο σκηνοθέτης και μόνο αποφασίζει για την οριστική μορφή του έργου (final cut). Άρα το ηθικό δικαίωμα των δημιουργών των επιμέρους συμβολών δεν μπορεί να ασκηθεί παρά μόνο σε σχέση με την οριστική μορφή του έργου, όπως έχει εγκριθεί από το σκηνοθέτη. Αυτή η παραδοχή αποτελεί περιορισμό της δράσης των συνδημιουργών, όπως ο σεναριογράφος και ο μουσικοσυνθέτης, οι οποίοι, αν και αναγνωρίζονται σε άλλα σημεία του νόμου αλλά και από τη θεωρία και νομολογία ως δημιουργοί συχνά της ίδιας δυναμικής με τον σκηνοθέτη ως προς την οπτικοακουστική δημιουργία, ωστόσο στο παρόν σημείο περιορίζονται υπερβολικά στο να δράσουν κατά τυχόν προσβολής της συμβολής τους μετά από την έγκριση του σκηνοθέτη ως προς τη μορφή του έργου και κατά αυτόν τον τρόπο λειτουργούν ουσιαστικά υπό αίρεση (του final cut) με χρονοβόρες και επιζήμιες για τα πνευματικά τους δικαιώματα συνέπειες. Από την άλλη πλευρά ο παραγωγός μπορεί να αποκτήσει δευτερογενώς εξουσίες επί του έργου μόνο μετά τη μεταβίβαση τους από τον πνευματικό δημιουργό και από τους δημιουργούς των επιμέρους συμβολών, ήτοι σεναριογράφο, μουσικοσυνθέτη κ.λ.π. Για άλλη μια φορά ο ρόλος του σεναριογράφου και άλλων δημιουργών εξαίρεται, ενώ λίγο πριν αναφέρθηκε ότι ως προς την οριστική μορφή του έργου και την άσκηση των δικαιωμάτων του υποβιβάσθηκε από τον ίδιο νόμο. Ενδιαφέρον παρουσιάζει η γαλλική νομοθεσία σχετικά με το ζήτημα αυτό, η οποία συντελεί στη διαπίστωση ότι τουλάχιστον ως προς το άρθρο 9 επιβάλλεται μια διαφορετική τοποθέτηση του έλληνα νομοθέτη και ανανέωση, ώστε να ξεπεραστούν δυσχέρειες από ξεπερασμένα κριτήρια. Το άρθρο L. 113-7 C.propr.intell. (Κώδικας πνευματικής ιδιοκτησίας) ορίζει ότι θεωρούνται συνδημιουργοί, εκτός αντίθετης αποδείξεως, ενός οπτικοακουστικού έργου τα εξής πρόσωπα: o Ο σεναριογράφος o Ο συγγραφέας των διαλόγων o Ο συνθέτης της μουσικής, που δημιουργήθηκε ειδικά για το έργο o Ο σκηνοθέτης o Σε περίπτωση διασκευής ενός προγενέστερου έργου, ο συγγραφέας της διασκευής αυτής Προφανώς ο γαλλικός νόμος καθιερώνει μαχητό τεκμήριο δημιουργού και για άλλα πρόσωπα εκτός του σκηνοθέτη, ιδιομορφία άλλωστε του ελληνικού νόμου, η οποία δεν θεμελιώνεται και, παραδόξως, αν και ο γαλλικός νόμος στάθηκε το πρότυπο για την ελληνική νομοθεσία και μεγάλα τμήματα ενσωματώθηκαν σχεδόν αυτούσια στο εδώ κείμενο, το σημείο αυτό (και μόνο) διαφοροποιήθηκε . Ιδιαίτερο ενδιαφέρον παρουσιάζει μια σειρά αποφάσεων των γαλλικών δικαστηρίων, οι οποίες ενόψει και της πρακτικής, που ακολουθείται στα οπτικοακουστικά έργα εξαιτίας της τεχνολογικής εξέλιξης και της ιδιαιτερότητας κάθε μέσου επικοινωνίας, θέτουν σε αμφισβήτηση το δικαίωμα του σκηνοθέτη να διεκδικεί μόνο εκείνος τον τίτλο και τα απορρέοντα από αυτόν πνευματικά δικαιώματα σε βάρος άλλων συνδημιουργών. Ενδεικτικά αναφέρονται τα ακόλουθα παραδείγματα: Έχει κριθεί στην περίπτωση ενός σκηνοθέτη μιας τηλεοπτικής εκπομπής, ότι, αν και σε γενικές γραμμές ο σκηνοθέτης εμφανίζεται ως ο βασικός συνδημιουργός ενός οπτικοακουστικού έργου, συχνά στην πράξη αποδεικνύεται ότι ο τελευταίος απλώς εκτελεί ορισμένες τεχνικές κυρίως εργασίες κατά τη διάρκεια των οποίων δεν εξωτερικεύεται οποιαδήποτε προσωπική καλλιτεχνική συμβολή ή δημιουργικότητα, όπως συνήθως συμβαίνει με τους λεγόμενους σκηνοθέτες «του πλατώ» ( CA Paris 4 mars 1987, RIDA avril 1987, 71). Αντίστοιχα, έχει κριθεί ότι ειδικά στην περίπτωση των τηλεοπτικών εκπομπών, πρέπει συχνά να γίνεται διάκριση ανάμεσα στο στάδιο κατά το οποίο συμμετείχε επαγγελματίας (σεναριογράφος, σκηνοθέτης κ.λ.π.) στη δημιουργία αυτή καθαυτή και στο στάδιο, που απλώς ορισμένοι τεχνικοί ή μη «έδεσαν» τις επιμέρους συμβολές και τις ετοίμασαν για την παρουσίαση στο κοινό, δίχως να προσθέσουν το παραμικρό από τη δική τους έμπνευση ή αισθητική (περίπτωση ενός πολιτιστικού μαγκαζίνο CA Paris 16 mai 1994, RIDA octobre 1994, 474). Και με την ευκαιρία ας δούμε τι ισχύει σε μερικές ευρωπαϊκές χώρες: Γαλλία Ο σεναριογράφος θεωρείται ως δημιουργός του κινηματογραφικού έργου μαζί με τον διασκευαστή, τον συγγραφέα διαλόγων, τον μουσικοσυνθέτη και τον σκηνοθέτη. [Αrt. L. 113-7 (2) του γαλλικού νόμου] Βέλγιο Ο σεναριογράφος θεωρείται ως συν-δημιουργός του κινηματογραφικού έργου μαζί με τον διασκευαστή, τον συγγραφέα διαλόγων, τον δημιουργό γραφικών σε κινούμενα σχέδια και τον μουσικοσυνθέτη, εφόσον συνεργάζονται με τον σκηνοθέτη. [Loi relative au droit d’ auteur et aux droi voisins, 30 Juin 1994, Art. 14 (1)] Γερμανία Ο σεναριογράφος ως δημιουργός έχει τα πνευματικά δικαιώματα του σεναρίου του (pre-existing work) πάνω στο οποίο στηρίζεται η ταινία.. [Gesetz über Urheberrecht and verwandte Schutzrechte, 9 Sept. 1965, BGBGI.I 1273 / Art. 2 (1) (1)] Σκανδιναβικές χώρες Ο σεναριογράφος θεωρείται δημιουργός του κινηματογραφικού έργου μαζί με τον σκηνοθέτη και τον δημιουργό του story-board, στην κοινή βάση ότι αυτοί έχουν την αποφασιστική καλλιτεχνική συμβολή στη δημιουργία της κάθε κινηματογραφικής ταινίας ως σύνολο. [Δανία: Cf Udkast til lov on ophavsretten til litterature og kunsterinske Vaerker med tilhorende anmaerkinger og Bemerkonventionen af 1948, Kobenjavn 1951, p.79 Φινλανδία: Komiteanmietintö, 1953:5, pp 45f Σουηδία: SOU 1956: 25, pp 144ff.] (Πηγή: Ownership of rights in audiovisual productions : a comparative study by Marjut Salokannel, The Hague ; Boston : Kluwer Law International, ©1997.) ΣΥΜΠΕΡΑΣΜΑ Το άρθρο 9 του ν. 2121/1993 ενόψει και όσων ήδη εκτέθηκαν αντιτίθεται τόσο στην ίδια τη φύση του οπτικοακουστικού έργου, το οποίο εξ ορισμού παρουσιάζει πολυμορφία και συμμετοχή περισσότερων του ενός δημιουργών, οι οποίοι του προσδίδουν ανά περίπτωση τον ιδιαίτερο χαρακτήρα του και το πολύπλευρο περιεχόμενο, που σαφώς το διαφοροποιεί από άλλα έργα πνευματικής δημιουργίας, όσο και στις επικρατούσες αντιλήψεις και πρακτικές στο χώρο του οπτικοακουστικού. Ειδικότερα, ενώ γενικά ο ελληνικός νόμος προστατεύει επαρκώς τους δημιουργούς εν γένει, όσον αφορά όμως το οπτικοακουστικό έργο καθιερώνει διακρίσεις μεταξύ σκηνοθετών, σεναριογράφων, μουσικοσυνθετών, οι οποίες δεν εξυπηρετούν συγκεκριμένο σκοπό, διαταράσσουν την ομοιόμορφη αντιμετώπιση περιπτώσεων προσβολών ή μεταβιβάσεων εξουσιών ή συμμετοχής σε δικαιώματα από την ιδιωτική χρήση και αναπαραγωγή των έργων και έρχονται σε αντίθεση με νομοθεσίες και πρακτικές, που ακολουθούνται σε άλλες ευρωπαϊκές χώρες, οι οποίες έχουν επιτύχει να διαμορφώσουν ένα αποτελεσματικό μοντέλο προστασίας και συμμετοχής των δημιουργών οπτικοακουστικού στην οικονομική εκμετάλλευση του έργου. Συνοπτικά αναφέρεται το παράδειγμα, όσον αφορά το δικαίωμα εύλογής αμοιβής επί της άγραφης κασέτας, της Ισπανίας, Ιταλίας και Πορτογαλίας, οι οποίες προσδιορίζουν επακριβώς ως δικαιούχους του ως άνω δικαιώματος και κατ’ επέκταση όλων των σχετικών με το οπτικοακουστικό έργο δικαιωμάτων τον σκηνοθέτη, τους συγγραφείς (σενάριο, διάλογοι, διασκευή ή προσαρμογή) και τους συνθέτες. Αντίστοιχα η Ολλανδία παραχωρεί την αρχική «κυριότητα» του πνευματικού δικαιώματος στον σκηνοθέτη, σεναριογράφο, διαλογίστα και συνθέτη πρωτότυπης μουσικής, ενώ η Δανία, Φινλανδία και Σουηδία, ενώ δεν προσδιορίζουν ειδικά με νόμο την κατοχή οπτικοακουστικών δικαιωμάτων, στην πράξη αναγνωρίζουν ως δικαιούχους τους σκηνοθέτες, σεναριογράφους και υπό προϋποθέσεις τον συνθέτη και τον διευθυντή φωτογραφίας. Οι ασάφειες και αντιφάσεις της ελληνικής νομοθεσίας έχουν δημιουργήσει το έδαφος για κάθε λογής παρερμηνείες και αυθαιρεσίες και είναι μια καλή ευκαιρία σήμερα να ξεκαθαρισθούν όλα αυτά με τρόπο σύννομο και εναρμονισμένο με την ευρωπαϊκή νομοθεσία. Από το 1997, η ΕΣΕ έχει επανειλημμένα επισημάνει την αντίφαση του νόμου, ζητώντας την άρση της, με επιστολές και υπομνήματα προς τους εκάστοτε Υπουργούς Πολιτισμού και τα αρμόδια όργανα της Πολιτείας. Σήμερα, μια εποχή που οι τεχνολογικές και άλλες εξελίξεις στον οπτικοακουστικό τομέα είναι ραγδαίες, επανερχόμαστε θεωρώντας άμεσα επιβεβλημένη την νομοθετική ρύθμιση, δεδομένου μάλιστα ότι η σημερινή νομοθεσία έρχεται σε αντίθεση με την ισχύουσα νομοθεσία της Ευρωπαϊκής Ένωσης και των κρατών-μελών της και τις σύγχρονες επί του θέματος νομικές αντιλήψεις, που εκφράζονται από την πλειονότητα της σχετικής επιστημονικής βιβλιογραφίας και προτείνουμε: • Το οπτικοακουστικό έργο να χαρακτηρισθεί σαφώς από το Νόμο ως έργο συνεργασίας (υποκείμενο στη διάταξη του άρθρου 7 παρ. 1 Ν. 2121/1993), όπως άλλωστε προκύπτει από τη διάταξη του άρθρου 8, παρ. 7.3 του νόμου 2557/1997, για τη διάρκεια προστασίας του οπτικοακουστικού έργου (σύμφωνα με την Οδηγία 93/98 ΕΟΚ του Συμβουλίου 29ης Σεπτεμβρίου 1993), που ορίζει αρχικούς συνδικαιούχους του περιουσιακού και ηθικού δικαιώματος τον σκηνοθέτη, τον σεναριογράφο, τον συγγραφέα διαλόγων και τον συνθέτη μουσικής που γράφτηκε ειδικά για να χρησιμοποιηθεί σε αυτό. • Να απαλειφθεί η αναφορά της παρ. 20, άρθρο 8, του Ν. 2557/1997 (που προστέθηκε ως παρ. 2, του άρθρου 34 στο Ν. 2121/1993), η οποία συγκαταλέγει τον σεναριογράφο και τον συγγραφέα διαλόγων στους δημιουργούς των επί μέρους συμβολών, επειδή: α) Οι συντελεστές με την ιδιότητα των δημιουργών επί μέρους συμβολών, όπως τους ορίζει ο νόμος (διευθυντής φωτογραφίας, ενδυματολόγος, ηχολήπτης κ.ά.), πέραν του γεγονότος ότι δεν παράγουν έργο υποκείμενο σε πνευματικά δικαιώματα, αμείβονται με εφάπαξ αμοιβή (σε αντίθεση με τον σκηνοθέτη και τον σεναριογράφο που αμείβονται με ποσοστό), ενώ η συμβολή τους ενσωματώνεται στο οπτικοακουστικό έργο, χωρίς να είναι δεκτική χωριστής εκμετάλλευσης. β) Τα προβλήματα που δημιουργεί η ισχύουσα νομοθεσία, θα έχουν σοβαρές επιπτώσεις στη διανομή των αμοιβών που προέρχονται από την εκμετάλλευση των οπτικοακουστικών έργων μέσω νέων τεχνολογιών (διαδίκτυο, δορυφορική – καλωδιακή και ψηφιακή τηλεόραση, εφαρμογές multimedia κλπ), καθιστώντας τελικά ασύμφορη την παραγωγική επένδυση. • Να ενταχθεί ο σεναριογράφος και ο συνθέτης μουσικής για τον κινηματογράφο στις διατάξεις των παρ. 1, 3 και 4 του άρθρου 34 του Ν. 2121/1993, που αφορούν το δικαίωμα εύλογης και χωριστής αμοιβής που οφείλει να καταβάλλει ο αντισυμβαλλόμενος για δικαιοπραξίες που αφορούν τη μεταβίβαση περιουσιακού δικαιώματος, ή εξουσιών από αυτό, την ανάθεση άδειας εκμετάλλευσης και γενικότερα, για κάθε εκμετάλλευση του οπτικοακουστικού έργου. Η αμοιβή αυτή να συμφωνείται υποχρεωτικά σε ορισμένο ποσοστό, το ύψος του οποίου να καθορίζεται ελεύθερα μεταξύ των συμβαλλομένων. • Δεδομένου πως, σύμφωνα με τα μέχρι ώρας ισχύοντα, οι δημιουργοί (σκηνοθέτες-σεναριογράφοι ) υφίστανται σε πολλές περιπτώσεις την επιβολή αμοιβής σε μορφή «κεφαλαιοποίησης», η οποία τους αποκλείει στην πράξη από την εκμετάλλευση του έργου τους, να ρυθμιστεί από το νόμο πως «κεφαλαιοποίηση» μπορεί να επιτρέπεται μόνο μέχρι το ήμισυ (50%) του συνόλου της αμοιβής. • Δεδομένου ότι, οι σεναριογράφοι και οι συνθέτες μουσικής για τον κινηματογράφο αντιμετωπίζουν την εναρμονισμένη πρακτική των ιδιωτικών καναλιών, τα οποία, στις συμβάσεις για τη μεταβίβαση του περιουσιακού δικαιώματος τους, συμπεριλαμβάνουν στην αρχική αμοιβή και το δικαίωμα επαναληπτικής μετάδοσης ενός έργου, χωρίς συνεπώς να καταβάλλουν πρόσθετη αμοιβή για τις επαναλήψεις, σύμφωνα με τα οριζόμενα στο άρθρο 35 του Ν. 2121/1993, να καθορισθεί σαφώς στο Νόμο ότι δεν δύναται να συμπεριλαμβάνεται στην αρχική αμοιβή η πρόσθετη αμοιβή των επαναλήψεων. ΠΡΟΤΑΣΗ: Με γνώμονα το παραπάνω σκεπτικό και` τις επιμέρους αναφορές μας, προτείνουμε την τροποποίηση του άρθρου 2 παρ. 6 του υπό ψήφιση νομοσχεδίου με αντίστοιχη τροποποίηση του άρθρου 9 του Ν. 2121/1993, με βάση το ισχύον γαλλικό δίκαιο περί πνευματικής ιδιοκτησίας, ως ακολούθως: «Συνδημιουργοί, εκτός αντίθετης αποδείξεως, ενός οπτικοακουστικού έργου θεωρούνται τα εξής πρόσωπα: o Ο σκηνοθέτης o Ο σεναριογράφος o Ο συνθέτης της μουσικής, που δημιουργήθηκε ειδικά για το έργο»