Η στρεβλή λειτουργία των επιχορηγήσεων, δεν μπορεί να λειτουργήσει ως αιτιολογία για την κατάργηση του θεσμού.
Αντιστοίχως, θεωρώ ότι δεν έχουν αντιληφθεί καν την ουσία του ζητήματος οι απόψεις που υποστηρίζουν ότι η πολιτεία δεν πρέπει να επιχορηγεί την τέχνη, αλλά αποκλειστικός κριτής πρέπει να είναι το "κοινό γούστο" ή η ιδιωτική πρωτοβουλία. Με αυτήν τη λογική, τα κοσμικά κέντρα της εθνικής οδού ή οι επιθεωρήσεις μπορούν άνετα να αυτοχρηματοδοτηθούν, ενώ οι παραστάσεις μιας όπερας του Βάγκνερ ή ενός θεατρικού του Σαίξπηρ δεν θα μπορούν ποτέ να ανέβουν, ελλείψει αρκετού "ενδιαφέροντος".
Κρίσιμο, κατά την άποψή μου, είναι να κρίνεται κατά πόσον μία παράσταση συνιστά συμβολή στην τέχνη και επιβάλλεται ή έστω δικαιολογείται να δοθεί πρόσβαση σε αυτήν στο κοινό, ακόμη και αν αυτό δεν είναι αρκετό για να την "αυτοχρηματοδοτήσει". Τέτοιες παραστάσεις πρέπει να παρέχουν κατ' αρχήν οι -ούτως ή άλλως χρηματοδοτούμενες- κρατικές σκηνές (ΕΘ, ΚΘΒΕ, ΕΛΣ κ.ο.κ.) και ακολούθως, (περιορισμένος κατ' ανάγκη) αριθμός ιδιωτικών σχημάτων.
Αντιθέτως, ο θεσμός της επιχορήγησης δεν πρέπει να λειτουργεί ως μέσο χρηματοδότησης ανθρώπων, το "προϊόν" των οποίων ούτε απήχηση στο κοινό έχει, ούτε ιδιαίτερη καλλιτεχνική αξία. Κάτι τέτοιο έχει συμβεί, δυστυχώς, κατά κόρον τα τελευταία χρόνια, οπότε ολιγάριθμες ομάδες, υπό το μανδύα της "πρωτοπορίας" διεκδικούν χρηματοδοτήσεις για εργασίες που δεν αξιολογούνται ευμενώς ούτε από το στενότερο κύκλο του "ειδικού" κοινού.
Το κατά πόσον ένα έργο ανήκει στη μία ή την άλλη κατηγορία είναι ζήτημα που πρέπει να επαφίεται στην κρίση ανθρώπων που έχουν τις γνώσεις, την πείρα και την ικανότητα ορθής κρίσης, πάντοτε με πρόβλεψη μηχανισμών ελέγχου του κρίνοντος και εκ των υστέρων ελέγχου-λογοδοσίας, όσων χρηματοδοτήθηκαν.
Ευνόητο είναι ότι σε συνθήκες οιονεί κρατικής χρεοκοπίας, τα σχετικά κονδύλια θα περιορισθούν δραστικά. Η ποσότητα των εκταμιευτέων δεν μεταβάλλει όμως τα κριτήρια της επιλογής.
Η στρεβλή λειτουργία των επιχορηγήσεων, δεν μπορεί να λειτουργήσει ως αιτιολογία για την κατάργηση του θεσμού. Αντιστοίχως, θεωρώ ότι δεν έχουν αντιληφθεί καν την ουσία του ζητήματος οι απόψεις που υποστηρίζουν ότι η πολιτεία δεν πρέπει να επιχορηγεί την τέχνη, αλλά αποκλειστικός κριτής πρέπει να είναι το "κοινό γούστο" ή η ιδιωτική πρωτοβουλία. Με αυτήν τη λογική, τα κοσμικά κέντρα της εθνικής οδού ή οι επιθεωρήσεις μπορούν άνετα να αυτοχρηματοδοτηθούν, ενώ οι παραστάσεις μιας όπερας του Βάγκνερ ή ενός θεατρικού του Σαίξπηρ δεν θα μπορούν ποτέ να ανέβουν, ελλείψει αρκετού "ενδιαφέροντος". Κρίσιμο, κατά την άποψή μου, είναι να κρίνεται κατά πόσον μία παράσταση συνιστά συμβολή στην τέχνη και επιβάλλεται ή έστω δικαιολογείται να δοθεί πρόσβαση σε αυτήν στο κοινό, ακόμη και αν αυτό δεν είναι αρκετό για να την "αυτοχρηματοδοτήσει". Τέτοιες παραστάσεις πρέπει να παρέχουν κατ' αρχήν οι -ούτως ή άλλως χρηματοδοτούμενες- κρατικές σκηνές (ΕΘ, ΚΘΒΕ, ΕΛΣ κ.ο.κ.) και ακολούθως, (περιορισμένος κατ' ανάγκη) αριθμός ιδιωτικών σχημάτων. Αντιθέτως, ο θεσμός της επιχορήγησης δεν πρέπει να λειτουργεί ως μέσο χρηματοδότησης ανθρώπων, το "προϊόν" των οποίων ούτε απήχηση στο κοινό έχει, ούτε ιδιαίτερη καλλιτεχνική αξία. Κάτι τέτοιο έχει συμβεί, δυστυχώς, κατά κόρον τα τελευταία χρόνια, οπότε ολιγάριθμες ομάδες, υπό το μανδύα της "πρωτοπορίας" διεκδικούν χρηματοδοτήσεις για εργασίες που δεν αξιολογούνται ευμενώς ούτε από το στενότερο κύκλο του "ειδικού" κοινού. Το κατά πόσον ένα έργο ανήκει στη μία ή την άλλη κατηγορία είναι ζήτημα που πρέπει να επαφίεται στην κρίση ανθρώπων που έχουν τις γνώσεις, την πείρα και την ικανότητα ορθής κρίσης, πάντοτε με πρόβλεψη μηχανισμών ελέγχου του κρίνοντος και εκ των υστέρων ελέγχου-λογοδοσίας, όσων χρηματοδοτήθηκαν. Ευνόητο είναι ότι σε συνθήκες οιονεί κρατικής χρεοκοπίας, τα σχετικά κονδύλια θα περιορισθούν δραστικά. Η ποσότητα των εκταμιευτέων δεν μεταβάλλει όμως τα κριτήρια της επιλογής.