Ξεκινώ με μια απορία: πως μπορεί να τίθεται σε διαβούλευση η όποια τροποποίηση του θεσμού των επιχορηγήσεων προς το ελεύθερο (sic!) Θέατρο, όταν απουσιάζει η βάση του, δηλαδή η χάραξη ενός στρατηγικού σχεδιασμού της εθνικής πολιτικής για το Θέατρο και τις παραστατικές τέχνες στο σύνολό τους;
Μερικές αλήθειες / διαπιστώσεις που φαίνεται να απουσιάζουν από τη διαβούλευση (ελπίζοντας ειλικρινά ότι δεν απουσιάζουν από την όποια προεργασία της Ομάδας Εργασίας του Υπουργείου – μιας Ομάδας που για άλλη μια φορά, έστω και άμισθα, συγκροτήθηκε χωρίς καμιά διαφάνεια ή προκήρυξη ή πρόσκληση ενδιαφέροντος από πλευράς Υπουργείου;;):
Ήδη από το 1968, ο αμερικάνος οικονομολόγος W.J.Beaumol, στο βιβλίο του “Performing Arts, the economic dilemma. A Study of problems common to theatre, opera, music and dance” (M.I.T. Press 1968), που σίγουρα δεν μπορεί να κατηγορηθεί για νέο-μαρξιστική θεώρηση της οικονομίας, απέδειξε οριστικά με επιστημονικό τρόπο ότι η μη-συμμετοχή του κράτους στην παραγωγή παραστατικών τεχνών με την μορφή επιχορήγησής τους θα σήμαινε οριστικά την μετατροπή τους σε αποκλειστικό προϊόν εμπορικής μαζικής διασκέδασης, το τέλος κάθε καλλιτεχνικής δημιουργίας και έρευνας, την υποδούλωση του θεάτρου στις επιταγές του σταρ-σύστεμ που υπαγορεύονται από την τηλεόραση και άλλα πολλά. Ο Γάλλος καθηγητής οικονομικών επιστημών του Πανεπιστημίου της Σορβόννης, Dominique Leroy, στην μελέτη για την «οικονομία των παραστατικών τεχνών» (“Economie des Arts du spectacle vivant” , Economica, 1980), εξετάζει την ιστορία της συμμετοχής του κράτους στην παραγωγή Τέχνης και αναλύει τα προβλήματα σε σχέση με την γαλλική οικονομία, καταλήγοντας στην επιτακτική ανάγκη στρατηγικού σχεδιασμού της κρατικής πολιτικής στήριξης της καλλιτεχνικής δημιουργίας, ως μέρος της πολιτισμικής ταυτότητας της χώρας, ως αδιαμφισβήτητου αγαθού που κάθε σύγχρονο ευρωπαϊκό κράτος οφείλει να προσφέρει στους πολίτες του, παράλληλα με την δωρεάν παιδεία και την δωρεάν υγεία.
Επειδή στην Τέχνη δεν είναι δυνατόν να συμφωνηθούν κριτήρια ποιότητας, ούτε ως προς τις προτάσεις των θεάτρων / σχημάτων, ούτε ως προς το αποτέλεσμα της δουλειάς τους (ποιος σοφός αλήθεια και με ποια κριτήρια θα αποφάσιζε αν «άξιζε» η συγκεκριμένη παράσταση;), ούτε φυσικά μπορούν να εφαρμοστούν λαϊκίστικα κριτήρια «εμπορικής επιτυχίας» (που έχουν να κάνουν σχεδόν αποκλειστικά με το πόσα χρήματα και μέσα χρησιμοποιήθηκαν στην διαφήμιση/προβολή της παράστασης και ελάχιστα με την ποιότητα του αποτελέσματος), θα πρέπει επιτέλους να μιλήσουμε και να συμφωνήσουμε σε τεχνοκρατικά κριτήρια της όποιας καλλιτεχνικής παραγωγής.
Επίσης, αντί της επιχορήγησης προσώπων ή σχημάτων, πάντα στο πλαίσιο μιας εθνικής στρατηγικής για τις παραστατικές τέχνες που ορίζει τους στόχους και ως προς την αποκέντρωση και ως προς την εξαγωγή στο εξωτερικό της παραγόμενης καλλιτεχνικής δημιουργίας, το βάρος θα πρέπει να δοθεί στην χρηματοδότηση υποδομών, προσβάσιμων σε όλους με ξεκάθαρους και διαφανείς όρους συμμετοχής και λειτουργίας, όπου θα παράγεται μια πληθώρα νέων προτάσεων και όπου θα μπορούν να εφαρμοστούν καινοτόμες και χαμηλού κόστους συνέργειες που θα στηρίξουν ουσιαστικά τη νέα (και όχι αποκλειστικά «νεανική») δημιουργία.
Επίσης δεν μπορούν να εφαρμόζονται κοινές πολιτικές επιχορήγησης για τις ελεύθερες ομάδες ή/και μεμονωμένους δημιουργούς και για τα Θέατρα (εξαιρώ τα εμπορικά που βρίσκονται πλέον όλα στην ιδιοκτησία δύο συγκεκριμένων επιχειρηματικών ομίλων και λειτουργούν με κριτήρια show business) που έχουν μακρόχρονη παρουσία και πορεία στο θεατρικό γίγνεσθαι της χώρας μας. Αυτά θα πρέπει να επιχορηγούνται ως θεσμοί, μεσοπρόθεσμα και όχι ετήσια, με όρους διαφάνειας και οικονομοτεχνικά κριτήρια (αριθμός παραγωγών ανά σαιζόν, αριθμός απασχολούμενων καλλιτεχνών, μεσοπρόθεσμος προγραμματισμός π.χ. τριετίας, τήρηση χρονοδιαγραμμάτων προγραμματισμού, υποχρεώσεις απόδοσης πεπραγμένων και οικονομικού σχεδιασμού, αντανάκλασης της επιχορήγησης στην πολιτική των τιμών των εισιτηρίων κλπ.) και να είναι οι υποχρεώσεις τους ανάλογες με το ύψος της επιχορήγησης (δεν μπορεί π.χ. το Υπουργείο να ζητήσει από τα θέατρα να πραγματοποιούν περιοδείες στην επαρχία, στο πλαίσιο της αποκέντρωσης, όταν η επιχορήγηση που θα λαμβάνει το συγκεκριμένο θέατρο δεν θα καλύπτει ούτε τα έξοδα που αναλογούν σε μία παραγωγή του μέσα στη σαιζόν). Στο πλαίσιο αυτό μπορεί να αναθεωρηθεί και η νομική υπόσταση των συγκεκριμένων θεάτρων και να ξεφύγουμε επιτέλους από την τραγελαφική ιστορία των Αστικών μη κερδοσκοπικών εταιρειών.
Στο πλαίσιο της επιχορήγησης υποδομών αντί προσώπων ή σχημάτων, μπορούν να δημιουργηθούν και υποδομές που θα ρίχνουν το κόστος της δημιουργίας παραγωγών και θα δίνουν την δυνατότητα συμμετοχής στον ιδιωτικό τομέα με τη μορφή της χορηγίας σε είδος. Χαρακτηριστικό παράδειγμα η πετυχημένη λειτουργία ανάλογων υποδομών στο εξωτερικό, όπως του ‘materials for the Arts’ στη Νέα Υόρκη, όπου με συγκεκριμένα κριτήρια (που αποκλείουν την πρόσβαση σε αυτή των εμπορικών σχημάτων) οι ομάδες ελεύθερου θεάτρου και χορού μπορούν να προμηθεύονται κάθε είδους υλικά για τις παραστάσεις τους, από υφάσματα για τα κουστούμια μέχρι υλικά για τα σκηνικά, μέχρι κάθε λογής αντικείμενα φροντιστηρίου, δωρεάν, αφού αυτά προέρχονται από χορηγίες σε είδος – ρετάλια – ιδιωτών χορηγών. Κόστος της υποδομής; Μια μεγάλη αποθήκη με 3 αποθηκάριους!!
Και μια παρατήρηση για το τέλος: πολλά από τα σχόλια που περιέχονται στη διαβούλευση καταδεικνύουν την παντελή έλλειψη πληροφόρησης για τις βασικές συνιστώσες του θέματος, δηλαδή για την «ταμπακιέρα». Θα ήταν πολύ πιο γόνιμο, εάν στο βασικό κείμενο θέσεων του Υπουργείου αναγράφονταν κάποια απλά στατιστικά δεδομένα όπως π.χ. το ύψος του ποσού που διατίθετο ως τώρα ανά έτος στο ελεύθερο θέατρο και η συγκριτική παράθεση των ποσών που διατέθηκαν στην ερασιτεχνική δραστηριότητα κάθε μορφής συλλόγων ανά την επικράτεια, τα ποσά που διατίθενται στους κρατικούς θεσμούς (Εθνικό Θέατρο, Ελληνικό Φεστιβάλ, Λυρική Σκηνή, Μέγαρο Μουσικής κλπ.), έτσι ώστε να σταματήσει και το αστείο περί κρατικοδίαιτου πολιτισμού και οι φωνές υπέρ της κατάργησης κάθε κρατικής επιχορήγησης στο όνομα της κρίσης. Κρατικοδίαιτος ήταν και είναι όχι ο πολιτισμός ή η παραγωγή Τέχνης στην Ελλάδα, αλλά ο πελατειακός και προσχηματικός τρόπος οικονομικής ενίσχυσης του ερασιτεχνισμού με την μορφή όλων αυτών των απίθανων «πολιτιστικών» συλλόγων, σωματείων κλπ. που ποτέ δεν μπήκε στη συζήτηση περί κριτηρίων και καλύπτεται από το πέπλο της δήθεν οικονομικής ενίσχυσης της «πολιτιστικής κληρονομιάς». Όσοι λοιπόν ψάχνουν για ημέτερους ας τους αναζητήσουν καλύτερα εκεί που υπάρχουν και εξακολουθούν, παρά την όποια κρίση να ανθίζουν και ας πάψουν να υποβαθμίζουν το θέατρο, έναν από τους τελευταίους χώρους ζωντανής ζύμωσης ιδεών και αμφισβήτησης των επικρατουσών κοινωνικών παραδοχών, δηλαδή, ζωντανής άσκησης πολιτικής σκέψης.
Ξεκινώ με μια απορία: πως μπορεί να τίθεται σε διαβούλευση η όποια τροποποίηση του θεσμού των επιχορηγήσεων προς το ελεύθερο (sic!) Θέατρο, όταν απουσιάζει η βάση του, δηλαδή η χάραξη ενός στρατηγικού σχεδιασμού της εθνικής πολιτικής για το Θέατρο και τις παραστατικές τέχνες στο σύνολό τους; Μερικές αλήθειες / διαπιστώσεις που φαίνεται να απουσιάζουν από τη διαβούλευση (ελπίζοντας ειλικρινά ότι δεν απουσιάζουν από την όποια προεργασία της Ομάδας Εργασίας του Υπουργείου – μιας Ομάδας που για άλλη μια φορά, έστω και άμισθα, συγκροτήθηκε χωρίς καμιά διαφάνεια ή προκήρυξη ή πρόσκληση ενδιαφέροντος από πλευράς Υπουργείου;;): Ήδη από το 1968, ο αμερικάνος οικονομολόγος W.J.Beaumol, στο βιβλίο του “Performing Arts, the economic dilemma. A Study of problems common to theatre, opera, music and dance” (M.I.T. Press 1968), που σίγουρα δεν μπορεί να κατηγορηθεί για νέο-μαρξιστική θεώρηση της οικονομίας, απέδειξε οριστικά με επιστημονικό τρόπο ότι η μη-συμμετοχή του κράτους στην παραγωγή παραστατικών τεχνών με την μορφή επιχορήγησής τους θα σήμαινε οριστικά την μετατροπή τους σε αποκλειστικό προϊόν εμπορικής μαζικής διασκέδασης, το τέλος κάθε καλλιτεχνικής δημιουργίας και έρευνας, την υποδούλωση του θεάτρου στις επιταγές του σταρ-σύστεμ που υπαγορεύονται από την τηλεόραση και άλλα πολλά. Ο Γάλλος καθηγητής οικονομικών επιστημών του Πανεπιστημίου της Σορβόννης, Dominique Leroy, στην μελέτη για την «οικονομία των παραστατικών τεχνών» (“Economie des Arts du spectacle vivant” , Economica, 1980), εξετάζει την ιστορία της συμμετοχής του κράτους στην παραγωγή Τέχνης και αναλύει τα προβλήματα σε σχέση με την γαλλική οικονομία, καταλήγοντας στην επιτακτική ανάγκη στρατηγικού σχεδιασμού της κρατικής πολιτικής στήριξης της καλλιτεχνικής δημιουργίας, ως μέρος της πολιτισμικής ταυτότητας της χώρας, ως αδιαμφισβήτητου αγαθού που κάθε σύγχρονο ευρωπαϊκό κράτος οφείλει να προσφέρει στους πολίτες του, παράλληλα με την δωρεάν παιδεία και την δωρεάν υγεία. Επειδή στην Τέχνη δεν είναι δυνατόν να συμφωνηθούν κριτήρια ποιότητας, ούτε ως προς τις προτάσεις των θεάτρων / σχημάτων, ούτε ως προς το αποτέλεσμα της δουλειάς τους (ποιος σοφός αλήθεια και με ποια κριτήρια θα αποφάσιζε αν «άξιζε» η συγκεκριμένη παράσταση;), ούτε φυσικά μπορούν να εφαρμοστούν λαϊκίστικα κριτήρια «εμπορικής επιτυχίας» (που έχουν να κάνουν σχεδόν αποκλειστικά με το πόσα χρήματα και μέσα χρησιμοποιήθηκαν στην διαφήμιση/προβολή της παράστασης και ελάχιστα με την ποιότητα του αποτελέσματος), θα πρέπει επιτέλους να μιλήσουμε και να συμφωνήσουμε σε τεχνοκρατικά κριτήρια της όποιας καλλιτεχνικής παραγωγής. Επίσης, αντί της επιχορήγησης προσώπων ή σχημάτων, πάντα στο πλαίσιο μιας εθνικής στρατηγικής για τις παραστατικές τέχνες που ορίζει τους στόχους και ως προς την αποκέντρωση και ως προς την εξαγωγή στο εξωτερικό της παραγόμενης καλλιτεχνικής δημιουργίας, το βάρος θα πρέπει να δοθεί στην χρηματοδότηση υποδομών, προσβάσιμων σε όλους με ξεκάθαρους και διαφανείς όρους συμμετοχής και λειτουργίας, όπου θα παράγεται μια πληθώρα νέων προτάσεων και όπου θα μπορούν να εφαρμοστούν καινοτόμες και χαμηλού κόστους συνέργειες που θα στηρίξουν ουσιαστικά τη νέα (και όχι αποκλειστικά «νεανική») δημιουργία. Επίσης δεν μπορούν να εφαρμόζονται κοινές πολιτικές επιχορήγησης για τις ελεύθερες ομάδες ή/και μεμονωμένους δημιουργούς και για τα Θέατρα (εξαιρώ τα εμπορικά που βρίσκονται πλέον όλα στην ιδιοκτησία δύο συγκεκριμένων επιχειρηματικών ομίλων και λειτουργούν με κριτήρια show business) που έχουν μακρόχρονη παρουσία και πορεία στο θεατρικό γίγνεσθαι της χώρας μας. Αυτά θα πρέπει να επιχορηγούνται ως θεσμοί, μεσοπρόθεσμα και όχι ετήσια, με όρους διαφάνειας και οικονομοτεχνικά κριτήρια (αριθμός παραγωγών ανά σαιζόν, αριθμός απασχολούμενων καλλιτεχνών, μεσοπρόθεσμος προγραμματισμός π.χ. τριετίας, τήρηση χρονοδιαγραμμάτων προγραμματισμού, υποχρεώσεις απόδοσης πεπραγμένων και οικονομικού σχεδιασμού, αντανάκλασης της επιχορήγησης στην πολιτική των τιμών των εισιτηρίων κλπ.) και να είναι οι υποχρεώσεις τους ανάλογες με το ύψος της επιχορήγησης (δεν μπορεί π.χ. το Υπουργείο να ζητήσει από τα θέατρα να πραγματοποιούν περιοδείες στην επαρχία, στο πλαίσιο της αποκέντρωσης, όταν η επιχορήγηση που θα λαμβάνει το συγκεκριμένο θέατρο δεν θα καλύπτει ούτε τα έξοδα που αναλογούν σε μία παραγωγή του μέσα στη σαιζόν). Στο πλαίσιο αυτό μπορεί να αναθεωρηθεί και η νομική υπόσταση των συγκεκριμένων θεάτρων και να ξεφύγουμε επιτέλους από την τραγελαφική ιστορία των Αστικών μη κερδοσκοπικών εταιρειών. Στο πλαίσιο της επιχορήγησης υποδομών αντί προσώπων ή σχημάτων, μπορούν να δημιουργηθούν και υποδομές που θα ρίχνουν το κόστος της δημιουργίας παραγωγών και θα δίνουν την δυνατότητα συμμετοχής στον ιδιωτικό τομέα με τη μορφή της χορηγίας σε είδος. Χαρακτηριστικό παράδειγμα η πετυχημένη λειτουργία ανάλογων υποδομών στο εξωτερικό, όπως του ‘materials for the Arts’ στη Νέα Υόρκη, όπου με συγκεκριμένα κριτήρια (που αποκλείουν την πρόσβαση σε αυτή των εμπορικών σχημάτων) οι ομάδες ελεύθερου θεάτρου και χορού μπορούν να προμηθεύονται κάθε είδους υλικά για τις παραστάσεις τους, από υφάσματα για τα κουστούμια μέχρι υλικά για τα σκηνικά, μέχρι κάθε λογής αντικείμενα φροντιστηρίου, δωρεάν, αφού αυτά προέρχονται από χορηγίες σε είδος – ρετάλια – ιδιωτών χορηγών. Κόστος της υποδομής; Μια μεγάλη αποθήκη με 3 αποθηκάριους!! Και μια παρατήρηση για το τέλος: πολλά από τα σχόλια που περιέχονται στη διαβούλευση καταδεικνύουν την παντελή έλλειψη πληροφόρησης για τις βασικές συνιστώσες του θέματος, δηλαδή για την «ταμπακιέρα». Θα ήταν πολύ πιο γόνιμο, εάν στο βασικό κείμενο θέσεων του Υπουργείου αναγράφονταν κάποια απλά στατιστικά δεδομένα όπως π.χ. το ύψος του ποσού που διατίθετο ως τώρα ανά έτος στο ελεύθερο θέατρο και η συγκριτική παράθεση των ποσών που διατέθηκαν στην ερασιτεχνική δραστηριότητα κάθε μορφής συλλόγων ανά την επικράτεια, τα ποσά που διατίθενται στους κρατικούς θεσμούς (Εθνικό Θέατρο, Ελληνικό Φεστιβάλ, Λυρική Σκηνή, Μέγαρο Μουσικής κλπ.), έτσι ώστε να σταματήσει και το αστείο περί κρατικοδίαιτου πολιτισμού και οι φωνές υπέρ της κατάργησης κάθε κρατικής επιχορήγησης στο όνομα της κρίσης. Κρατικοδίαιτος ήταν και είναι όχι ο πολιτισμός ή η παραγωγή Τέχνης στην Ελλάδα, αλλά ο πελατειακός και προσχηματικός τρόπος οικονομικής ενίσχυσης του ερασιτεχνισμού με την μορφή όλων αυτών των απίθανων «πολιτιστικών» συλλόγων, σωματείων κλπ. που ποτέ δεν μπήκε στη συζήτηση περί κριτηρίων και καλύπτεται από το πέπλο της δήθεν οικονομικής ενίσχυσης της «πολιτιστικής κληρονομιάς». Όσοι λοιπόν ψάχνουν για ημέτερους ας τους αναζητήσουν καλύτερα εκεί που υπάρχουν και εξακολουθούν, παρά την όποια κρίση να ανθίζουν και ας πάψουν να υποβαθμίζουν το θέατρο, έναν από τους τελευταίους χώρους ζωντανής ζύμωσης ιδεών και αμφισβήτησης των επικρατουσών κοινωνικών παραδοχών, δηλαδή, ζωντανής άσκησης πολιτικής σκέψης.