Ο λόγος για τον οποίο το Υπουργείο επέβαλλε μέχρι τώρα την κατάθεση αιτήσεων για επιχορηγήσεις μόνο από ΝΠΔΔ, ΝΠΙΔ, σωματεία και αστικές μη κερδοσκοπικές ήταν γιατί υπήρχε η αναγκαστική διάκριση ανάμεσα στο εμπορικό και το ελεύθερο θέατρο (ώστε τα χρήματα μιας επιχορήγησης να μην πηγάινουν σε μια εμπορική εταιρία) αλλά και η στρεβλή αντίληψη ότι τα χρήματα που δίνει το κράτος σε μια παράσταση ερευνητικού θεάτρου δεν πρέπει να αποφέρουν κέρδος στα μέλη της εταιρίας. Άρα το ζήτημα ήταν το οικονομικό κέρδος. Αλλά αυτό ήταν το αποτέλεσμα του ασαφούς προσδιορισμού του ρόλου των επιχορηγήσεων. Φυσικά το καλύτερο είναι να παρέχεται δωρεάν η υποστήριξη του κράτους στην τέχνη και αυτό να είναι συνδεδεμένο με μια πολιτική κοινωνικού κράτους, που παρέχει στους πολίτες του μεταξύ άλλων και αυτή την υπηρεσία για το καλό, την ανάπτυξη και την ευημερία της κοινωνίας. Αλλά επειδή είναι υποκριτικό αυτή τη στιγμή να ζητάμε από τους καλλιτέχνες να ζουν και να εργάζονται σε ένα διαφορετικό πλαίσιο από αυτό που πραγματικά ισχύει, με τραγικές αντιφάσεις στο τι τους ζητάμε να κάνουν με αυτά τα χρήματα και τι υποχρεώνονται τελικά να κάνουν από το οικονομικό σύστημα μέσα στο οποίο πρέπει να λειτουργήσουν για να παραγάγουν το έργο τους, είναι ανάγκη να εξορθολογιστεί το πλαίσιο που καθορίζει ποιος έχει δικαίωμα να αιτηθεί επιχορήγησης αλλά και το πλαίσιο που διέπει τις ίδιες τις αστικές μη κερδοσκοπικές.
Η καθιέρωση της δυνατότητας υποβολής αιτήσεων από φυσικά πρόσωπα είναι κάτι αυτονόητο, το οποίο συνάδει και με τα συστήματα υποβολής αιτήσεων στην Ευρωπαϊκή Ένωση και με το φορολογικό σύστημα στην Ελλάδα. Το φυσικό πρόσωπο που έχει δηλώσει ως επάγγελμα ένα σχετικό με το χώρο ελεύθερο επάγγελμα, θεωρείται από τον νόμο ότι έχει "ατομική επιχείρηση" και μπορεί να προσλάβει συνεργάτες, υποχρεούται να τους ασφαλίσει και γενικά μπορεί να αναλάβει ένα καλλιτεχνικό έργο όπως ακριβώς και μια εταιρία (ειδικά στην περίπτωση του επαγγέλματος του σκηνοθέτη ή του χορογράφου). Το σύστημα επιχορηγήσεων που υπήρχε από την εποχή της υπουργίας του Θάνου Μικρούτσικου μέχρι το 2007 ευνοούσε την συσπείρωση των καλλιτεχνών σε ομάδες και σε μερικές μάλιστα περιπτώσεις μπορούσε να χρηματοδοτήσει λειτουργικά τους έξοδα, με στόχο τη σταθερή σύνθεση των ομάδων και την εξασφάλιση των καλλιτεχνών (κυρίως ως προς την ασφάλιση και τη σταθερότητα των εισοδημάτων τους). Σίγουρα αυτό ήταν τότε μια πολύ σωστή βάση για να καθορίζονται τα πλαίσια του συστήματος. Σήμερα ωστόσο είναι ανεφάρμοστο. Ούτως ή άλλως η ίδια η εξέλιξη των πραγμάτων επιβάλλει το άνοιγμα των δυνατοτήτων για μεμονωμένους καλλιτέχνες που θέλουν να δημιουργούν ελεύθερα με διαφορετικά σχήματα. Η κινητικότητα των καλλιτεχνών είναι σήμερα μια αδιαμφισβήτητη πραγματικότητα που θα πρέπει το σύστημα να αποδεχθεί και να βρει τους τρόπους να την ενισχύσει. Η νομοθεσία πρέπει να καθορίσει πώς θα διασφαλίζονται τα δικαιώματα των συνεργατών και των καλλιτεχνών.
Η γνωμοδοτική επιτροπή χορού του ΕΚΕΘΕΧ, μετά από έρευνα με τη βοήθεια έμπειρων νομικών, είχε προτείνει και είχε καταφέρει να καθιερώσει τη δυνατότητα υποβολής αιτήσεων και από μεμονωμένα φυσικά πρόσωπα για την περίοδο 2008-2010. Η δυνατότητα αυτή λειτούργησε όσο τα χρήματα εκταμιεύονταν από το ΕΚΕΘΕΧ. Όπως αναφέρει και άλλος σχολιαστής, την τελευταία περίοδο, που τα αποτελέσματα ανακοινώθηκαν σύμφωνα με την προκήρυξη, αλλά τα χρήματα εκταμιεύθηκαν από το Υπουργείο, επιβλήθηκε στους καλλιτέχνες που είχαν επιχορηγηθεί ως φυσικά πρόσωπα να ιδρύσουν αστικές μη κερδοσκοπικές εταιρίες με διακριτικό τίτλο το όνομά τους (π.χ. Αστική Μη Κερδοσκοπική Εταιρία Γιάννης Παπαδόπουλος) για να μπορέσουν να πάρουν τα χρήματά τους, κάτι το οποίο προφανώς εφευρέθηκε ως νομότυπη λύση, αλλά αντίκειται στην όλη σύλληψη μιας αστικής μη κερδοσκοπικής εταιρίας.
Ακόμα βέβαια και αν θεωρήσουμε δεδομένο το ότι πρέπει να μπορούν οι καλλιτέχνες να αιτούνται επιχορήγησης ως φυσικά πρόσωπα, θα έχουμε να αντιμετωπίσουμε άλλα ζητήματα όπως το πώς ορίζεται η έννοια του καλλιτέχνη που ζει και εργάζεται σε μια χώρα (αν είναι υπήκοος άλλης χώρας θα μπορεί να αιτηθεί; τι αποδείξεις χρειάζονται;) ή πώς ορίζεται ο έλληνας καλλιτέχνης (δηλαδή ένας έλληνας καλλιτέχνης που ζει και εργάζεται σε άλλη χώρα δεν μπορεί να αιτηθεί επιχορήγησης από το Υπουργείο της πατρίδας του;). Πολλές φορές, τόσο οι διεθνείς καλλιτέχνες που ζουν και εργάζονται στην καλλιτεχνική σκηνή μιας χώρας όσο και οι καλλιτέχνες της που ζουν σε άλλες χώρες είναι από τις πιο δυναμικές παρουσίες. Θα πρέπει να καταλήξουμε, αυτούς θέλουμε να τους περιλάβουμε ή να τους εξαιρέσουμε; Και αυτό θα πρέπει να γίνει κοιτάζοντας μακριά προς το μέλλον.
Ωστόσο, το πρόβλημα δεν είναι τόσο αν θα θεσμοθετηθεί αργά ή γρήγορα η δυνατότητα ενός ελεύθερου επαγγελματία να αιτείται επιχορήγησης, αλλά τι θα γίνει με τις εταιρίες. Όσο φοβόμαστε να κατονομάσουμε την οικονομική πλευρά που ενέχεται σε μια παράστασης ζωντανού θεάματος, ενώ ταυτόχρονα της ζητάμε να σταθεί στα πόσδια της οικονομικά, τόσο θα βρίσκουμε μποροστά μας όλα τα ανήκουστα που συμβαίνουν μόνο στην Ελλάδα, όπως ότι ο καλλιτέχνης δεν μπορεί παρά να είναι ο διαχειριστής της ΑΜΚΕ γιατί πρέπει να υπογράφει, αλλά ο διαχειριστής δεν πρέπει να πληρώνεται για τις υπηρεσίες του γιατί αυτό δεν θεωρείται έξοδο, άρα παραμένει στα κέρδη και φορολογείται. Σημειωτέον ότι ο ίδιος ο νόμος που διέπει τις ΑΜΚΕ φορολογεί με υψηλά ποσοστά τα κέρδη, γιατί θεωρεί ότι τα κέρδη δεν πρέπει να μένουν αδρανή ως χρήματα, αλλά ότι η ΑΜΚΕ πρέπει να τα επενδύει σε περιουσιακά στοιχεία που θα τη βοηθήσουν να διεκπεραιώνει τους στόχους της. Η δαιμονοποίηση της εμπορικής εταιρίας έχει ως αποτέλεσμα την καθήλωση των θεατρικών σχημάτων σε επίπεδα αδυναμίας αντιμετώπισης μιας παραγωγής με σοβαρότητα και υπευθυνότητα. Σε όλη την Ευρώπη υπάρχουν γραφεία παραγωγής και διακίνησης θεαμάτων καλλιτεχνικής ποιότητας, τα οποία και επιχορηγήσεις δέχονται και στηρίζουν την καλλιτεχνική παραγωγή ερευνητικού θεάματος. Κι αν αυτές οι εταιρίες βγάλουν τα χρήματα που χρειάζονται για να τρέξουν σωστά μια παραγωγή, να πληρωθούν σωστά όλοι οι συντελεστές και να επενδύσουν κάποια κέρδη σε ακόμα πιο νέους καλλιτέχνες, πού είναι το μεμπτό;
Αν τα ποσά της επιχορήγησης διατηρούνται σε λογικά επίπεδα, αν οι προϋπολογισμοί και οι απολογισμοί είναι διαφανείς, ποιος είναι ο λόγος να φοβόμαστε να παραδεχτούμε ότι από μια καλή παράσταση μπορεί να βγει και κάποιο οικονομικό κέρδος; Η συμμετοχή του κράτους ως συμπαραγωγού και όχι ως μαικήνα θα ωθήσει τα πράγματα προς συγκεκριμένες λύσεις. Αν πάλι επιλεγεί το μοντέλο του μαικήνα, ας γίνει τότε σωστά και ας παρέχει τη δυνατότητα στους καλλιτέχνες να εργάζονται και να αμείβονται ανάλογα με τον κόπο τους.
Ο λόγος για τον οποίο το Υπουργείο επέβαλλε μέχρι τώρα την κατάθεση αιτήσεων για επιχορηγήσεις μόνο από ΝΠΔΔ, ΝΠΙΔ, σωματεία και αστικές μη κερδοσκοπικές ήταν γιατί υπήρχε η αναγκαστική διάκριση ανάμεσα στο εμπορικό και το ελεύθερο θέατρο (ώστε τα χρήματα μιας επιχορήγησης να μην πηγάινουν σε μια εμπορική εταιρία) αλλά και η στρεβλή αντίληψη ότι τα χρήματα που δίνει το κράτος σε μια παράσταση ερευνητικού θεάτρου δεν πρέπει να αποφέρουν κέρδος στα μέλη της εταιρίας. Άρα το ζήτημα ήταν το οικονομικό κέρδος. Αλλά αυτό ήταν το αποτέλεσμα του ασαφούς προσδιορισμού του ρόλου των επιχορηγήσεων. Φυσικά το καλύτερο είναι να παρέχεται δωρεάν η υποστήριξη του κράτους στην τέχνη και αυτό να είναι συνδεδεμένο με μια πολιτική κοινωνικού κράτους, που παρέχει στους πολίτες του μεταξύ άλλων και αυτή την υπηρεσία για το καλό, την ανάπτυξη και την ευημερία της κοινωνίας. Αλλά επειδή είναι υποκριτικό αυτή τη στιγμή να ζητάμε από τους καλλιτέχνες να ζουν και να εργάζονται σε ένα διαφορετικό πλαίσιο από αυτό που πραγματικά ισχύει, με τραγικές αντιφάσεις στο τι τους ζητάμε να κάνουν με αυτά τα χρήματα και τι υποχρεώνονται τελικά να κάνουν από το οικονομικό σύστημα μέσα στο οποίο πρέπει να λειτουργήσουν για να παραγάγουν το έργο τους, είναι ανάγκη να εξορθολογιστεί το πλαίσιο που καθορίζει ποιος έχει δικαίωμα να αιτηθεί επιχορήγησης αλλά και το πλαίσιο που διέπει τις ίδιες τις αστικές μη κερδοσκοπικές. Η καθιέρωση της δυνατότητας υποβολής αιτήσεων από φυσικά πρόσωπα είναι κάτι αυτονόητο, το οποίο συνάδει και με τα συστήματα υποβολής αιτήσεων στην Ευρωπαϊκή Ένωση και με το φορολογικό σύστημα στην Ελλάδα. Το φυσικό πρόσωπο που έχει δηλώσει ως επάγγελμα ένα σχετικό με το χώρο ελεύθερο επάγγελμα, θεωρείται από τον νόμο ότι έχει "ατομική επιχείρηση" και μπορεί να προσλάβει συνεργάτες, υποχρεούται να τους ασφαλίσει και γενικά μπορεί να αναλάβει ένα καλλιτεχνικό έργο όπως ακριβώς και μια εταιρία (ειδικά στην περίπτωση του επαγγέλματος του σκηνοθέτη ή του χορογράφου). Το σύστημα επιχορηγήσεων που υπήρχε από την εποχή της υπουργίας του Θάνου Μικρούτσικου μέχρι το 2007 ευνοούσε την συσπείρωση των καλλιτεχνών σε ομάδες και σε μερικές μάλιστα περιπτώσεις μπορούσε να χρηματοδοτήσει λειτουργικά τους έξοδα, με στόχο τη σταθερή σύνθεση των ομάδων και την εξασφάλιση των καλλιτεχνών (κυρίως ως προς την ασφάλιση και τη σταθερότητα των εισοδημάτων τους). Σίγουρα αυτό ήταν τότε μια πολύ σωστή βάση για να καθορίζονται τα πλαίσια του συστήματος. Σήμερα ωστόσο είναι ανεφάρμοστο. Ούτως ή άλλως η ίδια η εξέλιξη των πραγμάτων επιβάλλει το άνοιγμα των δυνατοτήτων για μεμονωμένους καλλιτέχνες που θέλουν να δημιουργούν ελεύθερα με διαφορετικά σχήματα. Η κινητικότητα των καλλιτεχνών είναι σήμερα μια αδιαμφισβήτητη πραγματικότητα που θα πρέπει το σύστημα να αποδεχθεί και να βρει τους τρόπους να την ενισχύσει. Η νομοθεσία πρέπει να καθορίσει πώς θα διασφαλίζονται τα δικαιώματα των συνεργατών και των καλλιτεχνών. Η γνωμοδοτική επιτροπή χορού του ΕΚΕΘΕΧ, μετά από έρευνα με τη βοήθεια έμπειρων νομικών, είχε προτείνει και είχε καταφέρει να καθιερώσει τη δυνατότητα υποβολής αιτήσεων και από μεμονωμένα φυσικά πρόσωπα για την περίοδο 2008-2010. Η δυνατότητα αυτή λειτούργησε όσο τα χρήματα εκταμιεύονταν από το ΕΚΕΘΕΧ. Όπως αναφέρει και άλλος σχολιαστής, την τελευταία περίοδο, που τα αποτελέσματα ανακοινώθηκαν σύμφωνα με την προκήρυξη, αλλά τα χρήματα εκταμιεύθηκαν από το Υπουργείο, επιβλήθηκε στους καλλιτέχνες που είχαν επιχορηγηθεί ως φυσικά πρόσωπα να ιδρύσουν αστικές μη κερδοσκοπικές εταιρίες με διακριτικό τίτλο το όνομά τους (π.χ. Αστική Μη Κερδοσκοπική Εταιρία Γιάννης Παπαδόπουλος) για να μπορέσουν να πάρουν τα χρήματά τους, κάτι το οποίο προφανώς εφευρέθηκε ως νομότυπη λύση, αλλά αντίκειται στην όλη σύλληψη μιας αστικής μη κερδοσκοπικής εταιρίας. Ακόμα βέβαια και αν θεωρήσουμε δεδομένο το ότι πρέπει να μπορούν οι καλλιτέχνες να αιτούνται επιχορήγησης ως φυσικά πρόσωπα, θα έχουμε να αντιμετωπίσουμε άλλα ζητήματα όπως το πώς ορίζεται η έννοια του καλλιτέχνη που ζει και εργάζεται σε μια χώρα (αν είναι υπήκοος άλλης χώρας θα μπορεί να αιτηθεί; τι αποδείξεις χρειάζονται;) ή πώς ορίζεται ο έλληνας καλλιτέχνης (δηλαδή ένας έλληνας καλλιτέχνης που ζει και εργάζεται σε άλλη χώρα δεν μπορεί να αιτηθεί επιχορήγησης από το Υπουργείο της πατρίδας του;). Πολλές φορές, τόσο οι διεθνείς καλλιτέχνες που ζουν και εργάζονται στην καλλιτεχνική σκηνή μιας χώρας όσο και οι καλλιτέχνες της που ζουν σε άλλες χώρες είναι από τις πιο δυναμικές παρουσίες. Θα πρέπει να καταλήξουμε, αυτούς θέλουμε να τους περιλάβουμε ή να τους εξαιρέσουμε; Και αυτό θα πρέπει να γίνει κοιτάζοντας μακριά προς το μέλλον. Ωστόσο, το πρόβλημα δεν είναι τόσο αν θα θεσμοθετηθεί αργά ή γρήγορα η δυνατότητα ενός ελεύθερου επαγγελματία να αιτείται επιχορήγησης, αλλά τι θα γίνει με τις εταιρίες. Όσο φοβόμαστε να κατονομάσουμε την οικονομική πλευρά που ενέχεται σε μια παράστασης ζωντανού θεάματος, ενώ ταυτόχρονα της ζητάμε να σταθεί στα πόσδια της οικονομικά, τόσο θα βρίσκουμε μποροστά μας όλα τα ανήκουστα που συμβαίνουν μόνο στην Ελλάδα, όπως ότι ο καλλιτέχνης δεν μπορεί παρά να είναι ο διαχειριστής της ΑΜΚΕ γιατί πρέπει να υπογράφει, αλλά ο διαχειριστής δεν πρέπει να πληρώνεται για τις υπηρεσίες του γιατί αυτό δεν θεωρείται έξοδο, άρα παραμένει στα κέρδη και φορολογείται. Σημειωτέον ότι ο ίδιος ο νόμος που διέπει τις ΑΜΚΕ φορολογεί με υψηλά ποσοστά τα κέρδη, γιατί θεωρεί ότι τα κέρδη δεν πρέπει να μένουν αδρανή ως χρήματα, αλλά ότι η ΑΜΚΕ πρέπει να τα επενδύει σε περιουσιακά στοιχεία που θα τη βοηθήσουν να διεκπεραιώνει τους στόχους της. Η δαιμονοποίηση της εμπορικής εταιρίας έχει ως αποτέλεσμα την καθήλωση των θεατρικών σχημάτων σε επίπεδα αδυναμίας αντιμετώπισης μιας παραγωγής με σοβαρότητα και υπευθυνότητα. Σε όλη την Ευρώπη υπάρχουν γραφεία παραγωγής και διακίνησης θεαμάτων καλλιτεχνικής ποιότητας, τα οποία και επιχορηγήσεις δέχονται και στηρίζουν την καλλιτεχνική παραγωγή ερευνητικού θεάματος. Κι αν αυτές οι εταιρίες βγάλουν τα χρήματα που χρειάζονται για να τρέξουν σωστά μια παραγωγή, να πληρωθούν σωστά όλοι οι συντελεστές και να επενδύσουν κάποια κέρδη σε ακόμα πιο νέους καλλιτέχνες, πού είναι το μεμπτό; Αν τα ποσά της επιχορήγησης διατηρούνται σε λογικά επίπεδα, αν οι προϋπολογισμοί και οι απολογισμοί είναι διαφανείς, ποιος είναι ο λόγος να φοβόμαστε να παραδεχτούμε ότι από μια καλή παράσταση μπορεί να βγει και κάποιο οικονομικό κέρδος; Η συμμετοχή του κράτους ως συμπαραγωγού και όχι ως μαικήνα θα ωθήσει τα πράγματα προς συγκεκριμένες λύσεις. Αν πάλι επιλεγεί το μοντέλο του μαικήνα, ας γίνει τότε σωστά και ας παρέχει τη δυνατότητα στους καλλιτέχνες να εργάζονται και να αμείβονται ανάλογα με τον κόπο τους.