Αντώνης Αντωνίου Θεατρική Σκηνή
Όταν ένα κράτος - μια κυβέρνηση, αποφασίζει να δώσει επιχορήγηση στα θέατρα, πως θα μπορούσε να χαρακτηρίσει κανείς αυτή την ενέργεια;
Σαν μια καλή διάθεση; Σαν χάρη στους ανθρώπους του θεάτρου; Σαν σπατάλη δημοσίου χρήματος; Σαν καθήκον και υποχρέωση ή σαν κάτι λίγο απ' όλα αυτά;
Κατά την γνώμη μου είναι κυρίως η καλή διάθεση, και η καλλιτεχνική ευαισθησία της εκάστοτε κυβέρνησης που χαρτζιλικώνει - καμιά φορά γενναία -κάποια θέατρα στην Ελλάδα. Λέω αυτό το με «καλή διάθεση» με την ίδια έννοια που μπορεί κανείς να πει, ότι στην «καλή διάθεση» μιας κυβέρνησης εναπόκεινται η φροντίδα για την υγεία, η φροντίδα για την παιδεία, για την κοινωνική πρόνοια, και πάει λέγοντας.
Ας αφήσουμε όμως τα αστεία.
Όπως μια κυβέρνηση έχει υποχρέωση απέναντι στους πολίτες να φροντίζει και να βελτιώνει συνεχώς την υγεία, την παιδεία, την κοινωνική πρόνοια, και πάει λέγοντας, έτσι έχει την υποχρέωση απέναντι στους πολίτες να φροντίζει και να βελτιώνει συνεχώς τον πολιτισμό της χώρας.
Και επειδή το θέατρο είναι ένα μεγάλο κομμάτι του πολιτισμού ένα κράτος, μια κυβέρνηση, έχει υποχρέωση να το ενισχύει, να το στηρίζει, να το αναπτύσσει.
Πριν από αρκετά χρόνια το θέατρο στην Ελλάδα με εξαίρεση το Εθνικό Θέατρο και το Θέατρο Τέχνης είχε περισσότερο το χαρακτήρα της ανάλαφρης διασκέδασης και λιγότερο τα στοιχεία της κοινωνικής του αποστολής, στον παιδαγωγικό - με την ευρύτερη σημασία του όρου - και κοινωνικό ρόλο του. H εξέλιξη του θεάτρου γινόταν αργά.
Βασιζόταν κυρίως σε αναλαμπές δημιουργών, σε επώδυνες προσπάθειες διανοούμενων που τις περισσότερες φορές βρισκόταν υπό διωγμό.
Τα φαινόμενα αυτά συνεχίστηκαν μέχρι την εποχή της Χούντας, όπου μια καινούργια φουρνιά από συγγραφείς, ηθοποιούς, σκηνοθέτες, μέσα από τη θέση τους για αντίσταση, έσπασαν τα φράγματα, ξεπέρασαν την καθωσπρέπει μικροαστική αντίληψη των περισσότερων για το θέατρο και δημιούργησαν τις βάσεις για το Νέο Ελληνικό Θέατρο. Η πορεία αυτή, δεν ήταν ποτέ, και δεν είναι και τώρα εύκολη. Χρειάζεται κόπος, χρειάζεται έμπνευση, χρειάζονται χρήματα, χρειάζεται τόλμη.
Το θέατρο για να μπορεί να πει ότι συμβάλει στην ανάπτυξη και στην εξέλιξη μια κοινωνίας, πρέπει να προχωράει απαλλαγμένο - όσο είναι αυτό δυνατό - από οικονομικές δυσχέρειες, διατηρώντας το δικαίωμα στην αποτυχία ώστε να μπορέσει μέσα από αυτή τη διαδικασία της ποσοτικής συσσώρευσης, να προσφέρει, τα ποιοτικά αποτελέσματα της ωρίμανσής του.
Αυτή η διαδικασία, και χρονοβόρα είναι και δαπανηρή.
Και εδώ ακριβώς, γι' αυτή τη διαδικασία είναι που χρειάζεται το θέατρο την παρουσία του κράτους, όχι σαν ένα κράτος με «καλή διάθεση» και καλλιτεχνική ευαισθησία αλλά σαν ένα κράτος που είναι υποχρεωμένο να φτιάξει πολιτισμό.
Αν αυτή την υποχρέωση του κράτους την δεχτούμε σαν αξίωμα, το αμέσως επόμενο ερώτημα που μπαίνει είναι:
Πως θα γίνει αυτό;
Και εδώ νομίζω ότι αρχίζουν τα δύσκολα.
Στην μέχρι τώρα πρακτική που εφαρμόζεται το ζήτημα αντιμετωπίστηκε με τον εξής απλό τρόπο:
Από καλή διάθεση ή υποχρέωση τέλος πάντων, δίνονται κάποια χρήματα σε ορισμένους θιάσους, γίνονται και οι απαραίτητοι έλεγχοι διαχείρισης και αυτό είναι όλο.
Για να μην υπάρχουν δε παρεξηγήσεις διορίζεται και μια Επιτροπή από προσωπικότητες του θεάτρου ώστε ακόμα και σε περίπτωση που αναπτυχθούν κάποιες ανεπιθύμητες παρεξηγήσεις να μπορεί ο εκάστοτε υπουργός να πει το γνωστό: «Εγώ; η Επιτροπή!». Η Επιτροπή από την άλλη, όποτε παρουσιάζονται αυτές οι ανεπιθύμητες παρεξηγήσεις, έχει σαν ακλόνητο επιχείρημα - και πολύ σωστά -την υποκειμενική κρίση της πλειοψηφίας των μελών της Επιτροπής που καθορίζει τον αριθμό των θιάσων που θα επιχορηγηθούν, καθώς και τα ποσά που θα πάρουν.
Έτσι λοιπόν, έχουμε με αυτή την απλή διαδικασία, την μετατροπή της υποχρέωσης του κράτους για την ανάπτυξη του θεάτρου σε υπόθεση, υποκειμενικής κρίσης μιας μικρής ομάδας ανθρώπων. Ενώ η ευθύνη του Υπουργείου, αρχίζει να τελειώνει με τον διορισμό της Επιτροπής και την διάθεση των χρημάτων.
Βέβαια, στο τέλος αυτής της διαδικασίας χρειάζεται και η υπογραφή των «αποφάσεων» της Επιτροπής από τον εκάστοτε υπουργό.
Έβαλα το «αποφάσεων» σε εισαγωγικά γιατί ενώ η Επιτροπή έχει από το νόμο εισηγητικό χαρακτήρα με αυτή τη διαδικασία γίνεται στην ουσία αποφασιστική.
Είναι χαρακτηριστικό ότι μέχρι σήμερα καμία εισήγηση της - απόφαση της - δεν έχει τροποποιηθεί ή απορριφθεί ουσιαστικά διότι όπως λέγεται, μια παρέμβαση του εκάστοτε υπουργού εκ διαμέτρου αντίθετη με την «εισήγηση» θα σήμαινε αυτόματα και κατάργηση της Επιτροπής.
Θα μπορούσε να ρωτήσει κανείς γιατί αυτή η διαδικασία είναι λάθος;
Μπορεί ένας υπουργός να ασχοληθεί με τόσα πράγματα χωρίς να στηριχθεί σε γνώμες ανθρώπων που γνωρίζουν το αντικείμενο;
Πού βρίσκεται το λάθος;
Το λάθος είναι μεγάλο, όπως μεγάλη είναι και η ευθύνη.
Όταν το κράτος έχει υποχρέωση να φτιάξει πολιτισμό, πρέπει να βάλει στόχο και να χαράξει μια στρατηγική και μια τακτική για την επίτευξη αυτού του στόχου.
Αν έχει στόχο, αν ξέρει τι θέλει να πετύχει σε μια πορεία, τότε μόνο μπορεί και πρέπει να στηριχτεί στους ανθρώπους που γνωρίζουν το αντικείμενο, με τη διαφορά ότι θα τους καλέσει να υπηρετήσουν αυτό στόχο, να δουλέψουν γι' αυτόν.
Σε αντίθετη περίπτωση, γίνεται έρμαιο στην υποκειμενική αντίληψη του κάθε μέλους της Επιτροπής και κατά συνεπεία οι επιχορηγήσεις αντί να έχουν σαν στόχο την ανάπτυξη του θεάτρου την χώρα μας, παίρνουν τον χαρακτήρα της ανάπτυξης κάποιων θιάσων που ανταποκρίνονται στην αισθητική αντίληψη της πλειοψηφίας των μελών της Επιτροπής και μόνο.
Με αυτή την τακτική έχουμε δύο μεγάλους κινδύνους:
α) Η αισθητική, κοινωνική, πολιτική, αντίληψη της πλειοψηφίας των μελών της Επιτροπής να προωθεί και να ενισχύει ένα μονοδιάστατο μοντέλο θεάτρου, και κάθε άλλη αντίληψη, κάθε άλλη μορφή ή να αποκλείεται από την οικονομική ενίσχυση ή στην καλύτερη περίπτωση να παίρνει κάποια μικροποσά και να παραμένει στην αφάνεια και την μιζέρια και
β) Τα μέλη της Επιτροπής σαν άνθρωποι που ζουν και εργάζονται μέσα στην οικογένεια του θεάτρου, θέλουν δε θέλουν μεταφέρουν τις προσωπικές συμπάθειες και αντιπάθειες, που είναι φυσικό να υπάρχουν και που δεν είναι καθόλου εύκολο, κατά τη γνώμη μου, να μπορούν να «μπουν στην άκρη» κατά την ώρα της κρίσης.
Κι όσο κι αν πει κανείς ότι αυτά τα φαινόμενα είναι φυσικές αδυναμίες στο έργο μιας Επιτροπής, εγώ θα πω ότι υπάρχει τρόπος αυτά φαινόμενα να περιοριστούν στο έπακρο, μέχρι και να εξαφανιστούν.
Εδώ θα ήθελα απλά να θυμίσω το γνωστό σκηνικό των διαμαρτυριών, των καταγγελιών και της ανακατωσούρας που επικρατεί πάντα μετά την ανακοίνωση των επιχορηγήσεων.
Τι θα μπορούσε λοιπόν να γίνει ώστε το σύστημα των επιχορηγήσεων να λειτουργήσει σωστά, χωρίς αυτές τις ανεπιθύμητες παρενέργειες, και να μπορέσει να συμβάλει αποφασιστικά στην ανάπτυξη του θεάτρου;
Το πρώτο και κύριο πράγμα που χρειάζεται είναι η ύπαρξη σωστού προγραμματισμού και στόχου από τη μεριά του κράτους.
Στο θέμα του προγραμματισμού:
Να γνωρίζουν οι θίασοι του ελληνικού θεάτρου μέχρι τέλος Ιουνίου ποιοι θα επιχορηγηθούν και να καθοριστούν ο Σεπτέμβρης και ο Δεκέμβρης σαν μήνες που θα εκταμιεύονται τα χρήματα δια να μπορούν να δουλέψουν απερίσπαστα και δημιουργικά.
Το Δεύτερο είναι η καθιέρωση αντικειμενικών κριτηρίων για τα κρινόμενα θέατρα που θα χαράσσουν μια ιθύνουσα γραμμή στο έργο της επιτροπής από την οποία γραμμή δεν θα πρέπει να ξεφύγουν.
Κριτήρια όπως, η διάρκεια ζωής ενός θιάσου, αν ο θίασος έχει μόνιμη θεατρική στέγη και αν η θεατρική στέγη έχει νόμιμη άδεια, ο αριθμός των έργων που ανεβάζει, ο αριθμός των ηθοποιών που απασχολεί, το ανέβασμα του ελληνικού έργου, και η συνέπειά του θεάτρου απέναντι στους συνεργάτες του θα πρέπει να έχουν καθοριστικό και αποφασιστικό ρόλο στο να επιχορηγηθεί το Θέατρο.
Το τρίτο και πάρα πολύ σημαντικό είναι το ύψος της επιχορήγησης.
Όλοι ξέρουμε ότι οι επιχορηγήσεις που δίνονται στα θέατρα δεν καλύπτουν ποτέ το σύνολο των εξόδων της κάθε παραγωγής.
Η επιχορήγηση είχε πάντα επικουρικό χαρακτήρα.
Με αυτή την έννοια και μέσα στις δύσκολες οικονομικές συνθήκες που περνάμε θα πρέπει να μπει ένα πλαφόν στις επιχορηγήσεις τόσο προς τα απάνω όσο και προς τα κάτω.
Καμιά επιχορήγηση κάτω από 25.000 € και καμιά επιχορήγηση πάνω από 80.000 €.
Έτσι οι αποφάσεις για την κατανομή των χρημάτων γίνονται για την επιτροπή, πιο εύκολες και πιο δίκαιες.
Θέατρο με μια παραγωγή το χρόνο θα πάρει όπως είναι αυτονόητο – λιγότερα χρήματα από θέατρα με περισσότερες παραγωγές.
Θέατρα με ποιοτικότερες δουλειές – και εδώ ας λειτουργήσει ο υποκειμενισμός της Επιτροπής – θα πάρει περισσότερα χρήματα από άλλα θέατρα.
Όμως για κανένα θέατρο δεν θα παραβιαστεί το οικονομικό πλαίσιο.
Έτσι πιστεύω ότι το δίλημμα «λίγα χρήματα σε πολλούς ή πολλά χρήματα σε λίγους».
Μπορεί να γίνει «πολλά χρήματα σε πολλούς».
Με αυτόν τον τρόπο η επιχορήγηση θα διατηρήσει τον επικουρικό χαρακτήρα που έτσι κι αλλιώς είχε, και εξασφαλίζει την ύπαρξη του θεάτρου.
Θα εξασφαλίζει δηλαδή κάποια βασικά άλλα σημαντικά έξοδα, όπως το ενοίκιο του χώρου και με την προσέγγιση του κοινού, θα αντλούνται τα υπόλοιπα χρήματα για να μπορεί το θέατρο να συνεχίζει να δημιουργεί.
Έτσι στην ουσία η ανταπόκριση που θα βρίσκει το θέατρο από το κοινό θα καθορίζει και την ύπαρξή του.
Νομίζω ότι αν αφήσουμε τους εγωισμούς, μπορούμε να βρούμε τρόπους ώστε να είμαστε μαζί σ’ αυτή την πορεία.
Να είμαστε μαζί σ’ αυτές τις διεκδικήσεις που πρέπει να έχουν σαν στόχο.
Να μην αφήσουμε κανένα θέατρο να κλείσει.
Να μην χαθεί καμιά θεατρική φωνή από το ελληνικό θέατρο.
Να μη χαθεί καμιά θέση εργασίας για ηθοποιούς, σκηνοθέτες, συγγραφείς και γενικά για ανθρώπους που ζουν και δουλεύουν μέσα στο θέατρο.
Όταν η χώρα έχει ανάγκη από ανάπτυξη πρέπει να στηρίζονται από το κράτος και να παραμένουν ανοιχτά τα θέατρά μας.
Αντώνης Αντωνίου Θεατρική Σκηνή Όταν ένα κράτος - μια κυβέρνηση, αποφασίζει να δώσει επιχορήγηση στα θέατρα, πως θα μπορούσε να χαρακτηρίσει κανείς αυτή την ενέργεια; Σαν μια καλή διάθεση; Σαν χάρη στους ανθρώπους του θεάτρου; Σαν σπατάλη δημοσίου χρήματος; Σαν καθήκον και υποχρέωση ή σαν κάτι λίγο απ' όλα αυτά; Κατά την γνώμη μου είναι κυρίως η καλή διάθεση, και η καλλιτεχνική ευαισθησία της εκάστοτε κυβέρνησης που χαρτζιλικώνει - καμιά φορά γενναία -κάποια θέατρα στην Ελλάδα. Λέω αυτό το με «καλή διάθεση» με την ίδια έννοια που μπορεί κανείς να πει, ότι στην «καλή διάθεση» μιας κυβέρνησης εναπόκεινται η φροντίδα για την υγεία, η φροντίδα για την παιδεία, για την κοινωνική πρόνοια, και πάει λέγοντας. Ας αφήσουμε όμως τα αστεία. Όπως μια κυβέρνηση έχει υποχρέωση απέναντι στους πολίτες να φροντίζει και να βελτιώνει συνεχώς την υγεία, την παιδεία, την κοινωνική πρόνοια, και πάει λέγοντας, έτσι έχει την υποχρέωση απέναντι στους πολίτες να φροντίζει και να βελτιώνει συνεχώς τον πολιτισμό της χώρας. Και επειδή το θέατρο είναι ένα μεγάλο κομμάτι του πολιτισμού ένα κράτος, μια κυβέρνηση, έχει υποχρέωση να το ενισχύει, να το στηρίζει, να το αναπτύσσει. Πριν από αρκετά χρόνια το θέατρο στην Ελλάδα με εξαίρεση το Εθνικό Θέατρο και το Θέατρο Τέχνης είχε περισσότερο το χαρακτήρα της ανάλαφρης διασκέδασης και λιγότερο τα στοιχεία της κοινωνικής του αποστολής, στον παιδαγωγικό - με την ευρύτερη σημασία του όρου - και κοινωνικό ρόλο του. H εξέλιξη του θεάτρου γινόταν αργά. Βασιζόταν κυρίως σε αναλαμπές δημιουργών, σε επώδυνες προσπάθειες διανοούμενων που τις περισσότερες φορές βρισκόταν υπό διωγμό. Τα φαινόμενα αυτά συνεχίστηκαν μέχρι την εποχή της Χούντας, όπου μια καινούργια φουρνιά από συγγραφείς, ηθοποιούς, σκηνοθέτες, μέσα από τη θέση τους για αντίσταση, έσπασαν τα φράγματα, ξεπέρασαν την καθωσπρέπει μικροαστική αντίληψη των περισσότερων για το θέατρο και δημιούργησαν τις βάσεις για το Νέο Ελληνικό Θέατρο. Η πορεία αυτή, δεν ήταν ποτέ, και δεν είναι και τώρα εύκολη. Χρειάζεται κόπος, χρειάζεται έμπνευση, χρειάζονται χρήματα, χρειάζεται τόλμη. Το θέατρο για να μπορεί να πει ότι συμβάλει στην ανάπτυξη και στην εξέλιξη μια κοινωνίας, πρέπει να προχωράει απαλλαγμένο - όσο είναι αυτό δυνατό - από οικονομικές δυσχέρειες, διατηρώντας το δικαίωμα στην αποτυχία ώστε να μπορέσει μέσα από αυτή τη διαδικασία της ποσοτικής συσσώρευσης, να προσφέρει, τα ποιοτικά αποτελέσματα της ωρίμανσής του. Αυτή η διαδικασία, και χρονοβόρα είναι και δαπανηρή. Και εδώ ακριβώς, γι' αυτή τη διαδικασία είναι που χρειάζεται το θέατρο την παρουσία του κράτους, όχι σαν ένα κράτος με «καλή διάθεση» και καλλιτεχνική ευαισθησία αλλά σαν ένα κράτος που είναι υποχρεωμένο να φτιάξει πολιτισμό. Αν αυτή την υποχρέωση του κράτους την δεχτούμε σαν αξίωμα, το αμέσως επόμενο ερώτημα που μπαίνει είναι: Πως θα γίνει αυτό; Και εδώ νομίζω ότι αρχίζουν τα δύσκολα. Στην μέχρι τώρα πρακτική που εφαρμόζεται το ζήτημα αντιμετωπίστηκε με τον εξής απλό τρόπο: Από καλή διάθεση ή υποχρέωση τέλος πάντων, δίνονται κάποια χρήματα σε ορισμένους θιάσους, γίνονται και οι απαραίτητοι έλεγχοι διαχείρισης και αυτό είναι όλο. Για να μην υπάρχουν δε παρεξηγήσεις διορίζεται και μια Επιτροπή από προσωπικότητες του θεάτρου ώστε ακόμα και σε περίπτωση που αναπτυχθούν κάποιες ανεπιθύμητες παρεξηγήσεις να μπορεί ο εκάστοτε υπουργός να πει το γνωστό: «Εγώ; η Επιτροπή!». Η Επιτροπή από την άλλη, όποτε παρουσιάζονται αυτές οι ανεπιθύμητες παρεξηγήσεις, έχει σαν ακλόνητο επιχείρημα - και πολύ σωστά -την υποκειμενική κρίση της πλειοψηφίας των μελών της Επιτροπής που καθορίζει τον αριθμό των θιάσων που θα επιχορηγηθούν, καθώς και τα ποσά που θα πάρουν. Έτσι λοιπόν, έχουμε με αυτή την απλή διαδικασία, την μετατροπή της υποχρέωσης του κράτους για την ανάπτυξη του θεάτρου σε υπόθεση, υποκειμενικής κρίσης μιας μικρής ομάδας ανθρώπων. Ενώ η ευθύνη του Υπουργείου, αρχίζει να τελειώνει με τον διορισμό της Επιτροπής και την διάθεση των χρημάτων. Βέβαια, στο τέλος αυτής της διαδικασίας χρειάζεται και η υπογραφή των «αποφάσεων» της Επιτροπής από τον εκάστοτε υπουργό. Έβαλα το «αποφάσεων» σε εισαγωγικά γιατί ενώ η Επιτροπή έχει από το νόμο εισηγητικό χαρακτήρα με αυτή τη διαδικασία γίνεται στην ουσία αποφασιστική. Είναι χαρακτηριστικό ότι μέχρι σήμερα καμία εισήγηση της - απόφαση της - δεν έχει τροποποιηθεί ή απορριφθεί ουσιαστικά διότι όπως λέγεται, μια παρέμβαση του εκάστοτε υπουργού εκ διαμέτρου αντίθετη με την «εισήγηση» θα σήμαινε αυτόματα και κατάργηση της Επιτροπής. Θα μπορούσε να ρωτήσει κανείς γιατί αυτή η διαδικασία είναι λάθος; Μπορεί ένας υπουργός να ασχοληθεί με τόσα πράγματα χωρίς να στηριχθεί σε γνώμες ανθρώπων που γνωρίζουν το αντικείμενο; Πού βρίσκεται το λάθος; Το λάθος είναι μεγάλο, όπως μεγάλη είναι και η ευθύνη. Όταν το κράτος έχει υποχρέωση να φτιάξει πολιτισμό, πρέπει να βάλει στόχο και να χαράξει μια στρατηγική και μια τακτική για την επίτευξη αυτού του στόχου. Αν έχει στόχο, αν ξέρει τι θέλει να πετύχει σε μια πορεία, τότε μόνο μπορεί και πρέπει να στηριχτεί στους ανθρώπους που γνωρίζουν το αντικείμενο, με τη διαφορά ότι θα τους καλέσει να υπηρετήσουν αυτό στόχο, να δουλέψουν γι' αυτόν. Σε αντίθετη περίπτωση, γίνεται έρμαιο στην υποκειμενική αντίληψη του κάθε μέλους της Επιτροπής και κατά συνεπεία οι επιχορηγήσεις αντί να έχουν σαν στόχο την ανάπτυξη του θεάτρου την χώρα μας, παίρνουν τον χαρακτήρα της ανάπτυξης κάποιων θιάσων που ανταποκρίνονται στην αισθητική αντίληψη της πλειοψηφίας των μελών της Επιτροπής και μόνο. Με αυτή την τακτική έχουμε δύο μεγάλους κινδύνους: α) Η αισθητική, κοινωνική, πολιτική, αντίληψη της πλειοψηφίας των μελών της Επιτροπής να προωθεί και να ενισχύει ένα μονοδιάστατο μοντέλο θεάτρου, και κάθε άλλη αντίληψη, κάθε άλλη μορφή ή να αποκλείεται από την οικονομική ενίσχυση ή στην καλύτερη περίπτωση να παίρνει κάποια μικροποσά και να παραμένει στην αφάνεια και την μιζέρια και β) Τα μέλη της Επιτροπής σαν άνθρωποι που ζουν και εργάζονται μέσα στην οικογένεια του θεάτρου, θέλουν δε θέλουν μεταφέρουν τις προσωπικές συμπάθειες και αντιπάθειες, που είναι φυσικό να υπάρχουν και που δεν είναι καθόλου εύκολο, κατά τη γνώμη μου, να μπορούν να «μπουν στην άκρη» κατά την ώρα της κρίσης. Κι όσο κι αν πει κανείς ότι αυτά τα φαινόμενα είναι φυσικές αδυναμίες στο έργο μιας Επιτροπής, εγώ θα πω ότι υπάρχει τρόπος αυτά φαινόμενα να περιοριστούν στο έπακρο, μέχρι και να εξαφανιστούν. Εδώ θα ήθελα απλά να θυμίσω το γνωστό σκηνικό των διαμαρτυριών, των καταγγελιών και της ανακατωσούρας που επικρατεί πάντα μετά την ανακοίνωση των επιχορηγήσεων. Τι θα μπορούσε λοιπόν να γίνει ώστε το σύστημα των επιχορηγήσεων να λειτουργήσει σωστά, χωρίς αυτές τις ανεπιθύμητες παρενέργειες, και να μπορέσει να συμβάλει αποφασιστικά στην ανάπτυξη του θεάτρου; Το πρώτο και κύριο πράγμα που χρειάζεται είναι η ύπαρξη σωστού προγραμματισμού και στόχου από τη μεριά του κράτους. Στο θέμα του προγραμματισμού: Να γνωρίζουν οι θίασοι του ελληνικού θεάτρου μέχρι τέλος Ιουνίου ποιοι θα επιχορηγηθούν και να καθοριστούν ο Σεπτέμβρης και ο Δεκέμβρης σαν μήνες που θα εκταμιεύονται τα χρήματα δια να μπορούν να δουλέψουν απερίσπαστα και δημιουργικά. Το Δεύτερο είναι η καθιέρωση αντικειμενικών κριτηρίων για τα κρινόμενα θέατρα που θα χαράσσουν μια ιθύνουσα γραμμή στο έργο της επιτροπής από την οποία γραμμή δεν θα πρέπει να ξεφύγουν. Κριτήρια όπως, η διάρκεια ζωής ενός θιάσου, αν ο θίασος έχει μόνιμη θεατρική στέγη και αν η θεατρική στέγη έχει νόμιμη άδεια, ο αριθμός των έργων που ανεβάζει, ο αριθμός των ηθοποιών που απασχολεί, το ανέβασμα του ελληνικού έργου, και η συνέπειά του θεάτρου απέναντι στους συνεργάτες του θα πρέπει να έχουν καθοριστικό και αποφασιστικό ρόλο στο να επιχορηγηθεί το Θέατρο. Το τρίτο και πάρα πολύ σημαντικό είναι το ύψος της επιχορήγησης. Όλοι ξέρουμε ότι οι επιχορηγήσεις που δίνονται στα θέατρα δεν καλύπτουν ποτέ το σύνολο των εξόδων της κάθε παραγωγής. Η επιχορήγηση είχε πάντα επικουρικό χαρακτήρα. Με αυτή την έννοια και μέσα στις δύσκολες οικονομικές συνθήκες που περνάμε θα πρέπει να μπει ένα πλαφόν στις επιχορηγήσεις τόσο προς τα απάνω όσο και προς τα κάτω. Καμιά επιχορήγηση κάτω από 25.000 € και καμιά επιχορήγηση πάνω από 80.000 €. Έτσι οι αποφάσεις για την κατανομή των χρημάτων γίνονται για την επιτροπή, πιο εύκολες και πιο δίκαιες. Θέατρο με μια παραγωγή το χρόνο θα πάρει όπως είναι αυτονόητο – λιγότερα χρήματα από θέατρα με περισσότερες παραγωγές. Θέατρα με ποιοτικότερες δουλειές – και εδώ ας λειτουργήσει ο υποκειμενισμός της Επιτροπής – θα πάρει περισσότερα χρήματα από άλλα θέατρα. Όμως για κανένα θέατρο δεν θα παραβιαστεί το οικονομικό πλαίσιο. Έτσι πιστεύω ότι το δίλημμα «λίγα χρήματα σε πολλούς ή πολλά χρήματα σε λίγους». Μπορεί να γίνει «πολλά χρήματα σε πολλούς». Με αυτόν τον τρόπο η επιχορήγηση θα διατηρήσει τον επικουρικό χαρακτήρα που έτσι κι αλλιώς είχε, και εξασφαλίζει την ύπαρξη του θεάτρου. Θα εξασφαλίζει δηλαδή κάποια βασικά άλλα σημαντικά έξοδα, όπως το ενοίκιο του χώρου και με την προσέγγιση του κοινού, θα αντλούνται τα υπόλοιπα χρήματα για να μπορεί το θέατρο να συνεχίζει να δημιουργεί. Έτσι στην ουσία η ανταπόκριση που θα βρίσκει το θέατρο από το κοινό θα καθορίζει και την ύπαρξή του. Νομίζω ότι αν αφήσουμε τους εγωισμούς, μπορούμε να βρούμε τρόπους ώστε να είμαστε μαζί σ’ αυτή την πορεία. Να είμαστε μαζί σ’ αυτές τις διεκδικήσεις που πρέπει να έχουν σαν στόχο. Να μην αφήσουμε κανένα θέατρο να κλείσει. Να μην χαθεί καμιά θεατρική φωνή από το ελληνικό θέατρο. Να μη χαθεί καμιά θέση εργασίας για ηθοποιούς, σκηνοθέτες, συγγραφείς και γενικά για ανθρώπους που ζουν και δουλεύουν μέσα στο θέατρο. Όταν η χώρα έχει ανάγκη από ανάπτυξη πρέπει να στηρίζονται από το κράτος και να παραμένουν ανοιχτά τα θέατρά μας.