Η αστική ευθύνη και η ευθύνη απέναντι στην κοινότητα είναι έννοιες οι οποίες απασχολούν, για διαφορετικούς λόγους, όλες σχεδόν τις ανώνυμες εταιρίες. Άλλες για λόγους προβολής-διαφήμισης άλλες για λόγους προβολής-εξιλέωσης προσπαθούν να συμμετέχουν άμεσα (μέσω προγραμμάτων δράσεων) ή έμμεσα (μέσω χρηματοδοτήσεων τρίτων) στην παραγωγή κοινωνικού έργου. Στην Ελλάδα με κάποιες ίσως μεμονωμένες εξαιρέσεις, οι ΠΑΕ περιορίζονται σε αιμοδοσίες και σε γιορτινές επισκέψεις σε νοσοκομεία, ορφανοτροφεία και σχετικά ιδρύματα.
Φυσικά δεν είναι αντικείμενο του νόμου το πώς θα αναπτύξουν την εταιρική ευθύνη τους οι ομάδες, παρόλα αυτά τη στιγμή που φιλοδοξεί να καταπολεμήσει τη βία θα μπορούσε να κάνει μια αναφορά στην ανάγκη ανάληψης από τις ομάδες κάποιων βασικών πρωτοβουλιών. Δίπλα στις ποινές θα μπορούσαν να προστεθούν μπόνους για τις ομάδες εκείνες που καταφέρνουν να προωθήσουν με επιτυχία τον εθελοντισμό, να προσφέρουν λύση σε ένα πρόβλημα της τοπικής κοινωνίας, να κινητοποιήσουν τους οπαδούς τους προς την κατεύθυνση του ενεργού πολίτη-φίλαθλου ο οποίος αγαπά την πόλη του όπως της ομάδα της. Δίπλα στην επιβράβευση της μη-βιας , θα πρέπει να στηθεί και η επιβράβευση της πρωτοβουλίας, της δημιουργίας ή και της ενδεχόμενης σύγκρουσης με τις δυνάμεις που επιθυμούν τη διατήρηση της κατάστασης.
Στα τέσσερα σχόλια που προηγήθηκαν προσπάθησα να τονίσω την αναγκαιότητα ύπαρξης μιας μη ποινικής αντιμετώπισης της βίας στα γήπεδα. Το επιχείρημα είναι πως ακόμη και αν οι μεγάλες ποινές περιορίσουν τα κρούσματα βίας στα γήπεδα, δεν θα εξαλείψουν τις οργανωτικές και δομικές ανεπάρκειες που τα προκαλούν. Η βία θα επανεμφανίζεται αν όχι στα γήπεδα, γύρω από αυτά. Στο χαρακτηριστικό επιχείρημα πως τέτοιου είδους προσεγγίσεις είναι καλές για τη Δανία και το Λουξεμβούργο αλλά ανεφάρμοστες στα «Βαλκάνια», μπορούμε να σημειώσουμε ότι εφαρμόζονται σε χώρες με ακραία ποδοσφαιρική βία, όπως η Πολωνία. Από την άλλη, ακόμη και αν η κοινωνική παρέμβαση μέσω του ποδοσφαίρου δεν αποδώσει σε σχέση με την καταπολέμηση της βίας, θα συνεισφέρει τα μέγιστα στο να μεταστραφεί η (κακή) δημόσια εικόνα του ποδοσφαίρου η οποία αποτελεί πόλο έλξης όχι για παθιασμένους οπαδούς-ultras αλλά για hooligans.
Η επιχειρηματολογία είναι άπειρη, όσο άπειρες είναι και οι εφαρμογές που δοκιμάζονται καθημερινά εντός και εκτός γηπέδων. Αυτό που πιστεύω όμως πως πρέπει να μας απασχολήσει σαν κοινωνία, είναι όχι μόνο το πώς θα απαλλαγούμε από τη βία, αλλά και το πώς θα διοχετεύσουμε τη δυναμική που φέρουν οι οπαδοί προς μια κατεύθυνση εποικοδομητική τόσο για αυτούς, όσο και για την κοινότητα στην οποία ζουν. Ή για να το θέσω ποιο κυνικά, πως θα μπορέσει η πολιτεία να εκμεταλλευτεί την δυνατότητα του αθλητισμού να κινητοποιεί μάζες, προκειμένου να κινητοποιήσει τους οπαδούς προς μια θεμιτή και λειτουργική για αυτήν κατεύθυνση.
Μίμης Πετρίδης
Δρ. Πολιτικών Επιστημών
Η αστική ευθύνη και η ευθύνη απέναντι στην κοινότητα είναι έννοιες οι οποίες απασχολούν, για διαφορετικούς λόγους, όλες σχεδόν τις ανώνυμες εταιρίες. Άλλες για λόγους προβολής-διαφήμισης άλλες για λόγους προβολής-εξιλέωσης προσπαθούν να συμμετέχουν άμεσα (μέσω προγραμμάτων δράσεων) ή έμμεσα (μέσω χρηματοδοτήσεων τρίτων) στην παραγωγή κοινωνικού έργου. Στην Ελλάδα με κάποιες ίσως μεμονωμένες εξαιρέσεις, οι ΠΑΕ περιορίζονται σε αιμοδοσίες και σε γιορτινές επισκέψεις σε νοσοκομεία, ορφανοτροφεία και σχετικά ιδρύματα. Φυσικά δεν είναι αντικείμενο του νόμου το πώς θα αναπτύξουν την εταιρική ευθύνη τους οι ομάδες, παρόλα αυτά τη στιγμή που φιλοδοξεί να καταπολεμήσει τη βία θα μπορούσε να κάνει μια αναφορά στην ανάγκη ανάληψης από τις ομάδες κάποιων βασικών πρωτοβουλιών. Δίπλα στις ποινές θα μπορούσαν να προστεθούν μπόνους για τις ομάδες εκείνες που καταφέρνουν να προωθήσουν με επιτυχία τον εθελοντισμό, να προσφέρουν λύση σε ένα πρόβλημα της τοπικής κοινωνίας, να κινητοποιήσουν τους οπαδούς τους προς την κατεύθυνση του ενεργού πολίτη-φίλαθλου ο οποίος αγαπά την πόλη του όπως της ομάδα της. Δίπλα στην επιβράβευση της μη-βιας , θα πρέπει να στηθεί και η επιβράβευση της πρωτοβουλίας, της δημιουργίας ή και της ενδεχόμενης σύγκρουσης με τις δυνάμεις που επιθυμούν τη διατήρηση της κατάστασης. Στα τέσσερα σχόλια που προηγήθηκαν προσπάθησα να τονίσω την αναγκαιότητα ύπαρξης μιας μη ποινικής αντιμετώπισης της βίας στα γήπεδα. Το επιχείρημα είναι πως ακόμη και αν οι μεγάλες ποινές περιορίσουν τα κρούσματα βίας στα γήπεδα, δεν θα εξαλείψουν τις οργανωτικές και δομικές ανεπάρκειες που τα προκαλούν. Η βία θα επανεμφανίζεται αν όχι στα γήπεδα, γύρω από αυτά. Στο χαρακτηριστικό επιχείρημα πως τέτοιου είδους προσεγγίσεις είναι καλές για τη Δανία και το Λουξεμβούργο αλλά ανεφάρμοστες στα «Βαλκάνια», μπορούμε να σημειώσουμε ότι εφαρμόζονται σε χώρες με ακραία ποδοσφαιρική βία, όπως η Πολωνία. Από την άλλη, ακόμη και αν η κοινωνική παρέμβαση μέσω του ποδοσφαίρου δεν αποδώσει σε σχέση με την καταπολέμηση της βίας, θα συνεισφέρει τα μέγιστα στο να μεταστραφεί η (κακή) δημόσια εικόνα του ποδοσφαίρου η οποία αποτελεί πόλο έλξης όχι για παθιασμένους οπαδούς-ultras αλλά για hooligans. Η επιχειρηματολογία είναι άπειρη, όσο άπειρες είναι και οι εφαρμογές που δοκιμάζονται καθημερινά εντός και εκτός γηπέδων. Αυτό που πιστεύω όμως πως πρέπει να μας απασχολήσει σαν κοινωνία, είναι όχι μόνο το πώς θα απαλλαγούμε από τη βία, αλλά και το πώς θα διοχετεύσουμε τη δυναμική που φέρουν οι οπαδοί προς μια κατεύθυνση εποικοδομητική τόσο για αυτούς, όσο και για την κοινότητα στην οποία ζουν. Ή για να το θέσω ποιο κυνικά, πως θα μπορέσει η πολιτεία να εκμεταλλευτεί την δυνατότητα του αθλητισμού να κινητοποιεί μάζες, προκειμένου να κινητοποιήσει τους οπαδούς προς μια θεμιτή και λειτουργική για αυτήν κατεύθυνση. Μίμης Πετρίδης Δρ. Πολιτικών Επιστημών