Τα σύγχρονα οπτικοακουστικά πνευματικά έργα είναι το αποτέλεσμα της συνεργασίας πάρα πολλών δημιουργών (συγγραφείς, σκηνοθέτες, ηθοποιοί, συνθέτες, μουσικοί, σχεδιαστές, προγραμματιστές, κλπ). Το πρόβλημα είναι ότι αντί να υπάρχει μία ενιαία αρχή που θα διαχειρίζεται συνολικά όλα τα πνευματικά δικαιώματα, έχουμε το φαινόμενο όπου κάθε επαγγελματική ομάδα δημιουργών συστήνει το δικό της οργανισμό συλλογικής διαχείρισης και εκμεταλλεύεται ανεξάρτητα και αυτόνομα τα περιουσιακά/συγγενικά δικαιώματα που της ανήκουν (ΑΕΠΙ για συνθέτες-στιχουργούς, ΕΡΑΤΩ για τραγουδιστές-ερμηνευτές, ΑΠΟΛΛΩΝ για μουσικούς, ΔΙΟΝΥΣΟΣ για ηθοποιούς και χορευτές, GRAMMO για παραγωγούς υλικών φορέων ήχου και εικόνας, κ.α.). Αυτό το μοντέλο διαχείρισης είναι εντελώς αναποτελεσματικό, άδικο, και κατά μία έννοια παράλογο. Η άδεια/αμοιβή για τη δημόσια εκτέλεση έργων θα έπρεπε να ακολουθεί ένα πιο ορθολογικό μοντέλο αντίστοιχο με αυτό που ισχύει για την προσωπική εκτέλεση έργων το οποίο είναι απλό και ξεκάθαρο.
Στην περίπτωση της προσωπικής χρήσης, ο πολίτης αγοράζει ένα έργο (τραγούδι, ταινία, κλπ.) από ένα μοναδικό σημείο και δεν συναλλάσσεται με όλους τους δημιουργούς. Αυτό που τον ενδιαφέρει είναι το τελικό αποτέλεσμα, το συνολικό πνευματικό δημιούργημα, και αυτό ακριβώς πληρώνει με την αγορά του CD, DVD, mp3, κλπ. Κάτι αντίστοιχο θα έπρεπε να ισχύει και στη δημόσια εκτέλεση των έργων (τηλεόραση, ίντερνετ, καφετέρια, μουσικό κέντρο, κλπ). Δεν είναι δυνατόν ο απλός καταστηματάρχης, αλλά και εν γένει ο κάθε επιχειρηματίας ανεξαρτήτου μεγέθους, να συναλλάσσεται με την κάθε ομάδα δημιουργών που συμμετείχε σε κάθε έργο. Στα σύγχρονα οπτικοακουστικά έργα συνεισφέρουν ουκ ολίγες κατηγορίες δημιουργών από όλο το φάσμα της τέχνης, και ο αριθμός των εμπλεκομένων όλο και αυξάνεται με την εξέλιξη της τεχνολογίας και της τέχνης. Πόσες συμβάσεις θα πρέπει να διαπραγματευτεί και να υπογράψει ο κάθε επιχειρηματίας; Πόσοι οργανισμοί θα πρέπει να δημιουργηθούν με πανομοιότυπο έργο και αποστολή; Πόση σπατάλη χρόνου και χρήματος θα πρέπει να ανεχθούμε;
Ο επιχειρηματίας, όπως και ο κάθε πολίτης, δεν έχει καμία σχέση και δεν μπορεί να συναλλάσσεται με τον κάθε καλλιτέχνη (ή ομάδα καλλιτεχνών) που συμμετάσχει στη δημιουργία οπτικοακουστικών έργων. Τον επιχειρηματία, όπως και τον πολίτη, τον ενδιαφέρει το τελικό αποτέλεσμα, το συνολικό πνευματικό δημιούργημα, και αυτό ακριβώς θέλει να πληρώνει, με απλό και δίκαιο τρόπο. Για το λόγο αυτό μπορεί να δημιουργηθεί ένας και μοναδικός φορέας ο οποίος θα διαχειρίζεται με ενιαίο και δίκαιο τρόπο όλα τα οπτικοακουστικά πνευματικά έργα συνολικά.
Όσον αφορά την αμοιβή/άδεια για τη δημόσια εκτέλεση των έργων, αυτή θα μπορούσε να λάβει κάποια μορφή κοινωνικού τέλους/φόρου το οποίο θα επιβαρύνει όλες ανεξαιρέτως τις οικονομικές συναλλαγές που αφορούν οπτικοακουστικά έργα πνευματικής δημιουργίας. Με τον τρόπο αυτό αφενός διατηρείται ο δημόσιος-κοινωνικός χαρακτήρας της πνευματικής δημιουργίας, και αφετέρου, επιτυγχάνεται η καθολική, αλλά αναλογική, συνεισφορά της κοινωνίας προς τους δημιουργούς.
Τα σύγχρονα οπτικοακουστικά πνευματικά έργα είναι το αποτέλεσμα της συνεργασίας πάρα πολλών δημιουργών (συγγραφείς, σκηνοθέτες, ηθοποιοί, συνθέτες, μουσικοί, σχεδιαστές, προγραμματιστές, κλπ). Το πρόβλημα είναι ότι αντί να υπάρχει μία ενιαία αρχή που θα διαχειρίζεται συνολικά όλα τα πνευματικά δικαιώματα, έχουμε το φαινόμενο όπου κάθε επαγγελματική ομάδα δημιουργών συστήνει το δικό της οργανισμό συλλογικής διαχείρισης και εκμεταλλεύεται ανεξάρτητα και αυτόνομα τα περιουσιακά/συγγενικά δικαιώματα που της ανήκουν (ΑΕΠΙ για συνθέτες-στιχουργούς, ΕΡΑΤΩ για τραγουδιστές-ερμηνευτές, ΑΠΟΛΛΩΝ για μουσικούς, ΔΙΟΝΥΣΟΣ για ηθοποιούς και χορευτές, GRAMMO για παραγωγούς υλικών φορέων ήχου και εικόνας, κ.α.). Αυτό το μοντέλο διαχείρισης είναι εντελώς αναποτελεσματικό, άδικο, και κατά μία έννοια παράλογο. Η άδεια/αμοιβή για τη δημόσια εκτέλεση έργων θα έπρεπε να ακολουθεί ένα πιο ορθολογικό μοντέλο αντίστοιχο με αυτό που ισχύει για την προσωπική εκτέλεση έργων το οποίο είναι απλό και ξεκάθαρο. Στην περίπτωση της προσωπικής χρήσης, ο πολίτης αγοράζει ένα έργο (τραγούδι, ταινία, κλπ.) από ένα μοναδικό σημείο και δεν συναλλάσσεται με όλους τους δημιουργούς. Αυτό που τον ενδιαφέρει είναι το τελικό αποτέλεσμα, το συνολικό πνευματικό δημιούργημα, και αυτό ακριβώς πληρώνει με την αγορά του CD, DVD, mp3, κλπ. Κάτι αντίστοιχο θα έπρεπε να ισχύει και στη δημόσια εκτέλεση των έργων (τηλεόραση, ίντερνετ, καφετέρια, μουσικό κέντρο, κλπ). Δεν είναι δυνατόν ο απλός καταστηματάρχης, αλλά και εν γένει ο κάθε επιχειρηματίας ανεξαρτήτου μεγέθους, να συναλλάσσεται με την κάθε ομάδα δημιουργών που συμμετείχε σε κάθε έργο. Στα σύγχρονα οπτικοακουστικά έργα συνεισφέρουν ουκ ολίγες κατηγορίες δημιουργών από όλο το φάσμα της τέχνης, και ο αριθμός των εμπλεκομένων όλο και αυξάνεται με την εξέλιξη της τεχνολογίας και της τέχνης. Πόσες συμβάσεις θα πρέπει να διαπραγματευτεί και να υπογράψει ο κάθε επιχειρηματίας; Πόσοι οργανισμοί θα πρέπει να δημιουργηθούν με πανομοιότυπο έργο και αποστολή; Πόση σπατάλη χρόνου και χρήματος θα πρέπει να ανεχθούμε; Ο επιχειρηματίας, όπως και ο κάθε πολίτης, δεν έχει καμία σχέση και δεν μπορεί να συναλλάσσεται με τον κάθε καλλιτέχνη (ή ομάδα καλλιτεχνών) που συμμετάσχει στη δημιουργία οπτικοακουστικών έργων. Τον επιχειρηματία, όπως και τον πολίτη, τον ενδιαφέρει το τελικό αποτέλεσμα, το συνολικό πνευματικό δημιούργημα, και αυτό ακριβώς θέλει να πληρώνει, με απλό και δίκαιο τρόπο. Για το λόγο αυτό μπορεί να δημιουργηθεί ένας και μοναδικός φορέας ο οποίος θα διαχειρίζεται με ενιαίο και δίκαιο τρόπο όλα τα οπτικοακουστικά πνευματικά έργα συνολικά. Όσον αφορά την αμοιβή/άδεια για τη δημόσια εκτέλεση των έργων, αυτή θα μπορούσε να λάβει κάποια μορφή κοινωνικού τέλους/φόρου το οποίο θα επιβαρύνει όλες ανεξαιρέτως τις οικονομικές συναλλαγές που αφορούν οπτικοακουστικά έργα πνευματικής δημιουργίας. Με τον τρόπο αυτό αφενός διατηρείται ο δημόσιος-κοινωνικός χαρακτήρας της πνευματικής δημιουργίας, και αφετέρου, επιτυγχάνεται η καθολική, αλλά αναλογική, συνεισφορά της κοινωνίας προς τους δημιουργούς.