Σχολιάζοντας την θέση της Ε.Ι.ΤΗ.Σ.Ε.Ε., θα ήθελα, στα πλαίσια του διαλόγου, να εκθέσω τα εξής:
Κατ' αρχάς η αντιπροσωπευτικότητα των Ο.Σ.Δ. κρίνεται από τον Ο.Π.Ι.
Σημειώνεται ότι για την ενεργοποίηση του παλαιού τεκμηρίου του άρθρ. 55 παρ. 2 εδ. α΄ αρκεί, κατά την ΕφΑΘ. 5757/2010, να προσκομίσει ο Ο.Σ.Δ. μόνον την Εγκριτική απόφαση του Υπουργού Πολιτισμού.
Γίνεται λόγος περί σκανδαλωδώς υπερβολικού τεκμηρίου. Ωστόσο, το ίδιο τεκμήριο ισχύει και στο γερμανικό δίκαιο. Πιστεύω ότι η υιοθέτηση μίας διάταξης του γερμανικού δικαίου δεν συνιστά σκανδαλωδώς υπερβολικό τεκμήριο. Άλλωστε, και ο ΑΚ τον γερμανικό αστικό κώδικα του 1897 ακολούθησε πιστά.
Σημειώνεται επίσης το εξής: Ήδη η εφετειακή νομολογία, ενδεικτικά ΕφΑθ 472/2009, 5757/2010 ΕφΑθ. 5757/2010, ΕφΘεσ. 2187/2008, 2238/2009˙ 843/2010˙ 929/2010˙ ΕφΛαρ. 608/2010 & 609/2010, ομόφωνα δέχεται ότι το παλαιό τεκμήριο είχε εν πολλοίς το περιεχόμενο του νέου. Η διάταξη επικύρωσε απλώς ό,τι είχε νομολογηθεί.
Ας σημειωθεί και το εξής: Τα περί μείωσης του ρεπερτορίου είναι υποθετικά. Ύστερα, ο χρήστης δύναται να ζητήσει ο ίδιος τον καθορισμό της εύλογης αμοιβής. Πρόκειται για δικονομική δυνατότητα, της οποίας, εξ όσων δύναμαι να γνωρίζω, δεν έχει χρήση.
Και, βεβαίως, χωρεί ανταπόδειξη κατά του τεκμηρίου. Όμως, δεν αρκεί γενική άρνηση. Γιατί εάν αρκούσε, τότε η ύπαρξη του τεκμηρίου δεν θα είχε νόημα. Τεκμήριο σημαίνει αντιστροφή του βάρους απόδειξης. Η άρνηση, λοιπόν, πρέπει να είναι συγκεκριμένη. Να αναφέρει δηλαδή ο χρήστης ποιό συγκεκριμένο έργο από αυτά που μεταδόθηκαν δεν εκπροσωπείται και για ποιόν λόγο δεν εκπροσωπείται. Αυτό, άλλωστε, γίνεται ήδη δεκτό στην ελληνική θεωρία. Όμοια νομολογεί και το γερμανικό ακυρωτικό, ήδη από τα έτη 1989 και 1991.
Σχολιάζοντας την θέση της Ε.Ι.ΤΗ.Σ.Ε.Ε., θα ήθελα, στα πλαίσια του διαλόγου, να εκθέσω τα εξής: Κατ' αρχάς η αντιπροσωπευτικότητα των Ο.Σ.Δ. κρίνεται από τον Ο.Π.Ι. Σημειώνεται ότι για την ενεργοποίηση του παλαιού τεκμηρίου του άρθρ. 55 παρ. 2 εδ. α΄ αρκεί, κατά την ΕφΑΘ. 5757/2010, να προσκομίσει ο Ο.Σ.Δ. μόνον την Εγκριτική απόφαση του Υπουργού Πολιτισμού. Γίνεται λόγος περί σκανδαλωδώς υπερβολικού τεκμηρίου. Ωστόσο, το ίδιο τεκμήριο ισχύει και στο γερμανικό δίκαιο. Πιστεύω ότι η υιοθέτηση μίας διάταξης του γερμανικού δικαίου δεν συνιστά σκανδαλωδώς υπερβολικό τεκμήριο. Άλλωστε, και ο ΑΚ τον γερμανικό αστικό κώδικα του 1897 ακολούθησε πιστά. Σημειώνεται επίσης το εξής: Ήδη η εφετειακή νομολογία, ενδεικτικά ΕφΑθ 472/2009, 5757/2010 ΕφΑθ. 5757/2010, ΕφΘεσ. 2187/2008, 2238/2009˙ 843/2010˙ 929/2010˙ ΕφΛαρ. 608/2010 & 609/2010, ομόφωνα δέχεται ότι το παλαιό τεκμήριο είχε εν πολλοίς το περιεχόμενο του νέου. Η διάταξη επικύρωσε απλώς ό,τι είχε νομολογηθεί. Ας σημειωθεί και το εξής: Τα περί μείωσης του ρεπερτορίου είναι υποθετικά. Ύστερα, ο χρήστης δύναται να ζητήσει ο ίδιος τον καθορισμό της εύλογης αμοιβής. Πρόκειται για δικονομική δυνατότητα, της οποίας, εξ όσων δύναμαι να γνωρίζω, δεν έχει χρήση. Και, βεβαίως, χωρεί ανταπόδειξη κατά του τεκμηρίου. Όμως, δεν αρκεί γενική άρνηση. Γιατί εάν αρκούσε, τότε η ύπαρξη του τεκμηρίου δεν θα είχε νόημα. Τεκμήριο σημαίνει αντιστροφή του βάρους απόδειξης. Η άρνηση, λοιπόν, πρέπει να είναι συγκεκριμένη. Να αναφέρει δηλαδή ο χρήστης ποιό συγκεκριμένο έργο από αυτά που μεταδόθηκαν δεν εκπροσωπείται και για ποιόν λόγο δεν εκπροσωπείται. Αυτό, άλλωστε, γίνεται ήδη δεκτό στην ελληνική θεωρία. Όμοια νομολογεί και το γερμανικό ακυρωτικό, ήδη από τα έτη 1989 και 1991.