Αρχική Σύσταση Ελληνικής ΑκτοφυλακήςΆρθρο 1 Μετονομασία Λιμενικού Σώματος-ΥπαγωγήΣχόλιο του χρήστη Γιάπρος Σπύρος | 9 Δεκεμβρίου 2010, 18:22
Υπουργείο Προστασίας του Πολίτη Δικτυακός Τόπος Διαβουλεύσεων OpenGov.gr Ανοικτή Διακυβέρνηση |
Πολιτική Προστασίας Δεδομένων Προσωπικού Χαρακτήρα Πολιτική Ασφαλείας και Πολιτική Cookies Όροι Χρήσης Πλαίσιο Διαλόγου |
Creative Commons License Με Χρήση του ΕΛ/ΛΑΚ λογισμικού Wordpress. |
Αξιότιμε Κε Υπουργέ Κατόπιν προσεκτικής μελέτης του κειμένου του νομοσχεδίου , μελέτης συναφούς νομοθεσίας νομολογίας και βιβλιογραφίας και μετά από συνδυασμένη και προσεκτική αξιολόγηση και συνεκτίμηση όλων των στην διάθεσή μου στοιχείων επιτρέψτε μου να διατυπώσω τα ακόλουθα τα οποία αποτελούν απλές σκέψεις και συλλογισμούς και σε καμία περίπτωση κριτική Επί της αρχής θα συμφωνήσω για την ψήφιση ενός νομοσχεδίου που θα ρυθμίζει το μέλλον του Σώματος και του προσωπικού του, όμως επί των επιμέρους άρθρων, θα διαφωνήσω εν μέρει, αναπτύσσοντας τις απόψεις μου στο κάθε ένα εξ αυτών, καθώς κατά την ταπεινή μου άποψη πάσχουν από νομοτεχνική αρτιότητα, σε ορισμένες περιπτώσεις θα προκαλέσουν κατά τη γνώμη μου θέμα συνταγματικότητας, ενώ παραβιάζουν την αρχή της καλής νομοθέτησης. Αν και η αρχή της "καλής νομοθέτησης" δεν αποτελεί ακόμη δεσμευτικό νομικό κανόνα στο δικαιικό μας σύστημα δεν μας εμποδίζει τίποτα να την εφαρμόσουμε Το παρόν νομοσχέδιο θα αποτελέσει μετά την ψήφισή του έναν από τους κυριότερους "οργανωτικούς νόμους" για το Λ.Σ. ο οποίος θα οριοθετεί το γενικό πλαίσιο για την λειτουργία του . Οι αρμοδιότητες ενός αστυνομικού σώματος πρέπει να προβλέπονται "αποκλειστικά", σύμφωνα και με την αρχή της νομιμότητας που προβλέπει ότι το Δημόσιο - σε όλες του τις μορφές - έχει μόνον όση εξουσία του δίνει ρητώς ο Νόμος. Ο νόμος αυτός αποτελεί νόμο-πλαίσιο κατά το άρθρο 43 του Συντάγματος των Ελλήνων [ΣτΕ]και περιλαμβάνει εξουσιοδοτικές διατάξεις και για το λόγο αυτό για το αντικείμενο της εξουσιοδότησης, σύμφωνα με την παρ 3 του άρθρου 43 του ΣτΕ θα πρέπει να χαραχθούν οι γενικές αρχές και οι κατευθύνσεις ρύθμισης. Στο παρόν νομοσχέδιο αυτό δέν συμβαίνει με αποτέλεσμα να ελοχεύει ο κίνδυνος ορισμένα κανονιστικά διατάγματα να κριθούν αντισυνταγματικά καθώς θα αναφέρονται σε περιορισμό ατομικών δικαιωμάτων τα οποία σύμφωνα με το άρθρο 25 παρ.1 του ΣτΕ τελούν υπό την εγγύηση του Κράτους και οι κάθε είδους περιορισμοί που μπορούν κατά το ΣτΕ να επιβληθούν στα δικαιώματα αυτά πρέπει να προβλέπονται είτε απευθείας από το ίδιο το ΣτΕ, είτε από τον ίδιο το νόμο εφόσον υπάρχει επιφύλαξη υπέρ αυτού, και να σέβονται την αρχή της αναλογικότητας. Κατά συνέπεια , όπως έχει κριθεί από δεκάδες [αν όχι εκατοντάδες] αποφάσεις των ανωτάτων δικαστηρίων, δεν δύναται να ρυθμιστούν - με βάση και την αρχή διάκρισης των λειτουργιών - με κανονιστικά διατάγματα της διοίκησης ως εκτελεστικής εξουσίας, πολλά από τα θέματα της εξουσιοδοτικής διάταξης καθώς αναφέρονται σε περιορισμό ατομικών δικαιωμάτων. Συγκεκριμένα δεν περιλαμβάνονται βασικές αστυνομικές ενέργειες των Λιμενικών Οργάνων τα οποία στα πλαίσια της εκπλήρωσης της αποστολής τους θα πρέπει να εκτελέσουν. Με κανιστικό διάταγμα ρυθμίστηκαν αντίστοιχα θέματα για την ΕΛΑΣ με το ΠΔ 141/91 περί αρμοδιοτήτων των οργάνων του ΥΔΤ για το οποίο ο Συνήγορος του Πολίτη με το Αρ. πρωτ.: 16024.02.2.4 - 20580.02.2.4 της 30 Ιουνίου 2003 Πόρισμά του έκρινε τα ακόλουθα : Οι αστυνομικές έρευνες και προσαγωγές διέπονται, πράγματι, από νομικό πλαίσιο ανεπίτρεπτα ρευστό και ασαφές προκειμένου περί περιορισμών ατομικού δικαιώματος. Αμφισβητείται, άλλωστε, ακόμη και η τυπική του συνταγματικότητα στο πεδίο της νομοθετικής εξουσιοδότησης, δεδομένου ότι οι σχετικές διατάξεις, αν και θα έπρεπε, σύμφωνα με το Σύνταγμα (άρθρο 5 παρ. 3: «…ούτε με οποιονδήποτε άλλο τρόπο περιορίζεται, παρά μόνο όταν και όπως ορίζει ο νόμος»), να έχουν τεθεί με τυπικό νόμο, περιέχονται σε προεδρικό διάταγμα (141/91 «Αρμοδιότητες οργάνων και υπηρεσιακές ενέργειες του προσωπικού του Υπουργείου Δημόσιας Τάξης»), το οποίο στηρίζεται σε εξουσιοδότηση νόμου αφορώντος απλώς και μόνο τον Οργανισμό του Υπουργείου (ν. 1481/84). Με βάση τις επισημάνσεις αυτές, ο Συνήγορος του Πολίτη έχει ήδη, στην κατ’ άρθρον 3 παρ. 5 ν. 3094/2003 Ετήσια Έκθεσή του (έτους 2002), εισηγηθεί την εξ αρχής εκπόνηση και θέσπιση, με τυπικό νόμο, ενός σύγχρονου και σαφούς θεσμικού πλαισίου. Για το λόγο αυτό απαιτείται αρκετά από τα καθήκοντα των οργάνων να περιληφθούν στο κείμενο του νόμου όπως επιγραμματικά : Τα λιμενικά όργανα για την εκπλήρωση της αποστολής τους : προβαίνουν σε ελέγχους, σωµατικές έρευνες, έρευνες σε πλωτά και χερσαία µεταφορικά µέσα και µεταφερόµενα αντικείµενα όταν υπάρχει σοβαρή υπόνοια τελέσεως αξιοποίνου πράξεως ή απόλυτη ανάγκη Οδηγούν στο υπηρεσιακό κατάστηµα για εξέταση άτοµα τα οποία στερούνται στοιχείων αποδεικτικών της ταυτότητάς τους ή τα οποία, εξαιτίας του τόπου, του χρόνου, των περιστάσεων και της συµπεριφοράς τους δηµιουργούν υπόνοιες διάπραξης εγκληµατικής ενέργειας Οδηγούν στο λιμένα πλοία τα οποία κατά τον έλεγχο δεν αποδεικνύουν τη σχέση σύνδεσης με κράτος σημαίας κατά τη Δ.Σ. για το Δίκαιο της Θάλασσας Τα ανωτέρω σαφώς αποτελούν απλή διατύπωση ειδικά δε για το θέμα της τελευταίας πρότασης απαιτείται επαναδιατύπωση από εξειδικευμένους στο δίκαιο της θάλασσας νομικούς, το οποίο ορίζει ότι το δικαίωμα της διέλευσης χωρικών υδάτων ανήκει σε πλοία τα οποία υπάγονται σε καθεστώς εξουσίασης από κράτος το οποίο υποχρεούται να το καταχωρήσει στο εθνικό του μητρώο [νηολόγιο] και να το εφοδιάσει με ειδική έγγραφη πιστοποίηση περί της σχέσης εξουσίασης και του δικαιώματός του να φέρει τη σημαία του [έγγραφο εθνικότητας] ΝΟΜΟΤΕΧΝΙΚΗ ΑΡΤΙΟΤΗΤΑ ΝΟΜΙΚΟΥ ΚΕΙΜΕΝΟΥ Η µέριµνα για την ποιότητα της διατύπωσης των κειµένων είναι θεµελιώδης για την καλύτερη κατανόηση και την ορθή εφαρµογή της νοµοθεσίας. Οι πράξεις που θεσπίζονται από τα αρμόδια όργανα πρέπει να διατυπώνονται µε σαφήνεια και συνέπεια και να ακολουθούν οµοιόµορφες αρχές σύνταξης νοµικών κειµένων προκειµένου τα πρόσωπα - φυσικά και νομικά - να γνωρίζουν τα δικαιώµατα και τις υποχρεώσεις τους και τα δικαστήρια να τα προστατεύουν. Εξάλλου όπως προαναφέρθηκε σύμφωνα με την αρχή της νομιμότητας το Δημόσιο σε όλες του τις μορφές έχει μόνον όση εξουσία του δίνει ρητώς ο Νόμος. Για να επιτευχθούν όμως τα προαναφερόμενα θα πρέπει να ακολουθηθούν διάφορες γενικές νομοτεχνικές αρχές όπως : α. Συντακτική απλότητα σαφήνεια και ακρίβεια β. Διερεύνηση του προς ρύθμιση προβλήματος. γ. Αντιμετώπιση του προς ρύθμιση θέματος σε γενική βάση. δ. Αντιμετώπιση του προς ρύθμιση θέματος σε μελλοντική βάση. ε. Εναρμόνιση και σύνδεση του προς ρύθμιση θέματος με την κείμενη νομοθεσία. στ. Η νομοθέτηση κατά παραπομπή. Ειδικότερα: [σχετικός μεταξύ άλλων και ο Κοινός πρακτικός οδηγός του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου, για τη σύνταξη των νοµοθετικών κειµένων] α. Συντακτική απλότητα σαφήνεια και ακρίβεια Η σύνταξη µιας νοµοθετικής πράξης πρέπει να είναι: -σαφής, εύκολα κατανοητή, χωρίς διφορούµενα· -απλή, συνοπτική, χωρίς περιττά στοιχεία· -ακριβής, χωρίς να αφήνει αµφιβολίες στον αναγνώστη. Ο αυτονόητος αυτός κανόνας αποτελεί άλλωστε έκφραση γενικών αρχών του δικαίου, όπως: -της ισότητας των πολιτών έναντι του νόµου, υπό την έννοια ότι όλοι πρέπει να έχουν πρόσβαση και να κατανοούν το νόµο· -της ασφάλειας του δικαίου, υπό την έννοια ότι η εφαρµογή του νόµου πρέπει να είναι προβλέψιµη β. Διερεύνηση του προς ρύθμιση προβλήματος δηλαδή μελέτη του θέματος που πρόκειται να ρυθμιστεί, και σχηματισμός σαφούς εικόνας για την ενδεδειγμένη λύση. Δηλαδή, πρέπει πρώτα να εντοπίζεται το συγκεκριμένο πρόβλημα ή κενό των ρυθμίσεων, να εξετάζεται αν αυτό είναι ουσιώδες ή αν μπορεί να καλυφθεί με άλλους τρόπους και να εξευρίσκεται η κατάλληλη λύση που απομένει να διατυπωθεί στη συνέχεια. γ.Αντιμετώπιση του προς ρύθμιση θέματος σε γενική βάση με την οποία επιδιώκεται η βαθύτερη διερεύνηση τούτου για την ανακάλυψη τυχόν σύνδεσής του με άλλα θέματα, ώστε να αποφεύγονται οι αποσπασματικές ρυθμίσεις και να επιτυγχάνεται πληρέστερη μελέτη των ζητημάτων. δ.Αντιμετώπιση του προς ρύθμιση θέματος σε μελλοντική βάση με την οποία επιδιώκεται η κατά το δυνατόν πρόβλεψη των περιπτώσεων για τις οποίες θα ανακύψει στο μέλλον η ανάγκη ρύθμισης, ώστε να επιτυγχάνεται πληρότητα της ρύθμισης και να αποφεύγεται η ανάγκη τροποποίησής της σε σύντομο χρονικό διάστημα. ε. Εναρμόνιση και σύνδεση του προς ρύθμιση θέματος με την κείμενη νομοθεσία δηλαδή αποφυγή κατάρτισης ρύθμισης η οποία θα ανατρέπει πλήρως ήδη ισχύουσες σχετικές ρυθμίσεις, χωρίς να λαμβάνει υπόψη το γενικότερο θεσμικό πλαίσιο, τα πραγματικά δεδομένα και τις υποθέσεις σε εξέλιξη, γεγονός, που αν δεν προβλεφθούν οι απαραίτητες μεταβατικές διατάξεις, προκαλεί ρήξεις στην έννομη τάξη και δημιουργεί προβλήματα στους εφαρμοστές των ρυθμίσεων και στους ενδιαφερομένους, με συνέπεια την ανάγκη κατάρτισης νέων ρυθμίσεων για την αντιμετώπιση των δυσχερειών. Επίσης, πρέπει κατά τη διατύπωση του κειμένου των νομοθετικών πράξεων να εξασφαλίζεται η επιβαλλόμενη ομοιομορφία των χρησιμοποιούμενων όρων σε σχέση με τις λοιπές ανάλογου περιεχομένου νομοθετικές πράξεις, προς αποφυγή ερμηνευτικών ζητημάτων. στ. Η νομοθέτηση κατά παραπομπή υπάρχει όταν η ρύθμιση του θέματος δεν γίνεται απευθείας από την νέα νομοθετική πράξη αλλά με παραπομπή σε διάταξη νόμου ή άλλης κανονιστικής πράξης που είναι, ήδη, σε ισχύ. Η ρύθμιση κατά παραπομπή πρέπει να διατυπώνεται με τρόπο ώστε να προκύπτει με σαφήνεια αν είναι γνήσια ή μη γνήσια. Γνήσια παραπομπή υπάρχει, όταν η παραπομπή προς την διάταξη που ήδη ισχύει γίνεται με την έννοια ότι το θέμα θα ρυθμίζεται σύμφωνα με όσα ορίζει η διάταξη όπως ισχύει σήμερα και όπως κάθε φορά θα ισχύει στο μέλλον, όσες αλληλοδιάδοχες τροποποιήσεις και αν υποστεί. Μη γνήσια παραπομπή υπάρχει όταν η παραπομπή γίνεται σε διάταξη νόμου ή άλλης κανονιστικής πράξης, όπως ισχύει σήμερα και όπως ισχύει σήμερα θα ρυθμίζει πάντοτε το θέμα, ανεξάρτητα αν η διάταξη αυτή τροποποιηθεί μεταγενέστερα. Το σύνολο σχεδόν των διατυπώσεων των άρθρων έρχεται σε αντίθεση με κάποια από τις ανωτέρω νομοτεχνικές αρχές Η βελτίωση της ποιότητας των ρυθµίσεων θα συµβάλει αποφασιστικά στην ασφάλεια δικαίου,προκειµένου ο πολίτης να γνωρίζει µε σαφήνεια τα δικαιώµατα και τις υποχρεώσεις του και η διοίκηση τις ευθύνες και τις αρµοδιότητές της [αφιέρωμα Νομοθεσία και διακυβέρνηση:Η κανονιστική μεταρρύθμιση στην Ελλάδα των Α. Μακρυδημήτρη, Α. Χατζή, Μ.Η. Πραβίτα, Σ. Ναλπαντίδου, Π. Καρκατσούλη και Γ. Λαζαράκου] Επί των ειδικότερων σκέψεών μου για κάθε άρθρο θα τοποθετηθώ ειδικά στο κάθε ένα από αυτά επιθυμώ όμως κάποιες γενικές παρατηρήσεις Με το παρόν νομοσχέδιο επιχειρείται ο εκσυγχρονισμός ενός θεσμού που λειτουργεί από την δεκαετία του 1830 δηλαδή σχεδόν 2 αιώνων. Το Λ.Σ. λειτουργεί με την σημερινή του μορφή από το 1919 όμως δεν θα πρέπει να ξεχνάμε μια βασική αρχή της κρατικής λειτουργίας ότι κυριότερος πυρήνας της είναι οι περιφερειακές εκτελεστικές υπηρεσίες και εν προκειμένω οι περιφερειακές Λιμενικές Αρχές για τις οποίες σαν παραπέμπω στο διάταγμα του 1834. Όπως είναι γνωστό οι 2 αποστολές του Λ.Σ. είναι α] η διοίκηση της εμπορικής ναυτιλίας και β] η αστυνόμευση θάλασσας πλοίων ναυπηγημάτων λιμένων και εξομοιούμενων χώρων Μέσα σε 19 άρθρα τα οποία καταλαμβάνουν 5 σελίδες επιχειρείται να συνοψιστεί μια ιστορία σχεδόν 2 αιώνων των Λιμενικών Αρχών όταν οι αντίστοιχοι οργανικοί νόμοι της ΕΛΑΣ αποτελούνται από 63 άρθρα ο νόμος 1481/84 και 39 άρθρα ο νόμος 2800/2000 Τόσο στα 19 άρθρα του νομοσχεδίου όσο και στην αιτιολογική του έκθεση δεν υπάρχει καμία αναφορά και καμία αιτιολόγηση για τον τομέα της διοίκησης του εμπορικού ναυτικού και την σύνδεσή του με την Λιμενική Αρχή Ο νόμος περί αυτοδιοικητικής μεταρύθμισης Καλλικράτης περιλαμβάνει διατάξεις που προβλέπουν λειτουργία ΝΠΔΔ στους δήμους ώς φορείς διοίκησης λιμένων ενώ στα άρθρα 94 και 95 μεταφέρει αρμοδιότητες του τομέα αλιείας στους δήμους. Άλλες αρμοδιότητες των Λιμενικών Αρχών που δεν συνάδουν με τον καθαρά αστυνομικό χαρακτήρα του παρόντος νομοσχεδίου δεν ρυθμίζονται από καμία διάταξη του παρόντος. Αποτέλεσμα των παραπάνω είναι σε περιφερειακό επίπεδο να μην προκύπτει καμία ουσιώδης αλλαγή Αντίθετα δίνεται έμφαση μόνο στην κεντρική υπηρεσία αυξάνοντας κλάδους διευθύνσεις και τμήματα παραμελώτας τον κύτταρο της εκτελεστικής λειτουργίας το Λιμεναρχείο. Τα παραπάνω αφενός μεν έρχονται σε αντίθεση με τις εξαγγελίες για περιορισμό του κράτους αφετέρου δε με την σαφή αναφορά στο κάθετο σύστημα διοίκησης έρχονται κατά την ταπεινή μου άποψη σε αντίθεση με την συνταγματική επιταγή των άρθρων 102 και 102 του ΣτΕ Κλείνωντας δεν θα πρέπει να ξεχνάμε ένα βασικό στρατιωτικό ρητό [μιας και είμαστε στρατιωτικοί] το οποίο λέει ότι στρατηγός χωρίς στρατιώτες αδυνατεί να πολεμήσει και αντί να παραδοθεί στον εχθρό καίει τη σημαία για να μην πέσει στα χέρια του εχθρού και αυτοκτονεί ο εκπαιδευμένος στρατιώτης ακόμα και χωρίς στρατηγό συνεχίζει και πολεμά Αυτό που μας λείπει είναι ο εκπαιδευμένος στρατιώτης και όχι οι στρατηγοί Γιάπρος Σπύρος